«Από την είσοδο της Ιταλίας στον πόλεμο, η Ιταλία και η Γερμανία διεξήγαγαν παράλληλο πόλεμο και η κάθε μια απέβλεπε στα δικά της συμφέροντα.  Όταν όμως διαψεύστηκαν οι ελπίδες της Ιταλίας ότι ο πόλεμος θα ήταν μικρής διάρκειας, έγινε αντιληπτό ότι θα είχε όλο και περισσότερο ανάγκη της σύμμαχού της για τον ανεφοδιασμό της με απαραίτητες πρώτες ύλες και πολεμικό υλικό.  Αντίθετα, οι Γερμανοί προτιμούσαν αντί να ικανοποιούν τις Ιταλικές αιτήσεις να επεμβαίνουν με δικές τους δυνάμεις στον αγώνα που διεξήγαγε η Ιταλία.

 Ειδικότερα, το Ιταλικό Ναυτικό είχε αποφύγει να έρθει σε στενή επαφή με το Γερμανικό.  Με την προοπτική όμως της Γερμανικής εισβολής στην Ελλάδα, οπότε η Γερμανία θα κατέβαινε στις μεσογειακές ακτές, κατέστη αναγκαία η στενότερη συνεργασία των δυο Ναυτικών.  Την συνεργασία αυτή επεδίωξαν οι Ιταλοί με την ελπίδα ότι έτσι θα έλυναν το σοβαρό πρόβλημα του ανεφοδιασμού τους σε καύσιμα.  Οι Αρχηγοί των δυο Γενικών Ναυτικών Επιτελείων συναντήθηκαν στα μέσα Φεβρουαρίου του 1941 για να διακανονίσουν τις λεπτομέρειες μιας τέτοιας συνεργασίας.

Κατά την πιο πάνω συνάντηση οι Ιταλοί ανέφεραν ότι μέσα σε 8 μήνες το Ναυτικό τους είχε καταναλώσει 1 εκατομμύριο τόνους πετρελαίου και με αυτό το ρυθμό κατανάλωσης το υπάρχον απόθεμα θα επαρκούσε μόνο μέχρι το τέλος του καλοκαιριού του 1941.  Οι Γερμανοί υποσχέθηκαν να αναλάβουν τον ανεφοδιασμό του Ιταλικού Ναυτικού σε καύσιμα, αφού όμως πρώτα οι Ιταλοί έδωσαν την υπόσχεση ότι η μηνιαία κατανάλωση θα περιορίζονταν σε 100 χιλιάδες τόνους – δηλαδή περίπου στο μισό των αναγκών- για να υπάρχει ελευθερία ενέργειας στις επιχειρήσεις.  Η υπόσχεση όμως των Γερμανών δεν τηρήθηκε και κατά μέσον όρο οι μηνιαίες αποστολές έφθαναν στους 50 χιλιάδες τόνους μόνο.   Το καλοκαίρι του 1941, 103 χιλιάδες τόνοι μόνο είχαν φτάσει από την Γερμανία, ενώ τα Ιταλικά αποθέματα είχαν σχεδόν εξαντληθεί.  Από τότε, η διεξαγωγή επιχειρήσεων από το Ιταλικό Ναυτικό ήταν δυνατή μόνο εφόσον οι αφίξεις καυσίμων το επέτρεπαν.

Κατά την ίδια συνάντηση οι Γερμανοί υπέδειξαν ότι το Ιταλικό Ναυτικό θα έπρεπε να αναλάβει πιο επιθετική στάση, φέρνοντας σαν παράδειγμα τη δράση του δικού τους στη Βόρειο Θάλασσα.  Οι Ιταλοί εκπρόσωποι –  έχοντας υπόψη και τις γενικές κατευθύνσεις που είχε δώσει ο Μουσολίνι να μην εκτίθενται τα θωρηκτά σε άσκοπους κινδύνους – αντέταξαν τα σχετικά επιχειρήματα για να δικαιολογήσουν τη στάση που κρατούσε το Ναυτικό.

Όμως οι Γερμανοί επέμεναν ιδιαίτερα ο Ιταλικός Στόλος να αναλάβει επιθετικές ενέργειες κατά των βρετανικών μεταφορών από την Αίγυπτο στην Ελλάδα και η Ανώτατη Ιταλική Διοίκηση διέταξε το Ναυτικό να συμμορφωθεί μ’ αυτή την αίτηση.

Σε εκτέλεση αυτής της εντολής αυξήθηκε ο αριθμός των υποβρυχίων που περιπολούσαν στα ύδατα της Κρήτης, διατάχθηκε η επίθεση των μονάδων εφόδου κατά των πλοίων στη Σούδα [βλέπε σχετικά με την επίθεση κατά του εύδρομου HMS YORK: Η αποστολή στη Λιβύη του Africa Korps” ] και αποφασίστηκε η διεξαγωγή επιθετικής ενέργειας από τις δυνάμεις επιφανείας.  Αυτή η τελευταία απόφαση οδήγησε στη Ναυμαχία του Ταίναρου.»