Μια από τις πρώτες Ιταλικές ενέργειες κατά την έναρξη των επιχειρήσεων ήταν η ανάπτυξη ανά την Μεσόγειο περί των 50 υποβρυχίων, δηλαδή του 50% περίπου των ετοιμοπόλεμων, σε επιθετικές αποστολές και σε αναγνωριστικές.  Η ανάθεση αποστολών σε τόσο μεγάλο ποσοστό του υποβρύχιου στόλου συγχρόνως και ο τρόπος ανάπτυξής τους, ο οποίος θεωρήθηκε ότι δεν ανταποκρίνονταν στην στρατηγική κατάσταση, κατακρίθηκαν στην Ιταλία διότι έτσι προκαλούνταν υπερβολική φθορά και κόπωση του υλικού.

Προφανώς όμως η άποψη αυτή δεν τους απασχολούσε τότε πολύ, εφόσον προέβλεπαν έναν πόλεμο τόσο μικρής διάρκειας [βλέπε: «Το Ιταλικό Ναυτικό» ].  Μόνο στο τέλος Αυγούστου 1940 η Ιταλική Ανώτατη Διοίκηση εξέδωσε διαταγές προς τις ένοπλες δυνάμεις για να προπαρασκευαστούν για πόλεμο μακράς διαρκείας.

Τα Ιταλικά υποβρύχια δεν είχαν και πολύ μεγάλες επιτυχίες κατά την πρώτη πολεμική περίοδο.  Οι ίδιοι δε παραδέχονται ότι τους έλλειπε επαρκής πείρα για νυχτερινές επιθέσεις στην επιφάνεια.  Αυτό διαπιστώθηκε και κατά τον Ελληνο-Ιταλικό πόλεμο, οπότε εκδηλώθηκαν αρκετές επιθέσεις ιταλικών υποβρυχίων κατά των νηοπομπών μας χωρίς ουδεμία απολύτως επιτυχία [βλέπε:  «Η Ιταλική Επίθεση – Νέες ημέρες Δόξας. Μέρος Α’: Οκτώβριος-Νοέμβριος 1940 και
Η Ιταλική Επίθεση – Νέες ημέρες Δόξας. Μέρος Β’: Νοέμβριος 1940 -Μάρτιος 1941»
 ]. Όπως αναγράφεται στην Ιταλική έκθεση, μόνο γύρω στα μέσα του 1942 τα υποβρύχια άρχισαν να χρησιμοποιούνται με τρόπο αποτελεσματικό.

Η πόντιση αμυντικών ναρκοπεδίων κατά μήκος των Ιταλικών ακτών υπήρξε από τις πρώτες ενέργειες του Ιταλικού Ναυτικού.  Για την πόντιση των επιθετικών αυτών ναρκοπεδίων έξω από τα λιμάνια και στις συγκοινωνιακές οδούς του εχθρού, διατέθηκαν και 6 υποβρύχια – ναρκοθέτιδες.  Φαίνεται όμως ότι επειδή οι μηχανισμοί ναρκοθέτησης ήταν ελαττωματικοί, η χρησιμοποίηση των υποβρυχίων γι αυτόν τον σκοπό δεν έδωσε αξιόλογα αποτελέσματα.  Σε όλη τη διάρκεια του πολέμου ποντίστηκαν συνολικά από τους Ιταλούς περί τις 55.000 νάρκες.  Ιδιαίτερα δύσκολη ήταν η πόντιση ναρκοπεδίων στο Στενό της Σικελίας, λόγω των καιρικών συνθηκών που συνήθως επικρατούν, των ισχυρών ρευμάτων, των μεγάλων βαθών και της απότομης μεταβολής τους.

Με τη κήρυξη του πολέμου αφετέρου, μια από τις πρώτες επιχειρήσεις του Βρετανικού Στόλου υπήρξε η έρευνα με ένα στολίσκο αντιτορπιλικών για εχθρικά υποβρύχια με άγνωστα όμως αποτελέσματα.

Την 11η Ιουνίου 1940 οι Βρετανοί εκτέλεσαν σάρωση στη Κεντρική Μεσόγειο με ισχυρή ναυτική δύναμη με την ελπίδα να συναντήσουν νηοπομπή προς Λιβύη ή ναυτικές μονάδες του εχθρού, αλλά δεν συνάντησαν τίποτε.  Διαπίστωσαν όμως την ανεπάρκεια της Ιταλικής αεροπορικής αναγνώρισης.  Ο Βρετανικός Στόλος παρέμεινε εν πλω επί τρεις ημέρες χωρίς να συναντήσει ίχνος εχθρικού αεροπλάνου, ενώ ανέμεναν ότι κατά τις ώρες της ημέρας θα αντιμετώπιζαν συνεχείς και εντατικούς βομβαρδισμούς απ’ τον αέρα.  Ανάλογη ήταν και η δική μας έκπληξη όταν έφθασε η νύχτα της 28ης Οκτωβρίου 1940 χωρίς τα πλοία μας στον όρμο της Ελευσίνας να έχουν δεχτεί την αναμενόμενη σαν σίγουρη έντονη εκδήλωση της πολυδιαφημισμένης από τον Μουσολίνι αεροπορίας του [βλέπε: “Η Ιταλική Επίθεση – Νέες ημέρες Δόξας. Μέρος Α’: Οκτώβριος-Νοέμβριος 1940” ].

Κατά την πρώτη αυτή ενέργεια της Βρετανικής δύναμης τα Ιταλικά υποβρύχια είχαν μια καλή επιτυχία, διότι την 12η Ιουνίου 1940 τορπίλισαν και βύθισαν το Βρετανικό εύδρομο CALYPSO, αν και προστατεύονταν καλά από προπέτασμα αντιτορπιλικών.


H.M.S. CALYPSO

Κατά τη διάρκεια όλου του Ιουνίου συνεχίστηκε η εφαρμογή του Βρετανικού σχεδίου επιχειρήσεων των σαρώσεων και βομβαρδίστηκε και η Bardia στη Λιβύη.  Μέχρι τη συνθηκολόγηση της Γαλλίας στις 24 Ιουνίου 1940, στις επιχειρήσεις αυτές συμμετείχαν και Γαλλικές ναυτικές δυνάμεις.

Η πτώση της Γαλλίας βελτίωσε σημαντικά την στρατηγική θέση της Ιταλίας, μέχρι του σημείου ώστε προς στιγμή να αντιμετωπιστεί από το Βρετανικό Ναυαρχείο ακόμα και η εγκατάλειψη της Ανατολικής Μεσογείου.

Πάντως ο ανεφοδιασμός της Λιβύης από τους Ιταλούς διευκολύνθηκε πολύ και ανενόχλητα έστειλαν την πρώτη νηοπομπή, ενώ πολεμικά πλοία μετέφεραν πολεμικό υλικό.  Κατά τη διάρκεια μιας τέτοιας αποστολής μιας μοίρας 3 αντιτορπιλικών, μια Βρετανική αεράκατος την εντόπισε και στη συνέχεια δέχτηκε επίθεση από 5 εύδρομα που βύθισαν το ένα αντιτορπιλικό, ενώ τα άλλα δυο διέφυγαν χάρις στην μεγαλύτερή τους ταχύτητα.  Προφανώς, αν η Βρετανική ναυτική δύναμη είχε εντοπιστεί από την Ιταλική αναγνώριση τα αντιτορπιλικά θα είχαν μπορέσει κατά πάσα πιθανότητα  να αποφύγουν την επίθεση.

Μέχρι το τέλος Ιουνίου 1940, σε μια πολεμική περίοδο 20 μόνο ημερών, είχαν χαθεί 9 ιταλικά υποβρύχια, 5 στη Μεσόγειο και 4 στην Ερυθρά θάλασσα, ενώ πολλά άλλα είχαν υποστεί βλάβες.

Ένα από αυτά που βυθίστηκαν στην Ερυθρά θάλασσα δέχτηκε επίθεση από 3 Βρετανικά αντιτορπιλικά και 2 κανονιοφόρους, ενώ λόγω βλάβης δεν μπορούσε να καταδυθεί και έπλεε στην επιφάνεια.  Έδωσε μάχη με το πυροβόλο, εκσφεντόνισε και τις τορπίλες του και πριν βυθιστεί κατάφερε πλήγμα κατά ενός αντιτορπιλικού, που τελικά προκάλεσε την καταβύθισή του.  Ένα άλλο από αυτά που χάθηκαν στην ίδια θάλασσα μετά από επίθεση, αιχμαλωτίστηκε από τους Βρετανούς κάτω από περίεργες συνθήκες.  Βρέθηκε να παρασύρεται άσκοπα, διότι το μεγαλύτερο μέρος του πληρώματος είχε φονευθεί κατά την επίθεση και αυτοί που απέμειναν είχαν δηλητηριαστεί από τα αέρια που είχαν εκλυθεί και ήταν πεσμένοι αναίσθητοι.

Κατά την ίδια περίοδο χάθηκαν 3 Βρετανικά υποβρύχια που έπεσαν σε ναρκοπέδια που είχαν ποντίσει οι Ιταλοί έξω από τα λιμάνια τους σε βάθη μέχρι 150 – 200 οργιές.  Αυτό προκάλεσε διαταγή του Βρετανού Στόλαρχου τα υποβρύχια να μην πλέουν σε βάθη μικρότερα των 200 οργιών, εκτός σε περιπτώσεις που καταδιώκουν σημαντικές εχθρικές μονάδες.

Εκείνο που απασχολούσε πολύ τους Βρετανούς ήταν οι εντατικοί αεροπορικοί βομβαρδισμοί της Μάλτας, που άρχισαν από την πρώτη ημέρα του πολέμου.  Στο νησί αυτό βρίσκονταν 4 μόνο καταδιωκτικά, ανταλλακτικά του αεροπλανοφόρου, που δεν βράδυνε να καταρριφτούν.  Μάταια ο Ναύαρχος Cunningham ζητούσε να σταλούν τουλάχιστον είκοσι.

Η στιγμή της πτώσης της Γαλλίας ήταν ίσως η κατάλληλη για να αποπειραθούν οι Ιταλοί να καταλάβουν την Μάλτα.  Μια τέτοια όμως επιχείρηση έπρεπε να είχε προπαρασκευαστεί από καιρό. Το Ναυτικό είχε κάνει σχετική εισήγηση από το 1938, τονίζοντας ότι η κατάληψη της νήσου αποτελούσε πρωταρχική προϋπόθεση για τη διεξαγωγή πολέμου κατά της Μεγάλης Βρετανίας στη Μεσόγειο.  Η Ανωτάτη Διοίκηση όμως δεν συμφώνησε, ξεκινώντας πάντα από την ιδέα ότι ο πόλεμος θα είναι σύντομος και διότι θεωρούσε ότι η εξουδετέρωση αυτής της σπουδαίας βάσης θα μπορούσε να γίνει από μόνη την Αεροπορία.   Αφετέρου, η Αεροπορία είχε δηλώσει ότι για την υποστήριξη ενδεχόμενης απόβασης στη Μάλτα δεν θα μπορούσε να διαθέσει πάνω από 100 αεροπλάνα και τα περισσότερα από αυτά παλαιού τύπου.  Έτσι το βάρος της επιχείρησης θα έπεφτε στο Ναυτικό.

Η μη έγκαιρη κατάληψη της Μάλτας, την οποία η Μεγάλη Βρετανία είχε αφήσει σχεδόν τελείως απροστάτευτη από αέρα, υπήρξε ένα από τα μεγαλύτερα σφάλματα του Άξονα στη Μεσόγειο.  Και αν ακόμα παραδεχτούμε ότι οι ελλείψεις του Ιταλικού Ναυτικού κατά την έναρξη του πολέμου δεν επέτρεπαν την άμεση ανάληψη της επιχείρησης, αργότερα, όταν είχε γίνει η κατάλληλη προπαρασκευή και παρουσιάστηκαν πολύ ευνοϊκότερες ευκαιρίες, το σφάλμα επαναλήφτηκε.

Με τη Μάλτα στα χέρια του Άξονα, χρησιμοποιούμενη ιδιαίτερα ως αεροπορική βάση, η δυσχερής θέση του Βρετανικού Στόλου στη Μεσόγειο θα γίνονταν ακόμα πιο δυσχερής.  Οι Βρετανοί γνώριζαν αυτό και με αφάνταστες θυσίες κατόρθωσαν να την διατηρήσουν.  Οι αεροπορικές και ναυτικές τους δυνάμεις που εξορμούσαν από εκεί προκαλούσαν βαριές απώλειες στις μεταφορές του Άξονα προς τη Βόρειο Αφρική.  Στη συνέχεια δε χρησιμοποιήθηκε και ως βάση εξόρμησης για την εισβολή στη Σικελία.

Μεγάλης χρησιμότητας για τον Άξονα θα ήταν και η κατάληψη της Τυνησίας, η οποία μετά την συνθηκολόγηση της Γαλλίας δεν παρουσίαζε μεγάλες δυσκολίες.  Έχοντας στη διάθεσή τους τα εκεί αεροδρόμια, τη μεγάλη ναυτική βάση της Bizerta και τα άλλα λιμάνια θα ήταν κύριοι και των δυο πλευρών του Στενού της Σικελίας.  Η οδός  των συγκοινωνιών τους με τη Βόρειο Αφρική θα συντομεύονταν κατά πολύ και θα διέρχονταν από μεγάλη απόσταση από τη Μάλτα και η επικοινωνία μεταξύ δυτικής και ανατολικής Μεσογείου θα διακόπτονταν τελείως για τους Βρετανούς.  Όμως, λόγοι πολιτικής φύσεως και ιδιαίτερα οι αντιζηλίες μεταξύ των συμμάχων δεν επέτρεψαν την ανάληψη αυτής της επιχείρησης.

Θα εξετάσουμε στη συνέχεια σε γενικές γραμμές τις περαιτέρω εξελίξεις των ναυτικών επιχειρήσεων στη Μεσόγειο και των κυριότερων πολεμικών συμβάντων επιμένοντας προ παντός στα σημεία από τα οποία μπορούν να βγουν χρήσιμα διδάγματα.

Όπως εκτίθεται και στη εισαγωγή αυτής της μελέτης [βλέπε: «Εισαγωγή» ] , μεταξύ αυτών που εκθέτουν οι δυο πλευρές υπάρχουν σημαντικές διαφορές που δεν αφορούν τόσο την εξιστόρηση των γεγονότων, όσο τα αίτια που τα προκάλεσαν.  Καταβλήθηκε προσπάθεια ώστε, στο μέτρο του δυνατού, βγουν συμπεράσματα συνδυάζοντας τις αντίθετες απόψεις, χρησιμοποιώντας πληροφορίες από άλλες πηγές.»