«Στο τέλος Ιανουαρίου 1943, όλα τα λιμάνια και τα αεροδρόμια της Αλγερίας και της Τριπολίτιδας βρίσκονταν στα χέρια των Συμμάχων. Η Μάλτα είχε ανακτήσει τη σημασία της ως ναυτική και αεροπορική βάση και ήδη από τον Νοέμβριο του 1942 έφθασε στη νήσο νηοπομπή χωρίς καμιά ενόχληση από τον εχθρό.
Οι Βρετανοί είχαν πια αποκτήσει τον έλεγχο της Κεντρικής Μεσογείου και το μέγα πρόβλημα του ανεφοδιασμού της Μάλτας είχε χάσει όλη του την οξύτητα.
Μετά τη συμμαχική απόβαση στη Βόρειο Αφρική, οι κύριες μονάδες του Ιταλικού Στόλου είχαν μεταφερθεί στη Τυρρηνική με την ελπίδα ότι εφόσον οι Σύμμαχοι αγνοούσαν την υποχρεωτική ακινησία τους λόγω έλλειψης καυσίμων, η εκεί παρουσία τους θα υποχρέωνε τους Συμμάχους στη λήψη αντίστοιχων μέτρων. Πράγματι, αυτοί αναγκάστηκαν να διαθέτουν σχεδόν συνεχώς δύναμη από θωρηκτά, αεροπλανοφόρα και αντιτορπιλικά που περιπολούσαν μεταξύ Γιβραλτάρ και Οράν, για κάλυψη των γραμμών ανεφοδιασμού της Αλγερίας.
Τα θωρηκτά RN LITTORIO και RN VITORIO VENETO είχαν μετασταθμεύσει από τον Τάραντα στη Νεάπολη, όπου αργότερα κατέπλευσε και το RN ROMA, ενώ η μοίρα ελαφρών εύδρομων του Ναυαρίνου μεταφέρθηκε στη Μεσσήνη.
Οι Σύμμαχοι όμως άρχισαν αεροπορικούς βομβαρδισμούς κατά των νοτίων λιμανιών της Ιταλίας και ιδιαίτερα της Νεάπολης. Κατά τον βομβαρδισμό αυτού του λιμανιού βυθίστηκε το ελαφρό εύδρομο RN ATTENDOLO, έπαθαν ελαφρές ζημιές τα εύδρομα RN MONTECUCCOLI και RN EUGENIO DI SAVOIA και χτυπήθηκαν και 4 αντιτορπιλικά. Αποφασίστηκε τότε η μεταφορά αυτών των μονάδων ακόμα βορειότερα για να μην εκτίθενται άσκοπα –εφόσον δεν μπορούσαν να κινηθούν- σε μεγάλους κινδύνους. Στις 6 Νοεμβρίου τα θωρηκτά και εύδρομα μεταφέρθηκαν από την Νεάπολη στη La Spezia και η μοίρα βαριών εύδρομων από την Μεσσήνη στη Maddalena, στο βόρειο άκρο της Σαρδηνίας. Μόνο μια μοίρα ελαφρών εύδρομων είχε παραμείνει στη Μεσσήνη για να αντιμετωπίσει κάποια έκτακτη ανάγκη, αλλά και αυτή αφού δέχτηκε επανειλημμένες αεροπορικές επιθέσεις μεταστάθμευσε τον Ιανουάριο στον Τάραντα.
RN ATTENDOLO
Με αυτές όμως τις μετασταθμεύσεις, η κύρια δύναμη του Ιταλικού Στόλου απομακρύνθηκε τόσο πολύ από τα πιθανά πεδία της μάχης, ώστε ουσιαστικά είχε αχρηστευθεί. Και την εποχή εκείνη η υποχρεωτική ακινησία των πλοίων δικαιολογούσε αυτή την απομάκρυνση, δεν επανήλθαν όμως στις νότιες βάσεις ούτε και όταν αργότερα υπήρξε σχετική επάρκεια καυσίμων.
Μετά τη σύμπτυξη των στρατευμάτων του Άξονα στη Τυνησία, ο ανεφοδιασμός τους από θάλασσα γίνονταν κυρίως από τη Μπιζέρτα. Αυτή η γραμμή μεταφορών είχε το πλεονέκτημα ότι η απόσταση της Μπιζέρτας από τη Σικελία ήταν μόλις πάνω από 100 μίλια και μπορούσε να διανυθεί σε μια νύχτα.
Από την άλλη πλευρά όμως, αυτή η γραμμή περιβάλλονταν –σε κοντινές αποστάσεις-από αεροπορικές και ναυτικές βάσεις του αντιπάλου, ο οποίος τότε διέθετε συντριπτική υπεροπλία. Έτσι, η επιχείρηση του ανεφοδιασμού γίνονταν εξαιρετικά δύσκολη και επικίνδυνη.
Για την προστασία αυτής της γραμμής μεταφορών, οι Ιταλοί πόντισαν και νέα ναρκοπέδια. Αυτά που ήδη υπήρχαν εκτείνονταν από την άκρα Bone μέχρι σε απόσταση 30 περίπου μιλίων από την ακτή της Σικελίας, κοντά στο Τράπανι και την προστάτευαν από επιθέσεις των δυνάμεων επιφάνειας που εξορμούσαν από τη Μάλτα. Για να προστατευθεί και από δυτικά, ποντίστηκε ανάλογο φράγμα από νάρκες από τη Μπιζέρτα προς βορειανατολική κατεύθυνση, σε απόσταση 80 περίπου μιλίων.
Έτσι, οι νηοπομπές θα περνούσαν από ένα διάδρομο πλάτους 50 περίπου μιλίων που προστατεύονταν σχεδόν πλήρως κι από τις δυο πλευρές με ναρκοπέδια. Και επειδή θα χρησιμοποιούσαν τον διάδρομο αυτόν νύχτα, θα απέφευγαν κατά το δυνατό και τους κινδύνους επιθέσεων από αέρα και από δυνάμεις επιφανείας. Οι βρετανικές ναυτικές δυνάμεις που εξορμούσαν από την Μάλτα και την άκρα Bone, για να συναντήσουν τις εχθρικές νηοπομπές θα υποχρεώνονταν να ακολουθούν περιφερειακή και μακρύτερη οδό, περνώντας από τα διάκενα που είχαν παραμείνει κοντά στη Σικελία – όπου τα μεγάλα βάθη δεν επέτρεπαν τη πόντιση ναρκών- οπότε όμως θα βρίσκονταν μέσα στην ακτίνα των αεροδρομίων της Σικελίας.
Αν κι αυτό το μέτρο ήταν πολύ καλό, στη πράξη δεν αποδείχτηκε και τόσο αποτελεσματικό. Οι Βρετανοί δεν άργησαν να πάρουν αντίμετρα, ποντίζοντας νάρκες με ταχείς ναρκοθέτιδες μεταξύ των δυο ιταλικών ναρκοπεδίων. Η πόντιση έγινε νύχτα και δεν έγινε αντιληπτή από τους Ιταλούς. Επειδή δε, μετά από εντατική χρησιμοποίησή τους, λίγα μόνο ναρκαλιευτικά κατάλληλα για αλιεία σε ανοιχτή θάλασσα είχαν απομείνει, την ύπαρξη νέων εχθρικών ναρκοπεδίων πληροφορούνταν οι Ιταλοί από τις απώλειες των πλοίων που υπήρξαν αρκετά σημαντικές.
Τα ναρκοπέδια που ποντίστηκαν από τους δυο αντιπάλους ήταν τόσο πυκνά, ώστε κάποια στιγμή σε μήκος 40 περίπου μιλίων από τις βάσεις της Τυνησίας, ο ελεύθερος διάδρομος που είχε απομείνει ήταν πλάτους μόλις ενός μιλίου. Προφανώς, οι ναυτιλιακές δυσχέρειες για τη διάβαση μιας μεγάλης νηοπομπής χειμώνα και κάτω από αεροπορικές επιθέσεις από ένα τόσο στενό διάδρομο ήταν πολύ μεγάλες. Μπρος στις δυσκολίες αυτές οι Ιταλοί χρησιμοποίησαν μια εναλλακτική οδό που περνούσε εξωτερικά από το ανατολικό ναρκοπέδιο και από τον διάδρομο που είχε αφεθεί κοντά στην άκρα Bone. Μόλις όμως οι Σύμμαχοι αντιλήφθηκαν αυτό, έστειλαν σ’ αυτόν τον διάδρομο δυνάμεις επιφανείας και αεροπορικές κι έτσι και αυτή η οδός έγινε εξ’ ίσου επικίνδυνη.
Γενικότερα, εφόσον λόγω των ναρκοπεδίων οι ιταλικές νηοπομπές υποχρεώνονταν να ακολουθούν ορισμένες οδούς, βρίσκονταν κάτω από συνεχή επιτήρηση –ημέρα και νύχτα- της εχθρικής αεροπορίας και σε όλη τη διαδρομή τους δέχονταν σφοδρές αεροπορικές επιθέσεις από μεγάλο αριθμό αεροσκαφών. Οι Αμερικάνοι μάλιστα χρησιμοποιούσαν δωδεκάδες βομβαρδιστικών και κατά των πιο ασήμαντων στόχων. Λόγω της έντασης των επιθέσεων από αέρα, οι Ιταλοί αναγκάστηκαν, θυσιάζοντας το πλεονέκτημα της πιο κοντινής απόστασης, να εγκαταλείψουν τα σημεία εκκίνησης των νηοπομπών στη Σικελία και να τις στέλνουν από τη Νεάπολη και από άλλα λιμάνια της ιταλικής χερσονήσου.
Σχετικά με τις πιο πάνω επιχειρήσεις, πολύ ενδιαφέρον είναι και το ακόλουθο που αναφέρεται από τον Ναύαρχο Cunningham. Όταν ζήτησε από τον Διοικητή των αμερικανικών αεροπορικών δυνάμεων της Μεσογείου τη διάθεση βομβαρδιστικών για τις επιθέσεις κατά των νηοπομπών του Άξονα, θεώρησε χρέος του να γνωρίσει συγχρόνως ότι οι αεροπόροι του Στρατού, χωρίς έμπειρους ναυτίλους, θα συναντούσαν πολλές δυσκολίες στις επιχειρήσεις εναντίον πλοίων. Ο Αμερικάνος Στρατηγός, υποτιμώντας αυτές τις δυσχέρειες, δεν έλαβε υπόψη του την υπόδειξη. Μετά όμως από δεκαήμερη δοκιμή, κατά τη διάρκεια της οποίας τα αμερικανικά βομβαρδιστικά δεν είχαν μπορέσει να καταφέρουν κανένα πλήγμα κατά της εχθρικής ναυτιλίας, ο Στρατηγός έσπευσε με κάθε ειλικρίνεια να ομολογήσει ότι «τίποτε δεν γνώριζα για επιχειρήσεις πάνω από τη θάλασσα» και να ζητήσει τη βοήθεια του Βρετανικού Ναυτικού. Ευχαρίστως τότε του παραχωρήθηκε δεκάδα έμπειρων παρατηρητών του ναυτικού αεροπορικού όπλου και η παρουσία τους έγινε άμεσα πολύ αισθητή.
——————————————————————————-
Όσο διαρκούσε η μάχη για την Τυνησία, δεν έγιναν σημαντικές συναντήσεις μεταξύ αντιπάλων ναυτικών δυνάμεων. Έγιναν όμως μερικές μικρής κλίμακας, από τις οποίες αναφέρονται παρακάτω οι πιο χαρακτηριστικές.
Τη νύχτα της 1-2 Δεκεμβρίου 1942, έπλεαν προς Τυνησία 4 ιταλικές νηοπομπές, η μια από τις οποίες δέχτηκε επίθεση βρετανικού σχηματισμού από την άκρα Bone που περιλάμβανε 3 εύδρομα και 2 αντιτορπιλικά. Τη νηοπομπή αποτελούσαν 4 πλοία με στρατεύματα και σημαντικό πολεμικό υλικό που προστατεύονταν από 3 αντιτορπιλικά και 2 άλλα συνοδά. Όταν εμφανίστηκε η βρετανική δύναμη, τα εμπορικά αποσύρθηκαν ανατολικά με 2 αντιτορπιλικά συνοδείας, ενώ τα υπόλοιπα 3 αντιτορπιλικά επιτέθηκαν κατά της πολύ ανώτερης εχθρικής δύναμης. Ένα από αυτά τα αντιτορπιλικά βυθίστηκε και το άλλο έπαθε σημαντικές ζημιές και ακινητοποιήθηκε, ενώ το τρίτο διέφυγε χωρίς ζημιές. Στη συνέχεια τα βρετανικά βύθισαν και τα 4 εμπορικά πλοία της νηοπομπής.
Από ιταλική πηγή αναφέρεται ότι κατά την επίθεση των αντιτορπιλικών τορπιλίστηκε το βρετανικό εύδρομο HMS ARGONAUT, τίποτε όμως σχετικό δεν ανάφεραν οι Βρετανοί. Τουναντίον, μετά από 10 ημέρες αυτοί ανάφεραν ότι το εύδρομο χτυπήθηκε σοβαρά από 2 τορπίλες υποβρυχίου. Κατά την επιστροφή της βρετανικής δύναμης στη βάση της, το επόμενο πρωί, γερμανικά τορπιλοπλάνα βύθισαν το αντιτορπιλικό HMS QUENTIN. Πάντως, το πλήγμα που υπέστησαν οι Ιταλοί με τη καταβύθιση της σημαντικής αυτής στρατιωτικής νηοπομπής ήταν σοβαρό.
HMS ARGONAUT
HMS QUENTIN
Την ίδια νύχτα, άλλη ιταλική νηοπομπή εντοπίστηκε από την εχθρική αεροπορία και το απόγευμα της επομένης δέχτηκε επίθεση τορπιλοπλάνων, κατά την οποία χτυπήθηκε το ένα από τα δυο εμπορικά της νηοπομπής. Το αντιτορπιλικό συνοδείας RN LUPO παρέμεινε κοντά του για να το βοηθήσει, αλλά τη νύχτα δέχτηκε επίθεση από 4 αντιτορπιλικά από τη Μάλτα που το βύθισαν. Η υπόλοιπη νηοπομπή κατόρθωσε να διαφύγει.
Εξ’ άλλου, βρετανικά υποβρύχια που ενεργούσαν κατά των εχθρικών γραμμών ανεφοδιασμού της Τυνησίας μέσα στα ναρκοπέδια του Στενού της Σικελίας και έξω από τα ιταλικά λιμάνια φόρτωσης των νηοπομπών προκαλούσαν πολλές απώλειες. Τον Νοέμβριο και Δεκέμβριο του 1942 βύθισαν 14 εμπορικά, 2 αντιτορπιλικά, 1 υποβρύχιο και 2 μικρές μονάδες και προκάλεσαν βλάβες σε άλλα 10 εμπορικά, 1 εύδρομο, 1 αντιτορπιλικό και 1α τορπιλάκατο. Τους 4 πρώτους μήνες του 1943 βύθισαν 58 εμπορικά, 1 υποβρύχιο και 7 μικρές μονάδες και προκάλεσαν βλάβες σε άλλα 11 εμπορικά και 1 αντιτορπιλικό. Κατά τις επιχειρήσεις του Νοεμβρίου και Δεκεμβρίου 1942 χάθηκαν 3 βρετανικά υποβρύχια και άλλα 3 τον Μάρτιο του 1943.
Όπως προαναφέρθηκε, κατά την περίοδο αυτή οι ενέργειες του Άξονα κατά των ναυτικών δυνάμεων των Συμμάχων περιορίστηκαν στη δράση των υποβρυχίων και της αεροπορίας, από την οποία προκλήθηκαν αρκετές ζημιές. Μεταξύ άλλων βυθίστηκε από υποβρύχιο 1 μεταγωγικό 24.000 τόνων με στρατεύματα και έπαθε ζημιές από τορπιλισμό μια ταχεία ναρκοθέτιδα. Και τα υποβρύχια όμως είχαν πολλές απώλειες, ιδίως από την συμμαχική αεροπορία. Με το πέρασμα όμως του χρόνου, οι συνοδείες των συμμαχικών νηοπομπών οργανώθηκαν καλλίτερα και οι απώλειες από υποβρύχια ελαττώθηκαν, αν και ο κίνδυνος από αυτά παρέμεινε μέχρι το τέλος.
Οι συμμαχικές νηοπομπές κατά τον πλου τους στη Δυτική Μεσόγειο, ιδιαίτερα μεταξύ Οράν και Αλγερίου, δέχονταν επίσης επιθέσεις από την εχθρική αεροπορία που εξορμούσε από τη Νότιο Γαλλία, οι οποίες όμως περιορίστηκαν πολύ όταν διατέθηκε επαρκής κάλυψης από καταδιωκτικά.
Σφοδρούς βομβαρδισμούς από την αεροπορία του Άξονα δέχονταν και η βάση της Bone κατά τους οποίους – μεταξύ άλλων – χτυπήθηκε σοβαρά το εύδρομο HMS AJAX και βυθίστηκαν ή έπαθαν ζημιές μερικά εμπορικά πλοία.
Γενικά όμως, αν και οι Σύμμαχοι μετέφεραν στα λιμάνια της Βορείου Αφρικής κολοσσιαίες ποσότητες κάθε φύσης εφοδίων και πολεμικού υλικού, οι απώλειες που προκάλεσαν οι επιθέσεις του Άξονα υπήρξαν πολύ μικρές. Σε 8.029.929 τόνους που ξεφορτώθηκαν από την έναρξη της απόβασης στη Βόρειο Αφρική μέχρι τη 12 Μαρτίου 1943, το ποσοστό απωλειών έφθασε μόνο στο 2,4%. Με την ίδια ευκολία πραγματοποιούνταν και ο ανεφοδιασμός της Μάλτας. Τον Μάρτιο μεταφέρθηκαν από την Αλεξάνδρεια με 2 νηοπομπές 28.000 τόνοι εφοδίων και 7.500 τόνοι καυσίμων.
Από τον Ιανουάριο 1943, αποφασίστηκε από του Συμμάχους στη συνδιάσκεψη της Καζαμπλάνκας – στην οποία συμμετείχαν ο Πρόεδρος των ΗΠΑ και ο Βρετανός Πρωθυπουργός – ότι μετά την τελική ήττα του εχθρού στη Βόρειο Αφρική, η επόμενη συμμαχική επιχείρηση στη Μεσόγειο θα ήταν η εισβολή στη Σικελία. Η ιδέα να προηγηθεί η ευκολότερη επιχείρηση της κατάληψης της Σαρδηνίας απορρίφθηκε, διότι θεωρήθηκε ότι η κατοχή της Σικελίας με τα πολλά αεροδρόμια παρουσίαζε πολλά πλεονεκτήματα.
————————————————————————————
Κάτω από πολύ διαφορετικές συνθήκες διεξάγονταν από τους Ιταλούς ο αγώνας ανεφοδιασμού των δυνάμεων του Άξονα στη Τυνησία. Σχετικά, ο Ναύαρχος Cunningham γράφει: «Εκπλησσόμουνα πάντα, πώς οι Ιταλοί ναυτικοί εξακολουθούσαν να χρησιμοποιούν τα πλοία τους, αντιμετωπίζοντας τέτοιους κινδύνους. Ήταν εκτεθειμένοι σε επιθέσεις πλοίων επιφανείας, υποβρυχίων και αεροπλάνων, σε όλο τον πλου τους από τη Σικελία και το γεγονός ότι το αντιμετώπισαν είναι προς τιμή τους.»
Μετά τη καταστροφή της νηοπομπής της 2ας Δεκεμβρίου 1942, η μεταφορά προσωπικού από το Στενό της Σικελίας θεωρήθηκε τόσο επικίνδυνη, ώστε τα στρατεύματα από τότε μεταφέρονταν σχεδόν αποκλειστικά με αντιτορπιλικά, ο αριθμός των οποίων όμως είχε περιοριστεί στο ελάχιστο, λόγω των μεγάλων απωλειών. Από τον Ιανουάριο, τα κατά μέσον όρο διαθέσιμα ήταν περίπου 10 και δεδομένου ότι στο καθένα επιβιβάζονταν περί τους 300 άνδρες και ότι το σύνολο των μεταφερθέντων έφθασε τους περίπου 50.000, προφανώς το έργο που ανέλαβαν τα πλοία αυτά ήταν εξαντλητικό.
Όσον αφορά τις συνοδείες νηοπομπών κατά την περίοδο αυτή, αυτές ανελάμβαναν μικρότερα αντιτορπιλικά, από τα οποία τα εκάστοτε διαθέσιμα δεν ήταν περισσότερα από 10. Έτσι, τα πλοία αυτά εκτελούσαν καθήκοντα συνοδού τις 27-28 ημέρες του μήνα. Εξίσου βαρύ ήταν και το έργο των υπολοίπων μικρών ναυτικών μονάδων. Ακόμα, τα περισσότερα από τα πλοία ανεφοδιασμού βρίσκονταν σε κακή κατάσταση και χρησιμοποιούνταν γι αυτόν τον σκοπό κάθε τύπου πλωτά μέσα, βενζινοκίνητα ιστιοφόρα, αλιευτικά, κλπ.
Κάτω από αυτές τις συνθήκες ήταν φυσικό οι απώλειες να είναι μεγάλες και ο ανεφοδιασμός της Τυνησίας ανεπαρκής. Οι περισσότερες απώλειες προκλήθηκαν προ πάντως από την αεροπορία, ενώ -σε αναλογία- εκείνες που οφείλονταν στα εχθρικά πλοία επιφανείας δεν ήταν πολύ μεγάλες. Κατά μια μάλιστα νυχτερινή επίθεση, την 15η Απριλίου, κατά ιταλικής νηοπομπής, οπότε τα 2 μικρά αντιτορπιλικά συνοδείας που την συνόδευαν αντιμετώπισαν 2 μεγάλα αντιτορπιλικά Στόλου, βυθίστηκε μεν το 1 από τα συνοδά, αλλά κι αυτά πέτυχαν να βυθίσουν 1 από τα βρετανικά.
Έγινε δυνατή εν τούτοις κατά τους 3 μήνες Δεκέμβριο, Ιανουάριο και Φεβρουάριο, η μεταφορά στη Τυνησία γύρω στους 188.000 τόνους εφοδίων, με μέσο όρο απωλειών 23% και 42.000 άνδρες με μέσο όρο απωλειών 7,5%. Από τον Μάρτιο όμως, μετά τις αεροπορικές επιθέσεις των Συμμάχων που ήταν εξαιρετικής έντασης, οι απώλειες σχεδόν διπλασιάστηκαν και έφθασαν τους 43.000 τόνος περίπου και τον Απρίλιο τους 29.000. Οι μεταφορές συνεχίστηκαν και τις πρώτες ημέρες του Μαΐου μεταφέρθηκαν 3.700 τόνοι, αλλά με απώλειες 77%. Κατά τους μήνες Μάρτιο και Απρίλιο μεταφέρθηκαν και περί τους 12.000 άνδρες, ενώ χάθηκαν το 12% εκείνων που είχαν επιβιβαστεί.
Συνολικά, από τη 12η Νοεμβρίου 1942 μέχρι την 13η Μαΐου 1943, αποβιβάστηκαν στη Τυνησία 294.000 τόνοι εφοδίων και 67.500 άνδρες , με αντίστοιχες απώλειες 28% και 7%.
Κατά τους 6 μήνες που το Ιταλικό Ναυτικό ανεφοδίαζε τη Τυνησία, βυθίστηκαν συνολικά 243 πολεμικά και εμπορικά πλοία κάθε τύπου και άλλα 242 έπαθαν κάθε βαθμού βλάβες. Από τα 485 πλοία που βυθίστηκαν ή έπαθαν βλάβες, τα 167 ήταν μονάδες του Πολεμικού Ναυτικού, από τα οποία 12 αντιτορπιλικά και 11 αντιτορπιλικά συνοδείας και τα υπόλοιπα μικρότερα πλοία. Αυτές οι ζημιές προκλήθηκαν κατά 5% από πλοία επιφανείας, 8% από υποβρύχια, 7% από νάρκες, 67% από την αεροπορία και 13% χάθηκαν από διάφορες αιτίες ή αυτοβυθίστηκαν ή εγκαταλείφθηκαν σε λιμάνια που καταλήφθηκαν. Επομένως, τα δυο τρίτα των απωλειών οφείλονται στην αεροπορία των Συμμάχων.
Στο τέλος Απριλίου, με τη τελική επίθεση από δυτικά και ανατολικά επίθεση των Συμμάχων, το προγεφύρωμα του Άξονα στη Τυνησία είχε περιοριστεί στη χερσόνησο της άκρας Bone. Εν τούτοις, ακόμα και την 30η Απριλίου στάλθηκαν 3 αντιτορπιλικά με 900 στρατιώτες που όλα χάθηκαν. Η γερμανική αεροπορία είχε εξαφανιστεί και αφήσει το εκστρατευτικό σώμα στη τύχη του και ο Rommel, μπρος στο μοιραίο, είχε κατόπιν διαταγής του Χίτλερ παραδώσει τη διοίκηση στον von Arnim.
Στις 7 Μαΐου 1943, η Μπιζέρτα και η Τύνιδα είχαν καταληφθεί από τους Συμμάχους και τη 12η έπαυσε κάθε οργανωμένη αντίσταση των στρατευμάτων του Άξονα. 250.000 άνδρες περίπου αιχμαλωτίστηκαν και μεγάλες ποσότητες υλικού έπεσαν στα χέρια των Συμμάχων. Εγκαταλείφθηκε κάθε ιδέα εκκένωσης των στρατευμάτων από τον στενό κλοιό στον οποίο είχαν κλειστεί και ελάχιστοι μόνο κατόρθωσαν να διαφύγουν νύχτα με μικρά πλοιάρια. Κάθε αντίθετη σκέψη κάτω από τις συνθήκες που επικρατούσαν τότε θα ισοδυναμούσε με καθαρή δολοφονία ανδρών που μέχρι τη τελευταία στιγμή είχαν πράξει το καθήκον τους.
Οι Σύμμαχοι με τη προοπτική ότι ήταν πιθανό εχθρικές δυνάμεις να επιχειρούσαν να διαφύγουν από τη θάλασσα, είχαν συγκεντρώσει από όλη τη Μεσόγειο ελαφρές ναυτικές δυνάμεις που συνεχώς περιπολούσαν -ημέρα και νύχτα- στο στενό της Σικελίας και κοντά στις λωρίδες εδάφους της Τυνησίας που ήταν ακόμα στη κατοχή του Άξονα. Στις 8 Μαΐου ο Ναύαρχος Cunningham είχε σημάνει στα πλοία του «Βυθίστε, κάψτε και καταστρέψτε. Μην αφήστε τίποτα να περάσει».
Η εκκένωση θα έπρεπε να είχε πραγματοποιηθεί προ πολλού, μόλις φάνηκε το απροχώρητο. Όσοι κατάφερναν να διαφύγουν θα ήταν πολύτιμοι για την άμυνα του ιταλικού πια εδάφους, κατά τις επιχειρήσεις των Συμμάχων που ακολούθησαν.»