«Την ίδια νύχτα της 18- 19 Δεκεμβρίου 1941 που τα Βρετανικά πλοία έπεφταν σε ναρκοπέδιο ανατολικά του λιμανιού της Τρίπολης [ βλέπε: «ο Ανεφοδιασμός της Λιβύης – Μέρος Β» ], οι Ιταλοί κατάφεραν βαρύ πλήγμα κατά του Βρετανικού Στόλου στο λιμάνι της Αλεξάνδρειας, με τρεις ανθρωποτορπίλες.

Οι ανθρωποτορπίλες ήταν χειροκίνητες τορπίλες με αποσπώμενη κεφαλή και με πλήρωμα δυο ανδρών που κάθονταν πάνω σ’ αυτές. Ανάλογες είχαν χρησιμοποιηθεί από τους Ιταλούς και κατά τον Α’ Παγκόσμιο Πόλεμο, όταν βύθισαν Αυστριακό θωρηκτό στην Πόλα.  Οι χειριστές της τορπίλης έφεραν στολή δύτη και ειδική αναπνευστική μηχανή.  Αν πετύχαιναν να περάσουν το αμυντικό φράγμα του εχθρικού λιμανιού, κατηύθυναν την τορπίλη κάτω από τη γάστρα  του στόχου, αποσπούσαν την κεφαλή της και την προσάρμοζαν σε κάποιο σημείο της γάστρας.  Στη συνέχεια προσπαθούσαν να διαφύγουν από το λιμάνι, ιππεύοντας επί του υπολοίπου τμήματος της τορπίλης.

Ανάλογες επιχειρήσεις είχαν επίσης επανειλημμένα διεξαχθεί από τον Αύγουστο του 1940 κατά των λιμανιών της Αλεξάνδρειας και του Γιβραλτάρ αλλά, για διαφορετικούς κάθε φορά λόγους, είχαν αποτύχει.

Αυτή τη φορά η επιχείρηση διεξήχθη με εξαιρετικά επιδεξιότητα και τόλμη και είχε λαμπρή επιτυχία, ιδιαίτερα δεδομένου ότι από την προηγούμενη ημέρα ο Αρχηγός του Βρετανικού Στόλου έχοντας πληροφορίες για πιθανότητα τέτοιας επίθεσης είχε διατάξει τη λήψη αμυντικών μέτρων.  Εκτός από τα φράγματα του λιμανιού, κάθε θωρηκτό περιβάλλονταν με πλωτό αντιτορπιλικό δίχτυ και πλοιάρια που περιπολούσαν στην είσοδο του λιμανιού πόντιζαν σε κανονικά διαστήματα μικρές βόμβες βυθού.

Οι ανθρωποτορπίλες αφέθηκαν από υποβρύχιο έξω από το λιμάνι γύρω στις 21:00 της 18ης Δεκεμβρίου και είχαν την τύχη να βρουν την θύρα του φράγματος ανοιχτή, γιατί εκείνη τη στιγμή  έμπαιναν 3 αντιτορπιλικά, τα οποία και ακολούθησαν.  Μόλις όμως μπήκαν στο ορμητήριο, καθεμιά κατευθύνθηκε προς τον προκαθορισμένο στόχο της.  Οι δυο τοποθετήθηκαν κάτω από τα θωρηκτά HMS QUEEN ELISABETH και HMS VALIANT και η τρίτη κάτω από το πετρελαιοφόρο HMS SAGONA, στο οποίο ήταν πλευρισμένο  το αντιτορπιλικό HMS JERVIS.  Όλα τα πλοία έπαθαν πολύ μεγάλες ζημιές, ιδιαίτερα μεγάλης έκτασης ήταν του HMS VALIANT.

Οι 6 χειριστές τελικά συνελήφθηκαν αιχμάλωτοι.  Από αυτούς, εκείνοι που επιτέθηκαν κατά του HMS VALIANT ανακαλύφθηκαν μόλις είχαν τελειώσει την εργασία τους, μεταφέρθηκαν στο θωρηκτό και αφού αρνήθηκαν να δώσουν οποιαδήποτε πληροφορία, κλείστηκαν στο κύτος του πλοίου.   Λίγο πριν την ώρα στην οποία είχε ρυθμιστεί η έκρηξη, ειδοποίησαν σχετικά τον κυβερνήτη.

Αυτές οι νέες απώλειες, που προσθέτονταν σε τόσες άλλες προγενέστερες,  δημιούργησαν μια πολύ κρίσιμη κατάσταση για τον Βρετανικό Στόλο της Μεσογείου. Μάλιστα, επειδή είχαν ήδη βυθιστεί τα θωρηκτά HMS PRINCE OF WALES και HMS REPULSE στην Άπω Ανατολή, δεν ήταν δυνατόν να αποσταλούν σύντομα άλλα θωρηκτά στη Μεσόγειο.

Έτσι, για πολλούς μήνες ο Στόλος της Αλεξάνδρειας παρέμενε χωρίς βαριά πλοία και αναγκάστηκε να συνεχίσει τη δράση του μόνο με ελαφρές δυνάμεις επιφάνειας, με υποβρύχια και με αεροπλάνα.

Αυτή την εξαιρετική ευκαιρία ο αντίπαλος άφησε να περάσει ανεκμετάλλευτη, ενώ μάλιστα η επανεγκατάσταση στη Μεσόγειο της Γερμανικής Αεροπορίας είχε αποτελέσει μια σημαντική ενίσχυση των δυνάμεων του Άξονα στη περιοχή.»

Ένας από τους χειριστές των ανθρωποτορπιλών ήταν και ο Emilio Bianchi. Αυτή είναι η ιστορία του: