«Κατά τη σχεδίαση των επόμενων συμμαχικών επιχειρήσεων στη Μεσόγειο κρίθηκε ότι αν αρχικά περιορίζονταν μόνο στην εισβολή στη Καλαβρία, από το Στενό της Μεσσήνης, η προχώρηση θα ήταν αναγκαστικά βραδεία. Αποφασίστηκε λοιπόν να γίνει απόβαση και βορειότερα στο κόλπο του Σαλέρνο, με πρώτο αντικειμενικό σκοπό το λιμάνι της Νεάπολης που διέθετε πολλές ευκολίες. Προς στιγμή είχε αντιμετωπιστεί η διενέργεια της απόβασης στη περιοχή της Ρώμης, αλλά τελικά η άποψη αυτή απορρίφτηκε διότι η περιοχή αυτή βρίσκονταν εκτός ακτίνας ενέργειας οποιουδήποτε συμμαχικού καταδιωκτικού, ενώ μεγάλες γερμανικές ενισχύσεις έφθαναν στην Ιταλία από βορρά.

Στο μεταξύ, στη Ιταλία είχε ανατραπεί την 25η Ιουλίου το φασιστικό καθεστώς, ο Ιταλός Βασιλιάς είχε αναλάβει την αρχιστρατηγία και η πρωθυπουργία είχε ανατεθεί στον Στρατάρχη Badoglio. Σε απογοήτευση όμως του πληθυσμού που επιθυμούσε τη κατάπαυση του αγώνα, ο νέος Πρωθυπουργός είχε δηλώσει ότι ο αγώνας συνεχίζεται. Στην πραγματικότητα εντούτοις γίνονταν προσπάθειες να κερδισθεί χρόνος, διότι από τις αρχές του Αυγούστου οι Ιταλοί είχαν αρχίσει διαπραγματεύσεις με τους Συμμάχους για συνθηκολόγηση.

Κατά τη στιγμή εκείνη υπήρχαν στην ιταλική χερσόνησο περί τις 35 ιταλικές μεραρχίες, αλλά ανεπαρκώς εξοπλισμένες και από αυτές μόνο οι 3 ήταν τεθωρακισμένες ή μηχανοκίνητες. Υπήρχαν όμως και 17 γερμανικές μεραρχίες, από τις οποίες 7 μηχανοκίνητες ή τεθωρακισμένες. Η Αεροπορία του Άξονα διέθετε στην Ιταλία περί 700 ιταλικά αεροπλάνα, πολλά από τα οποία δεν ήταν χρησιμοποιήσιμα, καθώς και 600 γερμανικά. Το Ιταλικό Ναυτικό περιλάμβανε ακόμα έναν σημαντικό αριθμό μονάδων, πολλές από αυτές όμως ήταν σε επισκευή.

Οι συμμαχικοί βομβαρδισμοί είχαν απορυθμίσει το παν, τις μεταφορές, τις πολεμικές βιομηχανίες. Το ηθικό του ναυτικού διατηρούνταν, αλλά του Στρατού είχε καμφθεί. Ακόμα χαμηλότερο ήταν το ηθικό του πληθυσμού -ο οποίος δεν συμπαθούσε τους γερμανούς διότι φέρονταν με υπεροψία- που έβλεπε τον πόλεμο να μεταφέρεται στο έδαφός του.

Όπως αποδείχτηκε με τη σθεναρή αντίσταση των γερμανών στην ορεινή βόρειο Ιταλία, αν και οι ακόμη διαθέσιμες ιταλικές δυνάμεις μάχονταν στο πλευρό τους με αποφασιστικότητα, η προέλαση των Συμμάχων στο τμήμα αυτό της χερσονήσου θα μπορούσε να επιβραδυνθεί για πολύ. Η πολιτική και στρατιωτική ηγεσία της Ιταλίας όμως προέβλεπε ότι τελικά ο Άξονας θα έχανε τον πόλεμο και επομένως η συνέχιση του αγώνα μόνο άσκοπες θυσίες θα προκαλούσε. Σύμφωνα με την γερμανοϊταλική συνθήκη του 1939, η Ιταλία είχε την υποχρέωση να μη συνάψει ανακωχή ή ειρήνη, χωρίς τη σύμφωνη γνώμη της συμμάχου της. Για να δικαιολογήσουν όμως οι Ιταλοί την μονομερή έξοδό τους από τον αγώνα πρόβαλαν το επιχείρημα ότι οι γερμανοί κήρυξαν πρόωρα τον πόλεμο και δεν τηρούσαν ενήμερους τους συμμάχους τους σχετικά με τις προθέσεις τους -όπως κατά την επίθεση εναντίον της Ρωσίας- και επομένως δεν είχαν τηρήσει το πνεύμα και το γράμμα της Συνθήκης. Έτσι, πήραν την απόφαση να συνθηκολογήσουν.

Μετά την κατάληψη της Μεσσήνης, οι Σύμμαχοι άρχισαν να προπαρασκευάζονται για την απόβαση, μέσω του Στενού, στην απέναντι ακτή της ιταλικής χερσονήσου. Μεταξύ δε άλλων ενεργειών για την κάλυψη της απόβασης, εγκατέστησαν στην περιοχή της Μεσσήνης μεγάλο αριθμό πυροβόλων.

Η απόβαση πραγματοποιήθηκε την αυγή της 3ης Σεπτεμβρίου 1942, κάτω από την κάλυψη τρομακτικού όγκου πυρός των πυροβολείων γύρω από την Μεσσήνη και των πλοίων. Δυο μεραρχίες αποβιβάστηκαν και η επιχείρηση υπήρξε αναίμακτη, καθώς ο εχθρός δεν αντιστάθηκε. Οι γερμανοί είχαν ήδη απομακρυνθεί προς βορρά, ενώ οι ιταλοί είχαν παύσει να πολεμούν.

Παράλληλα, προετοιμάστηκε και η απόβαση στο Σαλέρνο που είχε οριστεί για την 9η Σεπτεμβρίου. Κατά τη σχεδίαση αυτής της τελευταίας επιχείρησης παρουσιάστηκε η δυσκολία ότι η περιοχή της απόβασης βρίσκονταν μόνο μέσα στην ακτίνα των πιο σύγχρονων αμερικανικών καταδιωκτικών. Και αυτά όμως δεν θα μπορούσαν να μείνουν πάνω από το πεδίο μάχης πάνω από 20 λεπτά. Τη λύση έδωσε το Ναυτικό. Εκτός από την ισχυρή ναυτική δύναμη που διατέθηκε για την από θάλασσα κάλυψη της απόβασης, διατέθηκε και δύναμη από 5 αεροπλανοφόρα από τα οποία θα επιχειρούσαν τα αναγκαία για την υποστήριξη της απόβασης καταδιωκτικά, μέχρι τη κατάληψη ή κατασκευή αεροδρομίων στη στεριά.

Στο μεταξύ, από τα μέσα Αυγούστου είχε σταλεί στη Λισσαβόνα ένας Ιταλός Στρατηγός με εντολή τη διεξαγωγή μυστικών διαπραγματεύσεων συνθηκολόγησης με τους Συμμάχους. Αυτός συναντήθηκε με τον Επιτελάρχη του Αϊζενχάουερ, ο οποίος και του παρέδωσε κατάλογο των συμμαχικών αιτημάτων. Από τις σχετικές συζητήσεις προέκυψε ότι οι ιταλοί επιθυμούσαν απόλυτα την κατάπαυση των εχθροπραξιών, αλλά δεν γνώριζαν κατά ποιόν τρόπο έπρεπε να ενεργήσουν, διότι φοβόντουσαν τους γερμανούς, που είχαν εισχωρήσει σε όλες τις θέσεις της Διοίκησης.

Πάντως, δεν πίστευαν ότι η συνθηκολόγηση θα ήταν δυνατή αν συνδυάζονταν με απόβαση μεγάλης κλίμακας στην ιταλική χερσόνησο. Μετά από 15 ημέρες διαπραγματεύσεων υπογράφηκε την 3η Σεπτεμβρίου, την ημέρα απόβασης στη Καλαβρία, ένα προκαταρκτικό Σύμφωνο ανακωχής. Κάτω από το Σύμφωνο αυτό προβλέπονταν η πλήρης παράδοση του συνόλου των ιταλικών ενόπλων δυνάμεων, όπου κι αν βρίσκονταν το βράδυ της 8ης Σεπτεμβρίου, δηλαδή τη νύχτα πριν τη Συμμαχική απόβαση στο Σαλέρνο. Το ίδιο βράδυ θα γίνονταν συγχρόνως ανακοίνωση στης συνθηκολόγησης από τον Αϊζενχάουερ και τον Badoglio.»