«Σύμφωνα με όσα αναφέρονται στην ιταλική έκθεση, το Ιταλικό Ναυτικό αγνοούσε τελείως ότι προετοιμάζονταν επίθεση κατά της Ελλάδος και δεν αντιπροσωπεύθηκε στη σύσκεψη της 15ης Οκτωβρίου 1940, κατά την οποία αποφασίστηκε η κατάληψη ελληνικών νησιών και λιμανιών και η απόβαση στην ελληνική ακτή.  Όταν δε έγιναν γνωστές οι αποφάσεις αυτές αντιτάχθηκε σ’ αυτές διότι έτσι θα δυσκολεύονταν για τους Ιταλούς η στρατηγική κατάσταση στην Ανατολική Μεσόγειο και το Ιόνιο και θα προκαλούνταν μεγαλύτερη διασπορά δυνάμεων.

Στις 22 Οκτωβρίου δόθηκε διαταγή στο Ιταλικό Ναυτικό, εκτός από τις μεταφορές στην Αλβανία, να ετοιμάσει και απόβαση στη Κέρκυρα.  Οι μονάδες που προορίζονταν γι αυτή κινήθηκαν την νύχτα της 31ης Οκτωβρίου, την επομένη όμως διατάχθηκαν να αποβιβάσουν τα στρατεύματα στην Αυλώνα το ταχύτερο δυνατόν, λόγω της κακής εξέλιξης των επιχειρήσεων στο Αλβανικό μέτωπο.

Στην ιταλική έκθεση παρουσιάζονται επίσης και οι δυσκολίες που συνάντησε το Ιταλικό Ναυτικό για να εξασφαλίσει το συνεχές ρεύμα μεταφορών στην Αδριατική κάτω από τις δυσμενείς καιρικές συνθήκες που επικρατούσαν στη θάλασσα αυτή, που συχνά προκαλούσαν τη διακοπή των μεταφορών για ολόκληρες ημέρες.  Αναφέρεται ακόμα ότι μετά την εγκατάσταση των Βρετανών στα Ελληνικά αεροδρόμια, τα ιταλικά λιμάνια και από τις δυο πλευρές της Αδριατικής, όπου υπήρχε μεγάλη συγκέντρωση πλοίων, βομβαρδίζονταν κάθε νύχτα, χωρίς όμως μεγάλες ζημιές, λόγω της επιτυχούς αντίδρασης των ναυτικών αντιαεροπορικών πυροβολείων.

Κατά τη διάρκεια των επιθέσεων με τορπιλοπλάνα βυθίστηκαν στην Αυλώνα 1 αντιτορπιλικό συνοδείας και 1 πλωτό νοσοκομείο.  Δυσκολίες δημιουργούσε και η ανεπάρκεια των Αλβανικών λιμανιών των οποίων η ημερήσια δυναμικότητα δεν ξεπερνούσε τους 3.500 τόνους, ενώ η εκστρατεία κατά της Ελλάδος απαιτούσε περισσότερους από 10.000 τόνους.  Έτσι, την 1η Νοεμβρίου π.χ., είχαν συγκεντρωθεί 70 πλοία που περίμεναν να ξεφορτώσουν, ενώ περί τους 30.000 τόνους υλικού βρίσκονταν στοιβαγμένοι στη στεριά.

Οι απώλειες των ιταλικών μεταφορών στην Αδριατική καθ’ όλη τη διάρκεια της εκστρατείας εναντίον της Ελλάδος  ήταν πολύ μικρές. Όπως αναφέρεται, μέχρι το τέλος Απριλίου 1941,  μεταφέρθηκαν με αντίστοιχες απώλειες που αναφέρονται στις παρενθέσεις, 516.440 άνδρες (0,18%), 510.688 τόνοι υλικού (0,2%), 87.092(0%) κτήνη και 15.951 οχήματα (0,55%).  Ως πιο σημαντική απώλεια εμπορικού σκάφους αναφέρεται εκείνη του SARDEGNA, 11.450 τόνων περίπου, που βυθίστηκε από το Ελληνικό υποβρύχιο ΠΡΩΤΕΥΣ. Στη συνέχεια το ΠΡΩΤΕΥΣ βυθίστηκε με εμβολισμό από το Ιταλικό αντιτορπιλικό ANTARES. 

Όπως είναι γνωστό, κατά τη διάρκεια του Ελληνο-Ιταλικού πολέμου βυθίστηκαν από Ελληνικά υποβρύχια και άλλα 3 τουλάχιστον Ιταλικά εμπορικά πλοία.  Έτσι, το συνολικό εκτόπισμα των πλοίων που εξακριβωμένα βυθίστηκαν από τα υποβρύχιά μας ανέρχεται σε 21.368 τόνους.

Στο βιβλίο του Αντιπλοίαρχου Bragadin, δεν γίνεται καμιά αναφορά στον τορπιλισμό του ελαφρού καταδρομικού ΕΛΛΗ από το Ιταλικό υποβρύχιο DELFINO, πολύ πριν από την κήρυξη του πολέμου κατά της Ελλάδος.  Δεν αναφέρονται επίσης οι λόγοι για τους οποίους δεν υπήρξε εντονότερη δράση του Ιταλικού Ναυτικού κατά των μεταφορών μας στα Ελληνικά νερά.  Εν τούτοις, μερικές από τις μεγάλες στρατιωτικές νηοπομπές μας αποτελούσαν ενδιαφέροντα στόχο, τόσο για το εχθρικό Ναυτικό, όσο και για την Αεροπορία. Μόνο κατά τις μεταφορές συγκέντρωσης του Νοεμβρίου 1940 [βλέπε:  Η Ιταλική Επίθεση – Νέες ημέρες Δόξας. Μέρος Α’: Οκτώβριος-Νοέμβριος 1940 ] μεταφέρθηκαν χωρίς καμιά απολύτως απώλεια περί τους 60.000 άνδρες με τα εφόδιά τους και 25.000 κτήνη.  Δεν διαθέταμε δε για τις συνοδείες αυτές, παρά λίγα αντιτορπιλικά και τορπιλοβόλα με τελείως ανεπαρκή αντιαεροπορικά μέσα, που δεν είχαν κανένα μέσο εντοπισμού υποβρυχίων και αναγκάζονταν να χρησιμοποιούν τις μεθόδους συνοδειών του Α’ Παγκοσμίου Πολέμου.

Τα Ιταλικά υποβρύχια στα οποία είχε ανατεθεί αυτό το έργο επιτέθηκαν μεν επανειλημμένα, αλλά πάντοτε ανεπιτυχώς.  Ακόμα και κατά τη διάρκεια των 3 παράτολμων επιδρομών των Ελληνικών αντιτορπιλικών στις προσβάσεις της Αδριατικής, καμιά εχθρική αντίδραση παρατηρήθηκε.  Ιδιαίτερα η Τρίτη κατά την οποία η παρουσία των πλοίων εκδηλώθηκε με βομβαρδισμό του Αυλώνα, θα ήταν φυσικό να προκαλέσει την επέμβαση αν όχι του Ναυτικού, τουλάχιστον της Αεροπορίας κατά την επιστροφή των πλοίων από τον Κορινθιακό το πρωί της επομένης.  Αφετέρου, η παρουσία στη Λέρο 1-2 Ιταλικών εύδρομων θα ήταν πολύ ενοχλητική για τις συγκοινωνίες μας στο Αιγαίο.   Δεν μπορούμε να υποθέσουμε ότι οι Ιταλοί δεν είχαν πληροφορίες για τις κινήσεις των πλοίων μας, τη στιγμή που η διπλωματική αντιπροσωπεία της συμμάχου τους Γερμανίας εξακολουθούσε να εδρεύει στην Αθήνα.

Στο ίδιο βιβλίο αναφέρεται μεταξύ άλλων ότι τα Ιταλικά πλοία από την Δωδεκάνησο επιχειρούσαν συχνά κατά Ελληνικών πλοίων και θέσεων στεριάς στα νησιά του Αιγαίου. Η αναφορά σε επιθέσεις κατά πλοίων θα εννοεί προφανώς εκείνες που των υποβρυχίων, διότι Ιταλικά πλοία επιφανείας ουδέποτε συναντήθηκαν με δικά μας.  Όσον αφορά δε τις επιθέσεις κατά θέσεων στεριάς, ίσως να πρόκειται για μερικούς βομβαρδισμούς κατά ερημικών νησίδων και ακατοίκητων περιοχών της Σάμου που έγιναν από αντιτορπιλικά που εξορμούσαν από τη Λέρο και τα οποία ευθύς αμέσως επέστρεφαν ολοταχώς στις βάσεις τους.

Νομίζω ότι η απάντηση στις πιο πάνω απορίες  δίνεται έμμεσα από όσα εκτέθηκαν προηγουμένως σχετικά με την ναυτική πολιτική που εφαρμόστηκε από την Ιταλία, από τους σκοπούς που τέθηκαν στο Ναυτικό της και από τις δυσκολίες που, όπως λέγουν οι ίδιοι, συναντούσε αυτό κατά την εκτέλεση της αποστολής του.

Το πρόσθετο έργο της εξασφάλισης των μεταφορών στην Αλβανία που ανέλαβε μετά την επίθεση κατά της Ελλάδος, θεωρήθηκε μεγάλη επιβάρυνση ώστε να μην επιδιωχθεί και η επέκτασή του στη διακοπή των συγκοινωνιών στα χωρικά μας ύδατα.  Πιθανώς δε, επειδή δεν είχαν εμπιστοσύνη στην αεροπορική τους αναγνώριση, δεν θα επιθυμούσαν να βρεθούν αιφνίδια μπρος σε υπέρτερες Βρετανικές δυνάμεις, μετά μάλιστα από την καταστροφή που υπέστησαν στον Τάραντα την 12η Νοεμβρίου 1940 [ βλέπε: “Η αεροναυτική επιχείρηση του Τάραντα” ], που για αρκετούς μήνες άλλαξε πολύ τη κατάσταση στη Μεσόγειο σε βάρος της Ιταλίας.

Όσον αφορά τέλος την τόσο άτονη δράση της Ιταλικής Αεροπορίας εναντίον των πλοίων μας,  αυτή εν μέρει τουλάχιστον εξηγείται από την κριτική που όπως αναφέρθηκε της κάνει το Ιταλικό Ναυτικό, αν και από την αναφορά του Ναυάρχου Cunningham προκύπτει ότι η δράση της εναντίον του Βρετανικού Στόλου κατά την ίδια εποχή υπήρξε έντονη.

Κατά την πολεμική αυτή περίοδο υπήρξαν αρκετά επιτυχείς οι προσπάθειες του Ιταλικού Ναυτικού να ανεφοδιάσουν την Δωδεκάνησο, η οποία είχε απομονωθεί μετά την επίθεση κατά της Ελλάδος.  Εκτός από την αποστολή μικρών ποσοτήτων εφοδίων με υποβρύχια, στάλθηκαν περισσότεροι από 16,000 τόνοι με 3 εμπορικά των 1,200 τόνων, χωρίς καμιά απώλεια.  Αυτά χρησιμοποιώντας διάφορα τεχνάσματα πραγματοποίησαν συνολικά 16 πλόες.  Ένα από αυτά π.χ., ενώ περνούσε από το Στενό της Κάσου σε ώρα καταιγίδας, κατόρθωσε επωφελούμενο της μικρής ορατότητας να ενταχθεί απαρατήρητο σε μεγάλη Βρετανική νηοπομπή και να μπει μ’ αυτήν στο Αιγαίο, μέχρις ότου την κατάλληλη στιγμή να διαφύγει προς τον προορισμό του.

Η είσοδος της Ελλάδος στον πόλεμο στο πλευρό της Μεγάλης Βρετανίας έδωσε την ευκαιρία να τεθεί σε εφαρμογή το προϋπάρχον Βρετανικό σχέδιο της χρησιμοποίησης του όρμου Σούδας της Κρήτης, ως προχωρημένη βάση ανεφοδιασμού του Στόλου.

Στάλθηκαν λοιπόν αμέσως φρουρά και τα απαραίτητα μέσα για την εξασφάλιση μιας στοιχειώδους άμυνας του ορμητηρίου, τα οποία και ενισχύθηκαν βαθμιαία.   Αν και η σχετική προπαρασκευή είχε γίνει από καιρό, περιέργως δεν υπήρχαν διαθέσιμα κατάλληλα αντιτορπιλικά δίχτυα για την προστασία των πλοίων στον όρμο.  Αυτά έφθασαν μόνο μετά από αρκετούς μήνες  και στο μεταξύ, την 3η Δεκεμβρίου 1940, το εύδρομο HMS GLASGOW που ήταν αγκυροβολημένο στον όρμο χτυπήθηκε με δυο τορπίλες τορπιλοπλάνων που βλήθηκαν από σχετικά μεγάλη απόσταση.  Το πλοίο έπαθε σοβαρές ζημιές, αλλά μπόρεσε να πλεύσει μέχρι την Αλεξάνδρεια.

HMS GLASGOW

 Ανεπαρκή ήταν και τα μέσα αντιαεροπορικής άμυνας του ορμητηρίου και δεν ενισχύθηκαν επαρκώς, μέχρι την κατάληψη της νήσου από τους Γερμανούς.

Από την επομένη της επιθέσεως κατά της Ελλάδος, ολόκληρος ο Στόλος της Μεσογείου αναχώρησε από την Αλεξάνδρεια και κατευθύνθηκε δυτικά της Κρήτης για να καλύψει τα πλοία που είχαν σταλεί στη Σούδα και ενδεχομένως να δώσει μάχη με τον Ιταλικό Στόλο, αν επιχειρούσε να επέμβει.  Αν και ο Βρετανικός Στόλος εντοπίστηκε από την εχθρική Αεροπορία δεν εκδηλώθηκε επίθεση εναντίον του, από την 1η Νοεμβρίου όμως άρχισαν και συνεχίστηκαν εντατικές επιθέσεις από τον αέρα κατά της Σούδας και των Χανίων.

Η συμμετοχή της Ελλάδος στον αγώνα δημιούργησε αφετέρου και νέες υποχρεώσεις για τον Βρετανικό Στόλο της Μεσογείου, προκειμένου να εξασφαλίσει τις μεταφορές στη σύμμαχο χώρα, δια μέσου της Ανατολικής Μεσογείου.  Αυτό το ρεύμα των μεταφορών έφθασε στο απόγειο κατά τον Μάρτιο του 1941, όταν μεταφέρθηκαν από την Αίγυπτο Βρετανικά στρατεύματα, από 58.000 άνδρες, με τα μεταφορικά τους μέσα και εφόδια.  Στο έργο αυτό των συνοδειών συμμετείχε και το Ελληνικό Ναυτικό με όλα τα διαθέσιμα αντιτορπιλικά του από το τέλος Δεκεμβρίου, απ’ όταν ολοκληρώθηκαν οι Ελληνικές στρατιωτικές μεταφορές συγκεντρώσεως.»