«Σύμφωνα προς το σχέδιο της επιχείρησης, η εκκίνηση των αποβατικών δυνάμεων για την εισβολή στη Σικελία θα γίνονταν από πολλά σημεία πολύ διεσπαρμένα. Ένα τμήμα της βρετανικής δύναμης θα έρχονταν από το Σουέζ, άλλο από την Τυνησία και τρίτο από τη Μεγάλη Βρετανία, ενώ μια μεραρχία θα περίμενε στη Τυνησία, ως εφεδρεία.
Το Αλγέρι, η Μπιζέρτα και το Οράν θα χρησιμοποιούνταν εξάλλου ως λιμένες εκκίνησης της 7ης αμερικανικής στρατιάς, ενώ μια βρετανική και μια αμερικανική αερομεταφερόμενες μεραρχίες θα είχαν τη βάση τους στη Τυνησία.
Το Στρατηγείο της αποβατικής δύναμης (Eisenhower, Alexander και Cunningham) εγκαταστάθηκε στη Μάλτα, που προσφέρονταν εξαιρετικά από τη γεωγραφική της θέση και τα άριστα μέσα τηλεπικοινωνιών του Ναυτικού. Οι αεροπορικοί αρχηγοί, όμως, παρέμεναν στην Τυνησία.
Με την προοπτική εξόδου του Ιταλικού Στόλου, διαθέτονταν πολύ ισχυρή βρετανική δύναμη κάλυψης που περιλάμβανε 4 θωρηκτά και 2 αεροπλανοφόρα με τα αντιτορπιλικά που τα συνόδευαν, ενώ άλλα 2 θωρηκτά παρέμεναν σε εφεδρεία στο Αλγέρι. Με την καλύπτουσα δύναμη θα συνεργάζονταν και 2 μοίρες από 10 συνολικά εύδρομα που θα χρησιμοποιούνταν και για τους βομβαρδισμούς στόχων ξηράς. Άλλες ισχυρές αμερικανικές ναυτικές δυνάμεις κάλυπταν τις αποβάσεις των αμερικανικών στρατευμάτων. Σ’ αυτές τις επιχειρήσεις συμμετείχε πολύ ενεργά και το Ελληνικό Ναυτικό.
Για να εξαπατηθεί ο εχθρός ως προς το σημείο της απόβασης, λίγες ημέρες πριν από αυτή η δύναμη πού κάλυπτε εμφανίστηκε νοτιοδυτικά της Κρήτης. Επίσης, την επομένη της απόβασης, τα 2 θωρηκτά από το Αλγέρι με 2 εύδρομα και αντιτορπιλικά προχώρησαν σε σύντομο βομβαρδισμό της Μαρσάλας και του Μαρέττιμο στη δυτική ακτή της Σικελίας, για να δημιουργηθεί η εντύπωση ότι επρόκειτο να γίνει απόβαση και από την πλευρά αυτή.
Από την 1η Ιουλίου άρχισαν με συντριπτική υπεροπλία οι βομβαρδισμοί από αέρα των Συμμάχων κατά των λιμένων και των αεροδρομίων της Σικελίας. Κατά την περίοδο αυτή τα αναγνωριστικά αεροπλάνα του Άξονα έπαθαν τέτοιες καταστροφές, ώστε από την 6η Ιουλίου και μέχρι την έναρξη των αποβατικών επιχειρήσεων, η Διοίκηση του Ιταλικού Ναυτικού αγνοούσε τις κινήσεις των συμμαχικών πλοίων. Όμως, όπως αναφέρεται, η Supermarina με βάση κάποια στοιχεία είχε καταλήξει στο συμπέρασμα ότι η μια περιοχή απόβασης θα ήταν κοντά στη Licata και η άλλη οι Συρακούσες, και από την 8η Ιουλίου είχε ειδοποιήσει σχετικά την Ανώτατη Διοίκηση του Άξονα. Οι Γερμανοί όμως επέμεναν ότι η απόβαση θα γίνονταν στη δυτική ακτή της Σικελίας κι έτσι η γερμανική τεθωρακισμένη μεραρχία που αποτελούσε και τον πυρήνα της αντίστασης αναπτύχθηκε στο κέντρο της νήσου με το μέτωπο προς τη δύση. Το σύστημα της ανάπτυξης ήταν μάλιστα τόσο πολύπλοκο, ώστε απαιτούνταν πολύς χρόνος για να αναπτυχθεί κατ’ αντίθετη διεύθυνση και όταν πραγματοποιήθηκε η απόβαση η σημαντική αυτή δύναμη δεν μπόρεσε να επέμβει με την απαιτούμενη ταχύτητα.
Τη μεγάλη ανησυχία των Συμμάχων για την απόβαση δεν προκαλούσε η αναμενόμενη εχθρική αντίσταση, ιδίως μετά τις καταστροφές που είχε προκαλέσει η αεροπορία στις αμυντικές εγκαταστάσεις της Σικελίας, αλλά η κατάσταση του καιρού από την οποία εξαρτιόνταν η δυνατότητα απόβασης σε ανοιχτές ακρογιαλιές. Όπως γράφει ο Ναύαρχος Cunningham, σε περίπτωση κακοκαιρίας, μόνο 24 ώρες πριν από την ώρα μηδέν θα μπορούσαν να αναστρέψουν πορεία οι πολυάριθμες νηοπομπές και να αναβληθεί η απόβαση. Μετά από αυτή τη προθεσμία, οτιδήποτε κι αν συνέβαινε, η απόβαση έπρεπε να πραγματοποιηθεί με όλες τις συνέπειες.
Ως ώρα ‘Η’ είχε οριστεί η 02: 45 της 10ης Ιουλίου 1943. Από το πρωί της 9ης, οπότε οι διάφορες νηοπομπές από τα δυο άκρα της Μεσογείου συγκλίνανε προς τις θέσεις τους νοτιοανατολικά της Μάλτας, ο καιρός άρχισε να χειροτερεύει. Έπνεε σφοδρός βορειοδυτικός άνεμος, ασυνήθιστος γι αυτή την εποχή του έτους. Ο άνεμος και ο κυματισμός αύξανε γρήγορα και νωρίς το απόγευμα ο καιρός ήταν πολύ κακός. Για τους Βρετανούς που θα αποβιβάζονταν ανατολικά της Σικελίας οι συνθήκες ήταν σχετικά ευνοϊκές. Στις νότιες όμως ακτές που θα αποβιβάζονταν οι Αμερικάνοι, οι συνθήκες ήταν πολύ δύσκολες. Ήταν δε πολύ αμφίβολο αν τα πάσης φύσεως αποβατικά και οι λοιπές μικρές μονάδες θα έφθαναν στο προορισμό τους στον προκαθορισμένο χρόνο, μπορούσαν μάλιστα και να βυθιστούν.
Αφετέρου όμως, αν τη τελευταία στιγμή διατάσσονταν οι νηοπομπές να αναστρέψουν πορεία, θα προκαλούνταν αναπόφευκτος σύγχυση, διότι ήταν δυνατόν τα σήματα να μην τα έπαιρναν όλες οι μονάδες. Λαμβάνοντας λοιπόν υπόψη ότι στη Μεσόγειο συνήθως οι αιφνίδιοι αυτοί σφοδροί άνεμοι πέφτουν με τη δύση του ήλιου, αν και με πολλούς δισταγμούς, αποφασίστηκε η συνέχιση της επιχείρησης σύμφωνα με τον σχεδιασμό.
Κατά τη στιγμή της απόβασης ο καιρός είχε σχετικά βελτιωθεί, ο άνεμος εξακολουθούσε να είναι σφοδρός και ο κυματισμός ισχυρός. Στους βρετανικούς τομείς απόβασης αρκετά από τα αποβατικά και λοιπά μικρά σκάφη έπαθαν ζημιές από τη θάλασσα και μερικά είχαν καθυστέρηση. Τα περισσότερα όμως έφθασαν στα ακρογιάλια άθικτα. Πολύ δυσκολότερη υπήρξε η απόβαση των Αμερικάνων στις νότιες ακτές, αλλά τελικά και αυτή πέτυχε χωρίς μεγάλες ανωμαλίες.
Ιδιαίτερα δυσχερής υπήρξε η μεταφορά των συμμαχικών στρατευμάτων με μεταγωγικά αεροπλάνα και ανεμόπτερα που ρυμουλκούσαν αεροπλάνα. Πολλοί από τους χειριστές των αεροσκαφών δεν είχαν πείρα για τέτοιες επιχειρήσεις και κατά τη στιγμή που έπεφταν οι αλεξιπτωτιστές και τα ανεμόπτερα ολίσθαιναν πάνω από τη Σικελία, ο άνεμος εξακολουθούσε να πνέει με ταχύτητα 40 μιλίων. Τα αμερικανικά αερομεταφερόμενα στρατεύματα κατέβηκαν κατά μικρά τμήματα σε περιοχή 50 τετραγωνικών μιλίων. Από τα 134 ανεμόπτερα με τα οποία μεταφέρθηκαν βρετανικά στρατεύματα από τη Τυνησία, περίπου 50 έπεσαν στη θάλασσα και μόνο 12 κατέβηκαν στις ακριβείς τους θέσεις.
Κατά τη διενέργεια της απόβασης δεν προβλήθηκε ουσιαστική αντίσταση από τη μεριά των δυνάμεων του Άξονα. Μόνο μερικές αεροπορικές επιθέσεις εκδηλώθηκαν. Αναμένονταν επίθεση από μικρές ναυτικές μονάδες προερχόμενες από τις ναυτικές βάσεις των Συρακουσών και της Αυγούστας, που βρίσκονταν πλησίον των σημείων απόβασης, αλλά τέτοιες μονάδες δεν εμφανίστηκαν. Δεν εκδηλώθηκε επίσης αντίδραση από τις φρουρές κατά μήκος των Σικελικών ακτών, αν και αυτές βρίσκονταν από καιρό σε επαγρύπνηση. Είναι όμως πιθανό αυτή να είχε χαλαρώσει εκείνη την ημέρα, διότι θεωρήθηκε ότι κάτω από τις κρατούσες καιρικές συνθήκες δεν ήταν δυνατή η διενέργεια απόβασης. Οι Σύμμαχοι, εξάλλου, σε όλη τη διάρκεια της νύχτας είχαν τηρήσει απόλυτη σιγή ασυρμάτου.
Η προέλαση των στρατευμάτων που αποβιβάστηκαν υπήρξε ταχεία και μόνο στον αμερικανικό τομέα της Gela παρουσιάστηκε σοβαρή αντίσταση. Την 11η Ιουλίου οι Γερμανοί επιχείρησαν ισχυρή αντεπίθεση και προς στιγμή τα άρματα τους μάχης είχαν φθάσει μέχρι τον αιγιαλό της απόβασης. Μετά όμως από οκτάωρη σφοδρή μάχη με την επέμβαση και του πυροβολικού των πλοίων, αναγκάστηκαν να αποσυρθούν.
Τα βρετανικά στρατεύματα που αποβιβάστηκαν νότια των Συρακουσών προέλασαν για να καταλάβουν τη ναυτική αμυντική περιοχή Αυγούστας-Συρακουσών. Αυτή η περιοχή καταλάμβανε έκταση στην ακτή περίπου 35 χιλιόμετρα με βάθος 5-6 χιλιόμετρα και διέθετε 6 επάκτια πυροβολεία μέσου και μεγάλου διαμετρήματος και 15 αντιαεροπορικά με πυροβόλα των 76 χιλ. Ενώ όμως είχαν ληφθεί σημαντικά μέτρα για την άμυνα της περιοχής από την θάλασσα, για την οποία ήταν υπεύθυνο το Ναυτικό, τα μέσα που είχε διαθέσει ο Στρατός για την προστασία των προσβάσεών της από ξηρά, ήταν πολύ περιορισμένα. Υπήρχε φρουρά από 2.000 άνδρες που είχαν κατανεμηθεί σε μεγάλο αριθμό σημείων αντίστασης, αλλά εξοπλισμένων μόνο με λίγα πολυβόλα. Πυροβολικό για την άμυνα από τη ξηρά ουσιαστικά δεν υπήρχε. Αυτή η στρατιωτική φρουρά θεωρείτο απλώς ως μια δύναμη επιβράδυνσης κατά της αρχικής επίθεσης, μέχρις ότου δοθεί χρόνος για την επέμβαση του Σώματος Στρατού από το εσωτερικό της νήσου.
Ο Ναύαρχος Διοικητής της αμυντικής περιοχής για τα ζητήματα επιχειρήσεων κατά αποβάσεων, ήταν απ’ ευθείας υπεύθυνος έναντι του Στρατηγού, Αρχηγού των ενόπλων δυνάμεων της Σικελίας.
Όταν το απόγευμα της 9ης Ιουλίου διαπιστώθηκε από την αεροπορικά αναγνώριση ότι είχε αρχίσει η επίθεση κατά της Σικελίας, διατάχθηκαν από την Supermarina τα ιταλικά και γερμανικά υποβρύχια που βρίσκονταν στη Σικελία και οι τορπιλάκατοι να αναλάβουν επίθεση. Από τις τορπιλακάτους όμως, οι μεν ιταλικές βρίσκονταν στο Trapani στη νοτιοδυτική ακτή της Σικελίας και λόγω του καιρού δεν μπόρεσαν να αποπλεύσουν, οι δε γερμανικές απόπλευσαν μεν από τη νότια ακτή, αλλά τη νύχτα απωθήθηκαν από τις συμμαχικές ναυτικές δυνάμεις έξω από τη Licata.
Γύρω στις 22:00 της 9ης Ιουλίου, οι αμυντικές ζώνες γύρω από την Αυγούστα και τις Συρακούσες δέχτηκαν αεροπορική επίθεση, ενώ μονάδες καταδρομών που είχαν μεταφερθεί αεροπορικώς επιτέθηκαν κατά των πυροβολείων του νότιου τομέα. Ο Ναυτικός Διοικητής έστειλε όλες τις διαθέσιμες δυνάμεις πεζοναυτών να προστατεύσουν τις επάκτιες εγκαταστάσεις του τομέα και συγχρόνως ζήτησε ενισχύσεις από το Σώμα Στρατού. Στο μεταξύ όμως είχαν αποβιβαστεί και προέλαυναν τμήματα της 8ης βρετανικής Στρατιάς, από τα οποία παρεμποδίστηκε η άφιξη των ενισχύσεων που στάλθηκαν.
Το απόγευμα της 10ης Ιουλίου, βρετανικές τεθωρακισμένες μονάδες έμπαιναν στις Συρακούσες και συνέχιζαν την προέλασή τους προς Αυγούστα, για την άμυνα της οποίας υπήρχαν τότε μόνο λίγες εκατοντάδες ναυτών. Μερικά γερμανικά άρματα μάχης κατάφθασαν το βράδυ, αλλά δεν κατόρθωσαν να απωθήσουν τα βρετανικά. Στη βάση της Αυγούστας βρίσκονταν περί τους 400 γερμανοί ναύτες, οι οποίοι χωρίς προειδοποίηση αποχώρησαν προς βορά το πρωί της 10ης, αφού κατέστρεψαν τις εγκαταστάσεις τους, παρασύροντας και όσα μεμονωμένα γερμανικά και ιταλικά τμήματα συναντούσαν.
Το ναυτικό προσωπικό στην Αυγούστα εξακολουθούσε να μάχεται μέχρι την 13η Ιουλίου με βοήθεια από τα λίγα γερμανικά άρματα. Όταν αυτά αποχώρησαν αναγκάστηκε να παραδοθεί, συμπεριλαμβανομένου και του Ναυάρχου Ναυτικού Διοικητή. Ουσιαστικά, η σύντομη αυτή άμυνα από τη ξηρά της ναυτικής περιοχής είχε διεξαχθεί κυρίως από το ναυτικό προσωπικό, δεδομένου ότι τα στρατιωτικά τμήματα που προορίζονταν για την προστασίας της είχαν προκαταληφθεί από τον εχθρό και δεν έφθασαν ποτέ.
Όσον αφορά την αντίδραση του Ιταλικού Ναυτικού κατά της εισβολής, όπως είπαμε και προηγουμένως, αυτή είχε ανατεθεί μόνο στα υποβρύχια και στις τορπιλακάτους, των οποίων όμως ο αριθμός ήταν επίσης πολύ περιορισμένος εκείνη την εποχή. Με εξαίρεση εκείνων που ήταν απασχολημένα σε ειδικές αποστολές στη Μεσόγειο, είχαν απομείνει γύρω στα 40 ιταλικά υποβρύχια, τα μισά από τα οποία βρίσκονταν σε επισκευή. Επειδή δε και από τα υπόλοιπα μερικά δρούσαν στο Αιγαίο και στην άνω Τυρηναϊκή, μόνο γύρω στα 12 είχαν διατεθεί για την άμυνα της Σικελίας κατά την έναρξη της απόβασης. Κι αυτά περιορίστηκαν σύντομα στα μισά λόγω απωλειών. Ανάλογα συνέβαιναν και με τα γερμανικά υποβρύχια των οποίων οι απώλειες ήταν επίσης μεγάλες. Από τα 53 συνολικά που μπήκαν στη Μεσόγειο, μέχρι την ιταλική ανακωχή είχαν χαθεί τα 38.
Από τις ιταλικές τορπιλάκατους, μόνο κατά το τελευταίο τρίμηνο είχαν βυθιστεί από την εχθρική αεροπορία 18. Εξαιρώντας εκείνες που ήταν σε επισκευή και όσες ήταν απασχολημένες σε άλλους τομείς, για τη δράση γύρω από τα Σικελικά ύδατα διατίθονταν μόνο 6-8, ενώ λίγες ήταν και οι γερμανικές τορπιλάκατοι που είχαν απομείνει.
Στις αρχές Αυγούστου, όταν οι Σύμμαχοι είχαν καταλάβει το Παλέρμο, σε δυο περιπτώσεις στάλθηκε ομάδα από 2 ιταλικά εύδρομα για να εκτελέσουν αιφνιδιαστική επιδρομή κατά των συμμαχικών πλοίων που βρίσκονταν στο λιμάνι. Και οι δυο όμως αποστολές απέτυχαν, διότι τα εύδρομα εντοπίστηκαν πριν φθάσουν στο προορισμό τους. Μάλιστα κατά τη δεύτερη αποστολή βυθίστηκε από βρετανικό υποβρύχιο ένα από τα αντιτορπιλικά που τα συνόδευαν. Αυτές υπήρξαν και οι μόνες επιχειρήσεις που αναλήφθηκαν από τις μεγάλες μονάδες του Ιταλικού Στόλου.
Επιχειρήθηκε επίσης και επίθεση με ανθρωποτορπίλες κατά του λιμένα των Συρακουσών, την νύχτα της 25ης Ιουλίου. Μετά όμως από αεροπορική επίθεση κατά του υποβρυχίου που τις μετέφερε, αυτό έπαθε βλάβη και έτσι η αποστολή διακόπηκε.
Ενώ τα συμμαχικά στρατεύματα που αποβιβάστηκαν στη Σικελία προέλαυναν ταχέως, ρεύμα μεταφορών εφοδίων και ενισχύσεων δια θαλάσσης ακολούθησε την αρχική απόβαση. Τα λιμάνια των Συρακουσών και της Αυγούστας χρησιμοποιήθηκαν αμέσως μετά την κατάληψή τους και υπήρξαν πού χρήσιμα για τους Συμμάχους. Τα πολυάριθμα εμπορικά πλοία που βρίσκονταν στους ανοιχτούς αιγιαλούς προστατεύονταν καλά, με ανθυποβρυχιακές και αντιαεροπορικές περιπολίες. Κάθε νύχτα συμμαχικές τορπιλάκατοι επιχειρούσαν στο Στενό της Μεσσήνης, όπου είχαν συχνές συναντήσεις με τορπιλακάτους του Άξονα και καταδίωκαν και τα υποβρύχιά του. Μεταξύ 11ης Ιουλίου και 22ας Αυγούστου χάθηκαν 9 ιταλικά και 4 γερμανικά υποβρύχια, από τα οποία 2 βυθίστηκαν από τορπιλακάτους και 1 από το ελληνικό αντιτορπιλικό ΠΙΝΔΟΣ. Ο Ναύαρχος Cunningham αναφέρει ότι ένα από τα ιταλικά υποβρύχια, το BRONZO, παραδόθηκε ανέπαφο σε 4 βρετανικά ναρκαλιευτικά και ρυμουλκήθηκε στη Μάλτα.
Η προέλαση προς Βορρά της αμερικανικής στρατιάς υπό τον Στρατηγό Patton υπήρξε ταχύτατη. Αφού εκκαθάρισε τη δυτική πλευρά της νήσου, κατέλαβε τα αεροδρόμια και συνέλαβε πολλούς ιταλούς αιχμαλώτους, εισήλθε την 22α Ιουλίου στο Παλέρμο. Στη συνέχεια, η προέλασή του ανατολικά, προς τη Μεσσήνη κατά μήκος της βραχώδους ακτής, συνάντησε δυσχέρειες διότι η οδός είχε καταστεί αδιάβατη σε πολλά σημεία με ανατινάξεις από τους γερμανούς που αποχωρούσαν, βοηθήθηκε όμως πολύ με αποβάσεις στα μετόπισθεν του εχθρικού μετώπου.
Η 8η βρετανική στρατιά συνάντησε μεγαλύτερη αντίσταση κατά την προέλασή της προς την Κατάνη, η οποία προστατεύονταν από τον ορεινό όγκο της Αίτνας και υποστηρίχθηκε σθεναρά, τελικά όμως καταλήφθηκε την 5η Αυγούστου. Στις 17 Αυγούστου καταλήφθηκε από τους Αμερικάνους και η Μεσσήνη κι έτσι μετά από 38 ημέρες μάχης όλη η Σικελία βρέθηκε στα χέρια των Συμμάχων.
Όπως αναφέρει ο Ναύαρχος Cunningham, ήταν πια προφανές ότι η Ιταλία βρίσκονταν στα πρόθυρα της κατάρρευσης. Πολλές εκατοντάδες ιταλών στρατιωτών έριχναν τα όπλα και έβαζαν πολιτικά ρούχα. Από τις αρχές Αυγούστου οι Γερμανοί είχαν αντιληφθεί ότι η μάχη για τη Σικελία είχε χαθεί και άρχισαν να αποχωρούν δια μέσου του Στενού της Μεσσήνης.
Κατά τη διάρκεια αυτών των επιχειρήσεων, συμπεριλαμβανομένης και της περιόδου των μεταφορών ανδρών και υλικού από τη Μεγάλη Βρετανία και τις ΗΠΑ στη Σικελία δια μέσου της ζώνης υποβρυχίων του Βορείου Ατλαντικού, το σύνολο των συμμαχικών απωλειών σε εμπορικά πλοία έφθασε στους 85.000 τόνους μόνο, αν και οι Γερμανοί ισχυρίζονταν ότι βύθισαν 6 φορές περισσότερους. Κατά την ίδια περίοδο το Βρετανικό Ναυτικό έχασε στη Μεσόγειο 2 υποβρύχια, 3 τορπιλακάτους, 1 κανονιοφόρο και λίγα αποβατικά. Υπέστησαν βλάβες το αεροπλανοφόρο HMS INDOMITABLE, που βλήθηκε από τορπιλοπλάνο, και 2 εύδρομα που χτυπήθηκαν από τορπίλες υποβρυχίου. Οι απώλειες του Αμερικανικού Ναυτικού εξάλλου υπήρξαν 1 αντιτορπιλικό, 2 καταδιωκτικά υποβρυχίων και 3 αρματαγωγά.
Κατά τους μήνες Ιούλιο και Αύγουστο, τα βρετανικά υποβρύχια βύθισαν στη Μεσόγειο περί τα 14 εχθρικά εμπορικά πλοία, 2 αντιτορπιλικά και 5 μικρότερες μονάδες.
Οι Σύμμαχοι δεν μπόρεσαν να εμποδίσουν την εκκένωση της Σικελίας από τα στρατεύματα του Άξονα δια του Στενού της Μεσσήνης. Το πλάτος του Στενού είναι μόνο 3 περίπου μίλια και στις δυο πλευρές του ήταν εγκατεστημένα πυροβολεία και προβολείς, η δε μεταφορά γίνονταν μόνο νύχτα, οπότε και η δράση της αεροπορίας δεν ήταν πολύ αποτελεσματική. Γι αυτή χρησιμοποιήθηκαν κάθε είδους μικρές βοηθητικές μονάδες του Ιταλικού Ναυτικού, καθώς και μερικές γερμανικές. Οι Σύμμαχοι εκτελούσαν κατ’ αυτών επιδρομές με τορπιλακάτους, αλλά αυτές δεν αρκούσαν για να διακοπεί η διαρροή του εχθρού.
Μέσα σε 2 βδομάδες μεταφέρθηκαν 70.000 άνδρες, 10.000 οχήματα και μεγάλη ποσότητα εφοδίων, συμπεριλαμβανομένων και 17.000 τόνων πυρομαχικών. Κατά την εκτέλεση αυτών των αποστολών, χάθηκαν 15 αποβατικά, 6 ναρκαλιευτικά και σημαντικός αριθμός μικρότερων σκαφών του Άξονα, τα περισσότερα από αεροπορικές επιθέσεις. Σχεδόν όλα τα πλοία που χρησιμοποιήθηκαν έπαθαν κάποιες βλάβες.
Λαμβάνοντας υπόψη τις συνθήκες κάτω από τις οποίες έγινε αυτή η μεταφορά, το έργο που έφεραν σε πέρας τα πληρώματα αυτών των μικρών πλοίων είναι άξιο για κάθε έπαινο.»