«Μετά την ολοκληρωτική ήττα του Άξονα στη Βόρειο Αφρική, οι Σύμμαχοι προχώρησαν σε συντονισμένη προετοιμασία των επιχειρήσεων που θα έφερναν την πτώση της Ιταλίας. Από τις πρώτες τους ενέργειες ήταν η αποκατάσταση της μεγάλης ναυτικής βάσης της Μπιζέρτας και η εκκαθάριση των διασπαρμένων στις μεσογειακές οδούς μεταφορών ναρκοπεδίων.
Ο Ναύσταθμος της Μπιζέρτας είχε μετατραπεί σε σωρό ερειπίων και η είσοδος του ορμητηρίου είχε φραχθεί από τη βύθιση πολυάριθμων πλωτών μέσων. Εν τούτοις, μέχρι το τέλος Μαΐου 1943, έγινε δυνατό να περνούν πλοία εκτοπίσματος 10.000 τόνων. Αφετέρου, ήταν επιβεβλημένο να γίνει γρήγορη εκκαθάριση των πυκνών ναρκοπεδίων στις προσβάσεις της Μάλτας, στο Στενό της Σικελίας και σε όλη τη περιοχή ανατολικά της άκρας Bone. Έπρεπε να καθαριστεί περιοχή περίπου 600 μιλίων, γεμάτη ναυάγια και που συχνά επικρατούσε μεγάλη κακοκαιρία. Η εργασία αυτή άρχισε την 9η Μαΐου και κράτησε μόλις ένα μήνα με μόνη απώλεια ένα ναρκαλιευτικό.
Η οδός από Γιβραλτάρ προς Μέση Ανατολή ήταν πια ελεύθερη, καθώς κι αυτή προς τη Μάλτα.
Η εισβολή στη Σικελία που αποφασίστηκε στη Συνδιάσκεψη της Καζαμπλάνκας, ήταν η μεγαλύτερη μέχρι εκείνη τη στιγμή αμφίβια επιχείρηση στην ιστορία. Θ α αποβιβάζονταν γύρω στους 160.000 άνδρες, 14.000 οχήματα, 600 άρματα μάχης και 1800 πυροβόλα σε εχθρικό έδαφος και κάτω από εχθρική αντίσταση. Την αρχική απόβαση θα ακολουθούσε ρεύμα ενισχύσεων με μεγάλες ποσότητες πολεμικού υλικού και εφοδίων. Στην επιχείρηση θα συμμετείχαν γύρω στα 3.200 πολεμικά και εμπορικά πλοία κάθε τύπου, από τα οποία γύρω στα 2.000 θα χρησιμοποιούνταν για το πρώτο κύμα της απόβασης.
Πρώτα, επιβάλλονταν η συγκέντρωση αυτού του μεγάλου αριθμού πλοίων από όλα τα σημεία της υφηλίου, σε εποχή που οι πόροι της συμμαχικής ναυτιλίας ήταν πολύ περιορισμένοι και ο υποβρύχιος πόλεμος μαίνονταν στον Ατλαντικό. Τον Μάρτιο του 1943, 120 γερμανικά υποβρύχια βρίσκονταν σε δράση και οι απώλειες σε όλες τις θάλασσες είχαν φτάσει τα 108 πλοία, συνολικού εκτοπίσματος 627.000 τόνων. Αυτό όμως ήταν και το μέγιστο, διότι από τους επόμενους μήνες η δραστηριότητα των πλοίων άρχισε να ελαττώνεται βαθμιαία.
Η σχεδίαση μιας τέτοιας κλίμακας αμφίβιας επιχείρησης απαιτούσε πολύ χρόνο και τη στενή συνεργασία των υπηρεσιών και των τριών όπλων και των δυο Συμμάχων. Επιβάλλονταν να ρυθμιστούν πολλές λεπτομέρειες. Τα πλοία έπρεπε να κατανεμηθούν σε νηοπομπές και να καθοριστούν τα συνοδά τους και οι οδοί που θα ακολουθούσαν οι νηοπομπές, καθώς και η ακριβής ταχύτητα της κάθε μίας, ώστε να φθάσουν στο προορισμό τους κατά τον χρόνο που είχε προκαθοριστεί.
Κατά την απόβαση έπρεπε να προηγούνται από τα πλοία ναρκαλιευτικά και να υπάρχουν δυνάμεις από εύδρομα και αντιτορπιλικά που να υποστηρίζουν την απόβαση με τα πυρά τους. Απαιτούνταν η λήψη των επιβαλλόμενων ανθυποβρυχιακών και αντιαεροπορικών μέτρων και η διάθεση επαρκούς κάλυψης από αέρα σε συνεργασία με το Αεροπορικό Όπλο. Τέλος, όλη η επιχείρηση έπρεπε να καλύπτεται από ισχυρή δύναμη πλοίων μάχης για να αντιμετωπιστεί τυχόν απόπειρα επέμβασης της κύριας δύναμης του Ιταλικού Στόλου. Έπρεπε ακόμα να ρυθμιστούν με κάθε λεπτομέρεια τα καθήκοντα και οι κινήσεις των πολυάριθμων πάσης φύσεως μικρών πλοίων που χρησιμοποιούνται σε τέτοιες επιχειρήσεις.
Η τελική απόφαση για τη διενέργεια της επιχείρησης λήφθηκε στις 23 Ιανουαρίου 1943 και μέσα στον Φεβρουάριο είχε συνταχθεί σε γενικές γραμμές το συνδυασμένο σχέδιο επιχειρήσεων, σύμφωνα με το οποίο προβλέπονταν η σύγχρονη απόβαση των Αμερικανών δυτικά της Σικελίας και των Βρετανών νοτιοανατολικά.
Οι Σύμμαχοι υπερτιμούσαν τη δύναμη κα θέληση για αντίσταση του αντιπάλου και έκριναν την επιχείρηση δύσκολη και παρακινδυνευμένη. Υπολόγιζαν ότι για την άμυνα της νήσου υπήρχαν 8 κινητές μεραρχίες, από τις οποίες 2 γερμανικές και 5 παράκτιες ιταλικές. Υπήρχαν ακόμα στη Σικελία και περί τα 30 αεροδρόμια. Λόγω αυτών των δυσκολιών, προκλήθηκαν μακρές συζητήσεις μεταξύ των Συμμαχικών Αρχηγείων, πριν γίνει δεκτό το οριστικό σχέδιο. Το πρώτο που συντάχθηκε δεν εγκρίθηκε από τον Στρατηγό Alexander, που θα ήταν ο Ανώτερος Διοικητής του εκστρατευτικού σώματος (κάτω από τον Αρχιστράτηγο Eisenhower), διότι λόγω της αναμενόμενης σοβαρής αντίστασης έκρινε επικίνδυνη τη διασπορά των δυνάμεων. Αντίθετα, ο Ναύαρχος Cunningham ήταν της γνώμης ότι στις αμφίβιες επιχειρήσεις επιβάλλονταν η διασπορά, ενώ ο Αρχηγός των βρετανικών αεροπορικών δυνάμεων Tedder θεωρούσε απαραίτητη τη κατάληψη της σημαντικής αεροπορικής βάσης στη νότια ακτή της Σικελίας.
Τελικά αποφασίστηκε ότι και οι Αμερικάνοι θα αποβιβάζονταν στη νοτιοανατολική ακτή, δυτικά από τους Βρετανούς. Έτσι όμως, οι μεν Βρετανοί θα διέθεταν αρχικά για λιμάνια ανεφοδιασμού τις Συρακούσες και την Αυγούστα – που θα καταλαμβάνονταν από την αρχή- , ενώ οι Αμερικάνοι θα είχαν στη διάθεσή τους μόνο το μικρό λιμάνι της Licata, ημερήσιας ικανότητας 600 μόνο τόνων, που ήταν τελείως ανεπαρκές. Το ζήτημα αυτό δεν τους απασχολούσε ιδιαίτερα διότι στηρίζονταν στην καταλληλότητα αποβίβασης εφοδίων σε ανοιχτές ακτές των νέων τους αποβατικών μέσων και στη πιθανότητα ότι κατά την εποχή που θα γίνονταν η απόβαση δεν θα επικρατούσε κακοκαιρία.
Αν κι αυτή η τελευταία πρόβλεψη δεν επαληθεύτηκε, στη πράξη έφεραν άριστα σε πέρας το δύσκολο έργο της αποβίβασης ανδρών και εφοδίων σε ανοιχτή ακτή κάτω από δυσμενείς καιρικές συνθήκες. Άλλωστε, μέσα σε 12 μόνο ημέρες από την απόβαση που έγινε στις 10 Ιουλίου 1943, ο Διοικητής της 7ης Αμερικανικής Στρατιάς Στρατηγός Patton κατόρθωσε να καταλάβει το λιμάνι του Palermo και τα νοτιοδυτικά αεροδρόμια της νήσου.
Πάντως, στις μακρές αυτές συζητήσεις χάθηκε πολύς χρόνος και μόλις στις 12 Μαΐου1943 είχαν εγκριθεί οι γενικές γραμμές του σχεδίου. Στη συνέχεια όμως, στο διάστημα των 2 μηνών μέχρι την ημέρα που ορίστηκε για την απόβαση, μπόρεσαν να συντάξουν λεπτομερή σχέδια που αποδείχτηκαν πετυχημένα στην εφαρμογή τους.
Στο μεταξύ οι Σύμμαχοι, αν και από καιρό τα μεγάλα πλοία του Ιταλικού Ναυτικού βρίσκονταν ακινητοποιημένα σε βόρεια λιμάνια, για να εξασφαλιστούν από κάθε πιθανότητα χρησιμοποίησής τους, προχώρησαν σε εντατικές αεροπορικές επιθέσεις εναντίον τους.
Τον Απρίλιο βυθίστηκε στη Maddalena της Σαρδηνίας το βαρύ εύδρομο RN TRIESTE και το RN GORIZIA έπαθε πολύ σοβαρές βλάβες, που δεν μπόρεσαν να επιδιορθωθούν μέχρι την ιταλική ανακωχή. Βομβαρδίστηκαν ακόμα με σφοδρότητα τα θωρηκτά που βρίσκονταν στην La Spezia, χωρίς όμως να πάθουν ζημιές, αλλά σχεδόν καταστράφηκε ο Ναύσταθμος και βυθίστηκε 1 αντιτορπιλικό. Τον Μάιο η ναυτική βάση του Cagliari μεταβλήθηκε σε ερείπια και βυθίστηκαν μέσα σ’ αυτήν 20 περίπου μικρές μονάδες του Ναυτικού.
Γενικότερα, όλα τα νότια λιμάνια της Ιταλίας -μέχρι και τα πιο μικρά- βομβαρδίστηκαν τόσο πολύ, ώστε στα τέλη Μαΐου ήταν λίγο-πολύ αχρησιμοποίητα. Σε ένα από αυτά βυθίστηκε και το εύδρομο RN BARI. Κατά τον βομβαρδισμό της La Spezia την 5η Ιουνίου τα θωρηκτά RN LITTORIO και RN ROMA υπέστησαν ελαφρές ζημιές και πολύ σοβαρές το RN VITTORIO VENETO που στάλθηκε για επισκευή στη Genova, διότι η βάση της La Spezia δεν διέθετε πια ευκολίες επισκευών.»