«Η απόβαση αυτή είχε μελετηθεί από τους Συμμάχους από το τέλος του 1943 και αρχικά προβλέπονταν μια περιορισμένης έκτασης επιχείρηση, ως αντιπερισπασμός κατά την απόβαση της Νορμανδίας. Αργότερα όμως αποφασίστηκε να διενεργηθεί σε μεγάλη κλίμακα, υπό τη μορφή εισβολής. Τέθηκε όμως ως προϋπόθεση ότι θα προηγούνταν η κατάληψη της Ρώμης.
Μετά όμως από τη μεγάλη καθυστέρηση της εκστρατείας στην Ιταλία προέκυψαν διαφωνίες μεταξύ των Συμμάχων, ως προς τη σκοπιμότητα της επιχείρησης. Οι Βρετανοί προτιμούσαν οι διαθέσιμες δυνάμεις να αποβιβαστούν στη νοτιοανατολική ακτή της Αδριατικής και από εκεί να προελάσουν προς την Ουγγαρία, αποβλέποντας έτσι να βρεθούν το ταχύτερο στη νοτιανατολική Ευρώπη. Αντίθετα, οι Αμερικάνοι επέμεναν ότι προείχε η μάχη της Γαλλίας και η άποψή τους επικράτησε.
Μάλιστα, τη τελευταία στιγμή, όταν είχε ήδη πραγματοποιηθεί η απόβαση στη Νορμανδία και οι Αμερικάνοι είχαν φθάσει στη Βρετάνη, εξετάστηκε η δυνατότητα μεταφοράς του εκστρατευτικού σώματος από τη Μεσόγειο στη Βρετάνη, αλλά η ιδέα εγκαταλείφθηκε λόγω των μεγάλων καθυστερήσεων που θα επέφερε.
Έτσι τελικά η απόβαση πραγματοποιήθηκε στη Νότια Γαλλία τις πρώτες πρωινές ώρες της 15ης Αυγούστου 1944. Το σύνολο του εκστρατευτικού σώματος με τις υπηρεσίες των μετόπισθεν έφθανε τους 450.000 άνδρες, κυρίως Αμερικανούς και Γάλλους, και στην επιχείρηση χρησιμοποιήθηκαν περισσότερα από 2.000 πλοία, από τα οποία πάνω από 800 ήταν πολεμικά.
Η ναυτική δύναμη υπό τον Αμερικανό Ναύαρχο Hewitt διέθετε ως μεγάλα πλοία 6 θωρηκτά, 7 αεροπλανοφόρα και 20 εύδρομα, από τα οποία 1 θωρηκτό και 4 εύδρομα ήταν γαλλικά και τα υπόλοιπα αμερικανικά και βρετανικά. Είχαν διατεθεί επίσης και 100 περίπου αντιτορπιλικά των διαφόρων συμμαχικών εθνικοτήτων, μεταξύ των οποίων και 4 ελληνικά, καθώς και πλήθος ναρκαλιευτικών και διάφορες πάσης φύσεως μονάδες. Η συμμαχική αεροπορία στη Μεσόγειο διέθετε περί τα 5.000 αεροπλάνα, με προχωρημένη βάση την Κορσική όπου είχαν κατασκευαστεί 14 αεροδρόμια.
Οι Γερμανοί είχαν ενισχύσει πολύ την επάκτια οχύρωση, αλλά οι δυνάμεις τους ξηράς στη Νότια Γαλλία ήταν πολύ μειωμένες κατά τη στιγμή της απόβασης και η αεροπορική τους δύναμη στην περιοχή δεν ξεπερνούσε τα 200 αεροσκάφη. Με τέτοια συντριπτική υπεροχή των Συμμάχων στον αέρα και χωρίς αντίπαλο στη θάλασσα, η απόβαση δεν επρόκειτο να συναντήσει μεγάλες δυσκολίες.
Οι συμμαχικοί αεροπορικοί βομβαρδισμοί άρχισαν 15 ημέρες πριν από την απόβαση σε μεγάλη έκταση της ακτής, μέχρι τη Γένοβα, ώστε ο εχθρός να μη μπορέσει να μαντέψει το σημείο της απόβασης. Αυτή τελικά πραγματοποιήθηκε στην περιοχή μεταξύ Hyères και Saint Raphael. Οι νηοπομπές απέπλευσαν από τη Νεάπολη, το Τάραντα, το Μπρίντιζι και το Οράν και οι τελικές τους πορείες ρυθμίστηκαν κατά τρόπον ώστε να νομίσουν οι Γερμανοί ότι η απόβαση θα γίνονταν στον κόλπο της Γένοβας. Το τέχνασμα αυτό πέτυχε.
Προηγήθηκε η απόβαση στα παρακείμενα νησιά Port-Cros και Levant στα οποία μέχρι το πρωί είχε σχεδόν σταματήσει κάθε αντίσταση, ενώ μεταφέρονταν αεροπορικώς μεραρχία αλεξιπτωτιστών στο γαλλικό έδαφος. Αφετέρου, το πρωί της 15ης, εξαιρετικής σφοδρότητας βομβαρδισμός από τη θάλασσα και τον αέρα μετέτρεψε σε σωρούς ερειπίων τις αμυντικές εγκαταστάσεις.
Έτσι, η γερμανική αντίσταση κατά των αποβιβαζόμενων τμημάτων υπήρξε ασθενής, εκτός από τον αιγιαλό κοντά στο Saint Raphael, όπου αναγκάστηκαν να αποβιβαστούν σε ανατολικότερο σημείο. Το μεσημέρι της 16ης, 3 αμερικανικές μεραρχίες είχαν ήδη αποβιβαστεί με τα εφόδιά τους και ακολούθησαν οι γαλλικές δυνάμεις που προορίζονταν για την Τουλόν και τη Μασσαλία.
Μόνες ναυτικές απώλειες υπήρξαν 1 αρματαγωγό και 2 αποβατικά που βυθίστηκαν από αέρα. Αλλά και στην ξηρά και στην αεροπορία, μικρές ήταν οι απώλειες.
Η προέλαση δυτικά προς την Τουλόν και τη Μασσαλία υποστηρίζονταν συνεχώς από τη ναυτική δύναμη, η οποία σφυροκόπησε ανηλεώς τις ισχυρές οχυρώσεις της Τουλόν που περιλάμβαναν και πυροβόλα των 340 χιλ. Στις 28 Αυγούστου γαλλικές δυνάμεις εισέρχονταν στην Τουλόν και την ίδια ημέρα έπεφτε και η Μασσαλία. Και στα δυο λιμάνια οι Γερμανοί είχαν προκαλέσει φοβερές καταστροφές.
Η επιχείρηση υπήρξε απόλυτα πετυχημένη, αλλά όπως έγραψε ο Αρχιστράτηγος της Μεσογείου, ο βρετανός Στρατηγός Wilson, «η συμμαχική προέλαση στη Βόρεια Γαλλία είχε εξαναγκάσει τους Γερμανούς να αποσύρουν δυνάμεις από τη νότια ζώνη και έτσι κατά τη στιγμή εκείνη, η αποστολή που είχε ανατεθεί στα στρατεύματα υπό τις διαταγές του φαίνονταν σχεδόν περιττή».
Το βρετανικό σχέδιο της απόβασης του εκστρατευτικού σώματος στην Αδριατική, αντί στη Νότια Γαλλία, και της προέλασης προς την Ουγγαρία ήταν βέβαια τολμηρό. Αν όμως πετύχαινε, ίσως η μεταπολεμική διαμόρφωση της διεθνούς κατάστασης να ήταν πολύ διαφορετική.»