«Κατά τη στιγμή της συνθηκολόγησης της Ιταλίας, οι Βρετανοί είχαν αποφασίσει την κατάληψη της Δωδεκανήσου και ιδιαίτερα της Ρόδου και της Κω, που διέθεταν τα καλλίτερα αεροδρόμια, αλλά η επιχείρηση εγκαταλείφθηκε ελλείψει διαθέσιμων δυνάμεων.  Για να παροτρύνουν όμως τις ιταλικές φρουρές, που ήταν ήδη συμπόλεμες, να  αντισταθούν κατά των γερμανών, στάλθηκαν σε πολλά νησιά μικρά στρατιωτικά τμήματα βρετανικών ομάδων καταδρομών και ο ελληνικός Ιερός Λόχος.

Οι επιχειρήσεις αυτές, στις οποίες έλαβαν μέρος πολύ ενεργά και τα ελληνικά πλοία, διεξήχθησαν μεταξύ 8 και 16 Σεπτεμβρίου 1943 και στάλθηκαν συμμαχικές δυνάμεις στο Καστελλόριζο, στη Κω, στη Λέρο, στην Αστυπάλαια, στην Ικαρία και στη Σάμο.

Αυτές οι συμμαχικές επιχειρήσεις έδωσαν στους γερμανούς την εντύπωση ότι αποτελούσαν το προοίμιο μεγάλης κλίμακας επίθεσης στα Βαλκάνια. Η γερμανική στρατιωτική ηγεσία ήταν της γνώμης ότι η άμυνα των νησιών θα ήταν δυσχερής, λόγω των δυσκολιών ανεφοδιασμού τους και επιβάλλονταν να αποσυρθούν από εκεί οι γερμανικές δυνάμεις.  Ο Χίτλερ όμως δεν συμφωνούσε με αυτή τη γνώμη, φρονώντας ότι η εγκατάλειψη της Δωδεκανήσου θα είχε σοβαρές συνέπειες, ιδιαίτερα για την Τουρκία.  Έτσι αποφασίστηκε όχι μόνο να διατηρηθούν τα γερμανοκρατούμενα νησιά, αλλά να ανακαταληφθούν και εκείνα που κατείχαν οι Σύμμαχοι.  Οι γερμανοί έχοντες στη διάθεσή τους τα αεροδρόμια της Ρόδου και της Κρήτης διέθεταν την απόλυτη τοπική κυριαρχία του αέρα και κατόρθωσαν και να στείλουν στρατιωτικά τμήματα από τη θάλασσα.   Οι συμμαχικές ναυτικές δυνάμεις δεν μπορούσαν να εμποδίσουν αυτές τις μεταφορές, εφόσον ο εχθρός κυριαρχούσε στο αέρα.  Με νυχτερινές όμως καταδρομές προκάλεσαν αρκετές απώλειες στα εχθρικά μεταφορικά μέσα.

Στις 3 Οκτωβρίου οι γερμανοί ανακατέλαβαν την Κω και στέρησαν από τους Συμμάχους  το μόνο αεροδρόμιο στη περιοχή που είχαν στη διάθεσή τους.  Οι βρετανοί αποφάσισαν τότε να διατηρήσουν, κατά το δυνατόν, τη Λέρο και τη Σάμο.

Δεν είναι τελείως εξακριβωμένα τα συμβάντα αμέσως μετά την ιταλική  συνθηκολόγηση  στη Ρόδο, όπου ο Διοικητής της Δωδεκανήσου Ναύαρχος Campioni ήταν διατεθειμένος να συνεργαστεί με τους Συμμάχους, και γι αυτό αργότερα εκτελέστηκε από τον Μουσολίνι στη Βόρειο Ιταλία. Οι γερμανοί διέθεταν στη νήσο μια μεραρχία και μερικές αντιαεροπορικές πυροβολαρχίες, η ιταλική όμως φρουρά ήταν ασύγκριτα ισχυρότερη, όπως λέγεται τουλάχιστον εξαπλάσια.

Παρά τη τόσο μεγάλη υπεροχή των δυνάμεων, εν τούτοις οι ιταλοί παραδόθηκαν στους γερμανούς, που έγιναν οι απόλυτοι κύριοι της νήσου. Για να εξηγήσουν το φαινόμενο αυτό, οι ιταλοί αναφέρουν ότι «με σειρά απατηλών στρατιωτικών και πολιτικών διαπραγματεύσεων οι γερμανοί κατόρθωσαν να σπάσουν κάθε δυνατότητα αντίστασης της ιταλικής φρουράς και τελικά πέτυχαν την παράδοσή της». Το γεγονός όμως ότι ο Ναύαρχος Διοικητής της Δωδεκανήσου υπέστη τόσο σκληρή δίωξη από τους γερμανόφιλους ιταλούς για την φιλική στάση που κράτησε αρχικά προς τους Συμμάχους,  πείθει ότι αυτός δεν θα έπαιρνε την απόφαση της συνθηκολόγησης, αν  δεν εύρισκε πρόθυμους αυτούς που υπηρετούσαν κάτω από τις διαταγές του  να συνεχίσουν τον αγώνα στο πλευρό των τέως εχθρών τους.

Αντίθετα, κατά την επιχείρηση των γερμανών να καταλάβουν τη Λέρο προβλήθηκε ισχυρή αντίσταση, από την οποία προκλήθηκαν σημαντικές ζημιές, τόσο στα βρετανικά και ιταλικά στρατεύματα στη στεριά, όσο και στις βρετανικές και ελληνικές δυνάμεις που χρησιμοποιήθηκαν για την άμυνα της νήσου.

Η περιγραφή των συμβάντων στο νησί που ακολουθεί  δίνεται από την ιταλική πλευρά και δεν συμφωνεί με αυτό που αναφέρει ο Ναύαρχος Cunningham, ότι η ιταλική φρουρά και οι ιταλικές επάκτιες και αντιαεροπορικές στρατιωτικές εγκαταστάσεις δεν προσέφεραν καμιά σημαντική συμβολή στην άμυνά της.  Όμως, από την μελέτη όσων εκτίθενται προκύπτει ότι ίσως ο Ναύαρχος να μην έχει απόλυτα δίκιο και είναι πολύ πιθανό κατά την εποχή που έγραψε τα απομνημονεύματά του να μην γνώριζε όσα αργότερα δημοσίευσαν οι ιταλοί.

Πηγή αυτών που αναφέρει η ιταλική πλευρά είναι το βιβλίο του Bragadin “The Italian Navy in World War II”. Επειδή πρόκειται για βιβλίο που εκδόθηκε κάτω από την εποπτεία της Ιστορικής Υπηρεσίας του Ιταλικού Ναυτικού , τα συγκεκριμένα γεγονότα που αναφέρονται είναι δυνατόν να  παρουσιάζονται πιο ευνοϊκά για τους ιταλούς, αλλά δεν είναι πιθανό να βρίσκονται σε άκρα αντίθεση με την πραγματικότητα.  Αν συνέβαινε κάτι τέτοιο, σίγουρα ο αμερικανός Ναύαρχος Carney δεν θα δέχονταν να προλογίσει αυτό το βιβλίο. Άλλωστε, υπήρχαν και αρκετοί βρετανοί αυτόπτες μάρτυρες που δεν θα παρέλειπαν να διαψεύσουν την ιταλική εκδοχή των συμβάντων.

Η ναυτική βάση που είχαν εγκαταστήσει οι ιταλοί στη Λέρο προστατεύονταν από 24 ναυτικά πυροβολεία που περιλάμβαναν περί τα 100 πυροβόλα διαφόρων τύπων και διαμετρημάτων, από τα αντιαεροπορικά των 76 χιλ. μέχρι τα επάκτια των 152 χιλ.  Τα πυροβολεία αυτά οι ιταλοί διατηρούσαν σε καλή κατάσταση, αλλά ήταν παλαιού τύπου και τα πυροβόλα βρίσκονταν σε τελείως ανοιχτές θέσεις.   Το ναυτικό προσωπικό στο νησί έφθανε στους 5.500 άνδρες, οι μισοί από τους οποίους εξυπηρετούσαν τις αμυντικές εγκαταστάσεις και οι υπόλοιποι ήταν απασχολημένοι σε διοικητικές υπηρεσίες της βάσης.  Ένα τάγμα πεζικού από 1.000 άνδρες αποτελούσε τις κινητές στρατιωτικές δυνάμεις του νησιού.

Λόγω της διαμόρφωσης του εδάφους η βάση δεν διέθετε αεροδρόμια  και το μόνο μη γερμανοκρατούμενο στη περιοχή ήταν της Κω, όπου βρίσκονταν μόνο 3-4 χρησιμοποιήσιμα αεροπλάνα.  Κατά την εποχή της γερμανικής επίθεσης οι ιταλικές ναυτικές δυνάμεις που βρίσκονταν στο νησί αποτελούνταν από 1 αντιτορπιλικό, μερικές τορπιλακάτους  και ακτοφυλακίδες.

Οι βρετανικές στρατιωτικές δυνάμεις που στάλθηκαν στη νήσο μεταξύ 16 και 20 Σεπτεμβρίου 1943 έφθασαν τους 1.000 περίπου στρατιώτες εξοπλισμένους μόνο με φορητά όπλα και λίγα πολυβόλα.  Αργότερα στάλθηκαν και μερικές άλλες μικρές μονάδες.  Ο βρετανός Στρατηγός Brittorious ανέλαβε την αρχηγία, ενώ ο ιταλός Ναυτικός Διοικητής Ναύαρχος Maschera διατήρησε την διοίκηση των ιταλικών δυνάμεων και του πολιτικού πληθυσμού.

Η βάση ήταν ιδιαίτερα εκτεθειμένη στις επιθέσεις της γερμανικής αεροπορίας που ήταν εγκατεστημένη στο Αιγαίο και πριν απ’ όλα απαιτούνταν η διάθεση ισχυρής κάλυψης από αέρα, την οποία οι Σύμμαχοι δεν μπορούσαν να διαθέσουν.   Αφετέρου, για να αποκρουστεί κάθε απόπειρα εισβολής από θάλασσα, θα έπρεπε να υπάρχουν μόνιμα στο νησί και επαρκείς ναυτικές δυνάμεις.

Την 13η Σεπτεμβρίου, οι γερμανοί πρότειναν στον ιταλό Ναύαρχο να δεχθεί πληρεξούσιούς τους για να διαπραγματευθούν όρους έντιμης παράδοσης, αυτός όμως απάντησε ότι δεν θα γίνονταν δεκτοί.

Η γερμανική επίθεση άρχισε την 26η Σεπτεμβρίου με σφοδρούς αεροπορικούς βομβαρδισμούς, με τους οποίους οι γερμανοί προσπάθησαν αφενός μεν να καταστρέψουν τις αμυντικές εγκαταστάσεις της νήσου και αφετέρου δε να υποσκάψουν το ηθικό του προσωπικού.

Οι βομβαρδισμοί συνεχίστηκαν επί 52 ημέρες με συνεχώς αυξανόμενη ένταση.   Σε μια περίπτωση διάρκεσαν 3 ημέρες χωρίς διακοπή και οι βρετανοί έλεγαν ότι ήταν «πολύ χειρότεροι από τους βομβαρδισμούς της Μάλτας».  Κατά τις επιθέσεις αυτές τα μόνα διαθέσιμα αντιαεροπορικά μέσα ήταν τα ιταλικά πυροβολεία, διότι οι βρετανοί δεν διέθεταν κανένα αντιαεροπορικό όπλο,  Από τα πυροβολεία αυτά εβλήθησαν 150.000 βλήματα.   Οι ιταλοί είχαν  εναποθηκεύσει από τον καιρό της ειρήνης μέσα σε υπόγειες πυριτιδαποθήκες 200.000 αντιαεροπορικά βλήματα, αλλά η κατανάλωση ήταν τέτοια ώστε μετά από δράση μερικών εβδομάδων μερικοί τύποι πυρομαχικών άρχισαν να σπανίζουν.  Επίσης, μερικά από τα πυροβόλα δεν ήταν πια χρησιμοποιήσιμα λόγω φθοράς από την εντατική βολή.   Οι ιταλοί αναφέρουν ότι από τα πυροβολεία τους καταρρίφθηκε μεγάλος αριθμός αεροσκαφών, τα οποία υπολογίζουν σε 200 περίπου.

Οι αεροπορικοί βομβαρδισμοί προκάλεσαν μεγάλες καταστροφές και στα πλοία που εκτελούσαν αποστολές στη περιοχή. Ήδη, την 26η Σεπτεμβρίου, την ημέρα που άρχισε η επίθεση βυθίζονταν μετά από μια ένδοξη σταδιοδρομία στη Λέρο το ελληνικό αντιτορπιλικό ΒΝ ΒΑΣΙΛΙΣΣΑ ΟΛΓΑ με πολλές ανθρώπινες απώλειες, μεταξύ των οποίων και του κυβερνήτη, καθώς και το βρετανικό αντιτορπιλικό HMS INTREPID. Σύμφωνα με πληροφορίες που έδωσαν οι επιζώντες της ΒΑΣ. ΟΛΓΑΣ, οι ιταλοί δεν σήμαναν συναγερμό κατά την εκδήλωση της αεροπορικής επίθεσης και στη συνέχεια η βολή τους υπήρξε αραιά και άστοχη. Επειδή αυτά συνέβησαν την ημέρα που άρχισαν οι επιθέσεις, δεν αποκλείεται να αιφνιδιάστηκαν.

Β.Ν.ΒΑΣΙΛΙΣΣΑ ΟΛΓΑ

HMS INTREPID

Στη συνέχεια, κατά τη προσπάθεια διατήρησης της Λέρου, 4 βρετανικά εύδρομα και 2 αντιτορπιλικά παθαίνουν βλάβες από αεροπορικές επιθέσεις και 1 αντιτορπιλικό βυθίζεται.

Στις 22 Οκτωβρίου 1943, το ελληνικό αντιτορπιλικό ΒΝ ΑΔΡΙΑΣ προσκρούει σε νάρκη και αποκόπτεται η πλώρη του, αλλά μετά από πρόχειρη επισκευή και δραματικό πλου που προκάλεσαν και τα συγχαρητήρια του βρετανικού Ναυαρχείου κατορθώνει να καταπλεύσει στην Αλεξάνδρεια. Λίγο μετά τον ΑΔΡΙΑ, προσέκρουσε σε νάρκη και βυθίστηκε το βρετανικό αντιτορπιλικό HMS HURWORTH που τον συνόδευε.

Β.Ν. ΑΔΡΙΑΣ

Κατά την ίδια περίοδο, την 14η Σεπτεμβρίου, εύρισκε ηρωικό τέλος στο Βόρειο Αιγαίο και το ελληνικό υποβρύχιο ΒΝ ΚΑΤΣΩΝΗΣ. Έτσι, από τα 6 υποβρύχια με τα οποία άρχισε τον πόλεμο το Ελληνικό Ναυτικό, τα 4 θυσιάστηκαν στο βωμό της Πατρίδας.

Αντιμετωπίζοντας αυτούς τους μεγάλους κινδύνους οι συμμαχικές ναυτικές δυνάμεις, παρά τις σοβαρές απώλειες, πέτυχαν την ενίσχυση των βρετανικών δυνάμεων στη Λέρο με 2 ακόμα τάγματα και με εφόδια.

Στο μεταξύ όμως οι γερμανοί είχαν συμπληρώσει μέχρι την 22α Οκτωβρίου την κατάληψη όλων των νησιών γύρω από την Λέρο, όπου συγκέντρωσαν στρατεύματα, αποβατικά σκάφη και αλεξιπτωτιστές για την τελική επίθεση κατά της Λέρου. Αν και η συμμαχική αεροπορία πέτυχε να καταστρέψει μια γερμανική νηοπομπή και τα συμμαχικά πλοία σε νυχτερινές καταδρομές βύθισαν μερικά εχθρικά μεταφορικά μέσα, οι Σύμμαχοι δεν είχαν τις δυνατότητες να παρεμποδίσουν τις θαλάσσιες μεταφορές των γερμανών.  Τα λίγα βρετανικά και ελληνικά πλοία που δρούσαν στο Αιγαίο χωρίς καμιά  κάλυψη από αέρα και με απομακρυσμένη βάση ανεφοδιασμού την Αλεξάνδρεια, δεν μπορούσαν να βρίσκονται συνεχώς στην περιοχή γύρω από τη Λέρο.

Την 1η Νοεμβρίου ο Στρατηγός Διοικητής των βρετανικών δυνάμεων της Λέρου αντικαταστάθηκε από τον Στρατηγό Tinley, ο οποίος αμέσως επιδόθηκε στη σύνταξη σχεδίων άμυνας κατά αποβάσεων.

Από την 7η Νοεμβρίου οι αεροπορικοί βομβαρδισμοί πήραν εξαιρετική ένταση και μέχρι το βράδυ της 11ης τα περισσότερα από τα πυροβόλα και τα αντιαποβατικά έργα είχαν αχρηστευθεί.  Κανένα πυροβολικό δεν ήταν πια διαθέσιμο στον βόρειο και βορειοανατολικό τομέα.

Τη νύχτα της 11-12 Νοεμβρίου 3 γερμανικές αποβατικές δυνάμεις πλησίασαν στη Λέρο χωρίς να συναντήσουν καμιά αντίσταση.  Αυτές που κατευθύνθηκαν προς τη νότια ακτή αποκρούστηκαν από επάκτια πυροβολεία και αναγκάστηκαν να αποσυρθούν.  Στους δυο όμως τομείς όπου τα αμυντικά έργα είχαν καταστραφεί, οι γερμανοί μπόρεσαν να αποβιβαστούν.  Οι ιταλοί που υπηρετούσαν στους σταθμούς άμυνας αυτών των τομέων αντεπετέθηκαν,  πολλοί φονεύθηκαν και όσοι παραδόθηκαν εκτελέστηκαν επί τόπου από τους γερμανούς.  Σημειωτέον ότι από τις πρώτες ημέρες της επίθεσης οι γερμανοί είχαν προειδοποιήσει το ιταλικό στρατιωτικό προσωπικό του νησιού ότι, αν δεν κατέθεταν τα όπλα, θα θεωρούνταν ως άτακτοι εκτός νόμου και θα τύχαιναν ανάλογης μεταχείρισης.

Οι γερμανικές δυνάμεις που αποβιβάστηκαν αρχικά ήταν ολιγάριθμες και ίσως, αν στέλνονταν εναντίον τους κινητές δυνάμεις, να ρίχνονταν στη θάλασσα. Όμως, ο βρετανός Στρατηγός που διοικούσε αυτές τις δυνάμεις θεώρησε προτιμότερο να περιμένει μέχρι το επόμενο πρωί.  Τότε όμως ρίχτηκε στο κέντρο του νησιού ισχυρά ομάδα αλεξιπτωτιστών και με την ενέργεια αυτή οι υπερασπιστές του νησιού κόπηκαν σε δυο τμήματα.  Προς το βράδυ της ίδιας ημέρας ο Στρατηγός Tinley θεώρησε ότι η κατάσταση ήταν εξαιρετικά κρίσιμη, διέταξε την καταστροφή των απόρρητων εγγράφων και συγκάλεσε πολεμικό συμβούλιο.  Κατά το Συμβούλιο αυτό ο ιταλός Ναύαρχος πρότεινε άμεση αντεπίθεση με όλες τις κινητές μονάδες, αλλά ο Στρατηγός ανέβαλε και πάλι τη λήψη απόφασης.  Αρνήθηκε ακόμα να εγκρίνει και την αίτηση που υπέβαλε αργότερα  ο Διοικητής του ιταλικού κινητού τάγματος, να αντεπιτεθεί με τους άνδρες του.   Φαίνεται ότι υπήρχε διαταγή του Στρατηγείου της Μέσης Ανατολής να μην χρησιμοποιηθούν στις κινητές δυνάμεις ιταλικά στρατεύματα. Ο βρετανός ανταποκριτής Gunder που βρέθηκε στη Λέρο εκείνες τις ημέρες έγραψε στο βιβλίο του «Long Road to Leros» ότι «Οπωσδήποτε η αντεπίθεση αυτή ποτέ δεν έγινε και δόθηκε χρόνος στους γερμανούς να μεταφέρουν ενισχύσεις. Η αφορμή αυτής της σύγχυσης δεν είναι σαφής, αλλά μοιραία από αυτό διακυβεύτηκαν οι πιθανότητες της άμυνας».

Όλη την ημέρα της 13ης οι γερμανοί προσπάθησαν να εκκαθαρίσουν τα πυροβολεία και τις αμυντικές εγκαταστάσεις κι έτσι το βάρος της μάχης έπεσε στους ιταλούς ναύτες που τις εξυπηρετούσαν.  Τελικά, τη νύχτα της ίδιας ημέρας ο Στρατηγός Tinley διέταξε σφοδρή επίθεση των βρετανικών στρατευμάτων εναντίον ενός των γερμανικών προγεφυρωμάτων και οι βρετανοί πολεμώντας με γενναιότητα κατόρθωσαν να απωθήσουν τους γερμανούς.  Ήταν όμως ανώφελο, διότι οι γερμανοί έπαιρναν συνεχώς και χωρίς να εμποδίζονται  ενισχύσεις από τη θάλασσα.  Το πρωί της επομένης, της 14ης Νοεμβρίου, ανέκτησαν το χαμένο έδαφος και προχώρησαν ακόμα περισσότερο.

Η μάχη συνεχίστηκε για δυο ημέρες ακόμα υπό μορφή πολλών τοπικών συγκρούσεων, κατά τις οποίες βρετανοί στρατιώτες και ιταλοί ναύτες μάχονταν δίπλα-δίπλα.   Ο Στρατηγός Tinley με λίγους αξιωματικούς περικυκλώθηκε στο υπόγειο στρατηγείο, αντιστάθηκαν, αλλά τελικά συνελήφθηκαν.   Προηγουμένως, οι γερμανοί είχαν προτείνει με πληρεξούσιο στον ιταλό Ναύαρχο την άμεση παράδοση των ιταλικών δυνάμεων, υποσχόμενοι ότι δεν θα έθιγαν τη ζωή όσων παραδίδονταν, αλλά έλαβαν αρνητική απάντηση.  Κατόπιν αυτού οι γερμανοί έφεραν σε επαφή με τον Ναύαρχο τον βρετανό Στρατηγό, που είχε στο μεταξύ συλληφθεί, ο οποίος τον ενημέρωσε ότι είχε υπογράψει την παράδοση των βρετανικών δυνάμεων και ο τότε Ναύαρχος πείστηκε να διατάξει την παράδοση και των ιταλικών.

Ο Στρατηγός Tinley ευχαρίστησε τον ιταλό ναύαρχο για την συμπαράσταση των δυνάμεών του και υποσχέθηκε ότι θα έκανε το παν για να διαφυλαχθεί η ζωή των επιζώντων ιταλών.  Η υπόσχεση αυτή τηρήθηκε και αποδείχθηκε πολύ επωφελής.  Ο ίδιος ο Ναύαρχος Mascherpa όμως παραπέμφθηκε σε δίκη επί εσχάτη προδοσία τον Απρίλιο του 1944 από την Κυβέρνηση του Μουσολίνι στη Βόρειο Ιταλία και εκτελέστηκε μαζί με τον Διοικητή Δωδεκανήσου Nαύαρχο Campioni. Κακό τέλος είχαν και οι ιταλοί που βρίσκονταν σε απομακρυσμένες θέσεις του νησιού, όπου βράδυνε να φθάσει η διαταγή παράδοσης και οι οποίοι εξακολουθούσαν να μάχονται μέχρι το επόμενο πρωί.  Όταν αυτοί κατέθεσαν τα όπλα εκτελέστηκαν αμέσως από τους γερμανούς.»