«Το πρώτο γενικό συμπέρασμα από τον αγώνα στη Μεσόγειο κατά τον δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο είναι ότι για μια ακόμα φορά στη ιστορία καταδείχτηκε η σημασία της μεσογειακής περιοχής για την ασφάλεια της Ευρώπης. Αυτό αγνόησε ο Χίτλερ με την ηπειρωτική του νοοτροπία και όταν τελικά το αντιλήφθηκε ήταν πια πολύ αργά. Ο Μουσολίνι το γνώριζε καλά διότι από την εγκαθίδρυση του φασιστικού καθεστώτος απέβλεπε προ παντός στη κυριαρχία στη μεσογειακή λεκάνη. Όταν όμως ήρθε η ώρα να το πετύχει οι σφαλερές του ενέργειες και η διστακτικότητά του τον απομάκρυναν από τον επιδιωκόμενο σκοπό, μέχρις ότου έφθασε η τελική καταστροφή.
Αμέσως μετά την πτώση της Γαλλίας ήταν κατάλληλη στιγμή για να ενεργήσει αποφασιστικά ο Άξονας στη Μεσόγειο. Αν τότε καταλαμβάνονταν η Τυνησία, θα αποκόπτονταν η δυτική λεκάνη της Μεσογείου από την ανατολική και η δίοδος από το στενό της Σικελίας θα είχε καταστεί αδύνατη για τους βρετανούς.
Πιθανώς θα ήταν αδύνατη και η ανάληψη επιχείρησης κατά του Γιβραλτάρ. Ο Χίτλερ όμως, αγνοώντας τα διδάγματα της ιστορίας, είχε στραμμένα τα βλέμματά του προς την Ρωσία και ο Μουσολίνι δεν αντιλαμβάνονταν με ποιον τρόπο θα πετύχαινε τη τόσο ποθητή κυριαρχία στη Μεσόγειο. Διεξάγοντας πόλεμο παράλληλο με της Γερμανίας, προσπαθεί να αποκτήσει άμεσα ατομικά οφέλη, χωρίς να αποβλέπει ευρύτερα στο ευτυχές τέρμα του πολέμου στον οποίο έριξε απροετοίμαστη τη χώρα του. Αναλαμβάνει την ατυχή εκστρατεία κατά της Ελλάδος και εξαναγκάζει τον σύμμαχό του να αναβάλει την επίθεση κατά της Ρωσίας, για να σπεύσει να τον βοηθήσει και να σώσει τα στρατεύματά του από τον κίνδυνο να ριχτούν στη θάλασσα.
Ενώ αδυνατεί να φέρει σε πέρας τις επιχειρήσεις στο μεσογειακό θέατρο πολέμου, για να προσδώσει μεγαλύτερη αξία στην ιταλική συμβολή στον αγώνα, στέλνει υποβρύχια στον Ατλαντικό, μικρές ναυτικές μονάδες στον Εύξεινο, στρατιωτικές στο ρωσικό μέτωπο, αεροπλάνα στη μάχη της Αγγλίας.
Αντίθετα, οι βρετανοί δεν ξέχασαν ούτε για μια στιγμή τη σημασία της μεσογειακής οδού συγκοινωνιών της Αυτοκρατορίας και δεν δίστασαν μπρος από καμιά θυσία για να της εξασφαλίσουν. Στη προσπάθειά τους αυτή υπέστησαν μεγάλες καταστροφές. Ήρθε στιγμή που οι ναυτικές τους δυνάμεις στη Μεσόγειο περιορίστηκαν κάτω από κάθε νοητό όριο και η μεγάλη ναυτική βάση της Μάλτας είχε καταστεί αχρησιμοποίητη και ήταν στα πρόθυρα της πτώσης. Γενική ήταν η εντύπωση ότι δεν θα αργούσε να διωχθούν από αυτή την κλειστή θάλασσα, όπου κυριαρχούσαν από ενάμισι αιώνα. Ενώ όμως ο εχθρός δεν γνώριζε να επωφεληθεί τη κατάλληλη στιγμή, η Μεγάλη Βρετανία, αν και η θέση της ήταν δυσχερής σε όλα τα θέατρα πολέμου, δεν δίσταζε να αποσπά από αυτά δυνάμεις για να στέλνει ναυτικές και αεροπορικές ενισχύσεις στη Μεσόγειο, έστω και την τελευταία στιγμή.
Έτσι, και κατά τις πιο κρίσιμες για τους βρετανούς περιόδους, ο Άξονας ποτέ δεν πέτυχε να εξασφαλίσει την απόλυτη κυριαρχία της θάλασσας στη Μεσόγειο, μέχρι τη στιγμή που η ζυγαριά έκλινε οριστικά προς το μέρος των αντιπάλων τους.
Εν τούτοις τον Ιούνιο του 1941, μετά την μάχη της Κρήτης, όταν ο Άξονας κυριαρχούσε επί σχεδόν όλης της Ευρώπης και η Μεγάλη Βρετανία μάχονταν μόνη, αν καταλαμβάνονταν η Διώρυγα του Σουέζ και οι ιάπωνες δεν διέπρατταν την παραφροσύνη του Pearl Harbor που έφερε τους αμερικάνους στο πλευρό των βρετανών, είναι πολύ αμφίβολο αν αυτοί θα έβγαιναν νικητές από τον αγώνα. Κινδύνευσαν εξ ίσου να διωχθούν από τη Μεσόγειο και κατά το φθινόπωρο του 1942, αλλά τότε η Μεγάλη Βρετανία δεν ήταν μόνη και πιθανώς η κυριαρχία της Μεσογείου δεν θα ήταν πια αρκετή για να δώσει τη νίκη στον Άξονα.
Σε κάθε περίπτωση, σε όλη τη διάρκεια μέχρι την ιταλική ανακωχή, η βρετανική πολιτική ακολούθησε ενιαία γραμμή για τη διατήρηση της Μεσογείου. Μόνο κατά τη τελευταία φάση της εκστρατείας στη Βόρειο Ιταλία και πριν από την απόβαση στη Νότιο Γαλλία, φάνηκε διστακτική. Τότε όμως οι βρετανοί δεν μπορούσαν να λαμβάνουν μόνοι αποφάσεις, διότι ο αγώνας διεξάγονταν από κοινού με τους αμερικάνους και όπως σε όλους τους συμμαχικούς αγώνες απαιτείτο ο συμβιβασμός των απόψεων των δυο πλευρών.
Το δεύτερο μεγάλο δίδαγμα από το τελευταίο ναυτικό αγώνα στη Μεσόγειο είναι ότι η Αεροπορία αποτελεί το άλλο και απαραίτητο σκέλος των ναυτικών δυνάμεων, χωρίς το οποίο δεν μπορούν πια να εκπληρώσουν τον προορισμό τους. Το συνεχές παράπονο του Στόλαρχου της Μεσογείου ήταν η έλλειψη επαρκών αναγνωριστικών και καταδιωκτικών. Οι κρισιμότερες για τους βρετανούς περίοδοι συνδέονται με την εγκατάσταση στη Μεσόγειο ισχυρών γερμανικών αεροπορικών δυνάμεων. Όταν αυτές μειώνονταν, τα αποτελέσματα γίνονταν αμέσως αισθητά. Τα μεγαλύτερα παθήματα του Ιταλικού Στόλου, αφετέρου, οφείλονται στην έλλειψη ναυτικής αεροπορίας αναγνώρισης και κάλυψης από αέρα. Τις απώλειες αυτές υπέστησαν οι ιταλοί, όχι μόνο όταν τα πλοία βρίσκονταν εν πλω, αλλά και στις ανεπαρκώς προστατευόμενες από αέρα βάσεις τους, όπου μάταια αναζητούσαν καταφύγιο.
Το ένα τρίτο των πλοίων του Ιταλικού Στόλου που απωλέσθηκαν μέχρι την ιταλική ανακωχή και το ένα τέταρτο των βρετανικών πλοίων που βυθίστηκαν στη Μεσόγειο, χάθηκαν μετά από αεροπορικές επιθέσεις. Σε αυτά δεν συμπεριλαμβάνεται το πλήθος των μεγάλων και μικρών μονάδων των αντιπάλων Στόλων που σε πολλές περιπτώσεις αχρηστεύτηκαν για πολύ καιρό, λόγω βλαβών από αεροπορικές επιθέσεις. Επίσης, το σύνολο των απωλειών των ελληνικών πλοίων επιφανείας οφείλεται στη γερμανική αεροπορία.
Αφ’ ετέρου, από τα 1.324 εμπορικά πλοία συνολικού εκτοπίσματος 2.100.000 τόνων περίπου του Άξονα που βυθίστηκαν στη Μεσόγειο, το 37% χάθηκε από αεροπορικές επιθέσεις. Από τα 129 υπό βρετανική σημαία εμπορικά πλοία, συνολικού εκτοπίσματος 760.000 τόνων περίπου, το 60% των απωλειών οφείλεται στην αεροπορία. Στους τελευταίους αυτούς αριθμούς δεν συμπεριλαμβάνονται και τα πολυάριθμα εμπορικά των συμμάχων της Μεγάλης Βρετανίας που χάθηκαν στη Μεσόγειο.
Η εξέλιξη των κατά ξηρά επιχειρήσεων στη Βόρειο Αφρική εξαρτήθηκε από τις δυνατότητες ανεφοδιασμού των αντιπάλων. Οι βρετανοί, από την είσοδο της Ιταλίας στον πόλεμο, ανεφοδίαζαν τις δυνάμεις τους στη Μέση Ανατολή από την οδό του Ακρωτηρίου της Καλής Ελπίδος. Η οδός αυτή ήταν πολύ μακρύτερη και έφερνε καθυστέρηση στην άφιξη των εφοδίων και απαιτούσε τη διάθεση μεγαλύτερου αριθμού πλοίων, αλλά τα εφόδια έφθαναν με ασφάλεια, με ελάχιστες απώλειες.
Η οδός όμως ανεφοδιασμού του Άξονα αναγκαστικά ήταν η μεσογειακή και η απαγόρευσής της στον εχθρό αποτελούσε το κυριότερο έργο του Βρετανικού Στόλου της Μεσογείου. Για την επιτυχία του τελευταίου αυτού σκοπού, όπως αποδείχτηκε από την εξέλιξη των επιχειρήσεων, είχε εξαιρετική σημασία η ναυτική και αεροπορική βάση της Μάλτας. Ο αντίπαλος αντιλαμβανόμενος αυτό από την πρώτη ημέρα του πολέμου την σφυροκοπούσε ανηλεώς με την αεροπορία του. Διέπραξε όμως το μεγάλο σφάλμα να μην καταβάλει μια τελευταία προσπάθεια για να απαλλαγεί από το μεγάλο αυτόν κίνδυνο για τις μεταφορές του, καταλαμβάνοντας τη νήσο την εποχή που η επιχείρηση αυτή ήταν ευχερής.
Οι βρετανοί, αφ’ ετέρου, ήταν ανέτοιμοι όταν κατέβηκαν στον πόλεμο και είχαν τελείως παραμελήσει και την αντιαεροπορική άμυνα της Μάλτας. Μέχρι τον Ιούνιο του 1941 τα επιχειρησιακά καταδιωκτικά στη νήσο δεν ξεπερνούσαν τα 30, από τον Ιούλιο ενισχύθηκαν σε 80 και περισσότερα, αλλά με τις απώλειες που προκαλούσε η εχθρική αεροπορία είχαν περιοριστεί τον Μάρτιο του 1942 σε 20. Μόνο από τον Ιούνιο του έτους αυτού οι ενισχύσεις ξεπερνούσαν τις απώλειες.
Εκτός από μια περίοδο κατά το 1942, η Μάλτα κατά τη διάρκεια όλης της πολεμικής περιόδου χρησιμοποιήθηκε ως βάση υποβρυχίων. Η παραμονή όμως στη βάση μονάδων επιφανείας εξαρτήθηκε από την ένταση των εχθρικών αεροπορικών βομβαρδισμών. Είναι πολύ χαρακτηριστικό ότι το ποσοστό των απωλειών των μεταφορών του Άξονα προς τη Λιβύη, υπήρξε συνάρτηση με τις διαθέσιμες στη Μάλτα αεροπορικές και ναυτικές επιθετικές δυνάμεις. Κατά τα έτη 1941 και 1942 το μέγιστο των απωλειών που έφθασε σε 62% σημειώθηκε κατά τον Νοέμβριο του 1941, οπότε υπήρχαν διαθέσιμα στη Μάλτα 4 εύδρομα, 4 αντιτορπιλικά, 14 υποβρύχια και 62 βομβαρδιστικά. Αντίθετα τον Απρίλιο του 1942, οπότε υπήρχαν μόνο 4 υποβρύχια και 5 βομβαρδιστικά, το ποσοστό απωλειών των εχθρικών μεταφορών κατέβηκε σε μόλις 1%.
Εξ’ ίσου χαρακτηριστική είναι και η επίδραση των απωλειών στις θαλάσσιες μεταφορές του Άξονα επί των επιχειρήσεων στη ξηρά. Στις αρχές του 1941 οι βρετανοί προέλαυναν στη Λιβύη και έφθασαν μέχρι την El-Agheila. Στο μεταξύ όμως, με την άφιξη στη Σικελία της γερμανικής αεροπορίας, οι επιθετικές τους δυνάμεις στη Μάλτα μειώθηκαν και ο Άξονας συγκέντρωσε περισσότερα εφόδια στη Λιβύη. Επειδή δε συγχρόνως είχαν αποσπασθεί δυνάμεις στην Ελλάδα, ο βρετανικός στρατός αναγκάστηκε να οπισθοχωρήσει μέχρι τα αιγυπτιακά σύνορα.
Μετά τις καταστροφές που υπέστη ο Βρετανικός Στόλος της Μεσογείου κατά την εκκένωση της Ελλάδος και τη μάχη της Κρήτης, η μάχιμη δύναμή του είχε περιοριστεί στο ελάχιστο. Με εξαίρεση τα λίγα ελληνικά που διασώθηκαν, διέθετε ως μάχιμα πλοία χωρίς βλάβες μόνο 2 θωρηκτά, 2 εύδρομα και 12 αντιτορπιλικά. Κατά τον Οκτώβριο όμως του 1941 έλαβε σημαντικές ενισχύσεις, αυξήθηκαν στη Μάλτα οι ναυτικές και αεροπορικές δυνάμεις και αντίστοιχα οι απώλειες των εχθρικών μεταφορών. Μπόρεσαν έτσι οι βρετανοί να εκδηλώσουν νέα επίθεση στη Λιβύη και να φθάσουν πάλι μέχρι την El-Agheila. Όταν όμως επέστρεψε στη Μεσόγειο η γερμανική αεροπορία, που τον Ιούνιο του 1941 είχε σταλεί στο ρωσικό μέτωπο, οι απώλειες των μεταφορών του Άξονα περιορίστηκαν στο ελάχιστο.
Το αποτέλεσμα ήταν ότι από τις αρχές του 1942 ο βρετανικός στρατός αναγκάστηκε και πάλι να υποχωρήσει μέχρι το Τομπρούκ αρχικά και τελικά τον Ιούνιο του 1942 μέχρι το El Alamein.
Η εναλλαγή των τυχών του πολέμου στη Βόρειο Αφρική και η παλινδρομική κίνηση των αντιπάλων στρατευμάτων επρόκειτο να συνεχιστούν για μια ακόμα φορά, τη τελευταία.
Οι βρετανοί κατόρθωσαν με αφάνταστες θυσίες όχι μόνο να ανεφοδιάσουν τη Μάλτα, αλλά και να ενισχύσουν τις δυνάμεις τους και ο αντίκτυπος επί των εχθρικών μεταφορών υπήρξε άμεσος. Ο Ρόμελ λάμβανε ολοένα και λιγότερα εφόδια. Δεν μπόρεσε να συνεχίσει τη νικηφόρα προέλασή του προς τη Διώρυγα και αντίθετα η 8η βρετανική στρατιά, που είχε εντωμεταξύ καλά ανεφοδιαστεί και ενισχυθεί, εκδήλωσε την τελειωτική της επίθεση στο τέλος Οκτωβρίου του 1942, χωρίς πια να στραφεί προς τα πίσω.
Πρόκειται για ένα από τα πιο χαρακτηριστικά παραδείγματα της επίδρασης της θαλάσσιας δύναμης στις επιχειρήσεις ξηράς. Δεν υπήρξε άλλωστε και μικρότερης σημασίας και η συμβολή σ’ αυτές του πυροβολικού των συμμαχικών πλοίων, ιδιαίτερα κατά την τελευταία φάση του αγώνα οπότε μάλιστα, σε ορισμένες περιπτώσεις, και έσωσαν τη κατάσταση.
Κατά τον τελευταίο παγκόσμιο πόλεμο, όπως και στον προηγούμενο, καταδείχτηκε και στη Μεσόγειο η σημασία του υποβρύχιου όπλου. Στα συμμαχικά υποβρύχια οφείλεται το 25% των απωλειών του εμπορικού στόλου της Ιταλίας και το 12% του πολεμικού, μη συμπεριλαμβανομένων των πλοίων που υπέστησαν βλάβες από επιθέσεις υποβρυχίων. Οι αντίστοιχοι αριθμοί για τις απώλειες από επιθέσεις πλοίων επιφανείας είναι για τα εμπορικά μόνο 4% και για τα πολεμικά 19%. Ικανές επιτυχίες είχαν και τα υποβρύχια του Άξονα στη θάλασσα αυτή, μερικές μάλιστα πολύ εντυπωσιακές, όπως η καταβύθιση από γερμανικά υποβρύχια ενός βρετανικού θωρηκτού και 2 αεροπλανοφόρων.
Και στις δυο παρατάξεις έγινε πολύ αισθητή η έλλειψη επαρκούς αριθμού συνοδών. Παρά την πείρα των προηγούμενων πολέμων, κατά κανόνα, δεν λαμβάνεται πρόνοια από τον καιρό της ειρήνης να διατίθεται επαρκής αριθμός πλοίων αυτού του τύπου. Αν κράτη με πολύ μεγάλη βιομηχανία μπορούν κατά τη διάρκεια της πολεμικής περιόδου να συμπληρώνουν τον αναγκαίο αριθμό και να αντικαθιστούν τις απώλειες, δεν συμβαίνει το ίδιο και με εκείνα που υστερούν σε βιομηχανικές δυνατότητες.
Καταδείχτηκε επίσης και πάλι ότι κάθε μάχιμη ναυτική μονάδα, όσο μικρή και παλιά, μπορεί να είναι χρήσιμη γι αυτό τον σκοπό.
Ευρύ πεδίο δράσης παρουσιάστηκε και για τις τορπιλακάτους, ιδιαίτερα στα Στενά και κοντά στις ακτές, εφόσον όμως ήταν αρκετά μεγάλες και είχαν καλές ναυτικές αρετές για να χρησιμοποιούνται και κάτω από δυσμενείς καιρικές συνθήκες. Κατά την πολεμική περίοδο, σε πολλές περιπτώσεις που θα μπορούσαν να επιτελέσουν σημαντικό έργο, δεν μπόρεσαν να εκπληρώσουν την αποστολή τους λόγω της κατάστασης της θάλασσας.
Πολύ εκτεταμένα ναρκοπέδια ποντίστηκαν και από τις δυο πλευρές, ιδιαίτερα από τους ιταλούς στο Στενό της Σικελίας, και αρκετές υπήρξαν οι απώλειες που οφείλονταν στις νάρκες. Σε αυτές οφείλεται το 7% των απωλειών του Ιταλικού Στόλου και το 6% των απωλειών των εμπορικών τους πλοίων.»