«Το πλήγμα που κατάφεραν οι Βρετανοί κατά του Ιταλικού Στόλου τη νύχτα της 28ης προς την 29η Μαρτίου 1941 οφείλεται σε πολλές αιτίες. Αναμφισβήτητα όμως η κυριότερη όλων είναι η ανεπάρκεια της αεροπορικής αναγνώρισης. Οι ασαφείς και αλληλοσυγκρουόμενες αναφορές της είχαν τόσο πολύ κλονίσει την εμπιστοσύνη σ’ αυτή του Αρχηγού του Στόλου, ώστε και όταν ακόμα ήταν σωστές δεν γίνονταν πιστευτές.
Φαίνεται π.χ. ότι το πρωί της 28ης Μαρτίου ένα Γερμανικό αεροσκάφος ανάφερε τη παρουσία της κύριας Βρετανικής δύναμης, αλλά ο Ναύαρχος Iachino από το στίγμα που αναφέρθηκε συμπέρανε ότι η αναγνώριση είχε εκλάβει ως Βρετανικό τον Ιταλικό Στόλο.
Η κάλυψη από τον αέρα με καταδιωκτικά που είχαν υποσχεθεί στην Ιταλική Ναυτική δύναμη δεν πραγματοποιήθηκε και κατά τη διάρκεια όλης της ημέρας της 28ης Μαρτίου τα Βρετανικά αναγνωριστικά παρακολουθούσαν ανενόχλητα τις κινήσεις των πλοίων της.
Η μοιραία απόφαση της αποστολής της 1ης μοίρας εύδρομων για να βοηθήσουν το RN POLA λήφθηκε με την εσφαλμένη άποψη ότι ο Βρετανικός Στόλος βρίσκονταν μακριά, ενώ τα γεγονότα αποδεικνύουν το αντίθετο.
Από τους σημαντικούς συντελεστές της Βρετανικής επιτυχίας υπήρξε ασφαλώς και ο εφοδιασμός μερικών από τα Βρετανικά πλοία με ραντάρ, την ύπαρξη του οποίου αγνοούσαν οι Ιταλοί.
Από τη συνάντηση του Ταίναρου έγινε φανερό ότι το Ιταλικό Ναυτικό, σε αντίθεση με το Βρετανικό, ήταν τελείως απροετοίμαστο για νυχτερινή μάχη. Είναι μάλιστα αυτό περίεργο διότι από πολλές πλευρές η προπαρασκευή του Ιταλικού Ναυτικού για πόλεμο ήταν πολύ καλή και το πυρ των πλοίων του στις ημερινές συναντήσεις δεν στερούνταν ακρίβειας.
Όμως, παρά τη μεγάλη επιτυχία τους, και οι Βρετανοί έκαναν λάθη χάρις στα οποία σώθηκε το RN VITTORIO VENETO, όπως παραδέχεται με την παρρησία που τον διακρίνει και ο Ναύαρχος Cunningham. Λόγω του σήματος που έστειλε -όπως προαναφέρθηκε- τα εύδρομα εγκατέλειψαν την προσπάθεια της αποκατάστασης επαφής με το ιταλικό θωρηκτό. Όταν το HMS HAVOCK μετά από μια ώρα ακύρωσε το πρώτο του σήμα και γνώρισε ότι το ακινητοποιημένο πλοίο δεν ήταν το θωρηκτό αλλά ένα εύδρομο, θα ήταν φυσικότερο ο Πλοίαρχος Mack να ξαναπάρει την προηγούμενη πορεία του προς αναζήτηση του RN VITTORIO VENETO. Θα μπορούσε ίσως ακόμα και ο Διοικητής των εύδρομων, λόγω της πολύ γενικής μορφής της διαταγής του Αρχηγού του Στόλου, να ρωτήσει αν αυτή αφορούσε και τη δική του αποστολή, οπότε είναι πολύ πιθανόν να διορθώνονταν το αρχικό σφάλμα.
Όπως όμως πολύ εύστοχα παρατηρεί ο Ναύαρχος Cunningham, η ήρεμη από καθέδρας σκέψη είναι πολύ διαφορετική από τη διεύθυνση επιχειρήσεων από τη γέφυρα τη νύχτα και παρουσία του εχθρού, οπότε σε δευτερόλεπτα πρέπει να ληφθούν αποφάσεις. Όταν τα πλοία κινούνται με μεγάλες ταχύτητες σε πυκνούς σχηματισμούς και υπό τον κρότο των πυροβόλων η διαυγής σκέψη δεν είναι εύκολη.
Η συνάντηση του Ταίναρου, εκτός από τις σοβαρές απώλειες που κατάφερε στο Ιταλικό Ναυτικό, είχε και βαθύτερη επίδραση στην όλη πολεμική του δράση. Αμέσως μετά από αυτή τη μάχη, με διαταγή της Ανώτατης Διοίκησης παραγγέλλονταν, προσωρινά, τα θωρηκτά να μην αναλαμβάνουν αποστολές πέρα από την ακτίνα προστασίας τους από τα καταδιωκτικά. Είναι πολύ πιθανόν σ’ αυτόν τον λόγο να οφείλεται και η αδράνεια του Ιταλικού Στόλου που παρατηρήθηκε στη συνέχεια κατά την αποχώρηση των Βρετανικών στρατευμάτων από την ηπειρωτική Ελλάδα και την Κρήτη.
Τα διδάγματα αυτής της ναυμαχίας συντέλεσαν να αντιληφθούν τελικά και ο Μουσολίνι και το Αεροπορικό Όπλο ότι ένα Ναυτικό δεν μπορεί να φέρει ικανοποιητικά σε πέρας την αποστολή του, χωρίς κατάλληλη και επαρκή αεροπορική συνεργασία. Έτσι διατάχθηκε η μετασκευή 2 υπερωκεάνιων σε αεροπλανοφόρα, που δεν πρόφτασε όμως να αποπερατωθεί στη διάρκεια της πολεμικής περιόδου.
Κατά την αναζήτηση στην Ιταλία των αιτίων αυτής της καταστρεπτικής συνάντησης, ρίχτηκε και η υπόνοια ότι πιθανώς οι Βρετανοί γνώριζαν τα Ιταλικά σχέδια, μέσω δικτύου κατασκοπείας ή από αποκρυπτογράφηση ραδιογραφημάτων. Σχετικά, τονίζεται από την Ιταλική πλευρά ότι ασφαλώς και από τις δυο πλευρές πολλές πληροφορίες λαμβάνονταν από αυτές τις πηγές. Με την ευκαιρία, αναφέρεται ότι στο Γιβραλτάρ π.χ. το Ιταλικό Ναυτικό διέθετε μια από τις καλλίτερες υπηρεσίες κατασκοπείας και το προσωπικό του για την αποκρυπτογράφηση των εχθρικών σημάτων ήταν εξαιρετικά έμπειρο σ’ αυτό το έργο. Αφετέρου, οι Ιταλικοί ναυτικοί κώδικες ήταν πολύ δύσκολο να αποκρυπτογραφηθούν, δεν συνέβαινε όμως το ίδιο και με τους κώδικες της Ιταλικής και Γερμανικής Αεροπορίας. Βεβαίως μια καλή πηγή πληροφοριών θα ήταν και οι δήθεν ουδέτεροι διπλωματικοί αντιπρόσωποι, όπως οι Γερμανοί στην Ελλάδα κατά τον Ελληνο-Ιταλικό πόλεμο και οι Αμερικάνοι στην Ιταλία, μέχρι την επέμβαση της Αμερικής στον πόλεμο»