«Κατά τη διάρκεια του β’ εξαμήνου του 1941 άρχισε να γίνεται πολύ αισθητή η δράση στη Μεσόγειο των Βρετανικών υποβρυχίων, τα οποία στο πρώτο έτος του πολέμου δεν είχαν και πολύ μεγάλες επιτυχίες. Εμφανίζονταν σε όλες τις περιοχές, τα διάφορα Στενά και στις οδούς ανεφοδιασμού της Λιβύης
Το Ιταλικό Ναυτικό προσπάθησε να αντιδράσει κατά αυτής της απειλής με τη ναυπήγηση περισσότερων ανθυποβρυχιακών πλοίων και με τη βελτίωση των ανθυποβρυχιακών μέσων. Τα Ιταλικά πλοία δεν διέθεταν συσκευές εντοπισμού υποβρυχίων, υπήρχαν όμως μερικά πειραματικά πρότυπα και ανάλογα διέθεταν και οι Γερμανοί. Επειδή η μαζική τους κατασκευή από την Ιταλική βιομηχανία θα αργούσε πολύ, ανατέθηκε στη Γερμανική και από το καλοκαίρι του 1941 άρχισε η εγκατάσταση τέτοιων συσκευών, αρχικά στα αντιτορπιλικά συνοδείας και στη συνέχεια και σε άλλα πλοία. Πάντως, παρά τις ελλείψεις αυτές, μέχρι το τέλος του 1941 τα Ιταλικά πλοία βύθισαν 16 υποβρύχια (από τα οποία 1 Ελληνικό και 1 Γαλλικό). Άλλα 4 Βρετανικά βυθίστηκαν μετά από πρόσκρουση σε νάρκες.
Οι Ιταλοί όμως δεν ήταν ικανοποιημένοι και από τη δράση των δικών τους υποβρυχίων. Μετά τη βύθιση του εύδρομου HMS BONAVENTURE τον Μάρτιο του 1941, κανένα πολεμικό πλοίο δεν κατάφεραν να βυθίσουν κατά τους επόμενους 12 μήνες και οι επιτυχίες τους εναντίον των εμπορικών ήταν πολύ μικρές. Για να δικαιολογήσουν αυτήν την ανεπιτυχή δράση των υποβρυχίων τους – τελείως δυσανάλογης με το συνολικό αριθμό τους- οι Ιταλοί προβάλλουν διάφορα επιχειρήματα. Το σοβαρότερο από αυτά είναι ο εύκολος εντοπισμός τους με τα μέσα που διέθεταν τα Βρετανικά πλοία, το asdic για τα υποβρύχια σε κατάδυση και το ραντάρ για τα πλοία στην επιφάνεια. Σχετικά με τη άποψη αυτή θα μπορούσε να παρατηρηθεί ότι κατά τη διάρκεια του πολέμου στην Ελλάδα, τα Ελληνικά πλοία δεν διέθεταν κανένα από αυτά τα μέσα και όμως οι Ελληνικές νηοπομπές δεν είχαν καμιά απολύτως απώλεια από υποβρύχια επίθεση.
Αναφέρεται επίσης ότι η κίνηση νηοπομπών στην Ανατολική Μεσόγειο ήταν περιορισμένη και σε περιπτώσεις σημαντικών νηοπομπών οι Βρετανοί έπαιρναν τέτοια μέτρα προστασίας τους, ώστε η διενέργεια επιθέσεων υποβρυχίων κατ’ αυτών ήταν εξαιρετικά δυσχερής. Αυτό ίσως να ίσχυε στη περίπτωση νηοπομπών ανεφοδιασμού της Μάλτας και μεγάλων στρατιωτικών νηοπομπών, δεν ίσχυε όμως για τις μικρότερες σε σημασία νηοπομπές που συνεχώς διέπλεαν το Αιγαίο και άλλες περιοχές της Ανατολικής Μεσογείου. Ως άλλη αιτία αναφέρεται και ότι ένα μέρος μόνο των υποβρυχίων χρησιμοποιείτο σε καθαρώς επιθετικές αποστολές, διότι πολλά απασχολούνταν σε αποστολές αναγνώρισης και μερικά σε ανεφοδιασμούς.
Από τα 70 Ιταλικά υποβρύχια σε υπηρεσία στη Μεσόγειο στις αρχές του πολέμου είχαν χαθεί τα 19 μέχρι το τέλος Ιουνίου του 1941. Από το καλοκαίρι όμως του 1941 επιταχύνθηκε η ναυπήγηση υποβρυχίων και μέχρι την Ιταλική συνθηκολόγηση είχαν αναλάβει υπηρεσία 41 νέα υποβρύχια. Επιπλέον, από το φθινόπωρο του 1941 ανακλήθηκαν και 10 υποβρύχια από αυτά που δρούσαν στον Ατλαντικό. Η Ιταλία διέθετε περί τα 30 υποβρύχια κατάλληλα για δράση στον ωκεανό, τα οποία από την αρχή του πολέμου είχαν σταλεί σ’ αυτή τη περιοχή. Αυτά τα υποβρύχια δεν είχαν καμιά απώλεια όταν πέρασαν εν καταδύσει από το Στενό του Γιβραλτάρ. Μάλιστα, μετά τη πτώση της Γαλλίας, χρησιμοποιούσαν ως βάση αυτή που το Ιταλικό Ναυτικό εγκατέστησε στο Bordeaux.
Μετά από τα πενιχρά αποτελέσματα της δράσης των Ιταλικών υποβρυχίων, έγινε δεκτή η πρόταση αποστολής στη Μεσόγειο 20 Γερμανικών υποβρυχίων, που άρχισαν να καταφθάνουν από το τέλος Σεπτεμβρίου του 1941. Από αυτά 5 χάθηκαν κατά τον διάπλου του Στενού του Γιβραλτάρ, τα υπόλοιπα όμως είχαν μερικές λαμπρές επιτυχίες. Μεταξύ άλλων, όπως θα δούμε στη συνέχεια, βύθισαν 2 αεροπλανοφόρα και 1 θωρηκτό.
Οι Ιταλοί αποδίδουν τις επιτυχίες των Γερμανικών υποβρυχίων στην τελειότητα των μηχανημάτων τους. Θα πρέπει όμως να θυμίσουμε και το έμψυχο υλικό, η αξία του οποίου αποδείχτηκε στη μάχη του Ατλαντικού.
Τέλος, κατά την περίοδο αυτή το Ιταλικό Ναυτικό πέτυχε να κατασκευάσει τορπίλες με μαγνητική πυροδότηση.»