« Παρά την κακή εξέλιξη των επίγειων επιχειρήσεων στη Κρήτη, οι Βρετανοί συνέχισαν να στέλνουν ενισχύσεις μέχρι και τη τελευταία στιγμή. Τη νύχτα της 23ης προς την 24η Μαΐου 1941, δυο αντιτορπιλικά μετέφεραν στη Σούδα και μπόρεσαν να αποβιβάσουν απολύτως απαραίτητα πυρομαχικά.
Εκείνες τις ημέρες παρατηρήθηκε και μια πολύ περίεργη επέμβαση του Βρετανικού Ναυαρχείου στο έργο του Αρχηγού του Στόλου. Στις 22 Μαΐου είχε αποπλεύσει από την Αλεξάνδρεια, με συνοδεία, ένα μεταγωγικό με στρατιωτικές ενισχύσεις με προορισμό το Τυμπάκι στα νότια της Κρήτης, όπου επρόκειτο να τις αποβιβάσει. Λόγω όμως της πολύ έντονης δράσης της εχθρικής αεροπορίας σ’ αυτή την περιοχή, ο Ναύαρχος Cunningham με την συγκατάθεση του Στρατηγού Wawell διέταξε το μεταγωγικό να επιστρέψει γιατί, όπως γράφει, επρόκειτο για καθαρή δολοφονία. Τότε, το Ναυαρχείο έδωσε απ’ ευθείας διαταγή να συνεχιστεί ο πλους του μεταγωγικού προς τον αρχικό του προορισμό και μετά από μια ώρα με σήμα προς τον Ναύαρχο Cunningham παράγγελνε να αποβιβαστούν οι ενισχύσεις τη νύχτα, εφόσον αυτό ήταν δυνατό. Επειδή όμως ήταν πολύ αργά για να γίνει αυτό ο Ναύαρχος επέστρεψε στην προηγούμενη διαταγή και διέταξε το μεταγωγικό να αναστρέψει προς Αλεξάνδρεια.
Την ίδια ημέρα, με άλλο σήμα του Ναυαρχείου, δίνονταν εντολή στον Αρχηγό του Στόλου της Μεσογείου να εμποδίσει, ανεξάρτητα από απώλειες, τις αμέσως επόμενες ημέρες την αποστολή δια θαλάσσης εχθρικών ενισχύσεων στη Κρήτη. Στη συνέχεια μάλιστα, το Συμβούλιο των Επιτελαρχών στο Λονδίνο ζήτησε από τον Ναύαρχο να υποβάλει εκτίμηση της κατάστασης. Ο Ναύαρχος Cunningham απάντησε ότι λόγω της έντασης των αεροπορικών επιθέσεων του εχθρού, δεν θεωρούσε πια δυνατή τη δράση του Στόλου κατά τη διάρκεια της ημέρας στο Αιγαίο ή κοντά στην Κρήτη.
Όμως, το Συμβούλιο των Επιτελαρχών επανήλθε επιμένοντας ότι ήταν απόλυτα αναγκαίο να εμποδιστεί η αποστολή εχθρικών ενισχύσεων στη Νήσο, άσχετα από το μέγεθος των απωλειών. Ο Ναύαρχος απάντησε απαριθμώντας τις μέχρι εκείνη τη στιγμή απώλειες και λέγοντας ότι αν αυτές συνεχίζονταν στον ίδιο ρυθμό, ο Βρετανικός Στόλος θα έχανε τον έλεγχο της Ανατολικής Μεσογείου. Και σε κάθε περίπτωση δεν υπήρχε τρόπος να παρεμποδιστούν οι αεροπορικές εχθρικές μεταφορές.
Στο μεταξύ, ο Βρετανικός Στόλος είχε και άλλες απώλειες. Για να εξουδετερωθεί το αεροδρόμιο της Καρπάθου το οποίο χρησιμοποιούσε ο εχθρός για τις επιθέσεις του κατά της Κρήτης, αποφασίστηκε η προσβολή του με αεροπλάνα του HMS FORMIDABLE. Το αεροπλανοφόρο απέπλευσε από την Αλεξάνδρεια την 25η Μαΐου με συνοδεία 2 θωρηκτών και 8 αντιτορπιλικών. Την αυγή της επόμενης ημέρας πραγματοποιήθηκε ο βομβαρδισμός με πολύ καλά αποτελέσματα και η ναυτική δύναμη παρέμεινε σε απόσταση 100 μιλίων νοτιοδυτικά της Καρπάθου. Όμως, κατά την επιστροφή τους τα πλοία δέχτηκαν αεροπορική επίθεση κατά την οποία το αεροπλανοφόρο και 1 αντιτορπιλικό έπαθαν πολύ σημαντικές ζημιές.
Επιχειρήθηκε και πάλι να σταλούν ενισχύσεις στο Τυμπάκι. Όμως το μεταγωγικό έπαθε σημαντικές βλάβες από αεροπορικές επιθέσεις την 26η Μαΐου και τελικά επέστρεψε άπρακτο στην Αλεξάνδρεια. Παρόλα αυτά, τη νύχτα της 26ης προς την 27η Μαΐου οι Βρετανοί πέτυχαν να αποβιβάσουν στη Σούδα στρατό και εφόδια, τα οποία μεταφέρθηκαν εκεί με ασφάλεια με 1 ναρκοθέτιδα και 2 αντιτορπιλικά. Αυτή ήταν και η τελευταία αποστολή ενισχύσεων. Όμως, η δύναμη που κάλυπτε αυτά τα πλοία δέχτηκε επίθεση από βομβαρδιστικά που χτύπησαν και προκάλεσαν αρκετές ζημιές στο θωρηκτό HMS BARHAM .
Στις 26 Μαΐου έγινε αντιληπτό ότι η μάχη της Κρήτης είχε οριστικά χαθεί. Στην έκκληση του Βρετανού Πρωθυπουργού να καταβληθεί κάθε δυνατή προσπάθεια για να κρατηθεί η Νήσος, ο Στρατηγός Wawell απάντησε ότι δεν υπήρχε πια καμιά ελπίδα. Έτσι, στις 27 Μαΐου αποφασίστηκε η αποχώρηση των στρατευμάτων από την Κρήτη.
Είναι περίεργο διότι, σύμφωνα με όσα αναφέρονται από ιταλική πηγή, την ίδια ακριβώς ημέρα – την 26η Μαΐου – η Γερμανική Αεροπορία είχε καταλήξει στο συμπέρασμα ότι μόνο με τους αλεξιπτωτιστές δεν θα μπορούσε να σπάσει η Βρετανική αντίσταση και είχε ζητήσει την έγκριση να εγκαταλείψει την επιχείρηση. Η απάντηση όμως του Χίτλερ ήταν ότι έπρεπε να συνεχιστεί με κάθε θυσία.
Η κατάσταση στην οποία είχε βρεθεί ο Βρετανικός Στόλος της Μεσογείου όταν ήρθε η στιγμή της αποχώρησης των Βρετανικών στρατευμάτων από την Κρήτη ήταν τέτοια, ώστε το έργο αυτό ήταν πολύ πιο δύσκολο και από την εκκένωση της Ελλάδος. Αρκετά πλοία του Στόλου είχαν βυθιστεί, πολλά είχαν πάθει βλάβες και βρίσκονταν σε επισκευή και αυτά που μπορούσαν να κινηθούν είχαν ανάγκη επιθεώρησης και επισκευής των μηχανών, μετά από συνεχή δράση επί δίμηνο, και το προσωπικό είχε φτάσει στο όριο της ανθρώπινης αντοχής. Ο Αρχηγός του Στόλου όμως, που ήταν τόσο επιφυλακτικός σχετικά με τη σκοπιμότητα της συνέχισης του αγώνα στη Κρήτη , αδίστακτα ανέλαβε αυτή τη προσπάθεια, θεωρώντας ζήτημα τιμής για το Ναυτικό τη διάσωση του μεγαλύτερου δυνατού αριθμού ανδρών του Βρετανικού Στρατού, οποιοδήποτε και αν ήταν το τίμημα.
Επρόκειτο να επιβιβαστούν στα πλοία, νύχτα, περίπου 22.000 άνδρες, ιδίως από ανοιχτούς αιγιαλούς της νότιας Κρήτης, με εξαίρεση εκείνων που βρίσκονταν στο Ηράκλειο και που θα επιβιβάζονταν σ’ αυτό το λιμάνι. Αυτοί οι τελευταίοι, περίπου 4.000 άνδρες, επιβιβάστηκαν τη νύχτα της 28ης προς την 29η Μαΐου σε 2 εύδρομα και 6 αντιτορπιλικά χωρίς να τους αντιληφθεί ο εχθρός. Ήδη, αυτή η δύναμη είχε αρχίσει να δέχεται αεροπορικές επιθέσεις κατά τον πλου προς Ηράκλειο, από τις οποίες είχαν πάθει ζημιές το 1 από τα 3 εύδρομα που την αποτελούσαν – το HMS AJAX που διατάχθηκε να επιστρέψει στην Αλεξάνδρεια- και το αντιτορπιλικό HMS IMPERIAL. Λίγο μετά τον απόπλου από το Ηράκλειο, παρατηρήθηκε βλάβη στο σύστημα του πηδαλίου αυτού του αντιτορπιλικού που οφείλονταν στον προηγούμενο βομβαρδισμό και χρειάστηκε να βυθιστεί, αφού οι επιβαίνοντες παραλήφθηκαν από άλλο αντιτορπιλικό.
Κατά τον πλου της υπόλοιπης δύναμης προς την Αλεξάνδρεια, οι αεροπορικές επιθέσεις άρχισαν από τα χαράματα της 29ης Μαΐου. Χτυπήθηκε το αντιτορπιλικό HMS HEREWARD και ελαττώθηκε η ταχύτητά του. Ο Διοικητής της δύναμης Υποναύαρχος Rawlings αναγκάστηκε τότε να πάρει τη σκληρή απόφαση να το εγκαταλείψει με τους επιβαίνοντες διότι, αν έμενε κοντά του, θα έβαζε σε ακόμα μεγαλύτερο κίνδυνο τα υπόλοιπα πλοία. Αργότερο το πλοίο αυτό βυθίστηκε από ιταλικό τορπιλοπλάνο και ιταλικές τορπιλάκατοι διέσωσαν τους ναυαγούς. Οι επιθέσεις συνεχίζονταν και έπαθαν βλάβες το αντιτορπιλικό HMS DECOY και τα εύδρομα HMS DIDO και HMS ORION, αυτό το τελευταίο πολύ σοβαρές.
Έτσι, σε μια δύναμη από 3 εύδρομα και 6 αντιτορπιλικά, όλα τα εύδρομα και 1 αντιτορπιλικό έπαθαν βλάβες και 2 αντιτορπιλικά βυθίστηκαν. Επειδή δε τα πλοία ήταν ασφυκτικά γεμάτα με στρατό, προφανώς και οι απώλειες σε άνδρες ήταν πολύ μεγάλες. Στο HMS ORION μόνο, από τους 1.100 που είχαν επιβιβαστεί, 260 σκοτώθηκαν και 280 τραυματίστηκαν.
Η αποχώρηση από τη νότια ακτή της Κρήτης – κατά την οποία υπήρχε και κάποιος βαθμός κάλυψης από καταδιωκτικά – έγινε με πολύ μικρότερες απώλειες. Τη νύχτα της 28ης προς την 29η Μαΐου επιβιβάστηκαν από τα Σφακιά σε 4 αντιτορπιλικά και 1 μεταγωγικό 700 περίπου άνδρες, οι οποίοι έφθασα με ασφάλεια στην Αλεξάνδρεια με μικρές βλάβες σ’ ένα από τα αντιτορπιλικά. Η κύρια προσπάθεια έγινε τη νύχτα της 29ης προς την 30η Μαΐου, οπότε επιβιβάστηκαν από τα Σφακιά σε 4 εύδρομα, 6 αντιτορπιλικά και σε ένα μεταγωγικό περί τους 6.000 άνδρες. Αν και κατά τον πλου προς την Αίγυπτο δέχτηκαν 3 αεροπορικές επιθέσεις, μόνο 1 εύδρομο έπαθε ζημιές. Άλλοι 1.400 άνδρες επιβιβάστηκαν τη νύχτα της 30ης προς την 31η Μαΐου σε 2 αντιτορπιλικά , το ένα από τα οποία έπαθε ζημιές, και την επόμενη νύχτα έγινε η τελευταία εκκένωση με 1 εύδρομο, 1 ναρκοθέτιδα και 3 αντιτορπιλικά, στα οποία επιβιβάστηκαν περί τους 4.000 άνδρες. Η τελευταία αυτή μεταφορά έγινε χωρίς να εκδηλωθεί αεροπορική επίθεση εναντίον αυτής της δύναμης. Όμως, τα πλοία που είχαν σταλεί για να ενισχύσουν την προστασία της, τα αντιαεροπορικά εύδρομα HMS CALCUTTA και HMS COVENTRY, λίγες ώρες μετά τον απόπλου τους από την Αλεξάνδρεια δέχτηκαν επίθεση, κατά την οποία βυθίστηκε το HMS CALCUTTA.
Υπήρχαν ακόμα στη Νήσο αρκετοί Βρετανοί οι οποίοι εξουσιοδοτήθηκαν να παραδοθούν, διότι καμιά επιπλέον προσπάθεια δεν ήταν δυνατή. Εκείνη τη στιγμή είχαν απομείνει σε υπηρεσία στον Βρετανικό Στόλο της Μεσογείου μόνο 2 θωρηκτά, 1 εύδρομο, 2 αντιαεροπορικά εύδρομα, 1 ναρκοθέτιδα και 9 αντιτορπιλικά. Περίπου 16.500 άνδρες διασώθηκαν στην Αίγυπτο και στην Κρήτη παρέμειναν περί τους 5.000.
Κάτω από ανάλογες συνθήκες διέφυγαν στην Αίγυπτο και τα πλοία του Ελληνικού Ναυτικού που διασώθηκαν μετά την κατάληψη της Ελλάδος. Με τα Βρετανικά αντιτορπιλικά HMS DECOY και HMS HERO μεταφέρθηκαν στην Αλεξάνδρεια ο Έλληνας Βασιλιάς με την ακολουθία του, που επιβιβάστηκαν τη νύχτα της 22ης προς την 23η Μαΐου από τη νότια ακτή της Κρήτης. Επειδή συγχρόνως έπλεε προς Αλεξάνδρεια και ο Βρετανικός Στόλος μάχης, τα αντιτορπιλικά αυτά διατάχθηκαν να ενταχθούν στο προπέτασμά του, για να μην υποστούν μεμονωμένη αεροπορική επίθεση.
Κατά τη μάχη της Κρήτης ο Βρετανικός Στόλος της Μεσογείου έχασε 3 εύδρομα και 6 αντιτορπιλικά. 2 θωρηκτά, 1 αεροπλανοφόρο, 2 εύδρομα και 2 αντιτορπιλικά είχαν ανάγκη επισκευών πολλών μηνών διάρκειας και 3 εύδρομα και 6 αντιτορπιλικά αρκετών εβδομάδων. Οι απώλειες του ναυτικού προσωπικού έφθασαν τους 2.000 νεκρούς.
Όλες αυτές οι απώλειες οφείλονται αποκλειστικά στη Γερμανική Αεροπορία. Το Ναυτικό μόνο του δεν μπορούσε να σώσει την Κρήτη, έπρεπε να υπάρχουν αρκετές και κατάλληλες αεροπορικές δυνάμεις. Παρά τα ανεπαρκή αντιαεροπορικά μέσα, υπολογίζεται ότι κατά τη διάρκεια της μάχης της Κρήτης οι Γερμανικές απώλειες έφθασαν σε 400 περίπου αεροσκάφη και 20.000 περίπου άνδρες.
Ο Ιταλικός Στόλος και σ’ αυτή την περίπτωση δεν εμφανίστηκε καθόλου. Και πάλι δεν επωφελήθηκε μιας εξαιρετικής ευκαιρίας, τη στιγμή που τα Βρετανικά πλοία δρούσαν κάτω από τη σκιά της Γερμανικής Αεροπορίας και η δύναμη της Μεσογείου είχε περιοριστεί στο ελάχιστο. Ίσως όμως, όπως και προηγουμένως αναφέρθηκε, οι Γερμανοί να προτιμούσαν να φέρουν την επιχείρηση σε πέρας μόνοι τους, φοβούμενοι ότι η ενεργή ανάμειξη των Ιταλών θα δημιουργούσε δικαιώματα γι αυτούς στο Αιγαίο.
Έτσι τέλειωσαν οι επιχειρήσεις που προκλήθηκαν από την Ελληνική αντίσταση κατά του Άξονα. Το τίμημα υπήρξε βαρύ, τόσο για τους Έλληνες όσο και για τους Βρετανούς, είχε όμως ως αντιστάθμισμα ότι η καθυστέρηση που δημιουργήθηκε από αυτό τον λόγο στη Γερμανική επίθεση κατά της Ρωσίας είχε σημαντική επίδραση στο τελικό αποτέλεσμα του αγώνα.
Μετά από αυτές τις επιχειρήσεις, με τον εχθρό να έχει ήδη στη διάθεσή του και τα αεροδρόμια της Ελλάδος και της Κρήτης και τις ναυτικές δυνάμεις της Μεσογείου τόσο πολύ μειωμένες, η στρατηγική κατάσταση στην Ανατολική Μεσόγειο είχε γίνει πολύ δυσμενής για τους Βρετανούς. Το Ναυτικό όφειλε πάντοτε να ανεφοδιάζει το Τομπρούκ και τα αντιτορπιλικά και άλλα μικρά πλοία που είχε στη διάθεσή του γι αυτό είχαν πολλές απώλειες από αεροπορικές επιθέσεις. Είχε την εντολή ότι πρωταρχικός σκοπός του ήταν η διακοπή του ανεφοδιασμού της Λιβύης από την Ιταλία, αλλά η παραμονή πλοίων επιφάνειας στη Μάλτα ήταν αδύνατη και αυτό το έργο είχε αφεθεί μόνο στα υποβρύχια και τα αεροπλάνα. Μετά από την αχρήστευση των αεροπλανοφόρων του Στόλου της Μεσογείου δεν υπήρχε αεροπορική κάλυψη των νηοπομπών και ο ανεφοδιασμός της Μάλτας γίνονταν αδύνατος. Μόνο μικρές ποσότητες υγρών καυσίμων και μερικών απαραίτητων εφοδίων στέλνονταν με 2 υποβρύχια-ναρκοθέτιδες. Ουσιαστικά, η μεσογειακή οδός συγκοινωνιών της Βρετανικής Αυτοκρατορίας είχε αχρηστευτεί.
Εκθέτοντας τα πιο πάνω στο Ναυαρχείο, ο Ναύαρχος Cunningham υποστήριξε ότι υπήρχε κυρίως ανάγκη παρουσίας ισχυρών αεροπορικών δυνάμεων, καταδιωκτικών για την κάλυψη από τον αέρα των πλοίων και βομβαρδιστικών για τη διεξαγωγή συνεχών επιθέσεων κατά των εχθρικών αεροδρομίων του Αιγαίου. Επανήλθε δε και στη προηγούμενη πρότασή του για τη δημιουργία παράκτιας αεροπορικής δύναμης που θα διέθετε τορπιλοπλάνα, βομβαρδιστικά και αναγνωριστικά και θα ανελάμβανε το έργο των αεροπλανοφόρων που έλειπαν. Το ίδιο επιτακτική ήταν και η ανάγκη καταδιωκτικών και βομβαρδιστικών για τη διεξαγωγή των επιχειρήσεων ξηράς στη Λιβύη. Ο Ναύαρχος πρόσθετε, ότι, αν δεν πραγματοποιηθούν αυτά αμέσως, πρόβλεπε επικείμενη καταστροφή.
Κατά τον Ιούνιο ο Βρετανικός Στόλος της Μεσογείου είχε και άλλη μια απασχόληση. Ανέλαβε την υποστήριξη από τη θάλασσα των Βρετανικών επιχειρήσεων στη Συρία, όπου υπήρχε κίνδυνος διείσδυσης των Γερμανών, λόγω της αμφίβολης στάσης των Γαλλικών δυνάμεων του Vichy που βρίσκονταν εκεί. Η Βρετανική δύναμη με 2 εύδρομα, 4 αντιτορπιλικά και μερικά ναυτικά αεροπλάνα αντιμετώπισε τις Γαλλικές ναυτικές δυνάμεις στη Βηρυτό που αποτελούσαν 3 οδηγοί στολίσκων και 3 υποβρύχια. Κατά τις επιχειρήσεις που διεξήχθησαν εκεί 3 Βρετανικά αντιτορπιλικά έπαθαν σοβαρές ζημιές και από τα Γαλλικά πλοία βυθίστηκαν 1 οδηγός στολίσκου και 1 υποβρύχιο, ενώ και οι άλλοι 2 οδηγοί στολίσκου έπαθαν ζημιές.»