« Μέσα στη γενική σύγχυση που επικρατούσε στην Ιταλία τις παραμονές της πτώσης της, φαίνεται ότι το Ναυτικό ήταν ακόμα μια συγκροτημένη δύναμη.  Το δεύτερο δεκαπενθήμερο του Αυγούστου, εκτός από εκείνα που βρίσκονταν σε επισκευή, ήταν ακόμα διαθέσιμα 5 θωρηκτά, 8 εύδρομα, 12 περίπου αντιτορπιλικά, γύρω στα 25 αντιτορπιλικά συνοδείας και κορβέτες, 24 υποβρύχια και αριθμός τορπιλακάτων  και μονάδων εφόδου.  Αυτά ήταν κατανεμημένα σε δυο μέτωπα, της Τυρρηνικής και του Ιονίου.

Οι Ιταλοί αναφέρουν ότι τις παραμονές της απόβασης στην ηπειρωτική Ιταλία η Ανωτάτη Διοίκηση του Ιταλικού Ναυτικού είχε εκδώσει τις διαταγές που η έκδοσή τους δεν είχε κριθεί σκόπιμη όταν προετοιμάζονταν η εισβολή στη Σικελία.  Ο τότε Αρχηγός του Στόλου Ναύαρχος Bergamini είχε διαταχθεί να αποκρούσει τις εχθρικές αποβατικές ενέργειες με όλα τα διαθέσιμα πλοία, από θωρηκτά μέχρι τορπιλακάτους, έστω και αν υποχρεώνονταν να δώσει μάχη με πολύ υπέρτερες δυνάμεις.

Τα υποβρύχια θα έσπευδαν στη ζώνη των επιχειρήσεων και όλες οι μικρές μονάδες θα ρίχνονταν στη μάχη τη πρώτη νύχτα της απόβασης.  Όπως τονίζεται, η διαταγή αυτή εκδόθηκε με πλήρη επίγνωση ότι κανένα θετικό αποτέλεσμα δεν μπορούσε να προκύψει, λόγω της συντριπτικής υπεροχής του αντιπάλου στον αέρα και στη θάλασσα. Επρόκειτο για μια χειρονομία για τη τιμή του Ναυτικού.

Οπωσδήποτε, δεν δόθηκε στον Ιταλικό Στόλο η ευκαιρία να εκτελέσει αυτές τις διαταγές, διότι η στιγμή κατά την οποία θα έπρεπε να δράσει συνέπεσε με τη στιγμή της υπογραφής της ανακωχής.  Προκαλεί όμως εντύπωση ότι η ύστατη αυτή θυσία του Στόλου αποφασίστηκε μόνο όταν κινδύνευε η ηπειρωτική Ιταλία, σαν να μην αποτελούσε και η Σικελία τμήμα του εθνικού εδάφους.   Πάντως, η δράση του Στόλου θα μπορούσε να είναι περισσότερο αποτελεσματική κατά τη στιγμή της απόβασης στη Σικελία, παρά όταν οι Σύμμαχοι αποβιβάζονταν στην ιταλική χερσόνησο έχοντας ήδη στη διάθεσή τους όλα τα αεροδρόμια της Σικελίας.

Στο μεταξύ, το Ιταλικό Ναυτικό συνέχιζε το συνηθισμένο του έργο.  Μετέφερε ενισχύσεις στη Σαρδηνία και τη Κορσική, πόντιζε ναρκοπέδια στις πιθανές περιοχές απόβασης, καθώς και φραγμούς αντιαποβατικών ναρκών.  Κατά τη διάρκεια αυτών των τελευταίων επιχειρήσεων, που διεξήχθησαν κάτω από εντατικούς βομβαρδισμούς της εχθρικής αεροπορίας, χάθηκαν  2 αντιτορπιλικά, 2 αντιτορπιλικά συνοδείας, 1 υποβρύχιο και αριθμός μικρότερων μονάδων.

Η Ανώτατη Διοίκηση του Ναυτικού δεν ήταν ενημερωμένη για τις διαπραγματεύσεις για σύναψη ανακωχής.  Μόνο στις 3 Σεπτεμβρίου –όταν είχε ήδη υπογραφεί το προκαταρκτικό Σύμφωνο- ανακοινώθηκε στον τότε Αρχηγό του Γ.Ε.Ν. Ναύαρχο De Courten ότι διεξάγονταν σχετικές διαπραγματεύσεις με τους Συμμάχους, με σύγχρονη εντολή να μην ανακοινώσει αυτό σε κανένα.   Το βράδυ της 6ης Σεπτεμβρίου δόθηκε στον Ναύαρχο η πληροφορία ότι η υπογραφή της ανακωχής ήταν επικείμενη – πάντως όχι πριν της 10ης– και ανακοινώθηκαν όσα αφορούσαν το Ναυτικό.  Συγχρόνως εξουσιοδοτήθηκε να δώσει προφορικά άκρως απόρρητες οδηγίες στους ναυάρχους Αρχηγούς, για τη περίπτωση πιθανού γερμανικού πραξικοπήματος, χωρίς όμως και πάλι να κάνει αναφορά στα περί ανακωχής.

Επρόκειτο για μια πολύ περίεργη κατάσταση.  Κάτω από τις ιδιόρρυθμες συνθήκες που υπογράφηκε η ανακωχή, επιβάλλονταν βέβαια η τήρηση απόλυτης μυστικότητας για να μην αντιληφθούν τίποτα οι γερμανοί, μέχρι τη τελευταία στιγμή.  Δεν είναι όμως νοητό το απόρρητο να επεκτείνεται στους Αρχηγούς των Γενικών Επιτελείων.  Ποιες απόρρητες οδηγίες μπορούσε να δώσει ο Αρχηγός του Γ.Ε.Ν. στους υφιστάμενούς του, όταν ο ίδιος αγνοούσε ότι η ανακωχή είχε ήδη υπογραφεί και πώς θα εξηγούσε τη πιθανότητα γερμανικού πραξικοπήματος, χωρίς να αναφέρει τίποτε περί ανακωχής;

Έτσι, όταν αναφέρθηκε μεγάλη συμμαχική αποβατική δύναμη έξω από το Παλέρμο, εφόσον η ανακωχή δεν είχε ακόμα ανακοινωθεί και για να μη δημιουργηθούν υπόνοιες στους γερμανούς, η Supermarina διάταξε τη λήψη μέτρων αντίστασης.  Κατά συνέπεια, σύμφωνα με τις υφιστάμενες διαταγές, τα υποβρύχια κινήθηκαν προς τις περιοχές περιπολίας τους που είχαν καθοριστεί.   Το βράδυ της 7ης ένα από αυτά βυθίστηκε από βρετανικό υποβρύχιο έξω από το Σαλέρνο.  Εξάλλου, το πρωί της 8ης, όταν αναφέρθηκε η παρουσία των συμμαχικών νηοπομπών με τις αποβατικές δυνάμεις περί το μέσο της οδού μεταξύ Παλέρμου και Νεαπόλεως,  ο Στόλος διατάχθηκε να ετοιμαστεί για να αποπλεύσει το απόγευμα της ίδιας ημέρας για τη τελευταία του μάχη, όπως νόμιζε το προσωπικό.  Όταν όμως έγινε γνωστό στη συνέχεια ότι οι Σύμμαχοι θα ανακοίνωναν το βράδυ την ανακωχή, ο απόπλους αναβλήθηκε μέχρι νεωτέρας διαταγής.

Το βράδυ της 7ης είχαν κληθεί σε σύσκεψη στη Ρώμη οι Ναύαρχοι Αρχηγοί, στους οποίους ο Αρχηγός του Γ.Ε.Ν. ανακοίνωσε τα «περί πιθανού πραξικοπήματος των γερμανών» και έχοντας υπόψη ότι η διακήρυξη της ανακωχής ίσως να γίνονταν την 10η, διάταξε να βρίσκονται στις θέσεις τους την 8η, για να πάρουν από την επομένη  τα επιβαλλόμενα μέτρα.  Με την επίσπευση όμως της διακήρυξης από τους Συμμάχους κατά 2 ημέρες, όλο το πρόγραμμα ανατράπηκε, μερικοί μάλιστα Ναύαρχοι που υπηρετούσαν στα πιο απομακρυσμένα Αρχηγεία μόλις είχαν φτάσει σ’ αυτά.

Αυτή η πρόωρη αναγγελία της ανακωχής είχε σοβαρές συνέπειες σχετικά με τη λήψη των επιβαλλόμενων μέτρων από τις Υπηρεσίες.

Δεν είχε ζητηθεί η γνώμη του Αρχηγού του Γ.Ε.Ν. σχετικά με τους όρους της ανακωχής που αφορούσαν το Ναυτικό.  Τις σχετικές λεπτομέρειες πληροφορήθηκε μόνον όταν αυτή ανακοινώθηκε. Πάντως, το Ναυτικό θεώρησε υποχρέωσή του να πειθαρχήσει απόλυτα στις διαταγές της νόμιμης κυβέρνησης της χώρας.  Όπως μάλιστα εξηγούν, δεν έγινε σκέψη για αυτοβύθιση των πλοίων –που κατά βάθος θα αποτελούσε την απλούστερη και με τους λιγότερους κίνδυνους λύση- διότι κρίθηκε ότι όπως είχαν διατυπωθεί οι όροι της ανακωχής στο προσωρινό πρωτόκολλο που είχε υπογραφεί, δεν θίγονταν η τιμή του Ναυτικού.  Δεν γίνονταν δηλαδή χρήση του όρου «παράδοση», αλλά προβλέπονταν η μεταφορά των πλοίων, με ιταλική σημαία, σε συμμαχικά λιμάνια για παροπλισμό.

Αναφέρονται δε και στη περίπτωση του Γερμανικού Στόλου κατά τον πρώτο παγκόσμιο πόλεμο, που αυτοβυθίστηκε μόνο μετά από επτάμηνη παραμονή στο Scapa-Flow, όταν επιβεβαιώθηκε ότι δεν επρόκειτο ποτέ να επιστραφεί στη Γερμανία.  Κάτω από αυτό το πνεύμα είχε εκδώσει σχετική διαταγή και η Supermarina.

Ουσιαστικά βέβαια επρόκειτο για παράδοση.  Άλλωστε,  και με τη Συνθήκη ειρήνης υποχρεώθηκε η Ιταλία να παραχωρήσει στους Συμμάχους υπό μορφή πολεμικών επανορθώσεων αρκετά από τα πλοία της και μάλιστα τις καλύτερες μονάδες.  Είναι όμως αρκετά πιθανό να είχαν λόγους να ελπίζουν ότι μελλοντικά τμήμα τουλάχιστον του Στόλου θα επιστρέφονταν –όπως και πράγματι έγινε- αφού μάλιστα λίγο μετά τη συνθηκολόγηση μερικά από τα πλοία τους συνεργάστηκαν με τους Συμμάχους εναντίον των γερμανών.

Μπορεί να λεχθεί ότι, αν κριθεί από πρακτική πλευρά, η νομιμόφρων συμμόρφωση του Ιταλικού Ναυτικού προς τους όρους της ανακωχής υπήρξε επωφελής για την Ιταλία.

***************************************

Σύμφωνα με  τους όρους της ανακωχής, τα ιταλικά πλοία που βρίσκονταν στην La Spezia θα απέπλεαν με την αναγγελία της συνθηκολόγησης και θα κατευθύνονταν προς τις ακτές της Βόρειας Αφρικής, όπου θα συναντούσαν βρετανική δύναμη που θα τα οδηγούσε στη Μάλτα.  Μετά από μια ή δυο ημέρες θα οδηγιόντουσαν στην ίδια βάση και τα πλοία από τον Τάραντα. Τα ιταλικά πλοία θα ύψωναν μαύρο επισείοντα, ως διακριτικό της συμμόρφωσής τους προς τους όρους της ανακωχής.

Οι ενέργειες των πλοίων καθορίστηκαν με λεπτομερείς διαταγές της Supermarina.  Σύμφωνα με αυτές αποκλείονταν η παράδοσή τους  ή η υποστολή της σημαίας και αν ζητούνταν αυτό όφειλαν να αυτοβυθιστούν.  Η ίδια διαταγή ίσχυε και για τα πλοία που δεν μπορούσαν να μετακινηθούν από τις βάσεις τους, λόγω βλαβών ή επισκευών.

Ο Αρχηγός του Ιταλικού Γ.Ε.Ν. είχε ζητήσει την έγκριση των Βρετανών ο Στόλος να πλεύσει πρώτα στη Maddalena της Σαρδηνίας, όπου προτάθηκε να μεταφερθούν και ο Βασιλιάς με τη Κυβέρνηση.  Έτσι, διατάχθηκε ο Αρχηγός του Στόλου να πλεύσει αρχικά προς αυτό το λιμάνι, εν αναμονή περαιτέρω διαταγών.

Ο Στόλος απέπλευσε από τη La Spezia την 03:00 της 9ης Σεπτεμβρίου και περιλάμβανε τα θωρηκτά RN ROMA, στο οποίο επέβαινε ο  Αρχηγός του Στόλου Ναύαρχος Bergamini, RN VITTORIO VENETO και RN ITALIA (όπως είχε μετονομαστεί το RN LITTORIO μετά τη μεταπολίτευση), 6 ελαφρά εύδρομα και 8 αντιτορπιλικά.

Όταν αυτή η ναυτική δύναμη βρίσκονταν δυτικά της Κορσικής και εν όψει της Maddalena, γύρω στις 15:50 της 9ης, δέχτηκε επίθεση από γερμανικά αεροσκάφη προερχόμενα από τη Νότια Γαλλία. Αυτά, για πρώτη φορά, χρησιμοποίησαν τηλεκατευθυνόμενες βόμβες, μια από τις οποίες έπληξε το RN ROMA, κοντά στη πρωραία πυριτιδαποθήκη. Αναπτύχθηκε τότε επικίνδυνη πυρκαγιά και μετά από 20 λεπτά της ώρας η πυριτιδαποθήκη ανατινάχθηκε και το θωρηκτό βυθίστηκε, συμπαρασύροντας τον Ναύαρχο, όλους σχεδόν τους αξιωματικούς και το μεγαλύτερο τμήμα του πληρώματος.  Χτυπήθηκε ακόμα και το θωρηκτό RN ITALIA, αλλά οι ζημιές δεν ήταν σοβαρές και μπόρεσε να συνεχίσει τον πλου του.

Το πρωί της επομένης ο Ιταλικός Στόλος, υπό την αρχηγία πλέον του Ναύαρχου Oliva που επέβαινε του εύδρομου RN EUGENIO DI SAVOIA, συναντήθηκε με τη βρετανική δύναμη, που αποτελούνταν από τα θωρηκτά HMS WARSPITE και HMS VALIANT και 7 αντιτορπιλικά, μεταξύ των οποίων και το ελληνικό Β.Ν. ΒΑΣΙΛΙΣΣΑ ΟΛΓΑ και ένα γαλλικό και οδηγήθηκε στη Μάλτα, όπου κατέπλευσαν το πρωί της 11ης.

Μετά την επίθεση της γερμανικής αεροπορίας κατά της ιταλικής δύναμης, η Supermarina είχε ζητήσει από τους βρετανούς την αποστολή αεροπορικής κάλυψης, αλλά δεν υπήρχε διαθέσιμη.

Κατά τη μεταφορά του Ιταλικού Στόλου στη Μάλτα, αυτός υπέστη και άλλη απώλεια.  Δυο αντιτορπιλικά που είχαν διαταχθεί να συνενωθούν με τον Στόλο ενώ έπλεαν κοντά στο Bonifacio της Κορσικής χτυπήθηκαν από τα επάκτια πυροβολεία που ήταν επανδρωμένα από γερμανούς και βυθίστηκαν. Τα αντιτορπιλικά αυτά είχαν αρχικά σταλθεί στη Civitavecchia για να παραλάβουν και να μεταφέρουν στη Maddalena τον Βασιλιά και τη Κυβέρνηση.  Όταν όμως αποφασίστηκε να εγκατασταθούν αυτοί στο Brindisi, η αποστολή αυτή ακυρώθηκε.

Για τη διάσωση των ναυαγών του RN ROMA και των δυο αντιτορπιλικών είχαν σταλθεί από τη δύναμη της La Spezia το μικρό εύδρομο RN REGOLO, 3 αντιτορπιλικά και 1 συνοδό. Αφού παρέλαβαν τους επιζώντες τα πλοία αυτά, μαζί με άλλα 2 αντιτορπιλικά συνοδείας και 3 αποβατικά που συνενώθηκαν μαζί τους, έπλευσαν στο Port Mahon των Βαλεαρίδων, διότι όλα τα λιμάνια της Σαρδηνίας και της Κορσικής είχαν καταληφθεί από τους γερμανούς, και εκεί παροπλίστηκαν από τους ισπανούς. Πριν όμως φθάσουν στον προορισμό τους, τα 2 αντιτορπιλικά συνοδείας έπαθαν βλάβες από αεροπορική επίθεση και σύγκρουση και  βυθίστηκαν από τα πληρώματά τους.

Το βράδυ της 10ης Σεπτεμβρίου έφθασαν στη Μάλτα και τα ιταλικά πλοία από τον Τάραντα -τα θωρηκτά RN DORIA και RN DULIO, 2 εύδρομα και 1 αντιτορπιλικό- υπό βρετανική συνοδεία στην οποία είχε συνενωθεί και το ελληνικό αντιτορπιλικό ΒΝ ΑΔΡΙΑΣ.

Το πρωί της 9ης Σεπτεμβρίου, όταν οι Σύμμαχοι αποβιβάζονταν στο Σαλέρνο, οι γερμανοί, που μετά την 25η Ιουλίου είχαν στείλει μεγάλες ενισχύσεις στην Ιταλία, άρχισαν να καταλαμβάνουν τα ιταλικά λιμάνια και τις πόλεις. Το βράδυ της ίδιας ημέρας ήταν κύριοι όλων των λιμανιών της Τυρρηνικής, της Σαρδηνίας και της Κορσικής. Στις ναυτικές βάσεις, όπου ήταν δυνατό, προβλήθηκε κάποιος βαθμός αντίστασης – μεταξύ άλλων και στη Κεφαλονιά – όπου φονεύθηκαν ο Ναυτικός Διοικητής, σχεδόν όλοι οι αξιωματικοί και οι περισσότερες ναύτες. Στα λιμάνια που καταλήφθηκαν από τους γερμανούς βρίσκονταν σημαντικός αριθμός πολεμικών πλοίων που ήταν ακινητοποιημένα λόγω βλαβών ή επισκευών. Μεταξύ αυτών περιλαμβάνονταν τα βαριά εύδρομα RN BOLZANO και RN GORIZIA, 8 αντιτορπιλικά, 22 αντιτορπιλικά συνοδείας, 10 υποβρύχια και 9 κορβέτες, τα περισσότερα από τα οποία καταστράφηκαν ή βυθίστηκαν από τα πληρώματά τους.

Υπήρχαν επίσης και περί τις δυο εκατοντάδες μικρότερα ή βοηθητικά πλοία αρκετά από τα οποία βυθίστηκαν, αλλά και πολλά που δεν κατάφεραν να αποφύγουν την αιχμαλωσία. Οι Κυβερνήτες των πλοίων που αυτοβυθίστηκαν εκτελέστηκαν από τους γερμανούς, μετά από συνοπτικές διαδικασίες.

Αρκετά άλλα μεμονωμένα πολεμικά πλοία που βρέθηκαν στα βόρεια ιταλικά λιμάνια  και επιχείρησαν να διαφύγουν, δέχτηκαν επιθέσεις από τους γερμανούς και βυθίστηκαν.  Έτσι, στη περίοδο 9-12 Σεπτεμβρίου, βυθίστηκαν 14 πολεμικά πλοία που επιχείρησαν να πλεύσουν προς νότο.  Ένα αντιτορπιλικό συνοδείας, το RN ALISEO, δέχτηκε επίθεση από μια δεκαριά γερμανικά πλοιάρια και αφού τα βύθισε κατόρθωσε να συνενωθεί με τους Συμμάχους.

Κατόρθωσε ακόμα να ξεφύγει από τη γερμανική επιτήρηση και να πλεύσει αρχικά στον Τάραντα και στη συνέχεια στη Μάλτα το θωρηκτό RN CESARE, που βρίσκονταν στην Πόλα και του οποίου οι βλάβες δεν είχαν επισκευασθεί και χρησιμοποιούνταν για ενδιαίτηση.  Αυτοβυθίστηκαν ακόμα 1 υποβρύχιο, 2 κανονιοφόροι και 12 εμπορικά που βρίσκονταν στην Άπω Ανατολή.

Την 11η Σεπτεμβρίου ο Ναύαρχος Cunningham μετέβη στη Μάλτα και έδωσε οδηγίες στον επί κεφαλής της ιταλικής δύναμης από τον Τάραντα Ναύαρχο Da Zara για τον αφοπλισμό και τη διάθεση των ιταλικών πλοίων, στις οποίες ο ιταλός Ναύαρχος δεν έφερε αντιρρήσεις.

Την 14η Σεπτεμβρίου τα ιταλικά θωρηκτά RN ITALIA και RN VITTORIO VENETO, 4 εύδρομα και 4 αντιτορπιλικά απέπλευσαν από τη Μάλτα για την Αλεξάνδρεια, όπου και αφοπλίστηκαν,  υπό τη συνοδεία 2 βρετανικών θωρηκτών και αντιτορπιλικών, μεταξύ των οποίων και το ελληνικό ΒΝ ΒΑΣΙΛΙΣΣΑ ΟΛΓΑ.

Οι όροι του προσωρινού πρωτοκόλλου ανακωχής που είχε συναφθεί την 3η Σεπτεμβρίου, επί των οποίων δεν είχε ζητηθεί η γνώμη του Αρχηγού των Συμμαχικών ναυτικών δυνάμεων Ναυάρχου Cunningham, ήταν ασαφείς ως προς τα ναυτικά ζητήματα. Επιδίωξε λοιπόν αυτός να τους αποσαφηνίσει, κατά τη συνάντηση στον Τάραντα με τον Ναύαρχο De Courten, Υπουργό Ναυτικών της ιταλικής κυβέρνησης.

Η αποσαφήνιση όμως αυτή θα προκάλεσε μάλλον δυσάρεστη έκπληξη στους ιταλούς, οι οποίοι είχαν ερμηνεύσει ότι ο όρος «μεταφορά σε συμμαχικά λιμάνια των ιταλικών πλοίων» δεν υπονοούσε και τη μελλοντική παράδοση τμήματος τουλάχιστον αυτών στους Συμμάχους.

Στη συνάντηση αυτή ο βρετανός Ναύαρχος ζήτησε από τους ιταλούς να συμβάλουν στο συνεχιζόμενο αγώνα κατά των γερμανών, με τα εμπορικά τους πλοία που διασώθηκαν και με τη διάθεση σε συνοδείες αντιτορπιλικών και άλλων μικρών μονάδων.  Ασφαλώς οι ιταλοί δεν δέχθηκαν ευχαρίστως το αίτημα αυτό.  Συγχρόνως όμως έγινε υπόδειξη στον Ναύαρχο De Courten ότι η Ιταλία θα έπρεπε να παραχωρήσει μερικά πολεμικά πλοία, ως αντιστάθμισμα των συμμαχικών απωλειών.  Το αίτημα αυτό που διατυπώθηκε ευγενικά αποδέχθηκε αρχικά ο ιταλός Ναύαρχος, με την επιφύλαξη μεταγενέστερης ρύθμισης του ζητήματος μεταξύ των κυβερνήσεων.

Κατά την τελική ρύθμιση αυτού του θέματος στο πλαίσιο της Συνθήκης ειρήνης των Παρισίων,  η Ιταλία υποχρεώθηκε να παραδώσει στους Συμμάχους τις περισσότερες από τις μεγάλες μονάδες του Στόλου της.  Έτσι από τα θωρηκτά, τα 2 μεγαλύτερα αποκτούσαν η Μεγάλη Βρετανία και οι ΗΠΑ και το RN CESARE η Ρωσία, ενώ απέμειναν στην Ιταλία τα RN DORIA και RN DULIO. Από τα εύδρομα, τα 3 μικρά τύπου ‘REGOLO’ δόθηκαν στη Γαλλία, το RN EUGENIO DI SAVOIA στην Ελλάδα, το RN DUCA D’AOSTA στη Ρωσία, ενώ η Ιταλία διατήρησε τα RN GARIBALDI, RN DUCA DEGLI ABRUZZI, RN MONTECUCCOLI και RN CADORNA.

Από τα 11 μεγάλα αντιτορπιλικά, 4 παραχωρήθηκαν στη Γαλλία, 3 στη Ρωσία και 4 έμειναν στην Ιταλία.  Από τα 22 μικρά αντιτορπιλικά συνοδείας, η Ιταλία διατήρησε τα 16, 3 παρέλαβε η Ρωσία και 3 η Γιουγκοσλαβία.  Από τα υποβρύχια, 8 παραχωρήθηκαν στους Συμμάχους και κανένα δεν έμεινε στην Ιταλία.  Οι 22 τορπιλάκατοι μοιράστηκαν μεταξύ Ρωσίας και Γαλλίας.  Από τις υπόλοιπες μικρές μονάδες η Ιταλία διατήρησε 19 κορβέτες, τα ναρκαλιευτικά και μερικά άλλα βοηθητικά.  Μια κανονιοφόρος δόθηκε στην Αλβανία.  Τα πλοία που δεν αναφέρονταν ρητά, διαλύθηκαν. Επίσης, η Μεγάλη Βρετανία και οι ΗΠΑ παραιτήθηκαν από τα πλοία που τους παραχωρήθηκαν, υπό τον όρο της διάλυσης τους στην Ιταλία.

Όσα κατ’ αρχήν συμφωνήθηκαν μεταξύ των Ναυάρχων Cunningham και De Courten, συμπεριλήφθηκαν σε Σύμφωνο που υπογράφηκε από αυτούς την 23η Σεπτεμβρίου, που επικυρώθηκε την 29η σε τελετή επί του θωρηκτού HMS NELSON μεταξύ Αϊζενχάουερ και Μπαντόλιο.

Όμως, και πριν από τη πιο πάνω συνάντηση το Ιταλικό Ναυτικό είχε προσφέρει τη συνεργασία του στους Συμμάχους.  Οι ναυτικές βάσεις του Τάραντα και του Μπρίντιζι που παρέμειναν στα χέρια των ιταλών εργάζονταν για τις συμμαχικές ανάγκες.  Οι τορπιλάκατοι στο Κάπρι και άλλες βοηθητικές μονάδες στο Σαλέρνο τέθηκαν στη διάθεση των Συμμάχων από την 12η Σεπτεμβρίου.  Την 13η, μετά από αίτηση των βρετανών, 2 ιταλικά αντιτορπιλικά στάλθηκαν στη Κορσική να υποστηρίξουν τις γαλλικές και ιταλικές δυνάμεις που μάχονταν κατά των γερμανών.

 Με την πάροδο του χρόνου το Ιταλικό Ναυτικό προσπάθησε να προσφέρει όσο το δυνατόν περισσότερες υπηρεσίες στους Συμμάχους, οι οποίοι άρχισαν να αντιμετωπίζουν ευμενέστερα τον τέως εχθρό.  Βαθμιαία επιτράπηκε τα ιταλικά πλοία, με εξαίρεση τα θωρηκτά, που βρίσκονταν σε διάφορα συμμαχικά λιμάνια να συγκεντρωθούν σε λιμάνια της νότιας Ιταλίας.  Αργότερα μάλιστα και τα 3 μικρότερα θωρηκτά μεταστάθμευσαν από τη Μάλτα στην Αυγούστα και μόνο τα 2 μεγάλα παρέμειναν στη Διώρυγα του Σουέζ, ως «έγκλειστα».

Συγκεντρώθηκε έτσι στις ναυτικές βάσεις της νότιας Ιταλίας ένας αριθμός ελαφρών ναυτικών μονάδων που πρόθυμα έμπαιναν στη διάθεση των Συμμάχων, για κάθε υπηρεσία που αυτοί ζητούσαν. Επίσης, διατέθηκαν και 90 ιταλικά εμπορικά πλοία συνολικού εκτοπίσματος 300.000 τόνων. Μεταξύ άλλων, 2 ιταλικά εύδρομα που ενισχύθηκαν αργότερα και με τρίτο, στάλθηκαν στο τέλος Οκτωβρίου 1943 στο Freetown για προστασία της συμμαχικής ναυτιλίας στον Κεντρικό Ατλαντικό, εναντίον τυχόν καταδρομών από εξοπλισμένα γερμανικά εμπορικά. Αυτά ανακλήθηκαν τον Απρίλιο του 1944, αφού εξακριβώθηκε ότι δεν υπήρχαν πια τέτοιοι καταδρομείς στον Ατλαντικό.

Επίσης, ελαφρές ιταλικές μονάδες και υποβρύχια χρησιμοποιήθηκαν για την εκτέλεση διαφόρων αποστολών στις γερμανοκρατούμενες ακτές της Αδριατικής, της Βόρειας Τυρρηνικής και του Ιονίου, για την αποβίβαση δολιοφθορέων και κατασκόπων, πολεμικού υλικού για τους παρτιζάνους, αναγνωρίσεις κλπ.  Εντατική χρησιμοποίηση των ελαφρών δυνάμεων έγινε και στις συνοδείες των συμμαχικών νηοπομπών στη Μεσόγειο.

Αυτή η συνεργασία ενός Ναυτικού με τον χθεσινό αντίπαλο, εναντίον ενός τέως συμμάχου, προκαλεί λίγο περίεργη εντύπωση. Εν τούτοις, όπως και προηγούμενα γράφηκε, αν εξετασθεί από πρακτική πλευρά, δεν υπήρξε ανωφελής.

Επειδή μετά την ιταλική ανακωχή διάφορα ιταλικά τμήματα είχαν αποκοπεί στη Δαλματία, την Αλβανία, τη Δυτική Ελλάδα και στα Ιόνια – μερικά από τα οποία αντιστεκόντουσαν κατά των γερμανών- το Ιταλικό Ναυτικό προσπάθησε να διασώσει κατά το δυνατό εκείνους που διέφευγαν προς την ακτή.  Έτσι έγινε δυνατή η μεταφορά στην Ιταλία 25.000 ανδρών περίπου.  Κατά την εκτέλεση αυτών των αποστολών βυθίστηκαν από τη γερμανική αεροπορία 2 ιταλικά αντιτορπιλικά, 1 αντιτορπιλικό συνοδείας καθώς και 2 εμπορικά γεμάτα στρατιώτες.

Όπως αναφέρεται, από το ναυτικό προσωπικό που αποκόπηκε στη Βόρειο Ιταλία, μόλις το 5% δέχθηκε να συνεργαστεί με τη γερμανόφιλο κυβέρνηση που συγκροτήθηκε εκεί από τον Μουσολίνι, ενώ αντίθετα πολλοί συμμετείχαν στην Αντίσταση και από αυτούς 34 αξιωματικοί και 700 άνδρες περίπου έχασαν τη ζωή τους.»