« Με το πέρασμα του β’ εξαμήνου του 1941 η κατάσταση στην Ανατολική Μεσόγειο άρχισε να βελτιώνεται πολύ σημαντικά για τους Βρετανούς.  Οι αεροπορικές τους δυνάμεις ενισχύθηκαν και έγινε πολύ αισθητή η αποχώρηση των περισσότερων Γερμανικών αεροπλάνων από την Σικελία που στάλθηκαν αρχικά στην Ελλάδα και στη συνέχεια στο ρωσικό μέτωπο.

Μετά από τις επίμονες εκκλήσεις του Αρχηγού του Βρετανικού Στόλου της Μεσογείου, κατά τον Οκτώβριο, τέθηκαν στη διάθεσή του αρκετά αεροσκάφη ναυτικής συνεργασίας τα οποία από την άφιξή τους στην Αλεξάνδρεια πρόσφεραν πολύτιμες υπηρεσίες.

Κατά τον ίδιο μήνα, επειδή τα υποβρύχια και αεροπλάνα που εξορμούσαν από την Μάλτα δεν αρκούσαν για να παρεμποδίσουν τις Ιταλικές μεταφορές προς τη Λιβύη,  στάλθηκαν από την Αγγλία στη βάση της Μάλτας τα εύδρομα HMS AURORA και HMS PENELOPE και 2 αντιτορπιλικά και αποτέλεσαν τη δύναμη «Κ».  Η χρησιμοποίηση της βάσης γίνονταν πλέον δυνατή διότι αφενός η αντιαεροπορική της άμυνα με καταδιωκτικά είχε σημαντικά ενισχυθεί τους τελευταίους μήνες και με την ελάττωση των Γερμανικών αεροπορικών δυνάμεων  στη Μεσόγειο αφετέρου, οι αεροπορικές επιθέσεις κατά της νήσου ήταν λιγότερο έντονες.

Αυτή η ενίσχυση των αεροπορικών και ναυτικών δυνάμεων της Μάλτας δυσκόλεψε πολύ τις ενέργειες του Ιταλικού Ναυτικού.  Τα νέου τύπου Βρετανικά αναγνωριστικά ήταν εφοδιασμένα με ραντάρ και τη νύχτα συνεργάζονταν με τα τορπιλοπλάνα νύχτας, με τα πλοία επιφάνειας να φωτίζουν τον στόχο.  Αυτό επέτρεψε την εφαρμογή μεθόδων επίθεσης κατά των οποίων τα Ιταλικά πλοία δεν μπορούσαν να αμυνθούν αποτελεσματικά.  Ευθύς μόλις αποχώρησε η Γερμανική Αεροπορία, ο Άξονας έπαυσε να έχει την υπεροπλία στον αέρα στο Στενό της Σικελίας και η αεροπορική αναγνώριση έγινε πολύ πιο δυσχερής.  Ενώ πριν μια τουλάχιστον φορά την ημέρα διενεργούνταν αναγνώριση πάνω από τη Μάλτα, τα αναγνωριστικά καταρρίπτονταν πλέον πολύ πριν πλησιάσουν τη νήσο.

Η έλλειψη σαφών πληροφοριών για τις κινήσεις των εχθρικών ναυτικών δυνάμεων ανάγκαζε τους Ιταλούς, για να αποφύγουν αιφνιδιασμούς, να συνοδεύουν πάντοτε τις νηοπομπές με μοίρες εύδρομων.  Σε μια τέτοια αποστολή στις 28 Ιουλίου  τορπιλίστηκε από υποβρύχιο το εύδρομο RN GARIBALDI και τέθηκε εκτός υπηρεσίας για 4 μήνες.

Επειδή οι Βρετανοί κατά τις αεροπορικές τους επιθέσεις εφάρμοζαν πλέον το σύστημα της σύγχρονης προσβολής από μεγάλο και μικρό ύψος, για την αεροπορική κάλυψη των νηοπομπών απαιτούνταν η διάθεση πολλών καταδιωκτικών, ενώ οι Ιταλοί διέθεταν λίγα και δεν είχαν καθόλου καταδιωκτικά νύχτας.   Εξάλλου, η ακτίνα δράσης των Ιταλικών καταδιωκτικών ήταν πολύ μικρή κι έτσι για τη κάλυψη κατά τη διάρκεια της ημέρας των νηοπομπών προς τη Λιβύη με 2 μόνο καταδιωκτικά, απαιτούνταν συνολικά 56 ενεργούντα ανά ζεύγη.

Η ενίσχυση των αεροπορικών δυνάμεων της Μάλτας επέτρεψε και τη διεξαγωγή εντατικών βομβαρδισμών των Ιταλικών λιμανιών, ενώ καθημερινά βομβαρδίζονταν η Τρίπολη και η Βεγγάζη.

Η ανεπάρκεια της αεροπορικής συνεργασίας σε συνδυασμό με την έλλειψη καυσίμων υποχρέωσαν το Ιταλικό Ναυτικό το δεύτερο εξάμηνο του 1941  να εγκαταλείψει κάθε ιδέα επιθετικής ενέργειας και να περιοριστεί στην άμυνα.  Έλαβαν δε διάφορα μέτρα για να εξασφαλίσουν κατά το δυνατό τον ανεφοδιασμό της Λιβύης.  Έτσι, παρά τη σημαντική επιμήκυνση  των πλόων και την αύξηση της κατανάλωσης καυσίμων, οι νηοπομπές ακολουθούσαν στη Κεντρική Μεσόγειο οδούς που διέρχονταν – όσο ήταν δυνατόν – μακριά από την Μάλτα.  Διέθεταν περισσότερα συνοδά, ακόμα και αντιτορπιλικά Στόλου και ενίσχυαν το αντιαεροπορικό πυροβολικό των πλοίων και των συνοδών τους.  Επιπλέον, έστελναν μεμονωμένα χωρίς συνοδεία μικρά εμπορικά πλοία που έπλεαν μόνο νύχτα και παρέμεναν την ημέρα σε διάφορα λιμάνια.

Για τις μεταφορές μερικών ειδικών εφοδίων, σε περιοχές κοντά στο μέτωπο ξηράς στη Λιβύη,  χρησιμοποιούνταν μερικά μικρά αλλά πολύ γρήγορα πλοία και υποβρύχια, από τα οποία 2 χάθηκαν και 1 έπαθε σοβαρές βλάβες κατά την εκτέλεση τέτοιων αποστολών.  Όπως είχαν πράξει και οι Βρετανοί κατά τη διάρκεια των επιχειρήσεων στην Ελλάδα, για τις μεταφορές στρατευμάτων χρησιμοποιούσαν αντιτορπιλικά που έπλεαν με μεγάλη ταχύτητα και μόνο νύχτα.

Εφαρμόστηκε και από τους Ιταλούς για παραπλάνηση του εχθρού το σύστημα της σύγχρονης αποστολής δυο νηοπομπών σε παράλληλες οδούς, της μιας σημαντικής και της άλλης μικρότερης σημασίας.  Η λιγότερο σημαντική έπλεε μεταξύ της σημαντικής και της Μάλτας.  Σε αρκετές περιπτώσεις η επίθεση εκδηλώθηκε κατά της λιγότερο σημαντικής, ενώ η άλλη έπλευσε ανενόχλητη.

Παρόλα αυτά τα μέτρα, από τον Ιούλιο, οι Ιταλικές μεταφορές είχαν καταστεί πολύ πιο δύσκολες και οι απώλειες ήταν σημαντικές.  Ενώ τον Ιούνιο μεταφέρθηκαν 125.000 τόνοι, τον Ιούλιο μεταφέρθηκε μόνο το μισό αυτής της ποσότητας, με απώλειες 41% για τα καύσιμα και 12% για τα υπόλοιπα εφόδια.  Τον Αύγουστο μεταφέρθηκαν περί τους 47.000 τόνους εφοδίων με απώλειες 20% και περί τους 37.000 τόνους καυσίμων με απώλειες όμως μόνο 1%.  Κατά τον Σεπτέμβριο επί 54.000 τόνων εφοδίων που μεταφέρθηκαν και 13.500 τόνων καυσίμων, οι απώλειες ήταν 29% για τα εφόδια και 24% για τα καύσιμα.  Κατά τον Οκτώβριο επί 62.000 τόνων εφοδίων που μεταφέρθηκαν και 12.000 τόνων καυσίμων, οι απώλειες ήταν αντίστοιχα 20% και 21%.  Τον Νοέμβριο τέλος, οι απώλειες έφθασαν το 62% καθώς μεταφέρθηκαν μόνο περί τους 30.000 τόνους εφοδίων, από τους οποίους 2.500 τόνοι καυσίμων.

Η εγκατάσταση στη Μάλτα της δύναμης «Κ» αύξησε τις δυσκολίες των Ιταλικών μεταφορών. Μάλιστα, λίγο μετά την άφιξή της είχε μια σπουδαία επιτυχία.  Την 7η Νοεμβρίου 2 Ιταλικές νηοπομπές έπλεαν προς την Λιβύη, η μια από το Μπρίντιζι προς τη Βεγγάζη και η άλλη από τη Νεάπολη προς Τρίπολη.

Η πρώτη ανακαλύφτηκε από τη Βρετανική αναγνώριση το πρωί της 9ης Νοεμβρίου και δέχτηκε επανειλημμένες αεροπορικές επιθέσεις.  Η δεύτερη που ήταν και η πιο σημαντική περιλάμβανε 7 εμπορικά που συνόδευαν 6 αντιτορπιλικά υπό την κάλυψη δύναμης 2 βαρέων εύδρομων και 4 αντιτορπιλικών.  Αυτή η τελευταία που εντοπίστηκε από την εχθρική αναγνώριση το απόγευμα της 8ης Νοεμβρίου, δέχτηκε την 01:00 της 9ης αιφνιδιαστική επίθεση από τη δύναμη «Κ», όταν βρίσκονταν περί τα 135 μίλια ανατολικά των Συρακουσών.  Η Βρετανική δύναμη οδηγήθηκε από αναγνωριστικά νύχτας και όταν βρέθηκε κοντά στη νηοπομπή εντόπισε τα Ιταλικά πλοία με τα ραντάρ και ετοιμάστηκε για έναρξη βολής, χωρίς να γίνει αντιληπτή.

Μόλις τα Βρετανικά άνοιξαν πυρ, τα 3 Ιταλικά συνοδά αντιτορπιλικά που βρίσκονταν στην κατάλληλη θέση αντεπετέθηκαν και γρήγορα τα 2 από αυτά χτυπήθηκαν καίρια.  Το τρίτο, ενώ έφθασε σε απόσταση 2.000 μέτρων από τα εχθρικά πλοία χωρίς βλάβες, δεν εκσφεντόνισε τις τορπίλες του, διότι όταν βρέθηκε μπρος από 2 εύδρομα νόμισε ότι ήταν Ιταλικά, αλλά αμέσως δέχτηκε σφοδρό εχθρικό πυρ.

Όσον αφορά τα 2 Ιταλικά εύδρομα, αυτά βρίσκονταν σε απόσταση περί τα 5.000 μέτρα από τη νηοπομπή και διαδρομούσαν προς την πλευρά της Μάλτας.  Όταν αντιλήφθηκαν την επίθεση έπλευσαν για να επέμβουν, αλλά στο μεταξύ τα Βρετανικά εξαφανίστηκαν , αφού είχαν βυθίσει όλα τα εμπορικά και 1 αντιτορπιλικό και είχαν προκαλέσει σοβαρές ζημιές στα άλλα 2.  Η καταστροφή συμπληρώθηκε την αυγή με την καταβύθιση και άλλου αντιτορπιλικού από Βρετανικό υποβρύχιο, ενώ ασχολούνταν με τη διάσωση των ναυαγών.

Το αποτέλεσμα αυτής της συνάντησης είναι πολύ εκπληκτικό γιατί οι Ιταλοί διέθεταν σαφώς την υπεροπλία.  Αυτό παραδέχονται και οι Ιταλοί που σημειώνουν ότι παρά τις περιπτώσεις επίδειξης ατομικού θάρρους, οι ενέργειες των Ιταλικών πλοίων υπήρξαν ασυντόνιστες και σε μερικές περιπτώσεις και λανθασμένες.  Ομολογούν ότι επικράτησε σύγχυση που οφείλονταν στον αιφνιδιασμό, την ανάμειξη των πλοίων και την ταχύτητα χειρισμού του εχθρού.  Ακόμα μια φορά αποδείχτηκε η μεγάλη υπεροχή των Βρετανών στη νυχτερινή μάχη.  Αναμφισβήτητα όμως και οι τεχνικές τελειοποιήσεις που στερούνταν οι Ιταλοί – τα ραντάρ και τα αναγνωριστικά νύχτας- συντέλεσαν πολύ στη μεγάλη αυτή Βρετανική επιτυχία.

Όμως, στις 13 Νοεμβρίου, και οι Βρετανοί είχαν μια σοβαρή απώλεια.  Το αεροπλανοφόρο της δύναμης «Η» HMS ARK ROYAL, επιστρέφοντας από το Γιβραλτάρ, αφού είχε απονηόσει καταδιωκτικά για τη Μάλτα, βυθίστηκε από Γερμανικό υποβρύχιο.»