«Την 6η Φεβρουαρίου 1941, είχε αποπλεύσει από το Γιβραλτάρ η δύναμη «Η» που περιλάμβανε τα θωρηκτά HMS RENOWN και HMS MALAYA, το αεροπλανοφόρο HMS ARK ROYAL, 1 εύδρομο και 10 αντιτορπιλικά. Το πρωί της 9ης Φεβρουαρίου, τα μεν αεροπλάνα του αεροπλανοφόρου βομβάρδισαν το Livorno και έριξαν μαγνητικές νάρκες στην είσοδο του ορμητηρίου της La Spezzia, τα δε θωρηκτά το λιμάνι της Genoa, όπου και προκάλεσαν σημαντικές ζημιές. Στη συνέχεια οι δυο ομάδες συνενώθηκαν και έπλευσαν προς βορρά. Κατά τις επιθέσεις αυτές, μόνο τα αντιαεροπορικά πυροβολεία των ακτών απάντησαν, ενώ η αεροπορία δεν εμφανίστηκε. Οι Βρετανοί έχασαν 1 μόνο αεροπλάνο.
HMS MALAYA
HMS RENOWN
HMS ARK ROYAL
Η Ανώτατη Διοίκηση του Ιταλικού Ναυτικού που είχε εγκαίρως πληροφορηθεί τις Βρετανικές κινήσεις, είχε διατάξει μια δύναμη από 3 θωρηκτά, τα RN VITTORIO VENETO, RN DORIA και RN GIULIO CESARE (που είχε επισκευαστεί στο μεταξύ), 3 βαριά εύδρομα και αντιτορπιλικά να βρίσκεται τα ξημερώματα της 9ης Φεβρουαρίου 40 μίλια δυτικά του Στενού Bonifacio. Ο Ιταλικός Στόλος βρέθηκε έτσι σε άριστη θέση για να αποκόψει την αποχώρηση του εχθρού, μόλις θα λάμβανε πληροφορίες σχετικά με τις κινήσεις του, διέθετε δε και την υπεροπλία. Συγχρόνως είχε διαταχθεί η διενέργεια επιθέσεων με όλες τις διαθέσιμες Ιταλικές αεροπορικές δυνάμεις καθώς και με 80 Γερμανικά αεροπλάνα από την Σικελία.
Όμως, αν και πλήθος Ιταλικών και Γερμανικών αεροπλάνων ερευνούσαν, οι ώρες περνούσαν και καμιά σαφής πληροφορία δεν παρέχονταν για τις εχθρικές κινήσεις. Στη πραγματικότητα η αναγνώριση είχε εντοπίσει ναυτικές δυνάμεις σε 3 περιπτώσεις. Πρώτον, στις 10:45 εντοπίστηκε δύναμη που εκλήφθηκε ως το Βρετανικό αεροπλανοφόρο με τα συνοδά του, 40 μίλια δυτικά της βόρειας άκρας της Κορσικής με πορεία προς νότο. Δεύτερον, στις 11:05 Ιταλικά αεροπλάνα βομβάρδισαν ναυτικό σχηματισμό που έπλεε προς βόρειο δυτικά, 70 μίλια δυτικά της ίδιας άκρας της Κορσικής. Και στις δυο περιπτώσεις, όπως εξακριβώθηκε στη συνέχεια, επρόκειτο για νηοπομπή από 7 Γαλλικά εμπορικά πλοία !!!. Τέλος, στις 13:00, Ιταλικά αεροπλάνα βομβάρδισαν ομάδα που περιλάμβανε το αεροπλανοφόρο, 35 μίλια νότια της Imperia. Επειδή όμως οι αεροπόροι εκτελούσαν πρώτη φορά τέτοια αποστολή, δεν γνώριζαν το σύστημα συνεννόησης αέρα-θάλασσας και παρέδωσαν τις σχετικές αναφορές τους όταν επέστρεψαν στις βάσεις τους, δηλαδή μετά από 2 και περισσότερες ώρες από κάθε παρατήρηση.
Την κύρια Βρετανική δύναμη είχε όντως εντοπίσει Ιταλικό αναγνωριστικό γύρω στις 12:00, αλλά αυτό καταρρίφτηκε πριν στείλει την αναφορά του, και η σχετική πληροφορία λήφθηκε μόνο στις 17:50, όταν Ιταλικά αντιτορπιλικά διέσωσαν τους επιζώντες του αεροπλάνου. Διάφορα άλλα λάθη και καθυστερήσεις συνέβησαν στο δίκτυο των ναυτικών τηλεπικοινωνιών.
Το φυσικό αποτέλεσμα των πιο πάνω ήταν ότι ο Αρχηγός του Ιταλικού Στόλου ρύθμιζε τις κινήσεις του με βάση αυτές τις καθυστερημένες και ανακριβείς πληροφορίες κι έτσι η Βρετανική δύναμη τελικά δεν εντοπίστηκε και στις 11 Φεβρουαρίου γύρισε ανέπαφη στο Γιβραλτάρ.
Μετά από αυτή τη παταγώδη αποτυχία ο Ναύαρχος Iachino στην έκθεσή του για την επιχείρηση σύστησε μελλοντικά να χρησιμοποιούνται για την έρευνα ελαφρά εύδρομα. Θα μπορούσε ίσως και στη προκειμένη περίπτωση να είχε γίνει αυτό με τις ελαφρές δυνάμεις που συνόδευαν τον Στόλο, αλλά τότε τα θωρηκτά θα στερούνταν της αντιαεροπορικής τους προστασίας και θα διέτρεχαν σοβαρούς κινδύνους. Ασφαλώς όμως, σε άλλες προηγούμενες ανάλογες περιπτώσεις όπου υπήρχαν περισσότερες ελαφρές δυνάμεις, η διεξαγωγή έρευνας με αυτά ήταν δυνατή και επιβάλλονταν.
Αλλά και στην αντίπαλη πλευρά κατά την ίδια εποχή ήταν πολύ αισθητή η έλλειψη επαρκών αεροπορικών δυνάμεων ναυτικής συνεργασίας. Από τότε που ο Βρετανικός Στόλος της Μεσογείου είχε στερηθεί το αεροπλανοφόρο του, οι επιχειρήσεις στη Κεντρική Μεσόγειο είχαν περιοριστεί κατά πολύ και η αποστολή εφοδίων στη Μάλτα είχε γίνει σχεδόν αδύνατη. Η R.A.F. έκανε ότι ήταν δυνατόν αλλά τα αεροπλάνα της δεν επαρκούσαν για όλες τις αποστολές. Δεν υπήρχαν αρκετά καταδιωκτικά για τη προστασία των Βρετανικών νηοπομπών κατά μήκος της ακτής της Λιβύης και τα αναγνωριστικά μεγάλων αποστάσεων ήταν ακατάλληλου τύπου.
Εκθέτοντας αυτά στο Ναυαρχείο, ο Αρχηγός του Στόλου ανέφερε ότι μετά την άφιξη στη Μεσόγειο της Γερμανικής αεροπορίας το αεροπλανοφόρο θα έπρεπε να διαθέτει περισσότερα καταδιωκτικά, αν και αυτό θα απέβαινε σε βάρος των αναγνωριστικών και της δύναμης επίθεσης. Επειδή δε ένα αεροπλανοφόρο δεν μπορούσε να βρίσκεται παντού, χρειάζονταν επιπρόσθετα να διατεθούν αεροσκάφη που να απογειώνονται από στρατηγικές θέσεις της στεριάς, όπως η Μάλτα, η Κρήτη, η Κυρηναϊκή και η Ήπειρος για αναγνωρίσεις, ανθυποβρυχιακά καθήκοντα, προστασία των νηοπομπών και επιθετικές ενέργειες. Ήταν δε της γνώμης ότι και στη Μεσόγειο υπήρχε ανάγκη οργάνωσης παρόμοιας με αυτή της Αγγλίας για την παράκτια άμυνα, με αεροσκάφη που να βρίσκονται μόνιμα κάτω από τον επιχειρησιακό έλεγχο του Αρχηγού του Στόλου.»