Στο διάστημα μεταξύ των δυο πολέμων η Ιταλία εφάρμοσε ένα εντατικό πρόγραμμα ναυπηγήσεων, χάρις στο οποίο θα αποκτούσε έναν πραγματικά αξιόλογο Στόλο. Ειδικότερα, ως πλοία μάχης προβλέπονταν 4 θωρηκτά των 35.000 τόνων, ταχύτητας 30 μιλίων και εξοπλισμένα με 9 πυροβόλα των 381 χιλ. (τα Littorio, Vittorio Veneto, Roma και Imperio) και 4 παλιά των 23.000 τόνων, ταχύτητας 26 μιλίων και εξοπλισμένα με 10 πυροβόλα των 320 χιλ., που είχαν όμως εκσυγχρονιστεί (τα Conte di Cavour, Giulio Cesare, Duito και Doria).
Θωρηκτό Conte di Cavour
Θωρηκτό Giulio Cesare
Όμως, σύμφωνα με τις κατευθύνσεις που είχαν δοθεί στο Ναυτικό, επειδή δεν υπήρχε πιθανότητα πολέμου πριν από το 1942, το πρόγραμμα προβλέπονταν να ολοκληρωθεί μέχρι το τέλος του έτους αυτού, ενώ ο πόλεμος άρχισε δυο χρόνια νωρίτερα.
Έτσι, τον Ιούνιο του 1940, από τα θωρηκτά μόνο τα Cavour και Cesare ήταν σε υπηρεσία. Η ναυπήγηση των δυο από τα μεγάλα θωρηκτά – Litttorio και Vitorio Veneto- και ο εκσυγχρονισμός των δυο παλαιών – Duito και Doria –συνεχίζονταν ακόμα, το Roma θα ήταν έτοιμο σε δυο έτη και για το Imperio –του οποίου τελικά η εγκαταλείφθηκε ναυπήγηση- απαιτούνταν τρία έτη. Επίσης βρίσκονταν υπό κατασκευή 12 ελαφρά εύδρομα και σημαντικός αριθμός αντιτορπιλικών, συνοδών, υποβρυχίων και άλλων μικρότερων μονάδων.
Επομένως, κατά την ημέρα της κήρυξης του πολέμου από την Ιταλία, ο Στόλος της διέθετε ως μεγάλα πλοία τα 2 εκσυγχρονισμένα παλιά θωρηκτά και 19 εύδρομα. Όπως όμως προκύπτει και από τα απομνημονεύματα του Ναυάρχου Andrew Cunningham, οι Ιταλοί είχαν πετύχει να κρατούν σε αμφιβολία τους Βρετανούς ως προς τον αριθμό των ετοιμοπόλεμων πλοίων τους. Επίσης οι τελευταίοι αγνοούσαν και πολλές άλλες ελλείψεις του Ιταλικού Ναυτικού.
Αυτό που ιδιαίτερα τονίζουν οι Ιταλοί, είναι η δύσκολη θέση στην οποία βρίσκονταν το Ιταλικό Ναυτικό από άποψη αεροπορικής συνεργασίας, υπό την τριπλή της μορφή, αναγνώριση στη θάλασσα, προστασία των φιλικών ναυτικών δυνάμεων και επιθετικών ενεργειών κατά των εχθρικών. Πράγματι, από τη μελέτη των απόψεων που παρουσιάζονται σχετικά με την εξέλιξη των πολεμικών επιχειρήσεων, μπορεί να βγει το συμπέρασμα ότι η έλλειψη επαρκούς αεροπορικής κάλυψης ήταν μια από τις κυριότερες αφορμές για τις ατυχίες του Ιταλικού Στόλου. Αξίζει όμως να σημειωθεί ότι, για ορισμένες τουλάχιστον περιπτώσεις, ο Ναύαρχος Andrew Cunningham δεν φαίνεται να συμφωνεί με το συμπέρασμα αυτό.
Το Ιταλικό Ναυτικό είχε ήδη δημιουργήσει ναυτική αεροπορία κατά το Α’ Παγκόσμιο Πόλεμο, η οποία όμως καταργήθηκε το 1923 όταν ιδρύθηκε ιδιαίτερο Αεροπορικό Όπλο. Σύμφωνα με τον Μουσολίνι, η Ιταλική χερσόνησος αποτελούσε ένα μεγάλο αεροπλανοφόρο και τα αεροσκάφη της Αεροπορίας, με ορμητήριο βάσεις στη στεριά, θα μπορούσαν να φέρουν σε πέρας και οποιαδήποτε ναυτική αποστολή. Έτσι, απορρίπτονταν κάθε πρόταση του Ναυτικού για δημιουργία ναυτικής αεροπορίας και για κατασκευή αεροπλανοφόρων. Μόνον όταν η εξέλιξη των πολεμικών επιχειρήσεων απέδειξε πόσο λανθασμένη ήταν η άποψη αυτή, διέταξε ο Μουσολίνι το 1941 την μετασκευή 2 υπερωκεανίων σε αεροπλανοφόρα. Ήταν όμως πια πολύ αργά και ο πόλεμος της Ιταλίας έληξε χωρίς αυτά να έχουν ετοιμαστεί.
Το μόνο που έγινε ήταν η δημιουργία «Αεροπορίας για το Ναυτικό» που προορίζονταν για την ναυτική αναγνώριση. Η επιχειρησιακή χρησιμοποίηση αυτής της αεροπορίας ανήκε στο Ναυτικό, το οποίο έστελνε και δικούς του παρατηρητές. Εν τούτοις, ποτέ δεν υπήρξε πλήρης κατανόηση των αεροπορικών προβλημάτων του Ναυτικού από την Αεροπορία. Έτσι κατά την κήρυξη του πολέμου, οπότε οι Ιταλικές αεροπορικές δυνάμεις υπερτερούσαν των εχθρικών, δεν υπήρξε αποτελεσματική συνεργασία Ναυτικού και Αεροπορίας και αυτό όπως ήταν φυσικό είχε αρνητική επίπτωση στις θαλάσσιες επιχειρήσεις. Άλλωστε, τα περίπου 100 αναγνωριστικά αεροπλάνα που τέθηκαν στη διάθεση του Ναυτικού ήταν μεν επαρκή σε αριθμό στις αρχές του πολέμου, αλλά τα περισσότερα ακατάλληλου τύπου και με αναχρονιστικές επιδόσεις. Ήταν μονοκινητήρια υδροπλάνα με μέγιστη ταχύτητα 180 χιλ. Μάλιστα, επειδή δεν ήταν δυνατή η αναπλήρωση των απωλειών, ο αριθμός τους συνεχώς μειώνονταν.
Η Αεροπορία ανελάμβανε, για διευκόλυνση του Ναυτικού, μερικές από τις αποστολές αναγνώρισης. Λόγω όμως έλλειψης πείρας του προσωπικού, τα αποτελέσματα δεν ήταν ικανοποιητικά. Σε ορισμένες μάλιστα περιπτώσεις δόθηκαν εσφαλμένες πληροφορίες που είχαν πολύ σοβαρές συνέπειες στις πολεμικές επιχειρήσεις.
Επί πλέον, ενώ η Βρετανική αναγνώριση δρούσε και κατά τη νύχτα και αργότερα ήταν εφοδιασμένη και με ραντάρ, οι Ιταλοί δεν διέθεταν νυχτερινή αναγνώριση σε όλη τη διάρκεια του πολέμου. Μόνο προς το τέλος της σύρραξης στη Μεσόγειο, Γερμανικά αεροπλάνα εκτελούσαν καμιά φορά νυχτερινή αναγνώριση.
Το Ιταλικό Αεροπορικό Όπλο είχε παραμελήσει και την κατασκευή τορπιλοπλάνων, αν και το Ναυτικό είχε αναπτύξει τύπο τορπίλης που μπορούσε να εκσφεντονιστεί από ύψος 100 μέτρων, από αεροπλάνα που πετούσαν με ωριαία ταχύτητα 300 χιλ. Μόνον δε κατά τη διάρκεια του πολέμου η Αεροπορία αποφάσισε τη χρησιμοποίηση τορπιλοπλάνων με τορπίλες που παρείχε το Ναυτικό.
Το Βρετανικό Ναυτικό διέθετε και αυτό λίγα μόνο ναυτικά αεροπλάνα στην αρχή του πολέμου [βλέπε: «Ο Βρετανικός Στόλος της Μεσογείου» ]. Επειδή όμως το προσωπικό ήταν πολύ έμπειρο στην ναυτική συνεργασία, μπόρεσε λίγο-πολύ να ανταποκριθεί στις απαιτήσεις μέχρι να διατεθεί επαρκής αριθμός αεροσκαφών. Αντίθετα, αν και η Ιταλική Αεροπορία κατά τη διάρκεια της πολεμικής περιόδου κατέβαλε μεγάλες προσπάθειες για να βελτιώσει τη συνεργασία της με το Ναυτικό, δεν υπήρξαν ικανοποιητικά αποτελέσματα διότι για την απόκτηση της απαιτούμενης πείρας χρειάζονταν μακρά προπαρασκευή και εκπαίδευση.
Σε Ναυτικό με την ισχύ του Ιταλικού και αν ακόμα δεν διέθετε αεροπλανοφόρα, ήταν απόλυτα επιβεβλημένη η ύπαρξη ιδιαίτερου ναυτικού αεροπορικού Σώματος που να διαθέτει τους κατάλληλους –κατά την κρίση του Ναυτικού- τύπους αεροσκαφών. Η λύση που είχε δοθεί στην Ιταλία για την ναυτική αναγνώριση, ως λιγότερο δαπανηρή, εφαρμόζεται μοιραία από τα μικρά Ναυτικά. Μπορεί όμως να είναι περισσότερο τις υποδείξεις του Ναυτικού ως προς τους τύπους των αεροσκαφών ναυτικής συνεργασίας και με συνδυασμένες ασκήσεις κρατιέται σε ψηλό επίπεδο η εκπαίδευση του προσωπικού.
Σε ορισμένες περιπτώσεις, η αδράνεια του Ιταλικού Στόλου που παρατηρήθηκε αποδίδεται και σε μια άλλη πολύ σοβαρή έλλειψη, στην ανεπάρκεια αποθεμάτων καυσίμων. Κατά την κήρυξη του πολέμου το απόθεμα υγρών καυσίμων έφθανε τους 1,8 εκατομμύρια τόνους, ποσότητα που είχε θεωρηθεί επαρκής για πολεμικές ανάγκες εννιά μηνών. Τον ανεφοδιασμό από εκεί και πέρα είχαν αναλάβει οι Γερμανοί, οι οποίοι όμως δεν τήρησαν ποτέ τις υποσχέσεις τους. Έτσι, αναγκαστικά, περιορίζονταν συνεχώς η αρχικά προβλεπόμενη μηνιαία κατανάλωση των 200 χιλιάδων τόνων μέχρι του σημείου να περιοριστεί στις αρχές του 1943 στους 24 χιλιάδες τόνους μόνο. Μοιραία λοιπόν ο λόγος αυτός επέβαλε πολλούς περιορισμούς στις κινήσεις των πλοίων. Αυτό ήταν ένα από τα σημεία που έπρεπε να είχε σκεφτεί πολύ ο Μουσολίνι, πριν επιτεθεί κατά της Ναυτικής Δύναμης που κρατούσε στα χέρια της τις εισόδους της Μεσογείου.
Εκτός από τις δυο πιο πάνω σοβαρές ελλείψεις, υπήρχαν και μερικές τεχνικές ελλείψεις που έθεταν τα Ιταλικά πλοία σε μειονεκτική θέση απέναντι στα Βρετανικά. Καθ’ όλη τη διάρκεια του πολέμου, οι Ιταλοί δεν απέκτησαν ραντάρ και οι συσκευές υποβρύχιας ακρόασης των Ιταλικών πλοίων υστερούσαν πολύ των Βρετανικών.
Αφετέρου, όπως διαπιστώθηκε κατά την εξέλιξη των πολεμικών επιχειρήσεων, και η εκπαίδευση του ναυτικού προσωπικού υστερούσε από ορισμένες πλευρές. Ιδιαίτερα ήταν καταπληκτική η πλήρης έλλειψη προετοιμασίας του για νυχτερινή μάχη.
Αξίζει να εξετασθεί και η όλη ιεραρχική διάρθρωση του Ιταλικού Ναυτικού, η οποία εμφανίζει ορισμένα ασθενή σημεία. Σε αντίθεση με την ελευθερία ενέργειας που διέθετε ο Βρετανός Αρχηγός του Στόλου της Μεσογείου, οι Ιταλοί Αρχηγοί είχαν περιορισμένη πρωτοβουλία και η διεύθυνση των επιχειρήσεων συγκεντρώνονταν σε μεγάλο βαθμό στα χέρια της Supermarina που έδρευε στο Υπουργείο των Ναυτικών. Οι Αρχηγοί στη θάλασσα είχαν μόνο την τακτική διεύθυνση των επιχειρήσεων, ενώ οι στρατηγικές κατευθύνσεις, η σύνταξη των σχεδίων και η διάθεση και ανάπτυξη των δυνάμεων ανήκαν στην Ανωτάτη Διοίκηση του Ναυτικού στο Κέντρο. Το αποτέλεσμα ήταν ότι οι επικεφαλής των ναυτικών δυνάμεων, έχοντας το συναίσθημα ότι πίσω τους βρίσκονταν η Supermarina, συχνά περίμεναν ή ζητούσαν διαταγές, ακόμα και σε περιπτώσεις που θα μπορούσαν να ενεργήσουν με δική τους πρωτοβουλία.
Ένα σημαντικό μειονέκτημα της οργάνωσης αυτής, που πρέπει να το έχουν υπόψη τους και όσα άλλα Ναυτικά εφαρμόζουν ανάλογη, ήταν και το ακόλουθο. Ο προϊστάμενος της Supermarina Αρχηγός του Γ.Ε.Ν. , εκτελούσε συγχρόνως και καθήκοντα Υφυπουργού και είχε όλο το βάρος της τρέχουσας υπηρεσίας του Υπουργείου των Ναυτικών. Κάτω από το βάρος τόσης εργασίας, ήταν υποχρεωμένος να αναθέτει τη διεύθυνση των επιχειρήσεων στον αναπληρωτή του που συνήθως ήταν και ο μόνος που γνώριζε τις λεπτομέρειες της κατάστασης, αλλά του οποίου η πρωτοβουλία αναγκαστικά ήταν περιορισμένη. Από αυτή μάλιστα τη ρύθμιση προέκυπτε και άλλο άτοπο. Επειδή ο Μουσολίνι, ως Ανώτατος αρχηγός των ενόπλων δυνάμεων είχε πολύ περιορισμένη αντίληψη των ναυτικών προβλημάτων, ήταν επιβαλλόμενο ο εκπρόσωπος του Ναυτικού με τον οποίο συζητούσε να είναι τελείως ενήμερος των λεπτομερειών. Συνομιλητής όμως του Μουσολίνι ήταν ο Αρχηγός του Γ.Ε.Ν. και έτσι οι σχετικές συζητήσεις γίνονταν χωρίς την παρουσία εκείνου που πραγματικά κατεύθυνε τις ναυτικές επιχειρήσεις.
Στους Αρχηγούς των Επιτελείων ανακοινώθηκε για πρώτη φορά στις αρχές του Απριλίου του 1940 η απόφαση του Μουσολίνι να κηρύξει τον πόλεμο σε στιγμή που θα κρίνει κατάλληλη και συγχρόνως γνωστοποιήθηκε ότι ο πόλεμος θα διεξάγονταν αμυντικά στα μέτωπα ξηράς και επιθετικά στην θάλασσα και στον αέρα.
Ο Αρχηγός του Γ.Ε.Ν. Ναύαρχος Cavagnari, παρουσίασε τότε με αναφορά του ότι, κάτω από τις συνθήκες που επικρατούσαν τότε, δεν ήταν δυνατή η ανάληψη επιθετικού πολέμου από το Ναυτικό και ότι κατά τη γνώμη του δεν ήταν δικαιολογημένη η είσοδος της Ιταλίας στον πόλεμο από δική της πρωτοβουλίας, αν επρόκειτο να περιοριστεί σε άμυνα. Ο Μουσολίνι όμως, φοβούμενος ότι ο πόλεμος θα έληγε σύντομα χωρίς να μπορέσει η Ιταλία να επωφεληθεί από αυτόν, αγνόησε την ορθή αυτή παρατήρηση. Ο Ιταλός δικτάτορας είχε την έμμονη ιδέα ότι οι εχθροπραξίες θα κρατούσαν το πολύ τρεις μήνες. Συμφώνησε όμως το Ναυτικό να ενεργήσει σύμφωνα με τα σχέδια που προϋπήρχαν, τα οποία βασίζονταν στις ακόλουθες γενικές γραμμές:
Οι ναυτικές δυνάμεις θα παρέμεναν πάντα συγκεντρωμένες για να πετυχαίνουν τη μέγιστη επιθετικά και αμυντική ισχύ και επομένως δεν θα συμμετείχαν σε αποστολές προστασίας νηοπομπών, εκτός σε εξαιρετικές και σπάνιες περιπτώσεις. Ο ανεφοδιασμός της Λιβύης θα εγκαταλείπονταν, εφόσον η Γαλλία θα ήταν εχθρική, διότι στη περίπτωση αυτή η ανάληψή του από το Ναυτικό θα ήταν αδύνατη. Το τελευταίο αυτό έγινε αποδεκτό διότι πίστευαν ότι υπήρχαν στην Λιβύη αρκετά εφόδια για έξι μήνες, ενώ ο πόλεμος θα ήταν πολύ μικρότερης διάρκειας.
Όταν όμως ήρθε η ώρα της πραγματικότητας, το Ναυτικό υποχρεώθηκε σε ενέργειες τελείως αντίθετες από αυτές που είχαν προσχεδιαστεί. Αμέσως μετά την έναρξη των εχθροπραξιών ζητήθηκε η επείγουσα αποστολή απαραίτητων εφοδίων στη Λιβύη. Βαθμιαία δε, μετά τη συνθηκολόγηση της Γαλλίας, οι αποστολές ανεφοδιασμού της Λιβύης εξελίχθησαν στο πρωταρχικό έργο του Ιταλικού Ναυτικού, με αποτέλεσμα τη διασπορά των δυνάμεών του.
Στις αρχές του πολέμου τα Ιταλικά πλοία ήταν κυρίως κατανεμημένα μεταξύ Νεάπολης και Τάραντα, με μερικά εύδρομα σε λιμάνια της Σικελίας. Στις βάσεις της άνω Τυρρηνικής παρέμεναν μόνο υποβρύχια και τορπιλάκατοι. Η εσωτερική θάλασσα της Αδριατικής εξασφαλίζονταν στρατηγικά από τη βάση του Τάραντα. Στις προχωρημένες βάσεις του Tobruk στη Λιβύη και στη Λέρο στα Δωδεκάνησα υπήρχαν μόνο ελαφρές ναυτικές δυνάμεις. Στην Ερυθρά θάλασσα τέλος, στη βάση της Massaoua που από την έναρξη του πολέμου βρέθηκε απομονωμένη, βρίσκονταν υποβρύχια, αντιτορπιλικά και τορπιλάκατοι, όλα πεπαλαιωμένα. Με τη διάταξη αυτή οι κύριες δυνάμεις του Στόλου βρίσκονταν συγκεντρωμένες περί το κέντρο της Μεσογείου ενώ οι λοιπές βρίσκονταν σε θέσεις πραγματικά περιφερειακές με αμυντικό κυρίως προορισμό.
Από τα πιο πάνω προκύπτει ότι κατά την κήρυξη του πολέμου το σχέδιο ενέργειας του Ιταλικού Ναυτικού δεν προέβλεπε την εφαρμογή επιθετικής στρατηγικής, ούτε εθεωρείτο ότι υπήρχαν δυνατότητες για μια τέτοια. Πράγματι δε, κατά τη στιγμή εκείνη, όταν ο Στόλος μάχης περιελάμβανε μόνο δυο εν ενεργεία θωρηκτά και η Γαλλία ήταν ακόμα εμπόλεμη, η αποφυγή μάχης σε παράταξη ήταν απόλυτα δικαιολογημένη, χωρίς βέβαια αυτό να αποκλείει την με κάθε άλλο τρόπο παρενόχληση του εχθρού. Δεν μπορεί όμως να λεχθεί το ίδιο και για μεταγενέστερες περιόδους, όταν οι συνθήκες και η σύγκριση δυνάμεων ήταν πολύ διαφορετικές.
Από την αντιπαραβολή των απόψεων των δυο πλευρών, προκύπτει και το περίεργο ότι τη στιγμή ακριβώς που ο Ναύαρχος Cunningham είχε επιφυλάξεις σχετικά με την αιτούμενη από το Ναυαρχείο απόσπαση δυνάμεων προς διακοπή των Ιταλικών συγκοινωνιών με τη Βόρεια Αφρική [βλέπε: «Ο Βρετανικός Στόλος της Μεσογείου» ] , οι Ιταλοί θεωρούσαν ότι δεν διέθεταν τα μέσα για να τις προστατεύσουν και εγκατέλειπαν την ιδέα ανεφοδιασμού της Λιβύης. Ίσως αυτό συνέβαινε διότι οι Βρετανοί υπερτιμούσαν την ναυτική ισχύ της Ιταλίας την εποχή εκείνη.»