« Μετά την εξουδετέρωση στον Τάραντα του μισού Ιταλικού Στόλου μάχης, οι Βρετανοί αποφάσισαν μια σημαντική νηοπομπή από την Αγγλία να διαπλεύσει την Μεσόγειο για να μεταφέρει εφόδια σε Μάλτα και Αλεξάνδρεια.  Ως συνήθως, μέχρι το Στενό της Σικελίας θα την συνόδευε η δύναμη «Η» του Γιβραλτάρ και έξω από τη Μάλτα θα την παραλάμβανε ο Στόλος της Αλεξάνδρειας, ο οποίος με την ευκαιρία αυτή θα εκτελούσε και διάφορες άλλες επιχειρήσεις στην Ανατολική Μεσόγειο και μεταξύ αυτών θα συνόδευε και μια νηοπομπή στη Μάλτα.  Επειδή η δύναμη του Γιβραλτάρ περιλάμβανε μόνο 1 θωρηκτό, η νηοπομπή αυτή θα συναντιόταν Νότιο- Δυτικά της Σαρδηνίας με μια ομάδα πλοίων από την Αλεξάνδρεια που αποτελείτο από 1 θωρηκτό, 3 εύδρομα και 5 αντιτορπιλικά.  Έτσι, στο πιο επικίνδυνο τμήμα της διαδρομής προς Μάλτα θα παρείχετο αυξημένη προστασία.

Η νηοπομπή που διέπλευσε το Γιβραλτάρ αποτελούνταν από 3 μόνο φορτηγά με κοντινή συνοδεία 2 εύδρομων και 5 αντιτορπιλικών, ενώ η δύναμη «Η» που την κάλυπτε αποτελούνταν από 1 θωρηκτό, 1 αεροπλανοφόρο, 2 εύδρομα και 9 αντιτορπιλικά.

Το πρωί της 25ης Νοεμβρίου 1940 οι Ιταλοί πληροφορήθηκαν ότι η δύναμη του Γιβραλτάρ βρίσκονταν εν πλω κατευθυνόμενη ανατολικά, δεν έλαβαν όμως γνώση και της παρουσίας της νηοπομπής από την Αγγλία.  Την επομένη δίνονταν ακόμα η πληροφορία ότι και ο Στόλος της Αλεξάνδρειας εντοπίστηκε δυτικά της Κρήτης να πλέει δυτικά.  Με την προοπτική ότι σημαντική εχθρική επιχείρηση βρίσκονταν σε εκτέλεση, διατάχθηκε ο Ιταλικός Στόλος αποτελούμενος από τα θωρηκτά VITTORIO VENETO και CESARE, 6 βαριά εύδρομα και 14 αντιτορπιλικά να βρίσκεται το πρωί της 27ης Νοεμβρίου σε στίγμα Νότιο-Δυτικά της Σαρδηνίας.

 RN GUILIO CESARE

Στους Ιταλούς παρουσιάζονταν μοναδική ευκαιρία να επιτεθούν με πολύ ανώτερες δυνάμεις εναντίον ενός από τους δυο Βρετανικούς σχηματισμούς, της δύναμης «Η» ή της δύναμης που είχε αποσπασθεί από την Αλεξάνδρεια για να ενισχύσει την ομάδα, εφόσον θα πετύχαιναν την συνάντηση πριν αυτές συνενωθούν.   Προφανώς όμως η επιτυχία εξαρτιόταν από την παροχή ακριβών πληροφοριών από την αεροπορική αναγνώριση.  Όμως και αυτή τη φορά το Ναυτικό δεν εξυπηρετήθηκε καλά.

Στις 10:40 της 27ης Νοεμβρίου η αναγνώριση ανάφερε την παρουσία της δύναμης «Η» έξω από το ακρωτήρι Bon της Τυνησίας με σύνθεση ασθενέστερη της πραγματικής, καθώς δεν ανέφερε τη παρουσία του αεροπλανοφόρου, και ο Αρχηγός του Ιταλικού Στόλου Ναύαρχος Campioni έσπευσε αμέσως να την συναντήσει.  Στο μεταξύ όμως, οι δυο Βρετανικοί σχηματισμοί είχαν συνενωθεί από τις 11:30 και οι μεταγενέστερες πληροφορίες της αναγνωρίσεως σχετικά με τη σύνθεση αυτής της δύναμης ήταν ασαφείς.  Μεταξύ άλλων έδιναν την εντύπωση ότι περιλαμβάνονταν σε αυτή 3 θωρηκτά και 1 αεροπλανοφόρο.  Οι Ιταλοί συμπέραναν ότι οι Βρετανικές δυνάμεις ήταν ανώτερες και μετά την καταστροφή του Τάραντα ο Αρχηγός του Στόλου είχε διαταγές να αποφύγει τη μάχη, αν δεν διέθετε αποφασιστική υπεροχή δυνάμεων.  Έτσι, κατά το μεσημέρι, έλαβε πορεία διαφυγής προς τη βάση του.

Στις 12:15 μια μοίρα Ιταλικών εύδρομων που βρίσκονταν νότια της κύριας δύναμης του Στόλου ήρθε σε επαφή με τα Βρετανικά εύδρομα.  Ακολούθησε συμπλοκή που διάρκεσε μια περίπου ώρα κατά την οποία είχαν εμπλοκή και τα θωρηκτά των δυο πλευρών.  Τα Ιταλικά πλοία αποσύρθηκαν τελικά κάτω από τη προστασία καπνοφράγματος χωρίς να έχουν πετύχει κανένα αξιόλογο αποτέλεσμα.  Ένα Βρετανικό εύδρομο χτυπήθηκε δυο φορές και ένα Ιταλικό αντιτορπιλικό χτυπήθηκε σοβαρά, αλλά οι Ιταλοί κατάφεραν να το ρυμουλκήσουν.  Η επίθεση τορπιλοπλάνων από το Βρετανικό αεροπλανοφόρο δεν έφερε αποτέλεσμα.  Τα βομβαρδιστικά που είχε ζητήσει ο Ιταλός Ναύαρχος εκδήλωσαν την επίθεσή τους στις 14:07, χωρίς όμως αποτέλεσμα.  Ανεπιτυχής ήταν και η δεύτερη επίθεσή τους που ακολούθησε.

RN VITORIO VENETO

Στη περίπτωση αυτή επίσης, η σύγκριση δυνάμεων ήταν υπέρ των Ιταλών.  Οι δυο αντίπαλοι διέθεταν από 2 θωρηκτά ο καθένας, αλλά η παρουσία του VITTORIO VENETO έδινε υπεροχή στα Ιταλικά.  Αλλά και αν ακόμα ο Ιταλός Ναύαρχος είχε την εντύπωση ότι τα Βρετανικά θωρηκτά ήταν 3, και πάλι σε αντιστάθμισμα οι Ιταλοί διέθεταν σημαντική υπεροχή σε βαριά εύδρομα.  Άλλωστε, από τη στιγμή που οι δυο Στόλοι ήρθαν σε επαφή δεν ήταν δύσκολο να εξακριβωθεί η σύνθεσή τους.  Ο Αρχηγός του Ιταλικού Στόλου παρασύρθηκε και πάλι από την κατά γράμμα προσήλωσή του στις διαταγές της Ανωτάτης Διοίκησης και βιάστηκε πολύ να αποσυρθεί.  Θα μπορούσε τουλάχιστον να περιμένει την επέμβαση των βομβαρδιστικών που είχε ζητήσει, άσχετα αν και όταν αυτή πραγματοποιήθηκε δεν απέφερε αποτέλεσμα.

Σε κάθε περίπτωση αποδείχτηκε και πάλι η ανεπάρκεια της Ιταλικής αεροπορικής συνεργασίας.  Ενώ ο Στόλος βρίσκονταν κοντά στα αεροδρόμια της Σαρδηνίας, δεν τον προστάτευσαν τα καταδιωκτικά κατά των επιθέσεων των εχθρικών τορπιλοπλάνων και τα βομβαρδιστικά που ζήτησε ήρθαν πολύ αργά.  Κι αυτό δεν είναι περίεργο αν ληφθεί υπόψη η υφιστάμενη οργάνωση.  Ο Αρχηγός της ναυτικής δύναμης έπρεπε να απευθυνθεί προς την Supermarina που θα διαβίβαζε το αίτημα προς την Ανώτατη Διοίκηση της Αεροπορίας.  Αυτή θα εκτιμούσε τη κατάσταση, θα σύντασσε το σχέδιο της επιχείρησης και στη συνέχεια θα προχωρούσε στη έκδοση διαταγών προς τους αεροπορικούς διοικητές των διαφόρων περιοχών, που θα διάταζαν τελικά τις αεροπορικές μονάδες.  Τα πορίσματα αυτά της πολεμικής πείρας δίνουν το καλλίτερο επιχείρημα για την απόλυτο ανάγκη ύπαρξης ιδιαίτερης ναυτικής αεροπορίας.

Αλλά και το Βρετανικό Ναυαρχείο δεν ήταν ικανοποιημένο από τις ενέργειες του Αρχηγού της δύναμης του Γιβραλτάρ Ναυάρχου James Fownes Somerville, διότι δεν συνέχισε τη δίωξη του Ιταλικού Στόλου.  Ο Ναύαρχος έκρινε ότι ο πρωτεύων αντικειμενικός του σκοπός ήταν η ασφαλής άφιξη στο προορισμό της της νηοπομπής που κάλυπτε και που δεν δικαιούνταν να διακινδυνεύσει.  Είναι ένα δίλημμα που συχνά αντιμετωπίζουν εκείνοι που διοικούν νηοπομπές.  Αν τις εγκαταλείψουν για να  επιτεθούν κατά εχθρικής δύναμης που εμφανίζεται -και μάλιστα πιο ισχυρής όπως στην προκειμένη περίπτωση- και η ενέργειά τους αποβεί επιτυχής, είναι άξιοι για κάθε τιμή.  Αν όμως αυτή καταλήξει σε καταστροφή της νηοπομπής, φέρουν βαριές ευθύνες.  Εν τούτοις, το Ναυαρχείο έφθασε μέχρι του σημείου να παραπέμψει τον Ναύαρχο σε Ανακριτικό Συμβούλιο, άσχετα αν τελικά δικαιώθηκε.  Αυτό το γεγονός προκάλεσε και την αγανάκτηση του Ναυάρχου Andrew Cunningham, ο οποίος γράφει σχετικά «δεν είναι ανεκτό, γενικός αξιωματικός που κάνει το καλλίτερο κάτω από δυσμενείς περιστάσεις να βρίσκεται συνεχώς υπό την απειλή της παραπομπής στο Ανακριτικό Συμβούλιο –που τον ανέμενε μάλιστα κατά την επιστροφή του στο ορμητήριο- διότι οι ενέργειές του δεν συμπίπτουν προς τις αντιλήψεις εκείνων που βρίσκονται στο Κέντρο, που ελάχιστα γνωρίζουν σχετικά με τα πραγματικά συμβάντα.»

 Ενώ η δυσμενής εξέλιξη των επιχειρήσεων στη στεριά στην Αλβανία και στη Λιβύη προκαλούσε τη παραίτηση του Στρατάρχου Badoglio, από τον Δεκέμβριο του 1940 επέρχονταν μεταβολές και στη διάρθρωση και διοίκηση του Ιταλικού Ναυτικού.  Οι δυο Στόλοι πλοίων επιφανείας που προϋπήρχαν  ενώθηκαν σε ενιαία δύναμη υπό τον Ναύαρχο Angelo Iachino, τέως αρχηγό του 2ου Στόλου.  Ο Αρχηγός του Γ.Ε.Ν. Ναύαρχος Domenico Cavagnari  αντικαταστάθηκε από τον Ναύαρχο Arturo Ricardi, με αναπληρωτή τον Ναύαρχο Inigo Campioni.

Ναύαρχος Arturo Ricardi

Ναύαρχος Angelo Iachino

Η σύνθεση του Στόλου, εκτός από τα πλοία που βρίσκονταν σε επισκευή, περιλάμβανε εκείνη την εποχή ως μεγάλα πλοία 3 θωρηκτά – τα VITTORIO VENETO, GIULIO CESARE και  DORIA – , 7 βαριά εύδρομα και 8 ελαφρά.

Με την έναρξη της επίθεσης των Βρετανών στη Βόρειο Αφρική οι ανάγκες ανεφοδιασμού της Λιβύης από την Ιταλία αυξήθηκαν πολύ. Στο τετράμηνο Οκτώβριος 1940 – Ιανουάριος 1941 μεταφέρθηκαν περί τους 198.000 τόνους εφοδίων.  Κατά τους μήνες Οκτώβριο και Νοέμβριο δεν υπήρξε κάποια απώλεια, κατά τους Δεκέμβριο και Ιανουάριο οι απώλειες έφθασαν στο 7% μόνο.  Όταν οι Ιταλικές φρουρές της Bardia και του Tobruk στη Λιβύη περικυκλώθηκαν από τους Βρετανούς, ο ανεφοδιασμός τους γίνονταν με υποβρύχια.  Πολύ συνέβαλε στην άμυνα του Tobruk και το παλιό εύδρομο της εποχής του Ιταλο-Τουρκικού πολέμου του 1911ST.GIORGIO, που χρησιμοποιήθηκε ως πλωτό πυροβολείο.

Κατά τον Δεκέμβριο του 1940 οι αεροπορικές επιθέσεις των Βρετανών κατά των λιμανιών και των ναυτικών βάσεων της Νότιας Ιταλίας έγιναν πιο εντατικές σε τέτοιο βαθμό, ώστε την επιλογή των ορμητηρίων του Στόλου δεν υπαγόρευαν πια οι στρατηγικές ανάγκες, αλλά η ασφάλεια από αέρα των πλοίων.   Μετά από μια επίθεση κατά της Νεάπολης, όπου είχε συγκεντρωθεί η κύρια ναυτική δύναμη και κατά την οποία είχε βληθεί το εύδρομο POLA, τα πλοία μεταστάθμευσαν σε Maddalena και Cagliari της Σαρδηνίας.  Επειδή όμως έτσι δυσκόλευαν οι επιχειρήσεις στη Κεντρική Μεσόγειο, αναγκάστηκαν να τα επαναφέρουν στη Νεάπολη.  Κατά τη διάρκεια μιας σφοδρής επίθεσης τη νύχτα της 8ης Ιανουαρίου 1941 κατά της βάσης αυτής, εβλήθη το θωρηκτό GIULIO CESARE.  Τότε αυτό στάλθηκε για επισκευή στην La Spezia, όπου μεθόρμισε και το VITTORIO VENETO και έτσι απομακρύνθηκε ακόμα περισσότερο από το πεδίο των επιχειρήσεων.

RN POLA

Μεταξύ άλλων επιχειρήσεων του Βρετανικού Στόλου κατά τον μήνα αυτόν, την νύχτα της 19ης, ενώ εύδρομα με αντιτορπιλικά εκτελούσαν σαρώσεις στην Αδριατική χωρίς να συναντήσουν εχθρικά πλοία, 2 θωρηκτά βομβάρδισαν με 100 βολές των 15″ το ορμητήριο της Αυλώνας στην Αλβανία.  Επρόκειτο μάλλον για επιχείρηση εκφοβισμού, διότι έμμεση νυχτερινή βολή χωρίς παρατήρηση δεν μπορούσε να δώσει αξιόλογα αποτελέσματα.  Οι Ιταλοί αιφνιδιάστηκαν και δεν απάντησαν.

Στο μεταξύ, με την προέλαση των Βρετανών στην Κυρηναϊκή, διευκολύνθηκε πολύ ο έλεγχος της Κεντρικής Μεσογείου από τον Βρετανικό Στόλο και ο ανεφοδιασμός των Ιταλικών στρατευμάτων έγινε δυσκολότερος.  Γενικότερα, στη λήξη του 1940 η κατάσταση στη Μεσόγειο εμφανίζονταν πολύ ευνοϊκότερη για τους Βρετανούς παρά προ ενός εξαμήνου.  Δεν είχε όμως ακόμα εμφανιστεί στη περιοχή αυτή η Γερμανική αεροπορία.»