Διάφορες επιχειρήσεις και προστριβές του Βρετανικού Ναυαρχείου και του Αρχηγού του Στόλου της Μεσογείου

«Σε αντιστάθμισμα των απωλειών της νύχτας της 28ης Μαρτίου 1941, εκτός από το πλήγμα κατά του εύδρομου HMS YORK στη Σούδα που προανέφερα, οι Ιταλοί είχαν και μια άλλη καλή επιτυχία στο τέλος αυτού του μήνα.  Τη νύχτα της 30ης Μαρτίου Ιταλικό υποβρύχιο που περιπολούσε νότια της Κρήτης βύθισε το Βρετανικό εύδρομο HMS BONAVENTURE.

Κατά τον Απρίλιο οι δυσχέρειες του Βρετανικού Στόλου της Μεσογείου αυξήθηκαν πολύ.  Είχε αρχίσει η επίθεση των Γερμανών κατά της Ελλάδος και η υποχώρηση των Βρετανικών στρατευμάτων στην Κυρηναϊκή συνεχίζονταν.  Επειδή γίνονταν προσπάθεια να κρατηθεί το Τομπρούκ το οποίο είχε περικυκλωθεί από τη στεριά,  το ναυτικό είχε αναλάβει τον ανεφοδιασμό του από τη θάλασσα και αυτό προκαλούσε μεγάλες απώλειες πλοίων.   Αφετέρου η εξέλιξη των επιχειρήσεων στη ξηρά επέβαλλε τη παρεμπόδιση με κάθε θυσία των Ιταλικών μεταφορών προς την Κυρηναϊκή, ενώ τα διατιθέμενα μέσα δεν αρκούσαν για όλες τις ανάγκες.

Γι’ αυτόν τον τελευταίο σκοπό και παρά τη μεγάλη έλλειψη αντιτορπιλικών, αποσπάσθηκαν στη Μάλτα 4 από την Αλεξάνδρεια που χρησιμοποιούνταν ως συνοδά των θωρηκτών.

Αυτά τα 4 αντιτορπιλικά, μόλις έφθασαν στην Μάλτα, είχαν μια επιτυχία.  Την νύχτα της 15ης προς τη 16η Απριλίου 1941, συνάντησαν κοντά στις νήσους Kerkennah – μετά από εντοπισμό της από την αεροπορική αναγνώριση- Ιταλική νηοπομπή 5 εμπορικών πλοίων με στρατό που συνόδευαν 3 αντιτορπιλικά.  Τα συνοδά αμύνθηκαν καλά, αλλά μετά από μάχη μιας ώρας ένα από αυτά, το RN TARIGO, και 3 από τα εμπορικά είχαν βυθιστεί .  Τα άλλα 2 συνοδά και τα 2 εμπορικά , αν και με σοβαρές βλάβες, κατόρθωσαν να διαφύγουν και να προσαράξουν στη Σύρτη.  Το ένα από τα συνοδά μετά από δυο ημέρες βυθίστηκε ξαφνικά.  Το άλλο όμως, μετά από προσωρινή επισκευή επί τόπου που διάρκεσε 4 μήνες, μπόρεσε να ρυμουλκηθεί στην Ιταλία.  Οι Βρετανοί έχασαν το αντιτορπιλικό HMS MOHAWK που τορπιλίστηκε από το RN TARIGO, λίγο πριν και το ίδιo εξαφανιστεί κάτω από τη θάλασσα.   Ιταλικά πλοία και υδροπλάνα που στάλθηκαν από την Τρίπολη διέσωσαν περί τους 1.300 Ιταλούς ναυαγούς.  Κατά την επιστροφή του στην Τρίπολη, ένα Ιταλικό αντιτορπιλικό γεμάτο ναυαγούς βομβαρδίστηκε ανεπιτυχώς από 15 γερμανικά αεροπλάνα.

Όμως, παρ’ όλες τις προσπάθειες του Βρετανικού Στόλου, η πιο πάνω απώλεια υπήρξε και η μόνη σοβαρή καθ’ όλη τη διάρκεια της μεταφοράς του Γερμανικού εκστρατευτικού σώματος και των αναγκαίων εφοδίων για την επίθεση που αυτό είχε αναλάβει.  Κατά την περίοδο από το Φεβρουάριο μέχρι και τον Ιούνιο του 1941, οι Ιταλοί μετάφεραν στη Λιβύη περί του 448.000 τόνους εφοδίων με απώλειες 1,5% τον Φεβρουάριο, 9% τον Μάρτιο, 8% τον Απρίλιο και Μάιο και 6% τον Ιούνιο.  Κατά την ίδια περίοδο μεταφέρθηκαν γύρω στους 82.000 άνδρες, με απώλειες 4,8% που οφείλονται ιδίως στην προαναφερθείσα επίθεση κατά της νηοπομπής τη νύχτα της 15ης Απριλίου.

Το Βρετανικό Nαυτικό είχε αποφασίσει να φράξει το λιμάνι της Τρίπολης βυθίζοντας στην είσοδό του το θωρηκτό HMS BARHAM και ένα εύδρομο, προκειμένου να δυσχεράνει τον ανεφοδιασμό της Λιβύης από τους Ιταλούς.  Ο Ναύαρχος Cunningham αντιτάχθηκε σθεναρά σ’ αυτή την ιδέα, υποδεικνύοντας ότι ενώ θα θυσιάζονταν το ένα από τα τρία θωρηκτά του Στόλου της Αλεξάνδρειας, οι πιθανότητες να φράξει το λιμάνι ήταν πολύ μικρές.  Συγχρόνως πρόσθετε ότι οι απώλειες σε προσωπικό θα ήταν περί τους χίλιους και ότι, κατ’ έθιμο, τέτοιες αποστολές μόνο εθελοντικά αναλαμβάνονταν.  Τελικά επικράτησαν αυτές οι απόψεις του Βρετανού Στόλαρχου και αντί να φραχτεί το λιμάνι αποφασίστηκε να βομβαρδιστεί από τα θωρηκτά και από μικρή απόσταση.

Η επιχείρηση αυτή πραγματοποιήθηκε τα ξημερώματα της 21ης Απριλίου 1941, αφού προηγήθηκε σφοδρός νυχτερινός αεροπορικός βομβαρδισμός.  Για να παραπλανηθεί ο εχθρός, ο Στόλος απέπλευσε έγκαιρα από την Αλεξάνδρεια και αρχικά συνόδευσε νηοπομπή στη Μάλτα και αφού έφθασε στο νησί, την 20η Απριλίου όταν πια είχε σκοτεινιάσει, έπλευσε ολοταχώς προς νότο.  Επί 45 λεπτά της ώρας 3 θωρηκτά και 1 εύδρομο βομβάρδισαν το λιμάνι της Τρίπολης.  Οι Ιταλοί αιφνιδιάστηκαν τελείως και τα πυροβολεία απάντησαν μόνο μετά 20 λεπτά.  Μάλιστα, ενώ κατά την επιστροφή του Στόλου αναμένονταν σφοδρή αεροπορική επίθεση, τα πλοία έφθασαν  ανενόχλητα στην Αλεξάνδρεια.   Η Βρετανική αναγνώριση ανέφερε πολλές ζημιές και τη βύθιση 5-6 πλοίων, αλλά οι ζημιές στο λιμάνι δεν ήταν σοβαρές και η κίνηση σ’ αυτό δεν διακόπηκε.

Δίκαια λοιπόν, όταν το Ναυαρχείο ζήτησε να επαναληφθεί η επιχείρηση, ο Αρχηγός του Στόλου διαφώνησε, θεωρώντας ότι αυτού του είδους οι επιχειρήσεις έβαζαν τον Στόλο σε πολλούς κινδύνους, ενώ το ίδιο αποτέλεσμα μπορούσε να επιτευχθεί μέσα σε λίγες ώρες με βαριά βομβαρδιστικά  ορμώμενα από την Αίγυπτο.

Τότε το Ναυαρχείο έκανε νέα υπόδειξη, συστήνοντας να σταλεί στη Μάλτα  1 θωρηκτό και αριθμός καταδιωκτικών για την κάλυψή του από αέρα κατά τη διάρκεια του πλου.  Αυτή η νέα επέμβαση στο έργο του εξόργισε και πάλι τον Ναύαρχο Cunningham, διότι οι υπηρετούντες στο Κέντρο δεν αντιλαμβάνονταν τις δυσκολίες που είχε να αντιμετωπίσει και με την επικείμενη εκκένωση της Ελλάδος. Αγνοούσαν την έλλειψη καυσίμων στη Μάλτα που θα επιδεινώνονταν με την εκεί στάθμευση ενός θωρηκτού.

Για την περίπτωση εξόδου του Ιταλικού Στόλου, ο Ναύαρχος δεν επιθυμούσε να στερηθεί το 1 από τα 3 θωρηκτά του. Θεωρούσε ότι το όλο ζήτημα εξαρτιόταν από την ύπαρξη στη Μάλτα επαρκούς αεροπορικής δύναμης για την εξασφάλιση της αναγνώρισης, τη διενέργεια επιθέσεων κατά εχθρικών νηοπομπών και την από αέρα προστασία της βάσης και των πλοίων.  Η ενδεδειγμένη βάση του Στόλου ήταν βέβαια η Μάλτα, αλλά ποτέ η αντιαεροπορική της άμυνα είχε φθάσει στον απαιτούμενο βαθμό για να εξασφαλισθεί η παραμονή πλοίων εκεί.

Στις άλλες δυσχέρειες προσθέτονταν και ότι με την απασχόληση των αντιτορπιλικών στη εκκένωση του στρατού από την Ελλάδα, ελλείψει συνοδών ο Στόλος μάχης παρέμενε σε ακινησία στην Αλεξάνδρεια.  Παρά ταύτα, την 27η Απριλίου – την ημέρα ακριβώς που μπήκαν οι Γερμανοί στην Αθήνα – ο Αρχηγός του Στόλου της Μεσογείου έπαιρνε σήμα από τον Βρετανό Πρωθυπουργό στο οποίο τόνιζε ότι το πρωταρχικό καθήκον του Στόλου ήταν η διακοπή των Ιταλικών συγκοινωνιών με την Αφρική.

Είναι χαρακτηριστικό ότι και οι δυο αντίπαλοι απέδιδαν τις μεγάλες δυσκολίες που συναντούσαν για την εκπλήρωση της αποστολής τους στην ανεπάρκεια της αεροπορικής συνεργασίας.  Με τη διαφορά ότι το Βρετανικό Ναυτικό  διέθετε στη Μεσόγειο  Αρχηγό που διαπνέονταν από επιθετικό πνεύμα και που συγχρόνως  γνώριζε να αναλαμβάνει τις ευθύνες του και να αντιστέκεται με σθένος στις υποδείξεις του Κέντρου που μπορούσαν, κατά την κρίση του, να αποβούν σε βάρος του αγώνα.»