«Για να συμπληρωθεί η παρούσα μελέτη επιβάλλεται και μια γενικότερη ανασκόπηση της δράσης των αντίπαλων Ναυτικών, στην οποία και το Ελληνικό Ναυτικό έλαβε μέρος πολύ ενεργά με τις ελαφρές του μονάδες και υπέστη σημαντικές θυσίες τόσο σε έμψυχο όσο και σε άψυχο υλικό. Ιδιαίτερο ενδιαφέρον παρουσιάζει η έρευνα ορισμένων αποριών σχετικών με τη δράση του Ιταλικού Ναυτικού, για την οποία πολλά ελέχθησαν και γράφηκαν και πολλές επικρίσεις ακούσθηκαν, όχι πάντοτε επαρκώς αιτιολογημένες και σε ορισμένα σημεία μάλιστα ίσως άδικες.
Μετά την πτώση της Γαλλίας, ο Βρετανικός Στόλος της Μεσογείου όφειλε να αντιμετωπίσει μόνος τις πολλαπλές απαιτήσεις στη Μεσόγειο. Μάλιστα, νέες υποχρεώσεις δημιουργήθηκαν γι αυτόν, μετά από την ιταλική επίθεση κατά της Ελλάδος και την έξοδο της στον πόλεμο στο πλευρό της Μεγάλης Βρετανίας.
Ο Ελληνικός Στόλος είχε ως κύριο έργο να εξασφαλίσει με τα λίγα πλοία του τις θαλάσσιες μεταφορές στα ελληνικά νερά. Συνέβαλε βέβαια, εφόσον υπήρχαν διαθέσιμα πλοία, και στις συνοδείες των νηοπομπών με τις οποίες μεταφέρονταν από την Αίγυπτο στρατιωτικές ενισχύσεις και εφόδια, αλλά το κύριο βάρος αυτών των μεταφορών έφεραν οι βρετανοί.
Εξαιρετικά βαρύ υπήρξε το έργο του Βρετανικού Στόλου κατά την αποχώρηση των βρετανικών στρατευμάτων και στη συνέχεια στη μάχη της Κρήτης, οπότε και υπέστη πολύ οδυνηρές απώλειες.
Αργότερα, όταν τα λίγα ελληνικά πλοία που διασώθηκαν κατά την κατάληψη της Ελλάδος επισκευάστηκαν, εκσυγχρονίσθηκαν και στη συνέχεια ενισχύθηκαν, οι υπηρεσίες που προσέφεραν υπήρξαν πολύ χρήσιμες, ιδιαίτερα κατά τις κρίσιμες περιόδους που οι βρετανικές ναυτικές δυνάμεις στη Μεσόγειο είχαν περιοριστεί στο ελάχιστο. Δεν υπήρχαν διαθέσιμα όμως και σε επαρκή αριθμό, ώστε η συμβολή τους να αποβεί σημαντική.
Με την απόβαση στη Βόρειο Αφρική, βρέθηκε στη Μεσόγειο και ο Αμερικανικός Στόλος στο πλευρό του Βρετανικού, αλλά οι συνθήκες την εποχή εκείνη ήταν τέτοιες ώστε η παρουσία των βαριών αμερικανικών πλοίων υπήρξε χρήσιμη, ιδιαίτερα ως δύναμη εκφοβισμού. Πολύ σημαντική όμως υπήρξε και η συμπαράσταση των αμερικανικών αεροπορικών δυνάμεων στις ναυτικές επιχειρήσεις της Μεσογείου – που είχε αρχίσει και πριν από την απόβαση -, δεδομένου ότι οι βρετανικές ήταν μεν εξαιρετικές, αλλά καθ’ όλη τη διάρκεια του πολέμου ποτέ δεν ήταν διαθέσιμες σε επαρκή αριθμό.
Το μεγαλύτερο πλεονέκτημα του Βρετανικού Ναυτικού ήταν η ποιότητα το έμψυχου υλικού. Διέθετε αρχηγούς εμπνεόμενους από μακραίωνες παραδόσεις και προσωπικό με άριστη εκπαίδευση και προπαρασκευασμένο για να αντιμετωπίσει τις πιο δυσχερείς συνθήκες ενός ναυτικού αγώνα. Επί πλέον δε και η πολιτική ηγεσία της Μεγάλης Βρετανίας εμπνέονταν από τις ναυτικές παραδόσεις.
Από άποψης όμως άψυχου υλικού οι ελλείψεις ήταν πολλές. Τα παλιά θωρηκτά δεν προστατεύονταν αρκετά κατά επιθέσεων από αέρα και υστερούσαν σε ταχύτητα, συγκριτικά με τα σύγχρονα σκάφη αυτού του τύπου άλλων Ναυτικών Δυνάμεων. Ο αριθμός των εύδρομων, αντιτορπιλικών και γενικά συνοδών που ήταν διαθέσιμα στα διάφορα θέατρα πολέμου ήταν ανεπαρκής. Υπήρχε άριστη ναυτική αεροπορία, αλλά ολιγάριθμη. Οι αεράκατοι που χρησιμοποιούνταν για τις μακρινές αναγνωρίσεις ήταν πολύ καλές γι αυτό το έργο, αλλά μόνο εφόσον δεν υπήρχε εχθρική αντίσταση στον αέρα. Αφετέρου όμως οι Βρετανοί διέθεταν αεροπλανοφόρα και ορισμένες τεχνικές τελειοποιήσεις που αποδείχτηκαν εξαιρετικής χρησιμότητας και τις οποίες δεν διέθετε ο αντίπαλος.
Κατά την κήρυξη του πολέμου από την Ιταλία, ο Βρετανικός Στόλος της Μεσογείου στην Αλεξάνδρεια διέθετε δύναμη 4 θωρηκτών, ενός αεροπλανοφόρου, 9 εύδρομων, 20 περίπου αντιτορπιλικών και 12 περίπου υποβρυχίων και για δυο βδομάδες, μέχρι τη γαλλική συνθηκολόγηση, είχε και τη συμπαράσταση του Γαλλικού Στόλου της Μεσογείου.
Η δύναμη αυτή ήταν σημαντική, αλλά στην εξέλιξη των επιχειρήσεων λόγω απωλειών υπήρξαν περίοδοι κατά τις οποίες είχε περιοριστεί μόνο σε λίγα εύδρομα και αντιτορπιλικά. Παράλληλα, υπήρχε διαθέσιμη ναυτική δύναμη μεταβλητής σύνθεσης στο Γιβραλτάρ που είχε διπλή αποστολή: τη συμβολή στη προστασία των οδών συγκοινωνιών στο Βόρειο Ατλαντικό και την εξασφάλιση των συνοδειών των νηοπομπών στη Δυτική Μεσόγειο. Η δύναμη αυτή δεν υπάγονταν στις διαταγές του Στόλαρχου της Μεσογείου, αλλά εξαρτιόταν απ’ ευθείας από το Ναυαρχείο. Περιλάμβανε στο τέλος Ιουνίου 1940 1 καταδρομικό μάχης, 2 θωρηκτά, 1 αεροπλανοφόρο, 2 εύδρομα και 12 αντιτορπιλικά.
Ο Στόλος της Αλεξάνδρειας ενισχυμένος από τη δύναμη του Γιβραλτάρ διέθετε συντριπτική υπεροπλία έναντι του ιταλικού. Η απόσταση όμως που χώριζε αυτά τα 2 τμήματα του Βρετανικού Στόλου ήταν τόσο μεγάλη, ώστε ελάχιστες πιθανότητες υπήρχαν ότι θα πετύχαιναν ενωμένα να αντιμετωπίσουν τον ιταλικό.
Σοβαρό πρόβλημα για τον Βρετανικό Στόλο της Μεσογείου δημιουργούνταν και από την εγκατάλειψη από αυτόν της μεγάλης βάσης της Μάλτας, η οποία εκτός από την πλεονεκτική στρατηγική της θέση διέθετε και εκτεταμένες εγκαταστάσεις επισκευών των πλοίων, που η βάση της Αλεξάνδρειας στερούνταν.
Το σύστημα της οργάνωσης του Βρετανικού Στόλου της Μεσογείου ήταν πολύ πλεονεκτικό συγκριτικά με αυτά που ίσχυαν στο Ιταλικό Ναυτικό, διότι ο Αρχηγός του είχε κάτω από τις διαταγές του όλες τις ναυτικές δυνάμεις επιφανείας, τα υποβρύχια, την ναυτική αεροπορία και τις ναυτικές εγκαταστάσεις ξηράς της περιοχής και διέθετε μεγάλη πρωτοβουλία ενέργειας.
***************************
Όσον αφορά το Ιταλικό Ναυτικό, αυτό είχε σημειώσει μεγάλη πρόοδο μεταξύ των δυο πολέμων, έχοντας εφαρμόσει πρόγραμμα εντατικών ναυτικών κατασκευών. Με τη συμπλήρωση αυτού του προγράμματος η Ιταλία θα διέθετε έναν πραγματικά ισχυρό Στόλο και – το σπουδαιότερο- σύγχρονης κατά το πλείστο κατασκευής. Θα περιλάμβανε ως μεγάλες μονάδες 8 θωρηκτά – τα 4 μεγάλα και πρόσφατης κατασκευής, τα υπόλοιπα παλιά αλλά εκσυγχρονισμένα – και πάνω από 30 εύδρομα – από τα οποία 7 των 10.000 τόνων- και πλήθος από μικρότερες μονάδες επιφανείας και υποβρύχια.
Η πολιτική ηγεσία όμως είχε καθορίσει ότι το πρόγραμμα αυτό θα έπρεπε να έχει συμπληρωθεί μέχρι το 1942, καθώς δεν προέβλεπε πόλεμο νωρίτερα. Έτσι, όταν η Ιταλία μπήκε στον πόλεμο δυο έτη νωρίτερα, από τα μεγάλα πλοία έτοιμα για δράση ήταν μόνο 2 από τα παλιά θωρηκτά που είχαν μετασκευαστεί και 10 εύδρομα. Δυο μήνες αργότερα προστέθηκαν τα 2 άλλα παλιά θωρηκτά που μετασκευάστηκαν και στο τέλος του 1940 τα 2 από τα μεγάλα, ενώ η ναυπήγηση του τρίτου ολοκληρώθηκε μετά από μια διετία και του τέταρτου ποτέ. Από τα 12 μικρά εύδρομα των 3.400 τόνων που κατασκευάζονταν, μόνο τα 3 μπήκαν σε υπηρεσία κατά τη διάρκεια του πολέμου. Δεν είχε επίσης αποπερατωθεί η κατασκευή αρκετών από τις μικρότερες μονάδες.
Στην αρχή του πολέμου το συνολικό εκτόπισμα των ιταλικών πολεμικών πλοίων, συμπεριλαμβανομένων και των 4 θωρηκτών, έφθανε τους 689.000 τόνους, από τους οποίους οι 500.000 τόνοι ήταν μάχιμα πλοία. Σ’ αυτά περιλαμβάνονταν, εκτός από προαναφερθέντα θωρηκτά και εύδρομα, γύρω στα 60 αντιτορπιλικά, ισάριθμα μικρότερα πλοία συνοδείας διαφόρων τύπων, πολλά από τα οποία όμως ήταν παλιά, και περί τα 120 υποβρύχια. Κατά τη διάρκεια των εχθροπραξιών προστέθηκαν κι άλλες 320 μονάδες, συνολικού εκτοπίσματος 136.000 τόνους. Αυτές ήταν 1 θωρηκτό, 3 εύδρομα, 5 αντιτορπιλικά, 44 αντιτορπιλικά συνοδείας και κορβέτες, 41 υποβρύχια και οι υπόλοιπες, μικρότερα σκάφη και βοηθητικά. Αν ληφθεί υπόψη η συνεχής απασχόληση των ναυστάθμων στις επισκευές των πολλών πλοίων που πάθαιναν ζημιές, οι νέες αυτές κατασκευές αντιπροσωπεύουν μια σημαντική προσπάθεια της ιταλικής πολεμικής βιομηχανίας, της οποίας οι δυνατότητες ήταν περιορισμένες.
Προφανώς, λόγω των μεγάλων στο μεταξύ απωλειών, οι πιο πάνω αριθμοί δεν δίνουν την εικόνα της συγκριτικής ισχύος των δυο αντιπάλων σε κάθε φάση του πολέμου. Πρέπει αφετέρου να σημειωθεί ότι οι βρετανοί που διέθεταν πολύ μεγαλύτερη βιομηχανία είχαν και μεγαλύτερη ευχέρεια να αναπληρώνουν τις απώλειες και στην ανάγκη μπορούσαν να αποσπούν πλοία στη Μεσόγειο από άλλα θέατρα πολέμου.
Οι συσκευές ραντάρ για τον εντοπισμό πλοίων επιφανείας και αεροσκαφών και οι ανθυποβρυχιακές συσκευές ‘asdic’ αναμφισβήτητα αποτέλεσαν εξαιρετικά χρήσιμες για τον ναυτικό πόλεμο τελειοποιήσεις, που τα ιταλικά πλοία στερούνταν. Πολλές απώλειες του Ιταλικού Στόλου οφείλονται σε αιφνιδιασμό τον οποίο τα πλοία του θα είχαν ίσως αποφύγει αν διέθεταν ραντάρ. Σε κάθε περίπτωση βρέθηκαν τελείως απροετοίμαστοι για την νυχτερινή μάχη, στην οποία η εκπαίδευση των βρετανών αποδείχτηκε άριστη.
Όπως συχνά αναφέρθηκε στα προηγούμενα, η έλλειψη ναυτικής αεροπορίας και αεροπορικής υποστήριξης αποτέλεσε ένα από τα σοβαρότερα μειονεκτήματα του Ιταλικού Ναυτικού. Σε αρκετές περιπτώσεις, οι κινήσεις του Ιταλικού Στόλου υπήρξαν άσκοπες ή εσφαλμένες, λόγω ανακριβών πληροφοριών της αεροπορικής αναγνώρισης ή και παντελούς έλλειψής τους. Ίσως και οι ενέργειες του Στόλου μάχης τους θα ήταν πιο τολμηρές, αν διέθεταν κάλυψη από αέρα. Βέβαια, κατά τις περιόδους που η Γερμανική αεροπορία βρίσκονταν στη Μεσόγειο, η συμβολή της στην όλη διεξαγωγή του πολέμου υπήρξε εξαιρετικής σημασίας, ιδιαίτερα λόγω των μεγάλων καταστροφών που επέφερε στον αντίπαλο. Λόγω όμως της έλλειψης πείρας των γερμανών αεροπόρων σχετικά με το πόλεμο στη θάλασσα, η συνεργασία της με το Ιταλικό Ναυτικό δεν υπήρξε εξίσου αποτελεσματική. Όπως αναφέραμε, και οι βρετανοί είχαν ανεπάρκεια αεροπορικών δυνάμεων – σε ορισμένες περιόδους μάλιστα πολύ μεγάλη- αλλά αυτές που διέθεταν ήταν άριστης απόδοσης. Η ηγεσία του Ιταλικού Ναυτικού είχε εγκαίρως υποδείξει τη μεγάλη αυτή έλλειψη, αλλά ο δικτάτωρ που καθόριζε τις τύχες της Ιταλίας πείστηκε γι αυτό όταν ήταν πια πολύ αργά.
Η Ιταλία, χώρα που στερούνταν πρώτων υλών, που εξαρτιόνταν από τη θάλασσα για τον ανεφοδιασμό της και που βρίσκονταν μέσα σε μια κλειστή θάλασσα της οποίας οι είσοδοι βρίσκονταν σε εχθρικά χέρια, πριν κατέβει στον πόλεμο θα έπρεπε να είχε δημιουργήσει πολύ μεγάλα αποθέματα εφοδίων που θα ήταν απαραίτητα για τη συνέχιση της πολεμικής προσπάθειας. Το ναυτικό είχε συγκεντρώσει τα απαιτούμενα για τη λειτουργία των ναυστάθμων και υλικά για όλες τις ανάγκες του σε ποσότητες που επάρκεσαν για όλη τη πολεμική περίοδο. Δεν μπόρεσε όμως να εξασφαλίσει και την αποθήκευση υγρών καυσίμων που να αρκούν για πόλεμο μακράς διάρκειας. Τα υπάρχοντα αποθέματα μόλις αρκούσαν για πόλεμο διάρκειας ενός έτους.
Στις σχετικές εισηγήσεις της ναυτικής ηγεσίας ο Μουσολίνι απαντούσε ότι θα κατέβαινε σε πόλεμο του οποίου η διάρκεια δεν θα ξεπερνούσε τους 3 μήνες. Μετά την κήρυξη του πολέμου για τον ανεφοδιασμό τους σε υγρά καύσιμα οι ιταλοί εξαρτιόνταν από τη Γερμανία, που κι αυτή δεν είχε επάρκεια και έθετε σε δευτερεύουσα μοίρα τις ανάγκες του Ιταλικού Ναυτικού. Το αποτέλεσμα ήταν ότι με τη πρόοδο του πολέμου η έλλειψη καυσίμων επέβαλε περιορισμούς στις κινήσεις των μεγάλων πλοίων. Μάλιστα, μερικά από αυτά κατά τη διάρκεια μιας περιόδου γι αυτό το λόγο είχαν τεθεί σε ακινησία.
Παρ’ όλες αυτές τις ελλείψεις, η Ιταλία διέθετε μια ισχυρή ναυτική δύναμη, από τότε τουλάχιστον που ο Στόλος μάχης συμπληρώθηκε με τις νέες κατασκευές. Το σώμα των αξιωματικών είχε καλή μόρφωση και ναυτική εμπειρία και στη μεγάλη του πλειονότητα δεν στερούνταν μαχητικότητας, ιδιαίτερα τα κατώτερα κλιμάκια, όπως αποδείχτηκε σε πολλές επιχειρήσεις ελαφρών σκαφών και μικρών ναυτικών μονάδων.
Λόγω της στρατηγικής που εφάρμοσαν οι ιταλοί, δεν δόθηκαν πραγματικές μάχες σε παράταξη μεταξύ των κύριων Στόλων σ’ αυτό τον πόλεμο. Η μάχη του Ταίναρου ουσιαστική υπήρξε μια τυχαία νυχτερινή συνάντηση. Από όλη όμως την εξέλιξη των επιχειρήσεων προκύπτει ότι στην εκπαίδευση του Ιταλικού Στόλου, ως συνόλου, υπήρχαν ορισμένα κενά, το σπουδαιότερο από τα οποία ήταν η έλλειψη προπαρασκευής για νυχτερινή μάχη που προαναφέρθηκε. Επίσης, η εξάσκηση των υποβρυχίων στο πολεμικό τους έργο ήταν ανεπαρκής, όπως κι εμείς είχαμε την ευκαιρία να διαπιστώσουμε.
Μειονεκτικό ήταν και το σύστημα της οργάνωσης της Διοίκησης του Ιταλικού Ναυτικού. Σε αντίθεση προς τον βρετανό Αρχηγό του Στόλου της Μεσογείου που διέθετε μεγάλη πρωτοβουλία, οι ιταλοί Αρχηγοί είχαν πολύ περιορισμένη και η διεύθυνση των επιχειρήσεων βρίσκονταν στα χέρια της Supermarina.
Με εξαίρεση κάποια μεμονωμένα γεγονότα, που ίσως παρουσιάστηκαν και με υπερβολή, η μομφή που κυρίως αποδόθηκε στο Ιταλικό Ναυτικό ήταν ότι αυτό εφάρμοσε καθαρά αμυντική στρατηγική. Αυτή η έλλειψη επιθετικότητας παρατηρήθηκε και κατά τον ελληνοιταλικό πόλεμο, οπότε οι νηοπομπές που καθημερινά διέπλεαν τα ελληνικά ύδατα δεν συνάντησαν κανένα εχθρικό πλοίο επιφανείας, αν και τουλάχιστον ορισμένες από αυτές αποτελούσαν πολύ ενδιαφέροντα στόχο για τον εχθρό.
Όμως, η μη εφαρμογή επιθετικής στρατηγικής δεν υποδηλώνει αναγκαστικά και έλλειψη μαχητικότητας του προσωπικού. Οι ευθύνες για τη στρατηγική που εφαρμόστηκε βαρύνουν κυρίως την πολιτική ηγεσία και την κορυφή της ναυτικής ιεραρχίας και είναι πολύ μικρότερες στα υφιστάμενα κλιμάκια, χωρίς βέβαια και αυτά να απαλλάσσονται από κάθε ευθύνη σε όλες τις περιπτώσεις.
Η Ανωτάτη Ιταλική Διοίκηση φαντάζονταν ότι ακολουθώντας αμυντική πολιτική θα μπορούσε να εξασφαλίσει την κυριαρχία στην Κεντρική Μεσόγειο και διαφύλαγε τα θωρηκτά ως κόρην οφθαλμού, άγνωστο για ποιο σκοπό. Ο αντίπαλος, αντιμετωπίζοντας μύριους κινδύνους, επανειλημμένως ριψοκινδύνευσε την αποστολή στη Μάλτα νηοπομπών δια μέσου του Στενού της Σικελίας, με τη συνοδεία ελαφρών μόνο δυνάμεων. Αν και επρόκειτο για ζήτημα που είχε εξαιρετική επίδραση στον όλο αγώνα, σε καμιά περίπτωση ο Ιταλικός Στόλος διατάχθηκε να επιτεθεί με όλες τις διαθέσιμες δυνάμεις του κατά των νηοπομπών αυτών. Και αυτά, τη στιγμή που ο βρετανός Πρωθυπουργός με τον εξαιρετικά ορμητικό του χαρακτήρα έφθανε μέχρι το σημείο να χαρακτηρίζει ως αμυντική την ακολουθούμενη πολιτική από τον γνωστό για το επιθετικό του πνεύμα Αρχηγό του Στόλου της Μεσογείου!
Κάτω από αυτό το πνεύμα των γενικών κατευθύνσεων που έδινε η Ανώτατη Διοίκηση, εκδίδονταν και οι οδηγίες και διαταγές της Supermarina προς τους υφιστάμενους στη θάλασσα Αρχηγούς. Φαίνεται μάλιστα ότι εκδίδονταν με τρόπο που άφηνε αμφιβολίες όσον αφορά τις πραγματικές προθέσεις της Διοίκησης του Ναυτικού. Σε ορισμένες μάλιστα περιπτώσεις και οι διαταχθείσες κινήσεις των πλοίων από αυτήν υπήρξαν εσφαλμένες ή άσκοπες.
Οι κατά θάλασσα Αρχηγοί, αφετέρου, ήταν υπέρ το δέον προσηλωμένοι στο γράμμα και το πνεύμα των οδηγιών αυτών και πολύ διστακτικοί στη λήψη αποφάσεων όχι απόλυτα σύμφωνων προς αυτές, ακόμα και όταν οι ίδιοι αντιλαμβάνονταν ότι επιβάλλονταν η επίδειξη μεγαλύτερης ορμητικότητας. Οι μεγάλοι Ναύαρχοι της Ιστορίας σε ανάλογες περιπτώσεις αγνόησαν τέτοιου είδους διαταγές.
Σφάλματα διαπράχθηκαν βέβαια και από τους βρετανούς Ναυάρχους, όπως με κάθε ειλικρίνεια παραδέχεται και ο Ναύαρχος Cunningham, και σε πόλεμο τόσης διάρκειας είναι αδύνατο να μη διαπραχθούν. Το σημαντικό όμως είναι ότι τελικά, μέσα από τόσους σκοπέλους, το Βρετανικό Ναυτικό οδηγήθηκε από τους αρχηγούς του στο νικηφόρο τέρμα του αγώνα.
Δεν είναι όμως δικαιολογημένη και η εντύπωση που δημιουργήθηκε ότι η αδράνεια που χαρακτήρισε σε πολλές περιπτώσεις το Ιταλικό Ναυτικό οφείλονταν σε έλλειψη ψυχικών προσόντων του προσωπικού του. Την εντύπωση αυτή προσπάθησε ιδιαίτερα να δημιουργήσει η περί τον Χίτλερ ναυτική και στρατιωτική ηγεσία, προκειμένου να επιρρίψει τα δικά της σφάλματα στους ώμους του συμμαχικού τους Ναυτικού. Ασφαλώς, καλύτερα από κάθε άλλο γερμανό, ο επί διετία σύνδεσμος Ναύαρχος Weichold γνώριζε το Ιταλικό Ναυτικό, για το οποίο έγραψε μετά τον πόλεμο : «Τα πληρώματα απέδειξαν ότι η επιφυλακτικότητα που επίδειξε η ηγεσία δεν οφείλεται στην έλλειψη ευψυχίας των ανδρών. Όπως απέδειξαν τα πληρώματα των αντιτορπιλικών και των μέσων εφόδου κατά τις επιθέσεις τους, όλοι, αξιωματικοί και άνδρες, έπραξαν το καθήκον τους και τίμησαν τη χώρα τους».
Γι αυτούς τους τελευταίους εκφράζεται ευμενώς και ο Ναύαρχος Cunningham, ενώ κρίνει αυστηρά την ηγεσία του Ιταλικού Ναυτικού. Άλλωστε, καλύτερα από οποιονδήποτε άλλο μιλούν οι αριθμοί -ανεξαρτήτως αποτελεσμάτων- για την προσπάθεια που καταβλήθηκε από το Ιταλικό Ναυτικό.
Το σύνολο των ιταλικών απωλειών μέχρι τη συνθηκολόγηση -μέσα και έξω από τη Μεσόγειο- σε μάχιμες και βοηθητικές ναυτικές μονάδες, χωρίς να συνυπολογίζονται τα σκάφη που μερικώς βυθίστηκαν και ανελκύσθηκαν, φθάνουν τα 393 πλοία συνολικού εκτοπίσματος 314.000 τόνους περίπου. Από αυτά, στη Μεσόγειο χάθηκαν 112 μάχιμες μονάδες επιφανείας, συνολικού εκτοπίσματος 164.000 τόνων περίπου, ήτοι 11 εύδρομα, 37 αντιτορπιλικά, 39 πλοία συνοδείας και 25 τορπιλάκατοι, καθώς και 65 υποβρύχια (άλλα 25 χάθηκαν έξω από τη Μεσόγειο) και 162 μικρότερες και βοηθητικές μονάδες. Άλλα 61 πλοία, μεταξύ των οποίων και το θωρηκτό ROMA, χάθηκαν μετά τη συνθηκολόγηση από γερμανικές επιθέσεις, ενώ σε 253 ανέρχονται τα πάσης φύσης μάχιμα και βοηθητικά πλοία που βρέθηκαν σε λιμάνια που κατέλαβαν οι γερμανοί, δεν μπόρεσαν να αποπλεύσουν και τα περισσότερα αυτοβυθίστηκαν.
Το σύνολο των απωλειών κατά τις δυο περιόδους του ιταλικού ναυτικού προσωπικού έφθασε τους 1.404 αξιωματικούς και 27.433 άνδρες και οι τραυματίες τους 8.000 περίπου. Ο αριθμός των φονευθέντων αντιπροσωπεύει το 15% του μέσου όρου του προσωπικού που υπηρέτησε στο Ναυτικό, που συνολικά έφθασε τους 190.000. Τα ποσοστά απωλειών των ανδρών που επέβαιναν στα πλοία που βυθίστηκαν έφθασαν σε 30% για τα πληρώματα, 50% για τους αξιωματικούς και 75% για τους κυβερνήτες, ενώ χάθηκαν όλοι οι ναύαρχοι που επέβαιναν στα πλοία αυτά. Θα ήταν άδικο να λεχθεί ότι το προσωπικό αυτό «δεν πολέμησε».
Οι γερμανοί έχασαν στη Μεσόγειο περί τα 50 πλοία, συνολικού εκτοπίσματος περί τους 30.000 τόνους, από τα οποία τα 38 ήταν υποβρύχια.
Ακόμα μεγαλύτερες ήταν όμως οι θυσίες στις οποίες υποβλήθηκε το Βρετανικό Ναυτικό και – τηρουμένων των αναλογιών – το συμμαχικό του Ελληνικό Ναυτικό.
Σε σύγκριση με τα 112 μάχιμα ιταλικά πλοία επιφανείας συνολικού εκτοπίσματος 164.000 τόνων περίπου που χάθηκαν μέχρι την ιταλική συνθηκολόγηση, οι βρετανοί έχασαν στη Μεσόγειο 137, συνολικού εκτοπίσματος 281.000 τόνων περίπου. Αυτά ήταν 1 θωρηκτό, 2 αεροπλανοφόρα, 16 εύδρομα, 48 αντιτορπιλικά, 32 πλοία συνοδείας και 38 τορπιλάκατοι. Έτσι, το συνολικό εκτόπισμα των απολεσθέντων βρετανικών πλοίων υπερβαίνει κατά 72% το αντίστοιχο των ιταλικών. Αυτό είναι φυσικό διότι οι βρετανοί διακινδύνευσαν πολύ περισσότερο τα μεγάλα πλοία τους και πολύ συχνότερα βρέθηκαν αυτά εν πλω. Αντίθετα, οι απώλειες των βρετανικών υποβρυχίων υπήρξαν σημαντικά μικρότερες, διότι αντί των 65 ιταλικών που χάθηκαν στη Μεσόγειο, οι βρετανοί έχασαν 41.
Οι απώλειες του Αμερικανικού Ναυτικού στη Μεσόγειο υπήρξαν μικρές. Χάθηκαν 1 αντιτορπιλικό, 1 ναρκαλιευτικό, 2ανθυποβρυχιακά, 2 ακταιωροί, 5 αρματαγωγά και αριθμός αποβατικών.
Δεν υπάρχουν σαφείς πληροφορίες περί του ποσοστού των βρετανικών απωλειών που οφείλονται σε ενέργειες των ιταλών ή των γερμανών. Πάντως, το σημαντικότερο τμήμα των απωλειών από αεροπορικές επιθέσεις οφείλεται στη γερμανική αεροπορία και από γερμανικά υποβρύχια βυθίστηκαν τα 3 μεγάλα πλοία που χάθηκαν. Από τα 238 βρετανικά πλοία που βυθίστηκαν στη Μεσόγειο, στα οποία περιλαμβάνονται και μικρότερες μονάδες και βοηθητικά, ποσοστό 56% χάθηκε από ενέργειες ναυτικών όπλων (πυροβόλα, τορπίλες, νάρκες κλπ), 26% από αεροπορικές επιθέσεις και από άλλες ή άγνωστες αιτίες το 18%.
Όπως ήδη είπαμε, οι βαριές απώλειες του Ελληνικού Ναυτικού – 5 αντιτορπιλικά, 10 τορπιλοβόλα, 4 υποβρύχια, δηλαδή το 65% των ελαφρών δυνάμεων που ήταν διαθέσιμες στην αρχή του πολέμου – οφείλονται κυρίως στις επιθέσεις της γερμανικής αεροπορίας. Μόνο 3 υποβρύχια βυθίστηκαν από ναυτική ενέργεια, ένα επιτίθονταν κατά νηοπομπών, το ένα από τους ιταλούς και τα άλλα δυο από τους γερμανούς.
Το τελικό συμπέρασμα είναι ότι όλα τα Ναυτικά – και των δυο παρατάξεων- που έδρασαν στη Μεσόγειο έπραξαν καλά το καθήκον τους. Το βρετανικό και το ελληνικό απέδωσαν το μέγιστο αναμενόμενο από αυτά. Η δράση του Ιταλικού Ναυτικού δεν υπήρξε μεν η αναμενόμενη από μια ισχυρή ναυτική δύναμη, προσπάθησε όμως να εκπληρώσει πιστά και όσο καλύτερα μπορούσε τις εντολές που του είχαν δοθεί και στην προσπάθεια αυτή υπέστη μεγάλες απώλειες. Πολλά παραδείγματα αυτοθυσίας καταδεικνύουν ότι δεν στερούνταν ανδρών που διακρίθηκαν για την ευψυχία τους.»
*******************************
Πηγές:
- Admiral of the Fleet Andrew Cunningham: “A Sailor’s Odyssey”
- Commander (R) Marc’ Antonio Bragadin : “The Italian Navy in World War II”
- Contre Amiral R. de Belot: “La guerre aéronavale en Méditerranée
- Fleet Admiral Ernest King : “U.S. Navy at War 1941-45”
- Αντιναυάρχου Δ. Φωκά : “Έκθεσις επί της δράσεως του Β. Ναυτικού κατά τον πόλεμον 1940-44”