«Στις αρχές Δεκεμβρίου 1942, η θέση των Συμμάχων στη Βορειοδυτική Αφρική είχε σταθεροποιηθεί και η προέλαση από ανατολικά της 8ης βρετανικής στρατιάς συνεχίζονταν. Στα λιμάνια του Αλγερίου, του Οράν και της Καζαμπλάνκας έφθαναν μεγάλες ποσότητες εφοδίων, παρά τις απώλειες που προκαλούσαν οι εχθρικές επιθέσεις. Εν τούτοις, η πτώση της Τυνησίας αν και φαίνονταν σίγουρη, δεν επρόκειτο να είναι άμεση. Οι Γερμανοί, με την αποστολή ενισχύσεων στη Τυνησία από τον αέρα, είχαν αναχαιτίσει την προέλαση των Συμμάχων από δυτικά και η κατάσταση του καιρού και των οδών της Αλγερίας δεν επέτρεπαν την ανάληψη σοβαρής χειμερινής εκστρατείας. Ήταν απαραίτητη ακόμα καλύτερη οργάνωση και προετοιμασία.
Ίσως λόγω αυτής της προσωρινής αναστολής των επιχειρήσεων και επειδή ακόμα είχαν πολλές ελπίδες για την ευνοϊκή εξέλιξη του πολέμου στο ρωσικό μέτωπο, πολλοί γερμανοί αρχηγοί ήταν αισιόδοξοι για τη κατάσταση στη Μεσόγειο. Ο Αρχηγός του Γερμανικού Ναυτικού Ναύαρχος Raeder υποστήριζε ότι με την εγκατάσταση των δυνάμεων του Άξονα στη Τυνησία είχαν αντισταθμιστεί τα δυσμενή αποτελέσματα της συμμαχικής απόβασης στη Βόρειο Αφρική. Οι γραμμές ανεφοδιασμού των στρατευμάτων του είχαν σημαντικά συντομευτεί, ενώ αντίθετα είχαν επιμηκυνθεί και καταστεί πιο ευάλωτες οι εχθρικές.
Τα πιο πάνω επιχειρήματα των Γερμανών θα ήταν βάσιμα, αν ο Άξονας διέθετε τα μέσα να εκμεταλλευτεί το στρατηγικό προγεφύρωμα της Τυνησίας. Προ παντός, απαιτούνταν σημαντική ενίσχυση των αεροπορικών του δυνάμεων, ενώ στο τέλος του Νοεμβρίου 1942 διέθετε μόλις το ήμισυ της αεροπορικής δύναμης των Συμμάχων. Κατά την άνοιξη του 1943, οι συμμαχικές αεροπορικές δυνάμεις ήταν σχεδόν πενταπλάσιες των εχθρικών. Οι Σύμμαχοι διέθεταν τότε στη περιοχή μόνιμα, 4 τουλάχιστον θωρηκτά, ενώ τα ιταλικά -λόγω έλλειψης καυσίμων- βρίσκονταν σε ακινησία. Απέναντι στα 12 περίπου εύδρομα των Συμμάχων στα τέλη Νοεμβρίου, οι Ιταλοί είχαν σε υπηρεσία 8, τα οποία μέχρι τον Απρίλιο του 1943 περιορίστηκαν σε 1, ενώ υστερούσαν κα σε αριθμό αντιτορπιλικών.
Κάτω από αυτές τις συνθήκες, ο ανεφοδιασμός της Τυνησίας από τους Ιταλούς, παρά τη συντόμευση των αποστάσεων, γίνονταν προβληματικός και θα απαιτούσε πολύ μεγάλες θυσίες και απώλειες πολεμικού υλικού, ενώ το διαθέσιμο γινόταν ολοένα σπανιότερο.
Πάντως, από τον Φεβρουάριο του 1943 τουλάχιστον, οπότε η 8η βρετανική στρατιά είχε φθάσει στη Τρίπολη και οι Γερμανοί είχαν υποστεί τη καταστροφή του Στάλινγκραντ, ήταν προφανές ότι η μάχη της Μεσογείου είχε οριστικά χαθεί για τον Άξονα. Αν τότε αποφασίζονταν η μεθοδική εκκένωση των στρατευμάτων από την Τυνησία, υπήρχε πιθανότητα να διασωθεί ικανό τμήμα από αυτά. Φαίνεται μάλιστα ότι αρκετοί στην Ιταλία πρόβλεπαν από τότε ότι ο αγώνας ήταν χαμένος και ότι, μετά την ολοκληρωτική κατάληψη της Βόρειας Αφρικής από τους Συμμάχους, θα έρχονταν και η σειρά του ιταλικού μητροπολιτικού εδάφους. Οι Γερμανοί όμως εξακολουθούσαν να επιμένουν ότι μέχρι το καλοκαίρι του 1943 θα υπέκυπτε η Ρωσία και τότε θα ξανακέρδιζαν τη Μεσόγειο. Βεβαίωναν μάλιστα ότι διέθεταν ένα μυστικό όπλο [τα κατευθυνόμενα βλήματα εδάφους-εδάφους V1 και V2] που πράγματι χρησιμοποίησαν προς το τέλος του πολέμου, χωρίς όμως να πετύχουν τη κάμψη το αντιπάλου.
Στο τέλος Ιανουαρίου 1943 παραιτήθηκε ο Ναύαρχος Raeder και ανέλαβε ο Ναύαρχος Dönitz. Αυτός επισκέφθηκε τον Μάρτιο την Ιταλία και υπέδειξε στον Χίτλερ την ανάγκη ενίσχυσης των αεροπορικών δυνάμεων στη Βόρειο Αφρική και – όπως και ο προκάτοχός του – πρότεινε την επέμβαση στο Γιβραλτάρ. Συγχρόνως όμως έριξε τη μομφή κατά της Ανωτάτης Διοικήσεως του Ιταλικού Ναυτικού, ότι χρησιμοποιούσε σαν πρόφαση την έλλειψη καυσίμων, για να δικαιολογεί την αδράνεια του Ιταλικού Στόλου. Μάλιστα προχώρησε και στην αντικατάσταση του συνδέσμου Ναυάρχου Weichold, επειδή υποστήριζε τις ιταλικές απόψεις, με τον ΝαύαρχοRuge. Παρόλα αυτά, οι στατιστικές που παρουσίασαν οι Ιταλοί δείχνουν ότι η έλλειψη καυσίμων ήταν πραγματική και τα γεγονότα αποδεικνύουν ότι για τον ανεφοδιασμό της Λιβύης και της Τυνησίας καταβάλλονταν απ’ αυτούς κάθε δυνατή προσπάθεια, ανεξάρτητα από απώλειες.»