«Όπως έχουμε ήδη εκθέσει, ένα από τα σοβαρά προβλήματα του Ιταλικού Ναυτικού ήταν το ζήτημα της επάρκειας των καυσίμων, διότι οι γερμανοί δεν τηρούσαν τις υποσχέσεις που είχαν δώσει για τον τακτικό του ανεφοδιασμό.  Σύμφωνα με τους ιταλούς, η ουσιώδης αυτή έλλειψη δεν επέτρεψε την πλήρη εκμετάλλευση της ναυτικής υπεροπλίας την οποία διέθετε από τις αρχές του 1942.  Στο τέλος Απριλίου τα αποθέματα υγρών καυσίμων του Ναυτικού στη ξηρά είχαν εξαντληθεί και οι κινήσεις του Στόλου εξαρτιόνταν μόνο από τα καύσιμα που διέθεταν τα πλοία.

Το καλοκαίρι του 1942, όταν τα στρατεύματα του Άξονα βάδιζαν προς τη Διώρυγα και η επέμβαση του Ιταλικού Στόλου στην Ανατολική Μεσόγειο θα ήταν ζωτικής σημασίας, τα πλοία των νηοπομπών προς την Λιβύη ανεφοδιάζονταν από τις πετρελαιοδεξαμενές των θωρηκτών και των εύδρομων, που έτσι ήταν καταδικασμένα σε αδράνεια.  Γι αυτόν τον λόγο ουσιαστικά, μετά τη μάχη στα μέσα Ιουνίου τα θωρηκτά δεν έλαβαν πια μέρος σε πολεμικές αποστολές και αργότερα τα μικρά τέθηκαν σε εφεδρεία.

Στο τέλος Δεκεμβρίου 1942 ο Ιταλικός Στόλος μάχης περιλάμβανε μόνο τα 2 μεγάλα θωρηκτά RN LITTORIO και RN VITTORIO VENETO στα οποία προστέθηκε από τον Μάιο του 1943 και το θωρηκτό του ίδιου τύπου RN ROMA. Από άποψη επάρκειας καυσίμων η κατάσταση βελτιώθηκε σχετικά κατά το δεύτερο τρίμηνο του 1943, όταν παραδόθηκαν περί τους 200.000 τόνοι πετρέλαιο.  Ήταν όμως πια πολύ αργά γιατί ο πόλεμος στη Βόρειο Αφρική πλησίαζε στο τέλος του.

Όταν ανακλήθηκε από τη Σικελία η γερμανική αεροπορία και αναβλήθηκε η επιχείρηση κατά της Μάλτας, λόγω της επικείμενης επίθεσης του Ρόμελ, είχε συμφωνηθεί με τους Ιταλούς ότι σε κάθε περίπτωση η γερμανική προέλαση δεν θα προωθούνταν πέραν του Σολούμ, ώστε να διατεθούν τα γερμανικά αεροπλάνα για την κατάληψη της νήσου.  Όμως, αν και η βρετανική γραμμή αντίστασης έσπασε την 18η Ιουνίου, την 21η καταλαμβάνονταν το Τομπρούκ και την 23η τα στρατεύματα του Άξονα βρίσκονταν μπρος στο Σολούμ, ο Ρόμελ αρνήθηκε να εφαρμόσει αυτά που είχαν συμφωνηθεί.  Δεν εννοούσε να διακόψει την νικηφόρο προέλασή του, ο Χίτλερ ήταν σύμφωνος και τελικά συμφώνησε και ο Μουσολίνι.  Η προέλαση συνεχίστηκε και μέσα σε λίγες ημέρες κατελάμβανε το Σίντι- Μπαράνι και το Μάρσα Ματρούκ, μέχρις ότου αναχαιτίστηκε την 1η Ιουλίου στο Ελ-Αλαμέιν.  Είχε διανύσει με καταπληκτική ταχύτητα διακόσια χιλιόμετρα ερήμου, οι γραμμές ανεφοδιασμού όμως επιμηκύνθηκαν επικίνδυνα  και ήλπιζε ότι τα στρατεύματα θα μπορούσαν να ανεφοδιαστούν από τα εφόδια που είχαν εγκαταλειφθεί από τους Βρετανούς.

Μέχρι εκείνη τη στιγμή τα γεγονότα δικαιολογούσαν την επιμονή του Ρόμελ και αυτός υπέθετε ότι αφού πρώτα θα ανεφοδιάζονταν πολύ γρήγορα μετά θα έφθανε στη ζώνη της Διώρυγας του Σουέζ.   Τότε άρχισε και ο Στόλος της Αλεξάνδρειας να αποσύρεται προς την Ερυθρά Θάλασσα, αφήνοντας ελεύθερο το πεδίο στη Κεντρική Μεσόγειο στο Ιταλικό Ναυτικό.

Από εκεί και πέρα η εξέλιξη είναι γνωστή.  Η προέλαση του Άξονα δεν μπόρεσε να συνεχιστεί και με το πέρασμα του χρόνου η κατάσταση έγινε δυσμενέστερη γι αυτόν.  Το κύριο λιμάνι ανεφοδιασμού ήταν η Βεγγάζη και από εκεί τα εφόδια έπρεπε να μεταφερθούν σε απόσταση χιλίων περίπου χιλιομέτρων, μέχρι τις θέσεις των στρατευμάτων, από οδούς που περνούσαν ως επί το πλείστον μέσα από έρημους.  Προχωρημένες βάσεις ανεφοδιασμού από τη θάλασσα είχαν εγκατασταθεί στο Τομπρούκ – του οποίου το λιμάνι ήταν σχεδόν τελείως κατεστραμμένο- και στο αγκυροβόλιο Μάρσα- Ματρούκ, που όμως δέχονταν συνεχείς αεροπορικές επιθέσεις.

Ο θαλάσσιος ανεφοδιασμός θα διευκολύνονταν σημαντικά αν, αντί της συνηθισμένης οδού μεταφοράς από τη Ιταλία προς τη Λιβύη, χρησιμοποιούνταν η οδός του Αιγαίου.  Γι αυτό όμως απαιτείτο η μεταστάθμευση των κύριων ιταλικών ναυτικών δυνάμεων στην ηπειρωτική Ελλάδα και στη Κρήτη και η εγκατάσταση κατάλληλων βάσεων για να εξασφαλίζεται ο έλεγχος της Ανατολικής Μεσογείου. Όμως, η ενέργεια αυτή θα ήταν άσκοπη εφόσον τα πλοία θα ήταν καταδικασμένα σε ακινησία λόγω έλλειψης καυσίμων.

Υποστηρίχθηκε πολλές φορές ότι η αναχαίτιση της προέλασης του Ρόμελ τον Ιούλιο του 1942 οφείλονταν κυρίως στην έλλειψη εφοδίων και ιδιαίτερα υγρών καυσίμων, λόγω μεγάλων απωλειών κατά τη θαλάσσια μεταφορά τους.  Αυτό είναι μερικώς μόνο αληθές. Κατά τον Ιούνιο φορτώθηκαν στην Ιταλία για τη Λιβύη περί τους 35.000 τόνοι εφοδίων και περί τους 7.000 τόνοι καυσίμων.  Οι αντίστοιχες απώλειες που οφείλονταν σε αεροπορικές επιθέσεις από τη Μάλτα έφθασαν σε 23% και 18% αντίστοιχα.

Άλλωστε,  ο ίδιος ο Ρόμελ αποδίδει την αναστολή της προέλασής του στους εξής κατά σειρά λόγους:  α) καθυστέρηση της επίθεσης λόγω των εχθρικών ναρκοπεδίων ξηράς, β) αποτυχία του αιφνιδιασμού, γ) υπεροχή του εχθρού στον αέρα και δ) έλλειψη καυσίμων.  Φαίνεται, ότι όταν έφθαναν εφόδια στα λιμάνια της Λιβύης καθυστερούσε πολύ η μεταφορά τους δια ξηράς μέχρι το μέτωπο.

Σχετικά, ο σύνδεσμος με το Ιταλικό Ναυτικό Γερμανός Ναύαρχος Weichold ανέφερε ότι αν τα εφόδια που έφθαναν στο μέτωπο ήταν ανεπαρκή, αυτό οφείλονταν κυρίως στην ανεπάρκεια των μεταφορικών μέσων του Africa Korps.

Κατά την περίοδο αυτή που οι επιχειρήσεις ξηράς στη Λιβύη εξελίσσονταν τόσο δυσμενώς για τους Βρετανούς, αυτοί δεν έπαυαν να ενισχύουν συνεχώς τις αεροπορικές δυνάμεις της Μάλτας.  Μεταξύ Ιουνίου και Αυγούστου 1942 στάλθηκαν στη νήσο 6 αεροπλανοφόρα και 200 περίπου καταδιωκτικά.  Οι Σύμμαχοι διέθεταν ήδη τορπιλοπλάνα με ακτίνα ενέργειας περί τα 400 μίλια και τα αμερικανικά βομβαρδιστικά Liberator μπορούσαν να καλύψουν όλη τη Μεσόγειο.  Επειδή δε η δράση του Βρετανικού Ναυτικού κατά των εχθρικών μεταφορών είχε πολύ περιοριστεί κατόπιν του περιορισμού στο ελάχιστο των δυνάμεων επιφανείας του Στόλου της Αλεξάνδρειας και της μεταστάθμευσης των υποβρυχίων του, αρχικώς στην Αλεξάνδρεια και ύστερα στη Χάιφα, διατέθηκε για τον σκοπό αυτό το μέγιστο δυνατόν των αεροπορικών  δυνάμεων.

Υπολογίζεται ότι κατά Σεπτέμβριο 1942, το ποσοστό των ιταλικών νηοπομπών που δέχονταν αεροπορικές επιθέσεις είχε αυξηθεί στο οκταπλάσιο συγκριτικά με τον Ιούνιο.  Κάθε νηοπομπή κατά τη διάρκεια ενός πλου δέχονταν κάποτε-κάποτε μέχρι και 10 επιθέσεις, πολλές φορές συνδυασμένες τορπιλοπλάνων, βομβαρδιστικών ακόμα και καταδιωκτικών που πολυβολούσαν κατά των καταστρωμάτων των συνοδών.

Αργότερα, όταν τα βρετανικά υποβρύχια εγκαταστάθηκαν και πάλι στη Μάλτα και η δράση τους έγινε πιο έντονη με την ανάπτυξη νέων μεθόδων νυχτερινών επιθέσεων σε συνεργασία με τα αεροπλάνα αναγνώρισης, ο κίνδυνος από αυτά έγινε και πάλι σοβαρός.

Παρά τις συνθήκες αυτές, κατά τον Ιούλιο του 1942 οι Ιταλοί πέτυχαν να μεταφέρουν στη Λιβύη πάνω από 90.000 τόνους εφοδίων με απώλειες μόνο 6%.  Αυτές οι ποσότητες ήταν αρκετές σε σχέση με αυτές που θεωρούνταν αναγκαίες για τη διεξαγωγή των κατά ξηρά επιχειρήσεων του Άξονα.  Αν δε κατά τον μήνα αυτόν υπήρχε έλλειψη πυρομαχικών και καυσίμων στο μέτωπο, αυτή οφείλονταν κυρίως στις δυσχέρειες μεταφοράς από τα μετόπισθεν.  Από τον επόμενο όμως μήνα, οι θαλάσσιες απώλειες των εφοδίων που στέλνονταν από την Ιταλία  αυξήθηκαν σημαντικά και ο ανεφοδιασμός των στρατευμάτων του Άξονα γίνονταν ολοένα και δυσκολότερος, ενώ αντίθετα άφθονες ενισχύσεις της 8ης Βρετανικής Στρατιάς έφθαναν δια μέσου της Διώρυγας.

Από τη στιγμή που ο Ρόμελ καθηλώθηκε στο Ελ- Αλαμέιν, η υπόθεση ήταν χαμένη για τον Άξονα.  Ίσως να είχε ακόμα μερικές ελπίδες αν έγκαιρα διατάσσονταν η υποχώρηση σε πιο οχυρές θέσεις και συγχρόνως ενισχύονταν οι αεροπορικές του δυνάμεις στη Μεσόγειο.  Η Ανώτατη Γερμανική Διοίκηση όμως, ούτε τις αεροπορικές δυνάμεις ενίσχυσε, ούτε την υποχώρηση αποφάσιζε για λόγους ψυχολογικούς.  Οι Ιταλοί ζήτησαν επίμονα την αποστολή τουλάχιστον επαρκούς αριθμού καταδιωκτικών για την αεροπορική κάλυψη των νηοπομπών, αλλά η απάντηση του Χίτλερ ήταν ότι δεν υπήρχε λόγος γι αυτό, διότι σε κάθε περίπτωση οι Γερμανοί σύντομα θα βρίσκονταν στη Διώρυγα μέσω του Καύκασου και της Παλαιστίνης.

Μετά την ενίσχυση των αεροπορικών δυνάμεων της Μάλτας, οι βομβαρδισμοί των βάσεων του Ιταλικού Στόλου στη Μεσσήνη και στη Σαρδηνία έγιναν τόσο εντατικοί, ώστε αναγκάστηκαν να αποσύρουν από εκεί τα μεγάλα πλοία και να τα μεταφέρουν στον Τάραντα και στη Νεάπολη.  Ακόμα, από τον Ιούλιο του 1942 εγκατέστησαν μια μοίρα εύδρομων στο Ναυαρίνο για να αντιδρά από εκεί κατά κάθε απόπειρας των εχθρικών ναυτικών δυνάμεων κατά των οδών ανεφοδιασμού της Λιβύης.  ‘Όμως, οι Βρετανοί εκείνη την εποχή δεν διέθεταν επαρκείς δυνάμεις για την ανάληψη μιας τέτοιας επιχείρησης.  Ασφαλώς δε, δεν θα φαντάζονταν ότι κάποια στιγμή τα εύδρομα στο Ναυαρίνο βρίσκονταν σε αδυναμία να αναλάβουν οποιαδήποτε επιθετική επιχείρηση, λόγω εξάντλησης των αποθεμάτων καυσίμων.  Η μοίρα αυτή έμεινε στο Ναυαρίνο, όπου δέχονταν συνεχείς αεροπορικές επιθέσεις, μέχρι τη κατάρρευση του μετώπου στο Ελ- Αλαμέιν στις αρχές Νοεμβρίου 1942.»