«Η πρώτη αυτή συνάντηση μεταξύ των κύριων δυνάμεων των δυο αντίπαλων Στόλων – από τις λίγες που έλαβαν χώρα κατά την πολεμική περίοδο – , αν και δεν κατέληξε σε κανένα ουσιώδες αποτέλεσμα, είναι πολύ χαρακτηριστική διότι εμφάνισε τις ελλείψεις του Ιταλικού Ναυτικού [βλέπε: «Το Ιταλικό Ναυτικό» ].

Το βράδυ της 7ης Ιουλίου 1940, ο Στόλος της Αλεξάνδρειας που περιλάμβανε τα θωρηκτά WARSPITE, MALAYA και ROYAL SOVEREIGN, το αεροπλανοφόρο EAGLE, πέντε εύδρομα και 17 αντιτορπιλικά απέπλευσε από την Αλεξάνδρεια για τη Μάλτα, για να συνοδεύσει από εκεί στην Αλεξάνδρεια δυο νηοπομπές συγχρόνως, μια γρήγορη και μια αργή.

Την 6ης Ιουλίου 1940, αφετέρου, είχε αποπλεύσει από την Νεάπολη για την Βεγγάζη σημαντική Ιταλική νηοπομπή. Μια μοίρα εύδρομων και αντιτορπιλικά είχαν διατεθεί για κοντινή συνοδεία, άλλες 3 μοίρες εύδρομων κάλυπταν την νηοπομπή από την πλευρά της Μάλτας, ενώ τα 2 θωρηκτά σε υπηρεσία, τα GIULIO CESARE και CONTE DI CAVOUR, με δυο μοίρες εύδρομων παρείχαν στρατηγική προστασία.

Λίγο μετά τον απόπλου του, τη νύχτα της 7ης Ιουλίου, ο Βρετανικός σχηματισμός προσβλήθηκε ανεπιτυχώς από Ιταλικό υποβρύχιο, το οποίο στη συνέχεια ανέφερε ότι Βρετανική δύναμη με την πιο πάνω σύνθεση κατευθύνονταν από την Αλεξάνδρεια προς δυσμάς.  Συγχρόνως, οι Ιταλοί λάμβαναν το πρωί της 8ης Ιουλίου την πληροφορία ότι ισχυρή Βρετανική δύναμη από το Γιβραλτάρ έπλεε προς ανατολάς.

Με την λήψη αυτών των αναφορών η Supermarina αποφάσισε να συγκεντρώσει όλες τις δυνάμεις στην Κεντρική Μεσόγειο για προστασία της νηοπομπής και για να δώσει μάχη με τον Στόλο της Αλεξάνδρειας, πριν αυτός συνενωθεί με τη δύναμη του Γιβραλτάρ.  Οι Ιταλοί είχαν την ελπίδα ότι εντωμεταξύ η Αεροπορία τους θα μπορούσε να καταφέρει μερικά πλήγματα στα Βρετανικά θωρηκτά, για να αποκατασταθεί ισορροπία δυνάμεων ως προς τα βαριά πλοία.  Όσον αφορά τη δύναμη του Γιβραλτάρ, υπέθεσαν ότι κατά πάσα πιθανότητα επρόκειτο για παραπλανητική κίνηση που αποσκοπούσε να επιφέρει σύγχυση στον αντίπαλο.  Έτσι, η αντίδραση σ’ αυτή την τελευταία αφέθηκε στα υποβρύχια και στα αεροπλάνα.

 Το πρωί όμως της 8ης Ιουλίου και ο Αρχηγός του Βρετανικού Στόλου έπαιρνε την πληροφορία από αναφορές υποβρυχίων για παρουσία δυο εχθρικών θωρηκτών με 4 αντιτορπιλικά 200 μίλια περίπου ανατολικά της Μάλτας και με πορεία προς νότο.  Σχημάτισε λοιπόν την εντύπωση ότι η δύναμη αυτή κάλυπτε σημαντική νηοπομπή που έπλεε προς Λιβύη και διέταξε την αποστολή αεράκατου από την Μάλτα για να κρατάει επαφή με τον εχθρό, ενώ η Βρετανική δύναμη έπλεε προς βορειοδυτικά με ταχύτητα 20 μιλίων.  Το απόγευμα της ίδιας ημέρας η αεράκατος ανέφερε ότι εχθρική δύναμη από 2 θωρηκτά, 6 εύδρομα και 7 αντιτορπιλικά βρίσκονταν 100 μίλια βορειοδυτικά της Βεγγάζης και έπλεε προς νότο.  Μετά από μια ώρα η αεράκατος ανέφερε αλλαγή πορείας της δύναμης προς βορρά.  Επιβεβαιώθηκε τότε ότι η δύναμη αυτή κάλυπτε νηοπομπή προς ή από την Βεγγάζη.

Πράγματι, ο Αρχηγός της δύναμης που κάλυπτε την Ιταλική νηοπομπή Ναύαρχος Campioni , αφού εκπλήρωσε την αποστολή του μέχρι των προσβάσεων της Βεγγάζης, ανέστρεψε πορεία στις 15:00 της 8ης Ιουλίου και έπλευσε προς συνάντηση του Στόλου της Αλεξάνδρειας , αναφέροντας σχετικά στην Supermarina.

Ο Ναυάρχος Cunningham δεν θα άφηνε να του διαφύγει τέτοια ευκαιρία.  Εγκαταλείποντας προσωρινά την αποστολή για την  οποία είχα αποπλεύσει, πήρε πορεία προς Τάραντα με τη μέγιστη δυνατή ταχύτητα προκειμένου να παρεμβληθεί μεταξύ εχθρού και της βάσης του.

Εντωμεταξύ όμως η Supermarina, όταν πληροφορήθηκε τις προθέσεις του Αρχηγού του Ιταλικού Στόλου, δεν ενέκρινε την κίνηση που είχε αυτός διατάξει διότι από εχθρικά ραδιογραφήματα που είχε αποκρυπτογραφήσει συμπέραινε ότι το μεσημέρι της επομένης ο Βρετανικός Στόλος θα βρίσκονταν έξω από τις ακτές της Καλαβρίας και έκρινε προτιμότερο η μάχη να δοθεί σ’ αυτά τα νερά, παρά στην ολιγότερο ευνοϊκή ζώνη κοντά στην Κυρηναϊκή.  Ο Ναύαρχος Campioni διατάχθηκε λοιπόν να ρυθμίσει την πορεία της Ιταλικής δύναμης ώστε το μεσημέρι της 9ης Ιουλίου να βρίσκεται περί τα 50 μίλια νοτιοανατολικά της άκρας Stilo της Καλαβρίας.

Το πρωί της 9ης Ιουλίου η αεροπορική αναγνώριση πληροφορούσε τον Βρετανό Αρχηγό ότι συνολικά βρίσκονταν εν πλω διεσπαρμένα σε μεγάλη έκταση 2 τουλάχιστον Ιταλικά θωρηκτά, 12 εύδρομα και πολλά αντιτορπιλικά, η δε θέση τους στις 7:30 ήταν περί τα 50 μίλια από το ακρωτήρι Spartivento.

Γύρω στο μεσημέρι της 9ης Ιουλίου 1940, οι δυο Στόλοι βρίσκονταν σε απόσταση 90 μιλίων ο ένας από τον άλλο και η απόσταση αυτή μειώνονταν συνεχώς.

Την Ανώτατη Διοίκηση του Ιταλικού Ναυτικού απασχολούσε η δυσαναλογία δυνάμεων σε ποία μάχης, διότι τα 3 Βρετανικά θωρηκτά διέθεταν συνολικά 24 πυροβόλα των 381 χιλ. έναντι 20 πυροβόλων των 320 χιλ. των 2 Ιταλικών, τα οποία είχαν και ελαφρότερη θωράκιση.  Τονίζουν όμως ότι αυτό δεν τους εμπόδισε να επιδιώξουν την συνάντηση με τον αντίπαλο.

Αλλά και τον Ναύαρχο Cunningham απασχολούσε  η πολύ σημαντική υπεροχή του εχθρού σε αριθμό και οπλισμό των εύδρομων. Στην Ιταλική έκθεση δεν αναφέρεται ο συνολικός αριθμός των Ιταλικών εύδρομων και αντιτορπιλικών που έλαβαν μέρος στην συνάντηση αυτή. Όμως, στο βιβλίο του Γάλλου Ναύαρχου R. de Belot “La guerre navale en diterranée” αναγράφεται ότι η Ιταλική δύναμη περιλάμβανε 6 εύδρομα, 12 ελαφρά εύδρομα και 24 αντιτορπιλικά.]  Ουσιαστικά η Βρετανική δύναμη διέθετε μόνο 4 εύδρομα – διότι το ένα είχε υποστεί σοβαρή βλάβη από αεροπορικό βομβαρδισμό – με πυροβόλα των 6″, έναντι πυροβόλων των 8″ των βαριών Ιταλικών εύδρομων, και τα οποία είχαν ήδη εξαντλήσει σχεδόν τα μισά από τα αντιαεροπορικά τους πυρομαχικά.  Ο Cunningham αποφάσισε παρ’ όλα αυτά να δώσει τη μάχη γιατί, όπως γράφει, κάθε ευκαιρία που παρουσιάζονταν ήταν ευπρόσδεκτη.

Στη περίπτωση αυτή είναι πολύ ενδιαφέρουσα και η πληροφορία που δίνει ο Ναύαρχος ότι στη μάχη αυτή εφαρμόστηκαν με ακρίβεια οι μέθοδοι που διδάσκονταν στη Σχολή Τακτικής του Portsmouth στις οποίες αποδίδει φόρο τιμής.   Η γνώμη αυτή ενός πολεμικού Αρχηγού, που είχε διανύσει το μεγαλύτερο μέρος της σταδιοδρομίας του στη θάλασσα και είχε σπουδάσει στο μεγάλο σχολείο της πείρας, δίνει τη καλλίτερη απάντηση σε όσους με κάποια ειρωνεία σχολιάζουν τα πορίσματα των πολεμικών παιγνίων των Σχολών Πολέμου.

Ο Βρετανικός Στόλος εξυπηρετήθηκε καλά από την αεροπορική αναγνώριση.  Μετά τον αρχικό εντοπισμό της εχθρικής δύναμης από την αεράκατο, η τήρηση επαφής με αυτήν αναλήφθηκε από τα αεροπλάνα του αεροπλανοφόρου. Οι εξασκημένοι παρατηρητές των αεροπλάνων αυτών έδωσαν ακριβείς πληροφορίες για τον εχθρό.  Ακολούθησε επίθεση των τορπιλοπλάνων του αεροπλανοφόρου χωρίς όμως αυτά να επιτύχουν πλήγματα, διότι τα Ιταλικά πλοία εχείρισαν με επιτυχία προς αποφυγή.  Στο μεταξύ τα Βρετανικά εύδρομα έπλευσαν προς εντοπισμό του εχθρικού Στόλου μάχης, ενώ το θωρηκτό WARSPITE που διέθετε μεγαλύτερη ταχύτητα ακολουθούσε για να τα προστατεύσει.

Ο Ιταλός Ναύαρχος δεν είχε λάβει καμιά πληροφορία από την αεροπορική αναγνώριση για τη θέση του εχθρού.  Μετά όμως από την επίθεση των τορπιλοπλάνων, που δεν μπορούσε να προέρχονται παρά μόνο από αεροπλανοφόρο, αντιλήφθηκε την παρουσία της εχθρικής δύναμης στην περιοχή.  Στάλθηκε τότε ένα μικρό αναγνωριστικό της ναυτικής δύναμης, το οποίο μετά από λίγο παρατήρησε τον Βρετανικό σχηματισμό σε απόσταση περίπου 80 μιλίων, οπότε και ο Ιταλικός Στόλος έπλευσε προς συνάντησή του, αν και δεν είχε επιτευχθεί η μείωση της ισχύος της κύριας εχθρικής δύναμης από την Αεροπορία.

Περί ώρα 15:00, τα αντίπαλα εύδρομα βρέθηκαν αντιμέτωπα και τα Ιταλικά άνοιξαν πυρ με τα πυροβόλα των  8″ από απόσταση 25.000 μέτρων, ενώ τα Βρετανικά απάντησαν όταν έφθασαν στα 20.000 μέτρα.  Προς στιγμήν τα βρετανικά βρέθηκαν σε δυσχερή θέση μπρος στην συντριπτική υπεροχή των εχθρικών.  Με επιδέξιους όμως χειρισμούς του Αρχηγού τους Αντιναύαρχου Tovey διέφυγαν με ασήμαντες μόνο ζημιές, μέχρις ότου πλησίασε το θωρηκτό WARSPITE, που ακολουθούσε σε απόσταση 10 μιλίων.  Άρκεσαν τότε μερικές βολές του και περί ώρα 15:30 τα Ιταλικά εύδρομα ανάστρεψαν πορεία υπό τη προστασία παραπετάσματος καπνού.

HMS WARSPITE

Στο μεταξύ συνενώθηκαν με τη ναυαρχίδα και τα υπόλοιπα Βρετανικά θωρηκτά και στις 15:53 βρέθηκαν ενόψει των Ιταλικών θωρηκτών, κατά των οποίων άνοιξαν πυρ από απόσταση 25.000 μ.  Μετά από λίγα μόνο λεπτά, στις 16:00 , η Ιταλική ναυαρχίδα GIULIO CESARE δέχονταν πλήγμα από βλήμα των 15″ του WARSPITE που προκάλεσε πυρκαγιά κάτω από το κατάστρωμα.  Ένας αριθμός λεβήτων έσβησε  και η ταχύτητα έπεσε από 26 μίλια στα 19 μίλια.  Το Ιταλικό εύδρομο BOLZANO δέχτηκε επίσης 3 πλήγματα, αλλά χωρίς σοβαρές ζημιές.  Όπως αναφέρει ο Ναύαρχος Cunningham και των Ιταλικών θωρηκτών η βολή στη μεγάλη αυτή απόσταση ήταν καλή, αν και δεν πέτυχαν πλήγματα.

GIULIO CESARE

 Τα Ιταλικά θωρηκτά τότε αποσύρθηκαν υπό την προστασία καπνοφράγματος των εύδρομων, ενώ τα αντιτορπιλικά εκδήλωναν επίθεση για να καλύψουν την αποχώρηση, την οποία ακολούθησε αντεπίθεση των Βρετανικών, χωρίς κανένα αποτέλεσμα και για τις δυο μεριές.

Η φάση που ακολούθησε ήταν πολύ συγκεχυμένη, διότι τίποτε δεν διακρίνονταν  μέσα στον καπνό.  Ο Βρετανός Ναύαρχος δεν ήθελε να διακινδυνεύσει τα βαριά πλοία του διερχόμενος μέσα από το φράγμα καπνού.  Έτσι ο εχθρός εξαφανίστηκε και η μάχη έληξε.

Στη συνέχεια τα Βρετανικά πλοία κατευθύνθηκαν στην Μάλτα για να εκπληρώσουν την αρχική τους αποστολή.

Η αποχώρηση του Ιταλικού Ναυτικού μόλις δέχτηκε το πρώτο πλήγμα αποτέλεσε αντικείμενο δυσμενούς κριτικής.   Ο Ναύαρχος Cunningham εκφράζεται δηκτικά για το γεγονός αυτό, λέγοντας ότι «τούτο [το πλήγμα κατά της Ιταλικής Ναυαρχίδας] ήταν πολύ για τον Ιταλό Ναύαρχο. [“this was too much for the Italian Admiral”].  Ίσως όμως η κρίση αυτή είναι υπέρ το δέον αυστηρή.  Όπως αναφέρθηκε προηγουμένως,  οι Ιταλοί δέχτηκαν την μάχη ελπίζοντας ότι πριν από τη συνάντηση με εντατικές αεροπορικές επιθέσεις θα πετύχαιναν κάποια σχετική ισορροπία δυνάμεων μεταξύ των βαριών πλοίων, που όμως δεν επιτεύχθηκε. Τα Ιταλικά πλοία δεν διέθεταν προστασία από καταδιωκτικά κατά των επιθέσεων των Βρετανικών τορπιλοπλάνων.  Η μείωση της ταχύτητας του ενός από τα δυο θωρηκτά περιόριζε την ευχέρεια των κινήσεών των.  Το σπουδαιότερο όμως απ’ όλα ήταν ότι τη στιγμή εκείνη τα δυο θωρηκτά αποτελούσαν τη μόνη κύρια δύναμη του Ιταλικού Στόλου και είναι αμφίβολο αν η μεγάλη υπεροχή σε εύδρομα ήταν αρκετή για να τα προστατεύσει.  Πιθανόν οι μεγάλοι ναύαρχοι της ιστορίας σε ανάλογη περίπτωση να είχαν συνεχίσει τη μάχη, αλλά και η ενέργεια του ιταλού ναυάρχου στη περίπτωση αυτή δεν στερείται δικαιολογιών.

Όπως προκύπτει από τα απομνημονεύματά του, ο Ναύαρχος Cunningham νόμιζε ότι αρχηγός της Ιταλικής δύναμης ήταν ο Ναύαρχος Riccardi, ενώ επρόκειτο για τον Ναύαρχο Igino Campioni. Αυτόν τον τελευταίο τον είχε γνωρίσει καλά στο Παρίσι όταν συν υπηρετούσαν ως ναυτικοί ακόλουθοι και σύμφωνα με πληροφορίες συμπατριωτών του θεωρείτο ως διακεκριμένος αξιωματικός που διαπνέονταν από μεγάλη σύνεση, η οποία προφανώς και τον παρέσυρε σε υπερβολική προσήλωση στις κατευθύνσεις που του είχαν δοθεί από την ανώτατη Ιταλική ηγεσία.  Το τέλος του ναυάρχου υπήρξε τραγικό.  Κατά τη συνθηκολόγηση της Ιταλίας, ως Γενικός  Διοικητής Δωδεκανήσου τότε, υπακούοντας στις διαταγές της νόμιμης κυβέρνησης της χώρας του δεν διέταξε την άμεση παράδοση των νησιών στους Γερμανούς.  Αυτοί τον συνέλαβαν, ο Μουσολίνι που βρίσκονταν στη Βόρειο Ιταλία τον παρέπεμψε σε δίκη, καταδικάστηκε και εκτελέστηκε.

Τη νύχτα της 9ης Ιουλίου 1940, ο Ναύαρχος της Μάλτας επωφελήθηκε από το γεγονός ότι οι Ιταλοί ήταν απασχολημένοι με τη κύρια δύναμη του Βρετανικού Στόλου και έστειλε την ταχεία νηοπομπή με συνοδεία 4 μόνο αντιτορπιλικών, η οποία έφθασε τελείως ανενόχλητη στην Αλεξάνδρεια.  Η βραδεία νηοπομπή αναχώρησε από την Μάλτα στις 11 Ιουλίου, συνοδευόμενη από το μεγαλύτερο μέρος της δύναμης της Αλεξάνδρειας.  Τα πλοία αυτά εντοπίσθηκαν από την Ιταλική αεροπορία και υπέστησαν σφοδρούς βομβαρδισμούς καθ’ όλη τη διάρκεια της 11ης Ιουλίου από αεροπλάνα που ορμούσαν από αεροδρόμια της Λιβύης.  Οι επιθέσεις αυτές που επαναλήφθηκαν και την επομένη, δεν προκάλεσαν ζημιές εκτός από λίγα θύματα σ’ ένα εύδρομο, λόγω κοντινού πλήγματος.  Τα 3 καταδιωκτικά του Βρετανικού αεροπλανοφόρου κατέρριψαν ένα αναγνωριστικό και 2-3 βομβαρδιστικά.

Έτσι, και οι δυο αντίπαλοι εκτέλεσαν τον κύριο σκοπό τους , την ασφαλή αύξηση των νηοπομπών που προστάτευαν.  Η επιδίωξη όμως και των δυο πλευρών να καταφέρουν καίριο πλήγμα κατά της κύριας εχθρικής δύναμης δεν έφερε κανένα αποτέλεσμα για τους λόγους που προαναφέραμε.

Το σημείο όμως στο οποίο υπάρχει μεγάλη διαφορά απόψεων σε αυτά που παρουσιάζουν οι δυο πλευρές, είναι αυτό που αφορά τη δράση της Ιταλικής αεροπορίας.

Κατά τον Ναύαρχο Cunningham, καθ’ όλη την 8η Ιουλίου 1940 τα Βρετανικά πλοία δεχόντουσαν εντατικούς βομβαρδισμούς από αεροπλάνα που προέρχονταν από την Δωδεκάνησο και τα οποία επέφεραν μια μόνο σοβαρή ζημιά με πλήγμα στη γέφυρα του εύδρομου GLOUCESTER .

       
HMS GLOUCESTER

Προσθέτει δε ότι κατά το 1940-41 η Ιταλική Αεροπορία ανέπτυξε εξαιρετική δραστηριότητα πάνω από τη θάλασσα και έδινε την εντύπωση ότι διέθετε αεροπορικά σμήνη που είχαν ειδικά εκπαιδευτεί για επιχειρήσεις κατά πλοίων. Λέγει επίσης ότι η αναγνώρισή τους ήταν εξαιρετικά αποτελεσματική, σπάνια δεν πετύχαινε να εντοπίσει τα Βρετανικά πλοία εν πλω και μετά από 1-2 ώρες έφθαναν πάντοτε τα βομβαρδιστικά.  Πραγματοποιούσαν επιθέσεις από μεγάλο ύψος, περί τα 12.000 πόδια, έβαλαν σε σχηματισμό κάτω από το σφοδρό αντιαεροπορικό πυρ του Στόλου και γι αυτό το είδος επίθεσης η ακρίβεια ήταν πολύ καλή.

Κατά την επιχείρηση που αναφέρθηκε προηγουμένως, κατά τις 5 ημέρες που τα πλοία παρέμειναν εν πλω, το WARSPITE και τα αντιτορπιλικά που το συνόδευαν προσβλήθηκαν 34 φορές μέσα σε 4 ημέρες με ρίψεις 400 βομβών και μόνο από τύχη τα πλοία δεν πλήγησαν. Προσθέτει ακόμα ότι κατά τους πρώτους μήνες του πολέμου οι Ιταλικοί βομβαρδισμοί ήταν οι καλλίτεροι που είδε ο Ναύαρχος, κατά πολύ ανώτεροι των Γερμανικών.  Αργότερα μόνο, όταν το αντιαεροπορικό πυρ του Βρετανικού Στόλου βελτιώθηκε και εκπαιδευμένα σμήνη της Ιταλικής Αεροπορίας είχαν καταρριφθεί από τα Βρετανικά καταδιωκτικά, οι κατά θάλασσα αεροπορικές επιχειρήσεις των Ιταλών ήταν λιγότερο καλές. Στις αρχές του πολέμου, λέει, τα Βρετανικά πλοία αισθάνονταν γυμνά και απροστάτευτα.

Το αίσθημα αυτό δοκίμασαν και τα Ελληνικά πλοία -που διέθεταν μάλιστα πολύ λιγότερο καλά αντιαεροπορικά μέσα.- δεν οφείλονταν όμως στις επιθέσεις των Ιταλικών αεροπλάνων αλλά των Γερμανικών κάθετου εφορμήσεως. Κατά τη διάρκεια του Ελληνο-Ιταλικού πολέμου το Ναυτικό μας είχε αποκομίσει τελείως διαφορετική εντύπωση για τις ικανότητες της Ιταλικής Αεροπορίας.  Είναι όμως πολύ πιθανό τα καλά εκπαιδευμένα σμήνη να τα προόριζαν για τα Βρετανικά πλοία μάχης.

Τελείως αντίθετα με όσα αναφέρονται από τον Ναύαρχο Cunningham είναι αυτά που παρουσιάζονται υπό την έμπνευση της ιστορικής υπηρεσίας του Ιταλικού Ναυτικού. Τονίζεται ότι κατά την επιχείρηση καταδείχτηκε η ακαταλληλότητα της ναυτικής αεροπορικής αναγνώρισης και η ανεπάρκεια της συνεργασίας θάλασσας και αέρα.  Ο Ιταλός Ναύαρχος δεν κρατιόταν ενήμερος των κινήσεων του εχθρού.  Ενώ η συνάντηση έλαβε χώρα σε μικρή απόσταση από τις Ιταλικές ακτές, κανένα καταδιωκτικό δεν εμφανίστηκε για την προστασία των Ιταλικών πλοίων. Τα βομβαρδιστικά που ζήτησε ο Αρχηγός του Στόλου έφθασαν στο πεδίο της μάχης όταν ήταν πια πολύ αργά, σε αντίθεση με τα Βρετανικά τορπιλοπλάνα που επιτέθηκαν την κατάλληλη στιγμή.  Σαν να μην αρκούσαν αυτά, τα Ιταλικά βομβαρδιστικά εκτέλεσαν και ανεπιτυχή επίθεση από παρεξήγηση κατά φιλικών πλοίων, όταν κατά την αποχώρησή τους κατευθύνονταν προς την Μεσσήνη.  Αυτό το τελευταίο έγινε αντιληπτό και από το Βρετανικό αεροπλάνο που τηρούσε την επαφή.

Χωρίς δε να γίνεται ιδιαίτερη μνεία των συνεχών βομβαρδισμών που αναφέρει ο Ναύαρχος Cunningham και οι οποίοι έγιναν και κατά της δύναμης του Γιβραλτάρ, τονίζεται ότι γενικά τα αποτελέσματα της δράσης των Ιταλικών βομβαρδιστικών υπήρξαν πολύ πενιχρά, όπως άλλωστε προκύπτει και από τα αποτελέσματα.

Ο Μουσολίνι όμως είχε σχηματίσει την εντύπωση ότι με αυτή την αεροπορική δράση είχε εκμηδενισθεί το ήμισυ της Βρετανικής ναυτικής δύναμης της Μεσογείου.

Όπως προκύπτει και από άλλες πηγές, η πρώτη αυτή συνάντηση των δυο Στόλων, αν δεν έφερε άλλο αξιόλογο αποτέλεσμα, είχε σοβαρή ηθική επίδραση στην Ιταλία.  Η διαμάχη που προ-υπήρχε μεταξύ Ναυτικού και Αεροπορίας έλαβε πολύ έντονη μορφή. Οι αεροπόροι διακήρυτταν φανταστικές επιτυχίες και οι ναυτικοί βρήκαν και νέα σοβαρά επιχειρήματα για να υποστηρίξουν την απόλυτη ανάγκη δημιουργίας ναυτικής αεροπορίας.  Ζητούσαν τη μεταβολή των μεθόδων  και την ανάπτυξη τύπου αεροσκαφών κατάλληλων για την ναυτική συνεργασία.  Είχε γίνει σαφές ότι με τους βομβαρδισμούς μεγάλου ύψους τίποτε δεν μπορούσε να επιτευχθεί, χρειάζονταν τορπιλοπλάνα και βομβαρδιστικά κάθετης εφόρμησης.   Η πολεμική προπαρασκευή  όμως μιας χώρας, που μάλιστα διαθέτει μάλλον περιορισμένα βιομηχανικά μέσα, είναι ζήτημα μακράς πνοής και ο χρόνος που είχε χαθεί δεν μπορούσε εύκολα να αναπληρωθεί.

Έτσι, το πιο δυσάρεστο για τους Ιταλούς αποτέλεσμα της συνάντησης στην Καλαβρία ήταν ότι αυξήθηκε το χάσμα μεταξύ Ναυτικού και Αεροπορίας σε βάρος της απόδοσης και των δυο Όπλων.

Αλλά και ο Βρετανός Ναύαρχος δεν ήταν καθόλου ικανοποιημένος από τα αποτελέσματα της συνάντησης.  Με τη στρατηγική που εφάρμοσαν οι Ιταλοί κατά τη διάρκεια όλου του πολέμου είχε πολύ λίγες ευκαιρίες να συναντηθεί με την κύρια δύναμη του Ιταλικού Στόλου, και η πρώτη που του δόθηκε δεν απέδωσε τους αναμενόμενους καρπούς.  Τονίζει μάλιστα ότι αν οι Ιταλοί είχαν καλύτερα συγχρονίσει τις επιθέσεις με όλα τα όπλα που χρησιμοποίησαν, θα μπορούσαν να είχαν παρενοχλήσει σοβαρά τον Βρετανικό Στόλο. Αφετέρου όμως πιστεύει ότι το πλήγμα που κατάφερε στο GIULIO CESARE είχε ηθική επίδραση στους Ιταλούς τελείως δυσανάλογη με τη ζημιά που έγινε, με αποτέλεσμα ότι ποτέ πια με δική τους πρωτοβουλία δεν αντιμετώπισαν το πυρ των Βρετανικών θωρηκτών, ακόμα και σε περιπτώσεις που θα μπορούσαν να δώσουν μάχη με μεγάλη υπεροχή δυνάμεων.

Η συνάντηση της Καλαβρίας έδειξε και αρκετές ελλείψεις των ναυτικών δυνάμεων της Αλεξάνδρειας, των οποίων τη συμπλήρωση ζήτησε από το Ναυαρχείο ο Αρχηγός του Στόλου της Μεσογείου.  Από τα 3 θωρηκτά μόνο το WARSPITE μπορούσε να βάλει από τις αποστάσεις που έβαλαν τα Ιταλικά θωρηκτά και τα βαριά εύδρομα. Ζήτησε λοιπό ένα ακόμα θωρηκτό μεγάλου βεληνεκούς, εύδρομα με πυροβόλα των 8″, ένα ακόμα αεροπλανοφόρο που να διαθέτει και καταδιωκτικά και ένα αντιαεροπορικό εύδρομο.  Ο Ναύαρχος Cunningham τόνιζε ότι με τα μέσα που διέθετε μπορούσαν να αντεπεξέλθουν κατά του Ιταλικού Στόλου, όχι όμως συγχρόνως και κατά της Ιταλικής Αεροπορίας.

Ερμηνεύοντας αυτήν την αίτηση ο Αντιπλοίαρχος Bragadin την θεωρεί ως ένδειξη ότι η συνάντηση της Καλαβρίας είχε εμπνεύσει στον Αρχηγό του Στόλου της Μεσογείου τον σεβασμό προς τον Ιταλικό Στόλο.  Η ερμηνεία όμως αυτή είναι λίγο επιπόλαια, διότι δεν συμβιβάζεται με τις γνώμες που εκθέτει ο Βρετανός Ναύαρχος.»