«Όταν τον Ιούνιο του 1939 ο Ναύαρχος Andrew Cunningham ανελάμβανε την αρχηγία του Στόλου της Μεσογείου, τη δύναμή του αποτελούσαν 4 θωρηκτά, 7 εύδρομα, 1 αεροπλανοφόρο, 3 στολίσκοι αντιτορπιλικών, ένας στολίσκος υποβρυχίων και ένας τορπιλακάτων. Κύρια βάση του Στόλου ήταν ήδη η Αλεξάνδρεια, που είχε όμως πολλές ελλείψεις για να μπορέσει να ανταποκριθεί στον προορισμό της. Τα μέσα επισκευών και δεξαμενισμού των πλοίων ήταν τελείως ανεπαρκή, η αντιαεροπορική άμυνα της βάσης πολύ ασθενής και το προβλεπόμενο αεροδρόμιο της ναυτικής αεροπορίας δεν είχε ακόμα κατασκευασθεί.
Στους πολιτικούς κύκλους του Λονδίνου επικρατούσε τότε η γνώμη ότι αν η Ιταλία έμπαινε στον πόλεμο θα μπορούσε σύντομα να εξουδετερωθεί. Επειδή όμως ούτε υπήρχαν διαθέσιμες επαρκείς δυνάμεις ξηράς, ούτε μόνο με βομβαρδισμούς από αέρα θα εξαναγκάζονταν η Ιταλία σε παράδοση, μοιραία στηρίζονταν προ παντός στο Ναυτικό.
Οι πολιτικοί κύκλοι αυτοί αφενός ανέμεναν ότι με εντατικούς από τη θάλασσα βομβαρδισμούς των λιμανιών και των παραλίων πόλεων θα καταρράκωναν το ηθικό του Ιταλικού πληθυσμού, έστω και αν το Ναυτικό θα είχε έτσι σοβαρές απώλειες από τα εχθρικά υποβρύχια, τις αεροπορικές δυνάμεις και τα ναρκοπέδια. Αφετέρου με τον ναυτικό αποκλεισμό θα διακόπτονταν οι θαλάσσιες συγκοινωνίες της Ιταλίας με τις δυνάμεις της έξω από το μητροπολιτικό έδαφος καθώς και ο θαλάσσιος ανεφοδιασμός της. Υπήρχε ακόμα η αντίληψη ότι αρκούσε απλά η κατάληψη της Λιβύης που θα προκαλούσε τη πτώση της Ιταλικής Ανατολικής Αφρικής και της Αιθιοπίας, για να ηττηθεί η Ιταλία.
Η γνώμη του Αρχηγού του Στόλου της Μεσογείου στα πιο πάνω ήταν ότι δεν ήταν απαραίτητη η στρατιωτική κατάληψη της Λιβύης και θα ήταν αρκετή η πλήρης διακοπή των συγκοινωνιών της σε συνδυασμό με βομβαρδισμούς της Ιταλικής ακτής από τον Στόλο. Οι τότε διαθέσιμες στη Μεσόγειο Βρετανικές ναυτικές δυνάμεις, που προβλέπονταν ότι θα ενισχυθούν και από τις Γαλλικές, κρίνονταν επαρκείς για να πραγματοποιήσουν αυτούς τους σκοπούς, εφόσον θα συμπληρώνονταν ορισμένες ελλείψεις. Προ παντός ήταν απαραίτητη η ύπαρξη αρκετών αναγνωριστικών αεροπλάνων για να εξασφαλίσουν –σε κάποιο βαθμό- την επιτήρηση της Ανατολικής Μεσογείου και η ενίσχυση της αντιαεροπορικής άμυνας της Μάλτας, για να είναι δυνατή η χρησιμοποίησή της ως προχωρημένη βάση.
Ο Ναύαρχος Cunningham διαφωνούσε και με την άποψη που υποστήριζαν κάποιοι ότι τα θωρηκτά θα έπρεπε να διαφυλαχτούν για ενδεχόμενη μελλοντική χρησιμοποίησή τους κατά των Ιαπώνων. Ο βομβαρδισμός των Ιταλικών ακτών από τα πλοία αυτά θα εξυπηρετούσε τους σκοπούς του πολέμου και ίσως έτσι να εξαναγκάζονταν σε μάχη ο Ιταλικός Στόλος, πράγμα που εύχονταν ο Ναύαρχος. Εφόσον μάλιστα η βάση της Αλεξάνδρειας δεν διέθετε επαρκή αντιαεροπορικά και ανθυποβρυχιακά μέσα, τα πλοία θα ήταν πιθανώς ασφαλέστερα εν πλω παρά στο ορμητήριο.
Μετά όμως από την κήρυξη του πολέμου με την Γερμανία, την 3η Σεπτεμβρίου 1939, έγινε φανερό ότι η ανάμιξη της Ιταλίας στον πόλεμο δεν θα ήταν προσεχής. Κρίθηκε έτσι ότι η παρουσία στη Μεσόγειο σημαντικών ναυτικών δυνάμεων δεν συνέβαλε καθόλου στη πολεμική προσπάθεια και θα αρκούσε η επιτήρηση του Στενού του Γιβραλτάρ για να παρεμποδίζεται ο είσπλους Γερμανικών υποβρυχίων. Αυτό όμως δεν επιτεύχθηκε κατά την περίοδο που μαίνονταν ο πόλεμος στη Μεσόγειο.
Έτσι, βαθμιαία αποσύρθηκαν από την Μεσόγειο ναυτικές δυνάμεις μέχρι του σημείου που στο τέλος του 1939 είχαν απομείνει μόνο 3 ελαφρά εύδρομα και λίγα Αυστραλιανά αντιτορπιλικά. Από το Μάιο του 1940 όμως, λόγω της αμφίβολης στάσης της Ιταλίας, άρχισε και πάλι να ενισχύεται ο Στόλος της Μεσογείου. Εν τω μεταξύ οι Γάλλοι είχαν γνωρίσει την πρόθεσή τους να διατηρήσουν στην Μεσόγειο 2 καταδρομικά μάχης και μερικά εύδρομα, αντιτορπιλικά στο Mers-El-Kebir της Αλγερίας και 4 βαριά εύδρομα με αντιτορπιλικά στην Toulon. Συγχρόνως, τμήμα των Γαλλικών ναυτικών δυνάμεων θα κατέπλεε στην Αλεξάνδρεια για να ενισχύσει το Βρετανικό Στόλο. Οι υποσχέσεις αυτές πραγματοποιήθηκαν και μάλιστα κάποια στιγμή τα περισσότερα πλοία στην Αλεξάνδρεια ήταν Γαλλικά.
Ενώ όμως συνεχώς ενισχύονταν οι ναυτικές δυνάμεις της Μεσογείου, δεν συμπληρώνονταν άλλες ελλείψεις και ιδιαίτερα η σοβαρότερη από όλες, εκείνη που αφορούσε την αεροπορία αναγνωρίσεως. Για μακρινές αναγνωρίσεις υπήρχαν μόνο λίγες αεράκατοι στη Μάλτα και στην Αλεξάνδρεια, εξαιρετικές για τον προορισμό τους, αλλά μόνον εφόσον δεν υπήρχε αντίδραση της εχθρικής αεροπορίας.
Έκτοτε είχε αντιμετωπισθεί και η κατάληψη της Σούδας, λόγω της μεγάλης χρησιμότητάς της για τον ανεφοδιασμό σε καύσιμα ελαφρών σκαφών, αλλά μόνο σε περίπτωση Ιταλικής επιθέσεως κατά της Ελλάδος. Γι αυτόν τον σκοπό προβλέπονταν η διάθεση βρετανο-γαλλικών δυνάμεων. Είχαν μάλιστα καταπλεύσει από την Αλεξάνδρεια στη Βηρυτό 4 γαλλικά εύδρομα για να παραλάβουν Γαλλικό στρατό.
Τον Ιούνιο του 1940 σημειώθηκε η πρώτη διαφορά αντιλήψεων μεταξύ του Αρχηγού του Στόλου της Μεσογείου και του Ναυαρχείου, που προφανώς ενεργούσε υπό την πίεση του Βρετανού Πρωθυπουργού.
Όταν ο Ναύαρχος Cunningham κλήθηκε να αναφέρει το σχέδιό του για τις επιχειρήσεις, γνώρισε ότι ο αρχικός του σκοπός θα ήταν η εξασφάλιση των συγκοινωνιών στην Ανατολική Μεσόγειο και το Αιγαίο, η διακοπή του ανεφοδιασμού της Δωδεκανήσου και η εκτέλεση μιας σάρωση με βαριά πλοία στη Κεντρική Μεσόγειο. Θεωρούσε ότι η διακοπή του ανεφοδιασμού της Δωδεκανήσου ήταν επιβαλλόμενη, διότι αν υπήρχε η ελπίδα να ταχθεί η Τουρκία στο πλευρό της Μεγάλης Βρετανίας θα έπρεπε να εξουδετερωθούν οι Ιταλικές ναυτικές δυνάμεις που βρίσκονταν εκεί. Στον περιορισμένο αυτό σκοπό δεν περιλαμβάνονταν και η διακοπή των Ιταλικών συγκοινωνιών με τη Λιβύη, διότι δεν υπήρχαν διαθέσιμα αρκετά ελαφρά σκάφη και αεροπλάνα και δεν αντιμετωπίζονταν τότε και στρατιωτική επίθεση των Βρετανών κατά της Λιβύης. Όπως εξηγούσε ο Ναύαρχος, προκειμένου να κινηθεί στη Κεντρική Μεσόγειο δεν τον απασχολούσε καθόλου η κύρια δύναμη του Ιταλικού Στόλου, αν και οι πληροφορίες για τα θωρηκτά που διέθετε τη στιγμή εκείνη ήταν πολύ ασαφείς καθώς κυμαίνονταν μεταξύ 3 και 7. Θα δούμε όμως στη συνέχεια ότι τα πραγματικά ετοιμοπόλεμα κατά την είσοδο της Ιταλίας στον πόλεμο ήταν μόνο δυο. Θεωρούσε, ότι αν ο Ιταλικός Στόλος δέχονταν τη μάχη, οι δυνάμεις που υπήρχαν στην Αλεξάνδρεια θα τον αντιμετώπιζαν επιτυχώς. Αν όμως προχωρούσε σε ελιγμούς αποφυγής, τα Βρετανικά θωρηκτά με τη μικρότερη ταχύτητά τους είχαν πολύ λίγες πιθανότητες να τα προλάβουν. Είναι βέβαιο όμως ότι αν ο Βρετανικός Στόλος εισέρχονταν στην Κεντρική Μεσόγειο, θα είχε να αντιμετωπίσει σοβαρούς κινδύνους από τα εχθρικά υποβρύχια και αεροπλάνα.
Την εποχή που ο Ναύαρχος Cunningham υποστήριζε τα πιο πάνω, στηρίζονταν μόνο στις Βρετανικές δυνάμεις, διότι δεν γνώριζε ότι η πτώση της Γαλλίας φαίνονταν άμεση. Το Βρετανικό Ναυαρχείο διαφώνησε με το σχέδιο αυτό, θεωρώντας ότι η προτεινόμενη πολιτική ήταν αμυντική. Εν τούτοις, αποδείχτηκε από την εξέλιξη των πολεμικών επιχειρήσεων μέχρι ποιου σημείου ο Βρετανός Στόλαρχος διαπνέονταν από επιθετικό πνεύμα, που -ευτυχώς για τον όλο αγώνα- μόνο η σωφροσύνη του συγκρατούσε.
Αυτή η περίπτωση φέρνει στο νου μας ανάλογη δική μας κατά τον Ελληνο-ιταλικό πόλεμο. Ορισμένοι πολιτικοί και στρατιωτικοί κύκλοι κατηγορούσαν το Ναυτικό μας διότι αρκούνταν στην εξασφάλιση των συγκοινωνιών στις Ελληνικές θάλασσες και δεν κατόρθωνε συγχρόνως, με τα λίγα του ελαφρά σκάφη, να διακόψει τις Ιταλικές μεταφορές στην Αλβανία [βλέπε: «Η Ιταλική Επίθεση- Νέες Ημέρες Δόξας Μέρος Β: Νοέμβριος 1940- Μάρτιος 1941». Οι συνθήκες μάλιστα στην Αδριατική με την άμεση γειτνίαση των εχθρικών ναυτικών και αεροπορικών βάσεων ήταν πολύ χειρότερες από εκείνες που συναντούσε ο Βρετανικός Στόλος στη Κεντρική Μεσόγειο.
Η διαφορά απόψεων με το Ναυαρχείο τελικά διευθετήθηκε μετά από τις εξηγήσεις που έδωσε ο Αρχηγός του Στόλου της Μεσογείου. Η πρώτη του ενέργεια θα ήταν η κατάληψη της Σούδας, εφόσον πάντοτε η Ιταλία θα επιτίθονταν στην Ελλάδα. Θα εγκαθιστούσε περιπολίες υποβρυχίων στις Ελληνικές θάλασσες και έξω από καίρια σημεία των Ιταλικών ακτών όπου τα υποβρύχια θα πόντιζαν νάρκες. Αν δεν αναλαμβάνονταν η επιχείρηση της Σούδας , τότε μοιραία οι επιχειρήσεις του Βρετανικού Στόλου θα εξαρτιόνταν από τις ενέργειες του Ιταλικού. Κάθε εχθρική ενέργεια κατά της Μάλτας ή αλλού θα αντιμετωπίζονταν από ισχυρή ναυτική δύναμη. Συγχρόνως θα γίνονταν σαρώσεις προς Δωδεκάνησο και Βόρειο Αφρική και θα αναλαμβάνονταν η δίωξη των εχθρικών υποβρυχίων νότια της Κρήτης και στα Στενά Ανατολικά και Δυτικά της νήσου. Η προσβολή των Ιταλικών συγκοινωνιών με την Λιβύη θα μπορούσε να ανατεθεί σε δύναμη εύδρομων και αντιτορπιλικών, με την προϋπόθεση ότι θα εξασφαλίζονταν η αεροπορική αναγνώριση στη περιοχή. Τόνιζε όμως ότι αν πραγματοποιούνταν αυτές οι αποστολές δεν θα απέμεναν αρκετά αντιτορπιλικά για τη παροχή αρκετής ανθυποβρυχιακής προστασίας στον Στόλο μάχης, σε περίπτωση σύγχρονης εξόδου όλων των πλοίων του.
Στην έμμεση αυτή αίτηση ενίσχυσης και με άλλα αντιτορπιλικά, το Ναυαρχείο απάντησε ότι ήταν σε αδυναμία να την ικανοποιήσει. Από την έναρξη του πολέμου κατά της Γερμανίας υπήρχε ήδη μεγάλη έλλειψη και από τότε είχαν βυθιστεί 22 και πολύ περισσότερα είχαν υποστεί βλάβες και βρίσκονταν σε επισκευή.
Το Βρετανικό Ναυτικό είχε και πολλές άλλες ελλείψεις. Ο αριθμός των διαθέσιμων συνοδών και γενικά των ελαφρών δυνάμεων δεν αρκούσαν καθόλου για το μέγεθος των αναγκών. Τα παλιά θωρηκτά, συγκρινόμενα με τα σύγχρονα άλλων Δυνάμεων, υστερούσαν σημαντικά ιδιαίτερα σε ταχύτητα και αντιαεροπορική προστασία. Η κατοχή αεροπλανοφόρων ήταν σημαντικό πλεονέκτημα για το Βρετανικό Ναυτικό, χρειάζονταν όμως περισσότερα για την καλή εξυπηρέτηση όλων των μετώπων.
Ειδικά για την Μεσόγειο, εκτός από τις ελλείψεις αναγνωριστικών αεροπλάνων και ελαφρών μονάδων που προαναφέρθηκαν, υπήρχε και ανεπάρκεια ορισμένων ειδών πολεμικού υλικού. Δεν υπήρχαν αρκετά αποθέματα πυρομαχικών και για την άμυνα της βάσης της Αλεξάνδρειας χρειάζονταν πολλά ακόμα αντιαεροπορικά πυροβόλα. Αν ο διάπλους της Μεσογείου καθίστατο αδύνατος, ο ανεφοδιασμός του Στόλου δια του περίπλου της Νοτίου Αφρικής θα γινόταν πολύ δυσχερής.
Ένα από τα σοβαρότερα προβλήματα ήταν η πλήρης σχεδόν έλλειψη αντιαεροπορικής προστασίας της Μάλτας, που ήταν πολύτιμη ως προχωρημένη βάση ελαφρών ναυτικών και αεροπορικών δυνάμεων και για τις εκτεταμένες εγκαταστάσεις του Ναυστάθμου της.
Αν και υπήρχαν αυτές οι ελλείψεις, την ημέρα της κήρυξης του πολέμου από την Ιταλία (10 Ιουνίου 1940) ο Στόλος της Αλεξάνδρειας διέθετε μια επιβλητική δύναμη. Περιελάμβανε 4 θωρηκτά (Warspite, Malaya, Royal Sovereign, Ramillies), το αεροπλανοφόρο Eagle, 9 εύδρομα, περί τα 25 αντιτορπιλικά και 12 υποβρύχια. Αφετέρου τη Γαλλική δύναμη στην Αλεξάνδρεια αποτελούσαν το θωρηκτό Lorraine, 4 εύδρομα και 3 αντιτορπιλικά. Η συνεργασία όμως των Γαλλικών πλοίων δεν διάρκεσε πολύ διότι διακόπηκε με τη συνθηκολόγηση της Γαλλίας την 24η Ιουνίου του 1940.»
H.M.S. WARSPITE R.N.
H.M.S. EAGLE R.N.