«Ο Αρχηγός του Βρετανικού Στόλου είχε προσκαλέσει τον Ελληνικό Στόλο να συμμετάσχει σ’ αυτή τη ναυμαχία, αλλά λόγω κακής συνεννόησης  τα Ελληνικά πλοία δεν πρόφθασαν να λάβουν μέρος.  Δεν θα περιγράψω με λεπτομέρεια τη μάχη αυτή -που άλλωστε έχει πολλές φορές περιγραφεί- αλλά θα εκθέσω μόνο τα αίτια που προκάλεσαν αυτή τη συνάντηση, από τα οποία μπορούν να βγουν χρήσιμα συμπεράσματα.

Η Ιταλική επίθεση κατά των Βρετανικών συγκοινωνιών βασίζονταν σε τρεις προϋποθέσεις, που κρίνονταν ως απολύτως απαραίτητες: στον αιφνιδιασμό, στην αποτελεσματική αεροπορική αναγνώριση και στην αποτελεσματική κάλυψη του Στόλου από τον αέρα, τόσο για την παρεμπόδιση της εχθρικής αναγνώρισης, όσο και για την προστασία  των πλοίων.  Γι αυτόν τον σκοπό είχαν συμφωνηθεί τα ακόλουθα μεταξύ του Ιταλικού Ναυτικού και των δυο συμμάχων Αεροποριών:

Η Γερμανική Αεροπορία από την Σικελία θα εκτελούσε την παραμονή της επιχείρησης αναγνώριση πάνω από την Αλεξάνδρεια και την Κεντρική Μεσόγειο, θα βομβάρδιζε την Μάλτα και θα απαγόρευε τη πτήση αεροπλάνων από την Μάλτα στη συγκεκριμένη περιοχή.  Την ημέρα που τα Ιταλικά πλοία θα βρίσκονταν στα νερά της Κρήτης, τα Ιταλικά αεροπλάνα θα βομβάρδιζαν τα αεροδρόμια της νήσου, θα εκτελούσαν αναγνώριση σ’ αυτή την περιοχή και στις Βρετανικές οδούς συγκοινωνιών από την Αλεξάνδρεια προς το Αιγαίο και θα παρείχαν κάλυψη στον Στόλο μέχρι του μεσημβρινού της Απολλωνίας (της Κυρηναϊκής). Συγχρόνως η Γερμανική Αεροπορία θα αναγνώριζε την περιοχή μεταξύ Κυρηναϊκής και Κρήτης και θα παρείχε κάλυψη, μέχρι δυο ώρες πριν το σκοτάδι.  Τέλος, η Ιταλική Αεροπορία από την Ρόδο θα διέθετε το πρωί της επιχείρησης διωκτικά για την προστασία των πλοίων στην περιοχή της Κρήτης.  Μάλιστα, επειδή η Γερμανική Αεροπορία θα συνεργάζονταν για πρώτη φορά με το Ιταλικό Ναυτικό  την ημέρα που οι Ιταλικές ναυτικές δυνάμεις θα έβγαιναν από το Στενό της Μεσσήνης, θα διενεργούνταν άσκηση συνοδείας και αναγνώρισης πλοίων από μεγάλο αριθμό Γερμανικών αεροσκαφών.

Η κεντρική ιδέα της επιχείρησης ήταν η επιδρομή με εύδρομα που θα υποστηρίζονταν από το θωρηκτό RN VITTORIO VENETO στο οποίο επέβαινε ο Αρχηγός του Στόλου, Ναύαρχος Iachino.  Στη δύναμη περιλαμβάνονταν 6 βαριά εύδρομα, 2 ελαφρά και 13 αντιτορπιλικά.  Τα πλοία θα απέπλεαν από διάφορες βάσεις γύρω στις 11:00  της 27ης Μαρτίου του 1941 και θα συνενώνονταν σε θέση περί τα 60 μίλια ανατολικά της Αυγούστας.  Στη συνέχεια όλη η δύναμη θα έπλεε προς την Απολλωνία της Κυρηναϊκής μέχρι τις 20:00, οπότε θα χωρίζονταν σε δυο τμήματα που θα εκτελούσαν δυο διαφορετικές σαρώσεις.

Η 1η μοίρα βαριών εύδρομων που αποτελούσαν τα πλοία RN ZARA, RN POLA, RN FIUME και 4 αντιτορπιλικά και η 8η μοίρα ελαφρών εύδρομων που αποτελούσαν τα πλοία RN ABRUZZI, RN GARIVALDI και 2 αντιτορπιλικά θα έπλεαν προς το Αιγαίο μέχρι το ανατολικό άκρο της Κρήτης, όπου θα βρίσκονταν περί την 08:00 της 28ης Μαρτίου.  Θα ανέστρεφαν τότε πορεία και γύρω στις 15:00 θα βρίσκονταν σε στίγμα 90 μίλια ΝΔ του Ναυαρίνου, όπου θα συνενώνονταν με την άλλη ομάδα, προκειμένου όλη η δύναμη να επιστρέψει στις βάσεις της.

Η άλλη ομάδα, που αποτελούσαν το θωρηκτό RN VITTORIO VENETO με 4 αντιτορπιλικά και η 3η μοίρα βαριών εύδρομων με τα πλοία RN TRIESTE, RN TRENTO, RN BOLZANO και 3 αντιτορπιλικά θα έπλεαν προς στίγμα 20 μίλια νότια της νησίδας Γαύδος και γύρω στις 07:00, αν δεν συναντούσαν τίποτε, θα ανέστρεφαν πορεία προς το πιο πάνω αναφερόμενο στίγμα συγκέντρωσης όλης της δύναμης.

Από την έναρξη της επιχείρησης άρχισαν να μην τηρούντα τα συμφωνηθέντα με την Αεροπορία. Το πρωί της 27ης Μαρτίου δεν εμφανίστηκαν τα Γερμανικά αεροπλάνα για να εκτελέσουν την προαναφερθείσα άσκηση.  Στις 12:20 αναφέρθηκε ότι Βρετανικό αναγνωριστικό πετούσε κοντά στη 3η μοίρα εύδρομων που προπορεύονταν της Ιταλικής δύναμης.  Όπως όμως προέκυψε από την αποκρυπτογράφηση της αναφοράς του αεροπλάνου, λόγω κακής ορατότητας, αυτό δεν είχε αντιληφθεί την παρουσία ούτε του RN VITTORIO VENETO, ούτε των άλλων μοιρών εύδρομων που έπλεαν πίσω από αυτό.

Αν και η πρώτη προϋπόθεση της επιχείρησης – ο αιφνιδιασμός- είχε εκλείψει, αυτή συνεχίστηκε όπως είχε προδιαγραφεί.  Επειδή όμως καμιά πληροφορία είχε ληφθεί σχετικά με τις κινήσεις του εχθρού, μετά από την αναφορά που δόθηκε από το αναγνωριστικό του η Supermarina διέταξε στις 22:00 της 27ης την 1η και 8η μοίρα εύδρομων που κατευθύνονταν προς το Αιγαίο να μη προχωρήσουν άλλο, αλλά να χειρίσουν, ώστε το πρωί της επομένης να συνενωθούν με την ομάδα του RN VITTORIO VENETO.  Αυτό και έγινε.

Στις 06:35 της 28ης Μαρτίου, και ενώ όλη η Ιταλική δύναμη βρίσκονταν νότια της Γαύδου, ένα μικρό αναγνωριστικό του εντόπισε 4 Βρετανικά εύδρομα με 4 αντιτορπιλικά να πλέουν νότια, σε απόσταση περίπου 50 μιλίων.  Η 3η μοίρα εύδρομων που προπορεύονταν του Ιταλικού σχηματισμού διατάχθηκε να αποκαταστήσει επαφή με τον εχθρό, ενώ το RN VITTORIO VENETO έπλεε για υποστήριξή της.  Στις 08:12 η Ιταλική μοίρα άνοιξε πυρ κατά των Βρετανικών πλοίων από απόσταση 25.000 μέτρων κι έτσι άρχισε η συνάντηση της Γαύδου

Επειδή γύρω στο τέλος Μαρτίου 1941 είχε γίνει γνωστό ότι πλησίαζε η Γερμανική επίθεση κατά της Ελλάδος και παρατηρούνταν αύξηση της εχθρικής αναγνώρισης νότια και δυτικά της Κρήτης,  η Βρετανική πλευρά είχε βγάλει το συμπέρασμα ότι ετοιμάζονταν σημαντική επιχείρηση του Ιταλικού Στόλου.  Από όλες τις δυνατές ενέργειές του, πιθανότερη φαίνονταν η προσβολή των προς την Ελλάδα στρατιωτικών νηοπομπών και μάλιστα νότια της Κρήτης.

Για την αντιμετώπιση αυτής της περίπτωσης,  ο καλλίτερος τρόπος ενέργειας των Βρετανών θα ήταν η παραμονή του Στόλου μάχης δυτικά της Κρήτης.  Τότε όμως οι Ιταλοί, που θα πληροφορούνταν την παρουσία του από την αναγνώριση, θα ανέβαλαν την επιχείρηση μέχρις ότου αναγκαστεί να πλεύσει στην Αλεξάνδρεια για ανεφοδιασμό σε καύσιμα.   Συνεπώς, για να εξαναγκαστούν οι Ιταλοί σε μάχη θα έπρεπε ο Στόλος της Αλεξάνδρειας να αποπλεύσει μόλις σκοτεινιάσει –προκειμένου να μην εντοπιστεί πριν από το πρωί της επομένης- αφού προηγουμένως είχε εξακριβωθεί ότι πράγματι ο Ιταλικός Στόλος βρίσκονταν εν πλω.  Απαιτείτο επίσης οι κινήσεις των Βρετανικών νηοπομπών να φαίνονται κανονικές, χωρίς όμως και να εκτίθενται σε προσβολή.

Όταν το πρωί της 27ης Μαρτίου το Βρετανικό αναγνωριστικό ανέφερε τη παρουσία της Ιταλικής μοίρας εύδρομων περί τα 80 μίλια ανατολικά του ΝΑ άκρου της Σικελίας και νοτιανατολική πορεία, βγήκε το συμπέρασμα ότι ήταν πολύ πιθανό να βρίσκονται κοντά και βαριά Ιταλικά πλοία και ότι ο πιθανός στόχος των Ιταλών θα ήταν οι νηοπομπές προς την Ελλάδα.   Εκείνη την ημέρα μια μόνο νηοπομπή ήταν εν πλω κατευθυνόμενη προς Πειραιά [Πρόκειται για νηοπομπή στην οποία μετείχε και το Ελληνικό αντιτορπιλικό ΒΑΣ. ΓΕΩΡΓΙΟΣ στο οποίο επέβαινε ο Ανώτερος Διοικητής Αντιτορπιλικών Πλοίαρχος Γρ. Μεζεβίρης ως Διοικητής της συνοδείας. Βλέπε: «Οι Ναυτικές Επιχειρήσεις του Μαρτίου 1941»].  Η νηοπομπή διατάχθηκε να ακολουθήσει την πορεία της μέχρι το σκοτάδι και στη συνέχεια να αναστρέψει πορεία. Μια άλλη νηοπομπή από τον Πειραιά προς νότο έλαβε διαταγή να μην αποπλεύσει.

Η κύρια δύναμη του Βρετανικού Στόλου αποτελούμενη από τα θωρηκτά HMS WARSPITE, HMS BARHAM και HMS VALIANT και του αεροπλανοφόρου HMS FORMIDABLE με 9 αντιτορπιλικά, απέπλευσε από την Αλεξάνδρεια στις 19:00 της 27ης Μαρτίου και έπλευσε προς ΒΔ.  Αφετέρου, ένας Βρετανικός σχηματισμός με 4 εύδρομα και 4 αντιτορπιλικά υπό τον Αντιναύαρχο Wippel που βρίσκονταν στο Αιγαίο διατάχθηκε να βρίσκεται ΝΔ της νήσου Γαύδου τα χαράματα της 28ης Μαρτίου.  Με αυτόν τον σχηματισμό συναντήθηκε η 3η Ιταλική μοίρα εύδρομων.

Μόλις έλαβε την αναφορά του Wippel για τη συνάντησή του με τα Ιταλικά πλοία, ο Ναύαρχος Cunningham έσπευσε με την μέγιστη δυνατή ταχύτητα των 22 μιλίων – ανωμαλία στο ψυγείο του  HMS WARSPITE  δεν επέτρεπε μεγαλύτερη ταχύτητα- για να τον συναντήσει, ενώ ο Ναύαρχος Wippel  άλλαξε πορεία για να παρασύρει τους Ιταλούς προς την κύρια Βρετανική δύναμη.

Μετά ανταλλαγή πυρών μεταξύ των αντίπαλων εύδρομων που διάρκεσε περί τα 40 λεπτά της ώρας χωρίς κανένα αποτέλεσμα και για τις δυο πλευρές, ο Ναύαρχος Iachino διέταξε την 3η μοίρα να αναστρέψει πορεία και μετά από λίγο όλη η Ιταλική δύναμη έλαβε πορεία προς τις βάσεις της.  Ο Ιταλός Ναύαρχος έλαβε αυτή την απόφαση –που εκ πρώτης όψεως τουλάχιστον φαίνεται λίγο βιαστική- γιατί η παραμονή της δύναμής του σ’ αυτή την περιοχή θα ήταν άσκοπη εφόσον δεν είχε εμφανιστεί εχθρική νηοπομπή, ενώ ανά πάσα στιγμή μπορούσαν να εκδηλωθούν εχθρικές αεροπορικές επιθέσεις και τα καταδιωκτικά που περίμενε δεν είχαν αποσταλεί.

Όταν όμως τα Ιταλικά εύδρομα ανέστρεψαν πορεία, στράφηκαν και τα Βρετανικά για να τηρήσουν την επαφή μ’ αυτά.  Μόλις εκδηλώθηκε αυτή η κίνηση του Βρετανικού σχηματισμού, το RN VITTORIO VENETO άλλαξε πορεία και έπλευσε να τον συναντήσει και μόλις βρέθηκε εν όψει του – στις 10:50 – διατάχθηκε και η 3η μοίρα εύδρομων να αναστρέψει προκειμένου τα Βρετανικά πλοία να βρεθούν μεταξύ δυο πυρών.

Οι Βρετανοί αγνοούσαν τη παρουσία του RN VITTORIO VENETO στη περιοχή, αιφνιδιάστηκαν και η δύναμη υπό τον Ναύαρχο Wippel πέρασε πολύ δυσάρεστες στιγμές.  Χάρις όμως στους επιδέξιους χειρισμούς και κάτω από τη κάλυψη καπνοφράγματος διέφυγε προς τη φιλική κύρια δύναμη.  Στο μεταξύ ο Ναύαρχος Cunningham έστειλε για να επιτεθούν στο RN VITTORIO VENETO τα τορπιλοπλάνα του HMS FORMIDABLE,  ενώ έσπευδε με τα θωρηκτά να υποστηρίξει τα εύδρομα.

Η πρώτη αυτή αεροπορική επίθεση υπήρξε ανεπιτυχής, είχε όμως ως αποτέλεσμα ότι ο Ναύαρχος Iachino αφού διαπίστωσε την έναρξη των αεροπορικών επιθέσεων που είχε προβλέψει επανήλθε στη πρώτη του απόφαση και στις 11:30 διέταξε όλα τα πλοία να πάρουν πορεία προς τις βάσεις τους.

Ακολούθησαν και άλλες αεροπορικές επιθέσεις στις οποίες έλαβαν μέρος και βομβαρδιστικά της R.A.F. από την Ελλάδα και μερικά ναυτικά από την Κρήτη, χωρίς όμως και αυτές να προκαλέσουν κάποια ζημιά στα εχθρικά πλοία.  Μια όμως επίθεση κατά του RN VITTORIO VENETO που έγινε γύρω στις 15:20 με βομβαρδιστικά και τορπιλοπλάνα είχε σοβαρότερα αποτελέσματα.  Το θωρηκτό δέχτηκε μια τορπίλη στις αριστερές έλικες, παρέμεινε ακίνητο και από το ρήγμα εισέρευσαν 4.000 τόνοι νερού.  Σύντομα όμως μπόρεσε να συνεχίσει τον πλου προς Τάραντα με τις δεξιές έλικες, αρχικά με ταχύτητα 10 μιλίων που αυξήθηκε βαθμιαία σε 20 μίλια.

Ο Ναύαρχος Iachino είχε επανειλημμένα, αλλά μάταια, ζητήσει την αεροπορική κάλυψη με Ιταλικά και Γερμανικά καταδιωκτικά που του είχαν υποσχεθεί, αλλά αυτή δεν του δόθηκε ούτε και μετά τον τορπιλισμό του RN VITTORIO VENETO.  Φαίνεται μάλιστα ότι γύρω στις 17:30 πήρε απάντηση από τη Γερμανική Αεροπορία ότι δεν μπορούσε να αναλάβει τέτοια αποστολή, διότι ήταν δυνατόν τα αεροσκάφη να προσβάλουν από παρεξήγηση Ιταλικά πλοία, εφόσον η θέση των Βρετανικών ήταν άγνωστη.  Ας σημειωθεί ότι γύρω στις 11:00 το HMS FORMIDABLE είχε υποστεί ανεπιτυχή επίθεση Ιταλικών τορπιλοπλάνων και συνεπώς την ώρα εκείνη τουλάχιστον η θέση της κύριας Βρετανικής δύναμης θα ήταν περίπου γνωστή.

Αλλά και οι αναφορές που έδιναν τα Βρετανικά αναγνωριστικά ήταν ασαφείς και συγκεχυμένες, τόσον όσον αφορά τις Ιταλικές δυνάμεις εν πλω, όσον και ως προς τις ακριβείς τους θέσεις.  Μεταξύ άλλων είχαν αναφέρει και ανύπαρκτη δύναμη που περιλάμβανε 2 θωρηκτά τύπου Cavour.  Επίσης οι αναφερόμενες ταχύτητες του RN VITTORIO VENETO μετά τον τορπιλισμό του, ήταν σημαντικά κατώτερες των πραγματικών.  Τη στιγμή που χτυπήθηκε το θωρηκτό, η απόστασή του από τη Βρετανική δύναμη ήταν περί τα 80 μίλια.  Η ελάττωση της απόστασης των δυο Στόλων στη συνέχεια ήταν βραδεία, ενώ η αναγνώριση είχε αναφέρει ότι το Ιταλικό θωρηκτά έπλεε με ταχύτητα μόνο 8 κόμβων.

Ήταν έτσι προφανές ότι η κύρια Βρετανική δύναμη δεν θα μπορούσε να καταφτάσει το RN VITTORIO VENETO πριν σκοτεινιάσει.  Έτσι διατάχθηκε η υπό τον Ναύαρχο Wippel δύναμη να πλεύσει ολοταχώς για να αποκαταστήσει την επαφή με αυτό, ενώ δύναμη κρούσεως από 8 αντιτορπιλικά υπό τον Πλοίαρχο Mack επί του HMS JERVIS έλαβε την εντολή να διενεργήσει νυχτερινή τορπιλική επίθεση, αν τα εύδρομα εντόπιζαν το θωρηκτό.  Διατάχθηκε επίσης και νέα επίθεση των τορπιλοπλάνων του HMS FORMIDABLE το σούρουπο.

Ο Ναύαρχος Iachino με τη βεβαιότητα ότι καθ’ όλη τη διάρκεια της ημέρας θα δέχονταν αεροπορικές επιθέσεις, έστειλε την 8η μοίρα ελαφρών εύδρομων στη βάση της και έταξε τα υπόλοιπα πλοία σε ασυνήθιστο σχηματισμό.  Στο κέντρο βρίσκονταν το RN VITTORIO VENETO με ένα αντιτορπιλικό προς τη πλώρη και ένα προς τη πρύμνη, δεξιά η 1η μοίρα βαριών εύδρομων σε γραμμή παραγωγής και στη πρύμνη της τα αντιτορπιλικά της και αριστερά η 3η μοίρα βαριών εύδρομων με τα αντιτορπιλικά της, με την όμοια διάταξη.

Κατά την τελευταία επίθεση των τορπιλοπλάνων – γύρω στις 19:25 χτυπήθηκε με τορπίλη το εύδρομο της 1ης μοίρας RN POLA και παρέμεινε ακίνητο.   Ο Αρχηγός του Ιταλικού Στόλου βρέθηκε τότε μπρος στο πρόβλημα της παροχής βοήθειας στο πλοίο που κινδύνευε και των μέσων που θα έπρεπε να διατεθούν γι αυτό, με βάση και τις υπάρχουσες πληροφορίες σχετικά με τις εχθρικές δυνάμεις που βρίσκονταν στη περιοχή.  Η παρουσία των εύδρομων του Ναυάρχου Wippel  και του αεροπλανοφόρου ήταν γνωστή, δεν του είχε όμως δοθεί πληροφορία για τα 3 Βρετανικά θωρηκτά.   Παρ’ όλα αυτά, οι Ιταλοί ερμήνευσαν την έλλειψη πληροφοριών για τις Βρετανικές δυνάμεις ως ένδειξη ότι αυτές είχαν αναστρέψει προς την Αλεξάνδρεια και μ’ αυτή την προϋπόθεση ρύθμισαν τις κινήσεις των Ιταλικών πλοίων.  Αυτό είναι ακόμα πιο αδικαιολόγητο καθόσον στις 17:45 η ραδιογωνιομέτρηση είχε δείξει εκείνη τη στιγμή τη παρουσία Βρετανικού σχηματισμού σε απόσταση περί τα 75 μίλια από τη θέση του RN VITTORIO VENETO.  Οι Ιταλοί είχαν όμως υποθέσει ότι επρόκειτο για αντιτορπιλικά.

Ο Διοικητής της 1ης μοίρας εύδρομων – στην οποία ανήκε το RN POLA  – είχε ζητήσει την έγκριση του Αρχηγού του Στόλου για να αποστείλει 2 αντιτορπιλικά προς βοήθειά του.  Ο Ναύαρχος Iachino όμως με την έμμονη ιδέα ότι δεν υπήρχαν στη περιοχή υπέρτερες εχθρικές δυνάμεις διέταξε να σπεύσουν για βοήθεια του RN POLA  τα υπόλοιπα πλοία της 1ης μοίρας – τα εύδρομα RN ZARA και RN FIUME και 4 αντιτορπιλικά.   Φαίνεται ότι και ο Διοικητής της μοίρας θα είχε καταλήξει στο συμπέρασμα ότι τα Βρετανικά θα βρίσκονταν πολύ μακριά, διότι αντί να τάξει τα αντιτορπιλικά ως προπέτασμα των εύδρομων – όπως ήταν επιβεβλημένο- τοποθέτησε όλα τα πλοία σε γραμμή παραγωγής, με επικεφαλής τα εύδρομα.

Ο Ναύαρχος Cunningham είχε το απόγευμα και νεώτερες πληροφορίες για τον εχθρό.   Στις 17:45 αναγνωριστικό του HMS WARSPITE  ανέφερε ότι το RN VITTORIO VENETO απείχε περί τα 45 μίλια και έπλεε δυτικά με ταχύτητα 15 κόμβων.  Στις 19:30 ο Ναύαρχος Wippel ανέφερε ότι τα εχθρικά πλοία βρίσκονταν σε απόσταση 9 μιλίων προς ΒΔ και τα τορπιλοπλάνα που επέστρεψαν από την τελευταία επίθεση γνώρισαν ότι είχαν καταφέρει πλήγματα κατά των εχθρικών πλοίων.  Με βάση λοιπόν αυτές τις πληροφορίες ο Αρχηγός του Βρετανικού Στόλου αποφάσισε να συνεχίσει τη δίωξη σύμφωνα με το σχέδιο που έχει προαναφερθεί.  Πλησίαζε ο χρόνος συνάντησης με την 1η μοίρα εύδρομων.

Στις 22:11 Βρετανικό εύδρομο εντόπιζε με το ραντάρ του άγνωστο πλοίο ακινητοποιημένο σε απόσταση 5 μιλίων.  Όταν δε πλησίασαν τα θωρηκτά και το ραντάρ του HMS VALIANT εντόπισε το ίδιο πλοίο.  Επρόκειτο για το RN POLA αλλά οι Βρετανοί υπέθεσαν ότι πιθανόν να ήταν το RN VITTORIO VENETO και τα θωρηκτά ετοιμάστηκαν για να ανοίξουν πυρ κατ’ αυτού.  Όμως, μετά από λίγο, από την άλλη πλευρά της Βρετανικής ναυαρχίδας – του HMS WARSPITE  – έγιναν αντιληπτά 2 μεγάλα εύδρομα με ένα μικρότερο εύδρομο επικεφαλής που διασταύρωναν τη γραμμή των θωρηκτών.  Τα 2 μεγάλα ήταν τα RN ZARA και RN FIUME, μικρότερο όμως εύδρομο δεν υπήρχε σύμφωνα με την Ιταλική εκδοχή.

Τα πυροβόλα των Βρετανικών θωρηκτών δεν βράδυναν να στραφούν κατά του νέου στόχου από απόσταση περί τα 3.500 μέτρα και μέσα σε λίγα λεπτά της ώρας τα 2 εύδρομα μεταβλήθηκαν σε άμορφη καιόμενη μάζα.  Είχαν τελείως αιφνιδιαστεί και τα μεγάλα πυροβόλα τους ήταν στραμμένα κατά το διάμηκες.

Τα αντιτορπιλικά που συνόδευαν τα εύδρομα εκδήλωσαν επίθεση κατά των Βρετανικών θωρηκτών την οποία αυτά απέφυγαν με αθρόα στροφή, ενώ τα αντιτορπιλικά που συνόδευαν την κύρια Βρετανική δύναμη αντεπιτέθηκαν.  Ακολούθησε η αναπόφευκτη σε τέτοιες νυχτερινές συναντήσεις ανάμιξη των πλοίων και ως εκ θαύματος ένα Βρετανικό αντιτορπιλικό διέφυγε το πυρ του HMS WARSPITE  που στρέφονταν εναντίον του.  Τα Ιταλικά εύδρομα, των οποίων είχε διαταχθεί η εγκατάλειψη, βυθίστηκαν τελικά από τους Βρετανούς με τορπίλες.

Γύρω στις 23:00 ο Ναύαρχος Cunningham διέταξε όλες τις δυνάμεις του που δεν ήταν απασχολημένες με τη βύθιση εχθρικών πλοίων να αποσυρθούν προς ΒΑ, συγχρόνως όμως τα 8 αντιτορπιλικά υπό τον Πλοίαρχο Mack – που βρίσκονταν γύρω στα 20 μίλια πρώραθεν – διατάσσονταν να μην αποσυρθούν πριν εκδηλώσουν την επίθεσή τους.

Όπως ο ίδιος ο Ναύαρχος γράφει, αυτή η διαταγή του ήταν ατυχής διότι ο Wippel συμμορφώθηκε με αυτή και διέκοψε τις προσπάθειές του να έρθει σε επαφή με το RN VITTORIO VENETO.  Μια άλλη σύμπτωση έφερε και τον Στολίσκο υπό τον Πλοίαρχο Mack μακριά από το Ιταλικό θωρηκτό, το οποίο τελικά δεν εντοπίστηκε και κατόρθωσε να διαφύγει στον Τάραντα.

Γύρω στα μεσάνυχτα το αντιτορπιλικό HMS HAVOCK , που μέχρι τότε ήταν απασχολημένο με την καταβύθιση εχθρικού αντιτορπιλικού, ανέφερε ότι βρίσκονταν σε επαφή με θωρηκτό.  Ο Πλοίαρχος Mack τότε, υποθέτοντας ότι επρόκειτο για το RN VITTORIO VENETO έσπευσε προς την θέση που είχε υποδειχθεί κι έτσι απομακρύνθηκε περί τα 60 μίλια δυτικά.  Συνέχισε δε αυτή την κίνηση και αφού το HMS HAVOCK μετά μια ώρα ανέφερε ότι το εν όψει πλοίο δεν ήταν θωρηκτό, αλλά βαρύ εύδρομο.  Ήταν το RN POLA που βρίσκονταν ακινητοποιημένο και μισο- βυθισμένο.  Όταν το πλησίασαν 3 Βρετανικά αντιτορπιλικά, το πλήρωμα ήταν συγκεντρωμένο στο κατάστρωμα και το εύδρομο δεν προέβαλε καμιά αντίσταση.   Στο μεταξύ κατέφθασε και ο Πλοίαρχος Mack επί του HMS JERVIS, το οποίο πλεύρισε το εύδρομο, παρέλαβε το πλήρωμά του και στη συνέχεια το βύθισε με τορπίλες.

Όπως αναφέρθηκε από τον Ναύαρχο Cunningham, επί του RN POLA επικρατούσε απερίγραπτη σύγχυση, είχε εκλείψει κάθε ίχνος πειθαρχίας και πολλοί άνδρες ήταν μεθυσμένοι.  Αυτά τα τελευταία όμως διαψεύδονται από τους Ιταλούς που δίνουν τις ακόλουθες εξηγήσεις:  Το RN POLA δεν μπορούσε να προβάλει αντίσταση διότι οι βλάβες του ήταν τέτοιες ώστε ήταν αδύνατος ο χειρισμός των βαριών πυροβόλων καθώς και ο ανεφοδιασμός του δευτερεύοντος πυροβολικού με πυρομαχικά.  Αναμένοντας την άφιξη των Βρετανικών πλοίων που θα αποτέλειωναν την καταβύθισή του, ο Κυβερνήτης είχε διατάξει το άνοιγμα των κρουνών κατάκλισης  και την εγκατάλειψη του πλοίου.  Επειδή όμως η ώρα περνούσε και οι Βρετανοί δεν εμφανίζονταν και το πλοίο βυθίζονταν πολύ αργά, μερικοί από τους άνδρες  – αυτοί που επιβιβάστηκαν στο HMS JERVIS ήταν 258 και μεταξύ τους και ο Κυβερνήτης- αντί να περιμένουν στο κρύο νερό προτίμησαν να ανέβουν και πάλι στο πλοίο.  Με την ελπίδα δε ότι ίσως κατέφθανε βοήθεια, ο Κυβερνήτης είχε διατάξει την διακοπή της κατάκλισης.

Πιθανόν όσα ανέφερε ο Ναύαρχος Cunningham να ήταν λίγο υπερβολικά, αλλά και οι εξηγήσεις που δόθηκαν δεν φαίνονται απολύτως ικανοποιητικές.  Πάντως, δεν είναι σωστό η όλη πολεμική δράση του ιταλικού Ναυτικού να κριθεί από το μεμονωμένο αυτό γεγονός. Στο βιβλίο αυτό αναφέρονται πολλές περιπτώσεις θαρραλέων ενεργειών και αυτοθυσίας του προσωπικού του.

Η Βρετανική αναγνώριση το πρωί της επομένης, 29ης Μαρτίου 1941, δεν έδειξε κανένα ίχνος εχθρού.  Ο Βρετανικός Στόλος γύρισε στο πεδίο της μάχης και τα αντιτορπιλικά προχώρησαν στη διάσωση  των Ιταλών ναυαγών, την οποία όμως αναγκάστηκαν να διακόψουν διότι δέχτηκαν επίθεση Γερμανικών αεροπλάνων.  Ο Στόλος στη συνέχεια κατευθύνθηκε προς Αλεξάνδρεια, όπου και έφθασε ασφαλής την 30η Μαρτίου, αφού την προηγούμενη δέχτηκε σφοδρή αλλά ανεπιτυχή αεροπορική επίθεση.

Το Ιταλικό Ναυτικό έχασε σ’ αυτή την περιπέτεια 3 βαριά εύδρομα και 2 αντιτορπιλικά, ενώ οι απώλειες του προσωπικού έφθασαν περίπου τις 3.000, μεταξύ των οποίων περιλαμβάνονταν ο Διοικητής της 1ης μοίρας Ναύαρχος Cattaneo και οι κυβερνήτες των εύδρομων RN ZARA και RN FIUME και των 2 αντιτορπιλικών.

Η μόνη απώλεια των Βρετανών ήταν ένα αεροπλάνο.  Όμως, το RN VITTORIO VENETO διέφυγε και έτσι ο πρωταρχικός σκοπός του Ναυάρχου Cunningham δεν εκπληρώθηκε.»