«Με την επικείμενη πτώση της Τυνησίας, η ηγεσία του Άξονα αντιλαμβάνονταν ότι η προσεχής Συμμαχική επιχείρηση στη Μεσόγειο θα στρέφονταν κατά του ιταλικού εδάφους. Για την άμυνά του ήταν προπαντός ανάγκη να ενισχυθούν οι αεροπορικές δυνάμεις για ν’ αντισταθμίσουν τη μεγάλη υπεροπλία του αντιπάλου στον αέρα, την οποία οι Ιταλοί περίμεναν από τη Γερμανία, αλλ’ αυτή αδυνατούσε να την προσφέρει.

Πολλοί λοιπόν στην Ιταλία έκριναν ότι η συνέχιση του αγώνα μόνον άσκοπες θυσίες θα προκαλούσε, αλλά ο Μουσολίνι εξακολουθούσε να είναι αισιόδοξος. Στη στρατιωτική ηγεσία του Άξονα επικρατούσε σύγχυση, ήταν δε σε αβεβαιότητα και ως προς το σημείο της προσεχούς επίθεσης των Συμμάχων. Μερικοί πίστευαν ότι αυτή θα στρέφονταν κατά της Σαρδηνίας, ενώ άλλοι ήταν της γνώμης ότι ο προσεχής στόχος θα ήταν η Σικελία.

Κατά τον Μάιο του 1943 επισκέφθηκε την Ιταλία ο Doenitz για να μελετήσει τα μέτρα που θα έπρεπε να ληφθούν και πρότεινε την ενίσχυση της άμυνας και των δυο νήσων με τη χρησιμοποίηση των ελαφρών ναυτικών δυνάμεων επιφανείας και των υποβρυχίων. Ο Kesserling εξάλλου -που από τον Μάρτιο είχε αναλάβει την αρχιστρατηγία των γερμανικών δυνάμεων όλων των Όπλων στην Ιταλία- επιστρέφοντας από επιθεώρηση στη Σικελία, ήταν απαισιόδοξος ως προς τη δυνατότητα αντίστασης στην εισβολή και επανήλθε στη παλιά ιδέα της ανάληψης επιχείρησης στη Δυτική Αφρική, μέσω της Ισπανίας και του Γιβραλτάρ.

Αλλά και αν ακόμα ήταν διαθέσιμες οι αναγκαίες δυνάμεις ξηράς, η διάβαση του Στενού του Γιβραλτάρ απαιτούσε τοπική υπεροπλία στη θάλασσα και στον αέρα που δεν ήταν διαθέσιμη. Έτσι, αυτή η ιδέα εγκαταλείφθηκε και πάλι.

Από το καλοκαίρι του 1943, άρχισαν να στέλνονται ιταλικά και γερμανικά στρατεύματα για να ενισχύσουν τις φρουρές των τριών νησιών, της Σικελίας, Σαρδηνίας και Κορσικής. Οι νηοπομπές προς τη Σαρδηνία και τη Κορσική είχαν μικρές μόνο απώλειες από επιθέσεις υποβρυχίων. Εκείνες όμως που κατευθύνονταν προς τη Σικελία δέχονταν σφοδρές αεροπορικές επιθέσεις. Συνάντηση με πλοία επιφανείας είχαν μόνο μία τη νύχτα της 1-2 Ιουνίου.

ΒΑΣ. ΟΛΓΑ

Σύμφωνα με την ιταλική εκδοχή τη νύχτα εκείνη δυο εμπορικά πλοία που συνοδεύονταν από τα αντιτορπιλικό συνοδείας RN CASTORE δέχτηκαν επίθεση από 3 τουλάχιστον εχθρικά πλοία μεταξύ των οποίων ήταν και το ελληνικό αντιτορπιλικό ΒΑΣ. ΟΛΓΑ. Κατά την ίδια πάντα εκδοχή, το αποτέλεσμα της συνάντησης ήταν η βύθιση του συνοδού και του εμπορικού Vragnizza, ενώ το άλλο συνοδευόμενο, το Postumia, διέφυγε. Σύμφωνα με το ιστορικό πλου του ΒΑΣ. ΟΛΓΑ όμως, τα συμμαχικά πλοία που επιτέθηκαν ήταν 2, το βρετανικό HMS JERVIS και το ΒΑΣ. ΟΛΓΑ, και πλοία που βυθίστηκαν αναφέρονται και τα 2 εμπορικά καθώς και το συνοδό RN CASTORE και 1 ακόμα τορπιλοβόλο.

H.M.S. JERVIS

Οι ιταλικές ναυτικές δυνάμεις επιφανείας δεν χρησιμοποιήθηκαν καθόλου για να αποκρούσουν την εισβολή και αυτό προκάλεσε πολλά σχόλια και την αγανάκτηση του Γερμανού Αρχιναυάρχου Doenitz. Ιδιαίτερα διότι υπήρχε πια αρκετή επάρκεια καυσίμων, στην έλλειψη των οποίων αποδίδονταν η ακινησία των μεγάλων πλοίων κατά την τελευταία περίοδο των επιχειρήσεων στη Βόρειο Αφρική. Γι αυτή την αδράνεια του Ιταλικού Στόλου δίνονται οι ακόλουθες εξηγήσεις:

Κατά τον Ιούνιο του 1943 η δύναμη του Στόλου ήταν πολύ μειωμένη. Από τα 3 μεγάλα θωρηκτά, το RN VITTORIO VENETO βρίσκονταν σε επισκευή στη Genoa –μετά από τις βλάβες που έπαθε από το βομβαρδισμό της 5ης Ιουνίου- και μόνο τα άλλα 2 ήταν έτοιμα για δράση στη La Spezia.

Τα 2 μικρότερα, RN DORIA και RN DUILIO, ήταν σε επισκευή από τις αρχές Ιουνίου στον Τάραντα αλλά δεν θα ήταν έτοιμα πριν από τον Αύγουστο. Έμεναν 10 εύδρομα, από τα οποία όμως τα 4 ήταν σε επισκευή κι έτσι μόνο 6 ελαφρά ήταν διαθέσιμα. Έμεναν και 20 αντιτορπιλικά, από τα οποία όμως τα μισά βρίσκονταν σε επισκευές κάποιου βαθμού. Εξάλλου, αν τα μεγάλα πλοία έβγαιναν στο ανοιχτό πέλαγος, θα εντοπίζονταν αμέσως από την εχθρική αεροπορία και θα δέχονταν εξαιρετικά σφοδρές αεροπορικές επιθέσεις. Και επειδή δεν διέθεταν αεροπορική κάλυψη και επαρκή συνοδά, πριν καν έλθουν σε επαφή με την αντίπαλη ναυτική δύναμη θα είχαν καταστραφεί ή θα είχαν υποστεί σοβαρές βλάβες. Αλλά κι αν ακόμα έφθαναν με μικρές μόνο ζημιές μέχρι το πεδίο μάχης, λόγω της μεγάλης υπεροπλίας των συμμαχικών ναυτικών δυνάμεων, μόνο ασήμαντες βλάβες θα μπορούσαν να προξενήσουν σ’ αυτές. Γι αυτούς τους λόγους, η Ανώτατη Ιταλική Διοίκηση είχε αποφασίσει να μη θυσιάσει τον Στόλο παρά τη τελευταία στιγμή, εφόσον η τιμή του Έθνους θα το επέβαλε.

Οι λόγοι που προβάλλονται είναι βέβαια σοβαροί, υπάρχει όμως και η αντίθετη άποψη: Όταν ο εχθρός προσβάλει το πάτριο έδαφος, ποια άλλη είναι η στιγμή κατά την οποία το Έθνος πρέπει να αντιδράσει με όλες τις δυνάμεις του;

Με τη δυσαναλογία δυνάμεων στον αέρα και τη θάλασσα που υπήρχε σ’ αυτή την περίπτωση, οι πιθανότητες να παρεμποδιστεί η εισβολή ήταν πραγματικά ελάχιστες, αν όχι μηδαμινές. Η επέμβαση όμως του Ιταλικού Στόλου οπωσδήποτε θα δυσκόλευε τη συμμαχική απόβαση, που ήταν μια δυσχερής και πολύπλοκη επιχείρηση, και υπήρχε και η πιθανότητα να υποστούν ζημιές οι εχθρικές δυνάμεις. Θα δίνονταν έτσι και περισσότερος χρόνος στα στρατεύματα της νήσου να σπεύσουν προς τα σημεία της απόβασης. Θα μπορούσαν τουλάχιστον να χρησιμοποιηθούν οι μικρές μονάδες επιφανείας. Τη στιγμή που εκατοντάδες συμμαχικών πλοίων έπλεαν προς τις Σικελικές ακτές, στη μέση της νύχτας, μια επίθεση που θα διεξάγονταν με τέτοιες μονάδες θα προκαλούσε μοιραία σύγχυση και απώλειες.

Στον Ειρηνικό οι Ιάπωνες, όταν η τύχη των όπλων είχε οριστικά στραφεί εναντίον τους, δεν δίστασαν να ρίξουν στη μάχη τα υπολείμματα του Στόλου τους σε ένα αγώνα αυτοκτονίας. Εμείς οι Έλληνες, αντιμετωπίζοντας δυο αυτοκρατορίες, ποιες ελπίδες είχαμε ότι θα αποφεύγαμε τη καταστροφή των δυνάμεών μας; Ο ίδιος ο Μουσολίνι, προπολεμικά, σε συζήτηση που έγινε στη Γερουσία σχετικά με τη χρησιμότητα των πλοίων μάχης, απαντώντας στην άποψη που είχε εκφραστεί ότι σε μελλοντικό πόλεμο, όπως και στον προηγούμενο, αυτά θα παρέμεναν στις βάσεις τους, είχε δηλώσει ότι «Αυτό δεν θα συμβεί στην Ιταλία. Δεν ενδιαφέρει το κόστος των πλοίων, είναι ζήτημα ψυχικού σθένους του προσωπικού και των διαταγών που θα λάβει». Εν τούτοις, λησμόνησε τα υπερήφανα αυτά λόγια, αν και φαίνεται ότι η απόφαση της Ανώτατης Διοίκησης για αδράνεια του Στόλου, ήταν αντίθετη προς το γενικό αίσθημα του ναυτικού προσωπικού.

Βέβαια στη συνέχεια, αποδείχτηκε από τις εξελίξεις ότι αν η απόφαση αυτή δεν ήταν σύμφωνη με τις παραδόσεις των ναυτικών Κρατών, εξυπηρετούσε όμως μια σκοπιμότητα. Όταν η Ιταλία μετά από λίγο βρέθηκε να συμπολεμεί με τους άλλοτε εχθρούς της, το μόνο που μπόρεσε να τους προσφέρει ήταν μερικά πολεμικά πλοία τα οποία αποτέλεσαν τον πυρήνα του μεταπολεμικού Στόλου της. Δεν αποκλείεται, αυτοί που εισηγήθηκαν να ληφθεί αυτή η απόφαση να είχαν ενδόμυχα από τότε αυτό το ενδεχόμενο κατά νου.

Πρέπει να σημειωθεί σχετικά, ότι μερικές ημέρες μετά από τη συμμαχική απόβαση στη Σικελία η στρατιωτική ηγεσία υπέβαλε στον Μουσολίνι υπόμνημα στο οποίο τονίζονταν ότι, αν δεν μπορούσε να παρεμποδιστεί η δημιουργία δεύτερου συμμαχικού μετώπου στην Ιταλία, θα έπρεπε να αντιμετωπιστεί η παύση των εχθροπραξιών.

Στις 19 Ιουλίου 1943, ο Μουσολίνι συναντήθηκε με τον Χίτλερ στο Feltre και έκανε μια ύστατη προσπάθεια να πετύχει αποστολή ενισχύσεων, αλλά πήρε μόνο μερικές αόριστες υποσχέσεις. Από εκείνη τη στιγμή άρχισε να προετοιμάζεται η πτώση του ιταλού δικτάτορα.»