Ο Γρηγόριος Μεζεβίρης διηγείται:
«Η περίοδος που μεσολάβησε από τη λήξη των Βαλκανικών Πολέμων μέχρι την ημέρα που η Ελλάδα παρασύρθηκε στη δίνη του Α’ Παγκοσμίου Πολέμου, υπήρξε για το Ναυτικό περίοδος ανάπτυξης, εντατικής εργασίας και ηρεμίας. Αν άλλοτε υπήρχαν και μερικοί που υποστήριζαν ότι το Ναυτικό έπρεπε να μπει σε δευτερεύουσα μοίρα, χάρη στην ανάπτυξη του Στρατού, η αγωνία με την οποία οι Αθηναίοι περίμεναν τα αποτελέσματα των ναυμαχιών και η αναστάτωση που προκάλεσε η διαφυγή του εύδρομου «ΧΑΜΗΔΙΕ» [βλέπε: Βαλκανικοί Πόλεμοι – Ημέρες Δόξας Μέρος Α’] ήταν αρκετά για να πείσουν τους πάντες ότι χωρίς την κυριαρχία τής θάλασσας δεν μπορούμε να ζήσουμε ως ελεύθερο κράτος. Άλλωστε και ο αντίπαλος, αν και χάσει τον πόλεμο, δεν είχε παραιτηθεί από τις αξιώσεις του για τα νησιά του Áρχιπελάγους και προχωρούσε σε ναυτικές παραγγελίες τέτοιας έκτασης, ώστε αναγκαστικά είμαστε υποχρεωμένοι να λάβουμε ανάλογα μέτρα.
Η δύναμη του Ναυτικού- Νέες παραγγελίες
Από άποψη υλικού, εκτός από τα σκάφη που είχαν αποκτηθεί στις παραμονές του Α’ Βαλκανικού Πολέμου, το Ναυτικό ενισχύθηκε με 6 τορπιλοβόλα που παραγγέλθηκαν από το 1912 στη Γερμανία και με το μικρό εύδρομο «ΕΛΛΗ» που αρχικά είχε ναυπηγηθεί για την Κίνα. Τα 3 παλιά θωρηκτά είχαν παύσει πια να υπολογίζονται ως μάχιμη δύναμη, σε αντιστάθμισμα όμως είχε αρχίσει η ναυπήγηση στην Γερμανία του θωρηκτού «ΣΑΛΑΜΙΣ» που είχε επίσης παραγγελθεί το 1912 ως πλοίο εκτοπίσματος 12.000 τόνων. Αργότερα λήφθηκε η απόφαση να μετατραπεί σε τύπο ‘Dreadnought’ 19.000 τόνων.
Η προοπτική όμως για περαιτέρω ενίσχυση του ναυτικού κάτω από την πίεση της ανάγκης ήταν πολύ μεγαλύτερη. Υπήρχε πρόβλεψη το Τουρκικό ‘Dreadnought’ «ΡΕΣΑΔΙΕ» υπό ναυπήγηση στα Αγγλικά ναυπηγεία θα ήταν έτοιμο στο τέλος του 1914. Επί πλέον, η Τουρκική Κυβέρνηση πέτυχε να προλάβει την Ελληνική στην αγορά του ‘Dreadnought’ «ΡΙΟ-ΤΖΑΝΕΪΡΟ» που κατασκευάζονταν στην Αγγλία για λογαριασμό της Βραζιλίας και για την αποπεράτωση του οποίου χρειάζονταν ευτυχώς πολλοί ακόμα μήνες. Αυτή η τελευταία αγορά προκάλεσε μεγάλη συγκίνηση μεταξύ των ναυτικών κύκλων ιδιαίτερα και για να αντιμετωπισθεί η κατάσταση η Ελληνική Κυβέρνηση αγόρασε δυο σχετικά παλιά Αμερικανικά θωρηκτά, τα μόνα που προσφέρονταν για πώληση, το θ/κ «ΚΙΛΚΙΣ» και το θ/κ «ΛΗΜΝΟΣ». Αυτές οι αγορές δεν θα έλυναν βέβαια το πρόβλημα στη περίπτωση που τα δυο υπό ναυπήγηση βαριά θωρηκτά θα περιέρχονταν στη κατοχή του Τουρκικού Ναυτικού, πριν καταπλεύσει στην Ελλάδα το θ/κ«ΣΑΛΑΜΙΣ». Πάντως η απόκτηση των δυο Αμερικανικών θωρηκτών αποτελούσε σοβαρή ενίσχυση του Ναυτικού μας, καθώς τα πλοία αυτά διέθεταν σχετικά σύγχρονες εγκαταστάσεις, και μαζί με το θ/κ «ΑΒΕΡΩΦ» έδιναν την δυνατότητα εκπαίδευσης του προσωπικού στο σύγχρονο υλικό των πλοίων μάχης.
Άλλες σημαντικές παραγγελίες δόθηκαν το 1914. Στις παραμονές της κήρυξης του Α’ Παγκοσμίου Πολέμου, κατασκευάζονταν στην Αγγλία για λογαριασμό μας 2 ελαφρά εύδρομα και 4 αντιτορπιλικά. Είχε υπογραφεί συμβόλαιο ναυπήγησης στη Γαλλία ενός θωρηκτού ‘Dreadnought’ τύπου ‘Lorraine’ και εκκρεμούσε η παραγγελία σε Γαλλικά ναυπηγεία 2 υποβρυχίων των 600 τόνων. Τέλος, ετοιμάζονταν η αποστολή προσωπικού στην Γερμανία για την παραλαβή 4 υποβρυχίων των 800 τόνων που είχαν κατασκευαστεί για λογαριασμό της Γερμανικής Κυβερνήσεως και είχαν παραχωρηθεί από αυτήν.
Προβλέπονταν λοιπόν η εξέλιξη του Ελληνικού Ναυτικού σε σημαντική και υπολογίσιμη ναυτική δύναμη και αυτό αρκούσε για να αναπτύξει στο έπακρο τον ζήλο και τον ενθουσιασμό των στελεχών. Ήδη και πριν έρθουν οι νέες αυτές ενισχύσεις, με πόση υπερηφάνεια παρακολουθούσε ο λαός στα νερά του Φαλήρου το καλοκαίρι την συγκέντρωση όλων των πλοίων του Στόλου μας!
Ο Στόλος μας
3 βαριά πλοία, 1 ελαφρό εύδρομο, 14 αντιτορπιλικά, 6 τορπιλοβόλα, 1 πλοίο ανεφοδιασμού, 2 υποβρύχια και ένα συνοδό τους αποτελούσαν τον εν ενεργεία Στόλο στον οποίον κυμάτιζαν 3 Ναυαρχικά και 1 Μοιραρχικό σήματα! Εκείνοι που τότε υπηρετούσαν δεν θα μπορούσαν να φαντασθούν ότι μετά από 30 χρόνια και μετά από δυο νικηφόρους πολέμους το Ναυτικό θα κατέληγε στη μεταπολεμική του
φτωχή σύνθεση!
Παράλληλα λαμβάνονταν μέτρα για την βελτίωση της εκπαίδευσης, τόσο στις Σχολές όσο και στον Στόλο. Κλήθηκε πολυάριθμη Βρετανική Αποστολή που περιλάμβανε αξιωματικούς όλων των ειδικοτήτων οι οποίοι, με την βοήθεια Ελλήνων συναδέλφων τους, ανέλαβαν την αναδιοργάνωση των σημαντικότερων υπηρεσιών του Ναυτικού. Εκτελούνταν συχνά γυμνάσια εν πλω, ιδιαίτερα των ελαφρών σκαφών, ενώ η εν όρμω εκπαίδευση με το νέο υλικό έγινε πολύ πιο ενδιαφέρουσα.
Η περίοδος αυτή ήταν η καλύτερη από όλες τις ειρηνικές περιόδους μεταξύ 1910 και 1950 και η εσωτερική ομαλότητα που επικρατούσε συντέλεσε πολύ ώστε το προσωπικό να ασχολείται απερίσπαστο στο έργο του. Οι αξιωματικοί παρέμεναν τελείως αμέτοχοι στην πολιτική και δεν ασχολούνταν με αλλότρια. Για την Ελλάδα επαγρυπνούσαν δυο ισχυρές φυσιογνωμίες, ο Βασιλιάς Κωνσταντίνος και ο Ελευθέριος Βενιζέλος που συνεργάζονταν με σύμπνοια για να την καταστήσουν «πολεμικώς ισχυροτάτην, σεβαστήν εις τους φίλους της και τρομεράν εις τους εχθρούς της», όπως αναφέρεται στη Διαταγή του Βασιλιά Αρχιστράτηγου προς τις πολεμικές δυνάμεις με την ευκαιρία της υπογραφής του πρωτοκόλλου του Βουκουρεστίου.
Περίοδος του Α’ Παγκοσμίου Πολέμου
Οι πρώτοι μήνες του Α’ Παγκοσμίου Πολέμου δεν είχαν δυσμενή επίδραση στο έργο του Ναυτικού. Βέβαια ένα γεγονός τέτοιας σημασίας δεν μας άφηνε αδιάφορους και στον αγώνα που διεξάγονταν μεταξύ των ισχυρών της γης ο καθένας από μας είχε τις δικές τους συμπάθειες, που περιορίζονταν όμως καθαρά σε ιδεολογικό επίπεδο.
Οι συμπάθειες των περισσότερων στρέφονταν προς την Γαλλία και τούτο ήταν φυσικό αποτέλεσμα της διαπαιδαγώγησής μας. Αρκετοί που είχαν εκπαιδευτεί στην Αγγλία, ή εκείνοι που είχαν ιδιαίτερα συνδεθεί με τις Βρετανικές αποστολές, εύχονταν την νίκη του ίδιου συμμαχικού στρατοπέδου λόγω της συμμετοχής σ’ αυτό της Βρετανικής Αυτοκρατορίας. Οι συμπάθειες όμως αυτές προς τον έναν των αντιπάλων δεν είχαν την έννοια της εχθρότητας προς τον άλλον, απλώς τον ένα είχαμε συνηθίσει να γνωρίζουμε και να αγαπούμε, ενώ δεν υπήρχε κανένας ψυχικός σύνδεσμος με τον άλλο. Πολλοί λίγοι ήταν οι αξιωματικοί που εύχονταν την νίκη της άλλης παράταξης και αυτοί ήταν οι γερμανομαθείς και όσοι είχαν την ευκαιρία να γνωρίσουν από κοντά την Γερμανία. Ανεξάρτητα όμως από τις ατομικές συμπάθειες, τα συμφέροντα της Ελληνικής πατρίδας και μόνο αυτά αποτελούσαν την κεντρική σκέψη κάθε αξιωματικού. Άλλωστε κατά την πρώτη περίοδο του Πολέμου, αυτός περιορίζονταν μόνο μεταξύ των μεγάλων κρατών, οι χθεσινοί μας αντίπαλοι δεν είχαν ακόμα πάρει μέρος και Ελληνικά συμφέροντα δεν είχαν απειληθεί. Η είσοδος στα Δαρδανέλια του θωρηκτού «GOEBEN» και του μικρού καταδρομικού «BRESLAU» και η ύψωση σ’ αυτά της Τουρκικής σημαίας προκάλεσε συγκίνηση στο Ναυτικό, αλλά δεν υπήρχε ζήτημα μεμονωμένης επίθεσης εναντίον μας, γιατί σ’ αυτή την περίπτωση αυτόματα θα βρισκόμασταν στο πλευρό ισχυρών στην θάλασσα συμμάχων. Είχαμε λοιπόν την αντίληψη, περισσότερο παρά ποτέ, ότι έργο μας ήταν η εντατική προπαρασκευή για κάθε ενδεχόμενο, η λήψη όμως αποφάσεων αφορούσε τα στιβαρά χέρια που κρατούσαν τα ηνία του κράτους.
Όταν επέστρεψα στην Αθήνα από την Αλεξανδρούπολη [βλέπε: “Ο Ναυτικός Αγώνας στη στεριά- Μάιος-Σεπτέμβριος 1913”], υπηρέτησα για λίγο στο θ/κ «ΥΔΡΑ» και στη συνέχεια στο αντιτορπιλικό «ΑΕΤΟΣ».
Ύπαρχος στο υ/β «ΔΕΛΦΙΝ»
Τον Νοέμβριο του 1913 πραγματοποιήθηκε μια παλιά μου ζωηρή επιθυμία που δεν μπόρεσε να πραγματοποιηθεί νωρίτερα λόγω του πολέμου. Μετά από αίτησή μου με δέχθηκαν να υπηρετήσω στα υποβρύχια, όπου η υπηρεσία ήταν εθελοντική. Η νέα αυτή υπηρεσία βρισκόταν στα σπάργανα και στο στάδιο της οργάνωσης. Από τα 2 μικρά υποβρύχια των 300 τόνων «ΔΕΛΦΙΝ» και «ΞΙΦΙΑΣ» που είχαν παραγγελθεί σε Γαλλικά ναυπηγεία, το πρώτο είχε καταπλεύσει στην Ελλάδα τις παραμονές του πολέμου και είχε συμμετάσχει σε κάποιες επιχειρήσεις, ενώ το δεύτερο κατέπλευσε αργότερα. Αν και τα υποβρύχιά μας δεν είχαν πολλές ευκαιρίες δράσης κατά τον ελληνοτουρκικό πόλεμο, από τότε φάνηκε ότι θα ήταν πιθανότατα το όπλο του μέλλοντος.
[σ.σ. H ναυπήγηση των πρώτων υποβρυχίων «ΔΕΛΦΙΝ» και «ΞΙΦΙΑΣ» ήταν αποτέλεσμα της αναδιοργάνωσης του ελληνικού στρατεύματος, που ακολούθησε το στρατιωτικό κίνημα στου Γουδή (15 Αυγούστου 1909) και ήταν ένα από τα κύρια αιτήματα του Στρατιωτικού Συνδέσμου υπό τον Συνταγματάρχη Νικόλαο Ζορμπά. Η παραγγελία για τη ναυπήγηση δόθηκε από την κυβέρνηση Δραγούμη στα γαλλικά ναυπηγεία Schneider τον Σεπτέμβριο του 1910. Η ναυπήγηση του «ΔΕΛΦΙΝ» άρχισε το 1911 και ολοκληρώθηκε το καλοκαίρι του 1912. Η παραλαβή του έγινε στις 21 Αυγούστου 1912 στον ναύσταθμο της Τουλόν από τον πλωτάρχη Στέφανο Παπαρηγόπουλο, που ήταν και ο πρώτος κυβερνήτης του. Το «ΔΕΛΦΙΝ», υποβρύχιο τύπου «Laubeuf», είχε εκτόπισμα 310/450 τόνων, ανέπτυσσε ταχύτητα 8.5/13 κόμβων και ο οπλισμός του αποτελείτο από 4 εκτοξευτήρες τορπιλών των 45 εκ. εξωτερικά του σκάφους κάτω από το ξύλινο κατάστρωμα. Είχε πλήρωμα 18 ανδρών]
Σε όλη μου την σταδιοδρομία ήμουν πάντα ευτυχής όταν μου δίνονταν η ευκαιρία να υπηρετήσω σε νέο-äημιουργούμενες υπηρεσίες που έδιναν ευρύτερο πεδίο δράσης και ανάπτυξης της ατομικής πρωτοβουλίας. Εξ’ άλλου από άποψη επαγγελματικής κατάρτισης η υπηρεσία των υποβρυχίων παρουσίαζε πολλά πλεονεκτήματα για έναν νέο αξιωματικό. Αντίθετα με το υλικό των υπόλοιπων πλοίων της εποχής εκείνης, οι τεχνικές εγκαταστάσεις των υποβρυχίων εμφανίζονταν ως η τελευταία λέξη της επιστήμης. Οι αξιωματικοί τους όφειλαν να κατέχουν τελείως το λεπτό αυτό υλικό, να επιμελούνται προσωπικά τη συντήρησή του και να εκπαιδεύουν στη χρήση του το κατώτερο προσωπικό. Επί πλέον δίνονταν στους νέους πολύ γρηγορότερα η ευκαιρία να υπηρετήσουν ως ύπαρχοι ή κυβερνήτες παρά στα πλοία επιφανείας. Ειδικά μάλιστα συνέβαινε αυτό κατά την πρώτη δημιουργία της υπηρεσίας οπότε οι μόνοι που είχαν ειδικευτεί ήταν οι λίγοι που είχαν σταλεί στη Γαλλία για να παρακολουθήσουν την κατασκευή των υποβρυχίων. Ήμουν ο μόνος μετά από αυτούς που ζήτησα να ειδικευτώ, γιατί μεταξύ των υπολοίπων αξιωματικών δεν υπήρχε τότε μεγάλη προθυμία.
Σε μεταγενέστερες εποχές, οι αξιωματικοί των υποβρυχίων πριν αναλάβουν υπηρεσία υπάρχου ή κυβερνήτη παρακολουθούσαν ειδικά σχολεία για να αποκτήσουν το αντίστοιχο πτυχίο. Τότε όμως δεν υπήρχαν τέτοια Σχολεία και μάθαιναν μόνοι τους τα καθήκοντά τους υπό την καθοδήγηση των παλαιοτέρων και με τη μελέτη τεχνικών βιβλίων και περιγραφών των εγκαταστάσεων. Αντιλήφθηκα τότε ότι οι θεωρητικές σπουδές στη Σχολή Ναυτικών Δοκίμων, στις οποίες είχα διαπρέψει, πολύ λίγο με είχαν προετοιμάσει για τις πρακτικές εφαρμογές του ηλεκτρισμού και επιδόθηκα στη συμπλήρωση των γνώσεών μου από κατάλληλα ξένα συγγράμματα. Παράλληλα προς την ατομική μου εκπαίδευση μου ανατέθηκε και η διδασκαλία του μαθήματος αυτού σε σχολείο υπαξιωματικών υποβρυχίων που δημιουργήθηκε, τη οποίαν ευχαρίστως ανέλαβα πιστεύοντας ότι «ο διδάσκων διδάσκεται». Επειδή μάλιστα δεν υπήρχε κατάλληλο βιβλίο γι αυτήν την διδασκαλία αποφάσισα να συγγράψω ένα, το πρώτο από μια σειρά τεχνικών βιβλίων που συνέταξα στις ελεύθερές μου ώρες κατά τη διάρκεια της σταδιοδρομίας μου. Χαρακτηριστικό των συνθηκών κάτω από τις οποίες εργαζόμαστε τότε, χωρίς αυτό να έχει ουδεμία επίδραση στον ζήλο μας, ήταν ότι ο υποδιοικητής της υπηρεσίας αρνήθηκε να μου διαθέσει γραφέα και σχεδιαστή για να με βοηθήσουν στη σύνταξη του βιβλίου. Αναγκάστηκα να κάνω ο ίδιος τη πολυγράφηση και τη σχεδίαση τις νυχτερινές ώρες και συχνά η ανατολή του ήλιου με έβρισκε εργαζόμενο.
Μετά από πεντάμηνο από την παρουσίασή μου θεωρήθηκε ότι είχα αρκετά προπαρασκευασθεί και μετά από πρόταση του Διοικητού της υπηρεσίας, αξιωματικού της Βρετανικής Αποστολής, αναλάμβανα τον Απρίλιο του 1914 τα καθήκοντα του υπάρχου στο υ/β «ΔΕΛΦΙΝ».
1914, Ανθυποπλοίαρχος Γρ. Μεζεβίρης Ύπαρχος υ/β “ΔΕΛΦΙΝ”
Μέχρι την εποχή εκείνη τα υποβρύχια εκπαιδεύονταν ανεξάρτητα από τα υπόλοιπα πλοία του Στόλου. Έμεναν μόνιμα στον Ναύσταθμο και εκτελούσαν εκπαιδευτικές ασκήσεις στον Σαρωνικό. Δεν είχε διατεθεί ακόμα συνοδό και η απομάκρυνσή τους από τη βάση τους για πολλές ημέρες ήταν δύσκολη, γιατί συνθήκες διαβίωσης του προσωπικού στα μικρά εκείνα υποβρύχια ήταν πολύ κουραστικές. Όταν διατέθηκε ως συνοδό η τέως Βασιλική θαλαμηγός «ΑΜΦΙΤΡΙΤΗ» τα υποβρύχια συμμετείχαν πια στους πλόες του Στόλου στις Ελληνικές θάλασσες, προς μεγάλη ικανοποίηση του προσωπικού διότι εξέλιπε πια το μόνο μειονέκτημα που υπήρχε τότε στην υπηρεσία στα υποβρύχια.
Έτσι δόθηκε και η ευκαιρία στους αξιωματικούς που υπηρετούσαν στα πλοία επιφανείας να γνωρίσουν από κοντά την υπηρεσία στα υποβρύχια, της οποίας προβλέπονταν και σημαντική εξέλιξη μετά τις επικείμενες νέες παραγγελίες. Λόγω και των πολλαπλών πλεονεκτημάτων που είχαν παρασχεθεί στους υπηρετούντες στα υποβρύχια, όταν με Υπουργική εγκύκλιο ζητήθηκε η εθελοντική προσέλευση στελεχών σε αυτά, υποβλήθηκαν πολλές αιτήσεις ανώτερου και κατώτερου προσωπικού και ο αριθμός των υπηρετούντων αυξήθηκε σημαντικά. Μεταξύ των νέων συναδέλφων που προσήλθαν ήταν και τύποι πολύ διασκεδαστικοί και οι ευχάριστες ώρες ξεκούρασης που περάσαμε στις ωραίες αίθουσες του «ΑΜΦΙΤΡΙΤΗ» παραμένουν αξέχαστες. Καμιά πολιτική συζήτηση, κανένα νέφος δεν τις επισκίαζε τότε.
Κυβερνήτης του υ/β «ΔΕΛΦΙΝ»
Τον Φεβρουάριο του 1915 προβιβάστηκα σε Υποπλοίαρχο και τον Απρίλιο του 1915 με μεγάλο ενθουσιασμό είδα να μου αναθέτουν σε ηλικία 24 ετών τα καθήκοντα του Κυβερνήτη του υ/β «ΔΕΛΦΙΝ».
1915, Υποπλοίαρχος Γρ. Μεζεβίρης Κυβερνήτης υ/β “ΔΕΛΦΙΝ”
Η υπηρεσία μου ως Κυβερνήτη άρχισε με τους καλλίτερους οιωνούς και οι ασκήσεις που εκτελέστηκαν τον πρώτο μήνα στέφθηκαν με απόλυτη επιτυχία. Η τύχη όμως δεν με ευνόησε για πολύ και ένα μικρό ατύχημα που προκάλεσε μερικές μικρές ζημιές, αλλά μπορούσε και να έχει ολέθριες συνέπειες, είχε σαν αποτέλεσμα την πρόωρη διακοπή της υπηρεσίας μου στα υποβρύχια που είχα αναλάβει με τόσο ζήλο.
Ένα ατύχημα που μπορούσε να έχει σοβαρές συνέπειες
Τον Μάιο του1915 τα δυο υποβρύχια είχαν βγει στον Σαρωνικό για ασκήσεις, συνοδευόμενα από το τορπιλοβόλο «ΝΙΚΟΠΟΛΙΣ» στο οποίο επέβαινε ο νέος Διοικητής της Υπηρεσίας Πλοίαρχος Σ. Παπαρηγόπουλος. Κοντά στην Αίγινα με σήμα του Διοικητή διατάχθηκαν τα υποβρύχια να κρατήσουν και στην συνέχεια να αναπτυχθούν εν καταδύσει. Επί του τ/β «ΝΙΚΟΠΟΛΙΣ» χρονομετρούσαν την ταχύτητα εκτέλεσης των κινήσεων και αναπτύσσονταν έτσι άμιλλα μεταξύ των δυο υποβρυχίων. Στο υ/β «ΔΕΛΦΙΝ», αν και ο Ύπαρχος μου είχε αναφέρει ότι το πλοίο ήταν έτοιμο για κατάδυση, είχαν ξεχάσει να ανοίξουν τον διακόπτη του φωναγωγού που μεταβίβαζε τις διαταγές προς την πρύμνη. Αυτό έγινε γρήγορα αντιληπτό, η καθυστέρηση όμως που επήλθε είχε σαν αποτέλεσμα τα πρωραία θαλασσέρματα[οι δεξαμενές μεταξύ του εσωτερικού και του εξωτερικού σκάφους του υποβρυχίου που γεμίζουν θαλάσσιο νερό κατά την κατάδυση και με αδειάζουν με πεπιεσμένο αέρα κατά την ανάδυση] να γεμίσουν ταχύτερα και το πλοίο να πάρει αρνητική κλίση μέχρι 12°, ενώ τότε θεωρείτο ότι δεν επιτρέπονταν να υπερβεί αυτή τις 3° ούτε το βάθος των 30 μέτρων. Με τους χειρισμούς που διάταξα επιτεύχθηκε η ταχεία ανάδυση, εκείνος όμως που χειρίζονταν τις πληρώσεις των κεντρικών θαλασσερμάτων δεν τις άνοιξε έγκαιρα, όταν διατάχθηκε το άδειασμά τους με πεπιεσμένο αέρα, και η υπέρ πίεση που δημιουργήθηκε επέφερε μερική εκκάρφωση και μικρή παραμόρφωση των εξωτερικών ελασμάτων. Το πλοίο έπλευσε στη βάση του δι ιδίων μέσων, καθώς δεν υπήρχε οργανική βλάβη, για την επισκευή του όμως απαιτήθηκαν δυο περίπου μήνες.
Το ατύχημα αυτό, το πρώτο και ευτυχώς το μόνο της ναυτικής μου σταδιοδρομίας, μου προκάλεσε όπως ήταν φυσικό μεγάλη απογοήτευση. Προσωπικά είχα την εντύπωση ότι δεν είχα διαπράξει κάποιο ατομικό σφάλμα, σε τέτοια όμως ατυχήματα η ηθική ευθύνη βαρύνει πάντοτε τον Κυβερνήτη. Δεν μου ζητήθηκε από τη Διοίκηση καμιά απολύτως ευθύνη για το ατύχημα και παρέμεινα Κυβερνήτης για δυο μήνες ακόμα μέχρι την ολοκλήρωση της επισκευής του πλοίου. Τον Ιούλιο του 1915 έπαιρνα αιφνιδίως μετάθεση για το θωρηκτό «ΛΗΜΝΟΣ». Τόσο ο Διοικητής όσο και ο Αρχηγός του Στόλου τους οποίους παρεκάλεσα να αναβληθεί η μετάθεση, μέχρι να συμπληρώσω την εκπαίδευσή μου ως Κυβερνήτης υποβρυχίου, μου απάντησαν ότι επρόκειτο για καθαρά υπηρεσιακή ανάγκη. Πιστεύω όμως ότι η μετάθεσή μου ήταν συνέπεια του ατυχήματος. Και πριν από το ατύχημα αρκετοί από τους συνάδελφούς μου δεν έβλεπαν με καλό μάτι την ανάθεση καθηκόντων κυβερνήτη σε τόσο νέο αξιωματικό. Οι σκέψεις αυτές θα έφθασαν και μέχρι την Κεντρική Υπηρεσία που θα αναλογίστηκε ότι ανελάμβανε μεγάλες ευθύνες. Και ίσως να μην είχε άδικο. Ανεξάρτητα από αυτό το συμβάν, η υπηρεσία στα υποβρύχια απαιτεί μακρά ναυτική πείρα και σωστά στα μεταγενέστερα χρόνια τέθηκαν περιορισμοί που επέβαλαν αρκετά μακρά προϋπηρεσία σε κατώτερες θέσεις πριν την ανάληψη των καθηκόντων του κυβερνήτη.
Βοηθός Διευθυντού Επιστασίας Πυροβολικού στο θ/κ «ΛΗΜΝΟΣ»
Πέρασε αρκετός χρόνος για να συνηθίσω στη νέα υπηρεσία που ήταν τόσο διαφορετική και που για μένα τουλάχιστον παρουσίαζε πολύ λιγότερο ενδιαφέρον. Για πολύ καιρό είχα την κρυφή ελπίδα ότι θα επανέλθω στα υποβρύχια, τα γεγονότα όμως που ακολούθησαν έδωσαν διαφορετική τροπή στη σταδιοδρομία μου. Θα ήταν τουλάχιστον παρήγορο αν στο θ/κ «ΛΗΜΝΟΣ» που διέθετε πολύ αξιόλογη ηλεκτρική εγκατάσταση μου ανέθεταν την επιστασία του Ηλεκτρισμού στην οποία είχα ειδικευτεί. Μου ανέθεσαν όμως καθήκοντα άσχετα με κάθε προϋπηρεσία μου, ως βοηθού της επιστασίας του Πυροβολικού. Η περίεργη αυτή εναλλαγή καθηκόντων ήταν συνηθισμένη την εποχή εκείνη που δεν υπήρχαν πτυχία εξειδίκευσης και βέβαια δεν ήταν σε όφελος της υπηρεσίας. Το μόνο πλεονέκτημα ήταν η εξάσκηση των αξιωματικών σε διάφορες ειδικότητες της ναυτικής τέχνης.
Βρέθηκα και πάλι στη φάση της έρευνας διότι και ο Πλωτάρχης Διευθυντής της επιστασίας, αν και πολύ ευσυνείδητος και μεγάλης εγκυκλοπαιδικής μόρφωσης, δεν είχε καμιά ειδικότητα για το Πυροβολικό. Καθώς κανένας δεν μας έδινε κατευθύνσεις, προσπαθούσαμε και οι δυο να οργανώσουμε την επιστασία με βάση τα έντυπα του Αμερικανικού Ναυτικού που βρήκαμε στο πλοίο. Και το πετύχαμε όσον αφορά την καλή λειτουργία του υλικού. Από πλευράς όμως εκπαίδευσης του προσωπικού η εντύπωσής μου ήταν ότι ελλείψει συστήματος τα αποτελέσματα που είχαμε πετύχει δεν ήταν ανάλογα με τους κόπους μας. Γι αυτό πείσθηκα πολύ περισσότερο όταν αργότερα υπηρέτησα στο θ/κ «ΑΒΕΡΩΦ» όπου οι αξιωματικοί Πυροβολικού που υπηρετούσαν από τους Βαλκανικούς πολέμους είχαν προωθήσει την εκπαίδευση σε πολύ καλό σημείο.
Το καλοκαίρι του 1915 ο Στόλος εκτέλεσε μερικούς εκπαιδευτικούς πλόες στα κοντινά παράλια, από το φθινόπωρο όμως που άρχισε για την Ελλάδα η τραγική περιπέτεια που προηγήθηκε της επίσημης συμμετοχής μας στον Α’ Παγκόσμιο Πόλεμο, τα πλοία παρέμειναν σχεδόν μόνιμα στον Ναύσταθμο.»