«Πριν τη διενέργεια της απόβασης στη Σικελία είχε κριθεί σκόπιμο από τους Συμμάχους να καταληφθεί η μικρή νήσος Παντελαρία, 150 μίλια βορειοδυτικά από τη Μάλτα. Υπήρχε η εντύπωση ότι επρόκειτο για ναυτικό φρούριο με πολύ ισχυρή οχύρωση, σαν το Γιβραλτάρ σε μικρογραφία, του οποίου η κατάληψη με άμεση έφοδο θα ήταν αδύνατη χωρίς προηγούμενη προπαρασκευή με εντατικούς βομβαρδισμούς από αέρα και θάλασσα για να καταστραφούν οι αμυντικές εγκαταστάσεις.

Στη πραγματικότητα υπήρχαν 7 παράκτια πυροβολεία και 15 αντιαεροπορικά, αλλά σε θέσεις απροστάτευτες και με απαρχαιωμένο εξοπλισμό. Το μικρό ορμητήριο ήταν μόνο κατάλληλο για μικρές ναυτικές μονάδες. Υπήρχε και μικρό αεροδρόμιο αμφίβολης χρησιμότητας για τον Άξονα κατά το στάδιο εκείνο των επιχειρήσεων, αλλά που μπορούσε να χρησιμεύσει για τα καταδιωκτικά των Συμμάχων για να προσφέρουν από εκεί κάλυψη πάνω από μερικές ακτές της Σικελίας.

Η φρουρά της νήσου έφθανε τους 7.000 άνδρες και υπήρχε πολιτικός πληθυσμός 10.000, η παρουσία του οποίου περιέπλεκε το ζήτημα της αντίστασης, διότι υπήρχε μεγάλη έλλειψη τροφίμων λόγω του ναυτικού αποκλεισμού των Συμμάχων. Πολύ σημαντική ήταν και η έλλειψη νερού το οποίο μεταφέρονταν με υδροφόρους από τη Σικελία. Τα πιο απαραίτητα εφόδια στέλνονταν με 3 υποβρύχια, από τα οποία το ένα βυθίστηκε σε μια τέτοια αποστολή, καθώς και με μικρά εμπορικά που ξέφευγαν από τον εχθρικό αποκλεισμό.

Οι αεροπορικοί βομβαρδισμοί άρχισαν από τις αρχές Μαΐου και πήραν εξαιρετική ένταση από το τέλος του μήνα, με αποτέλεσμα τη καταστροφή σχεδόν όλων των αμυντικών εγκαταστάσεων και των περισσότερων οικιών του πληθυσμού. Από τους βομβαρδισμούς καταστράφηκαν και τα 3 υπάρχοντα φρεάτια και απόμειναν μόνο μερικές δεξαμενές νερού, ενώ μπόρεσε να φθάσει μια υδροφόρος και μικρές ποσότητες νερού με αεροπλάνα. Ο πολιτικός πληθυσμός τρομοκρατημένος, είχε συγκεντρωθεί στους στενούς χώρους των υπόγειων πυριτιδαποθηκών και στρατιωτικών εγκαταστάσεων και η επαφή μ’ αυτό επηρέαζε το ηθικό και του στρατιωτικού προσωπικού. Ένα γερμανικό στρατιωτικό τμήμα από 1.000 περίπου άνδρες που υπήρχε, αποχώρησε στο τέλος Μαΐου. Η φιλική αεροπορία δεν εμφανίζονταν πάνω από το νησί, διότι τα αεροπλάνα του Άξονα που πλησίαζαν καταρρίπτονταν από τα εχθρικά. Τέλος, βομβαρδισμοί από την θάλασσα συμπλήρωσαν την καταστροφή των πυροβολείων.

Από την 5η Ιουνίου, οι Σύμμαχοι άρχισαν να καλούν τη φρουρά της νήσου να παραδοθεί, χωρίς να παίρνουν απάντηση. Μετά όμως από εξαιρετικά σφοδρό αεροπορικό βομβαρδισμό, αφού απέμειναν 2 μόνο αντιαεροπορικά πυροβολεία και αποθέματα νερού που επαρκούσαν για 4 ημέρες και το ηθικό του πληθυσμού βρίσκονταν σε πολύ χαμηλό σημείο, ο Ναύαρχος Διοικητής της νήσου ζήτησε και πήρε την 9η Ιουνίου έγκριση για παύση της αντίστασης. Η νήσος καταλήφθηκε από τους Συμμάχους την 11η Ιουνίου 1943.

Ο Ναύαρχος Cunningham δεν παραδέχεται ως ακριβή την αιτιολογία ότι η παράδοση οφείλονταν στην έλλειψη νερού και έχει την άποψη ότι, μετά την ήττα τους στη Τυνησία, οι Ιταλοί δεν είχαν διάθεση να συνεχίσουν τον πόλεμο.

Σε κάθε περίπτωση, ήταν λάθος η μη έγκαιρη εκκένωση της νήσου από τον πολιτικό πληθυσμό. Τη λύση αυτή είχε εισηγηθεί το Ναυτικό από καιρό, αλλά η πολιτική ηγεσία δεν συμφώνησε, λόγω της κακής επίδρασης που θα είχε το μέτρο στο ηθικό, ιδιαίτερα του πληθυσμού της Σικελίας.

Μετά τη πτώση της Παντελαρίας καταλήφθηκαν από τους Συμμάχους, σχεδόν χωρίς αντίσταση, και οι δυο μικρές νήσοι Lampedusa και Linosa, των οποίων τα μέσα άμυνας ήταν πολύ πενιχρά.»