Με την είσοδο της Τουρκίας στον πόλεμο άρχισαν να εμφανίζονται μερικές σποραδικές περιπτώσεις ανάμιξής μας. Ήταν όμως εμφανής η επιθυμία της Ελλάδος να παραμείνει κατά το δυνατόν μακριά από την σύρραξη των Μεγάλων και να συνεχίσει το έργο ανασυγκρότησης που συντελούνταν.
Ο Γρηγόριος Μεζεβίρης διηγείται:
«Ιδιαίτερη συγκίνηση προκάλεσε στους ναυτικούς κύκλους η απόπειρα παραβίασης των Στενών από τους συμμαχικούς στόλους. Είχε τότε λεχθεί ότι είχε προταθεί στην Ελλάδα να συμμετάσχει στην επιχείρηση, ότι ο Πρωθυπουργός συμφωνούσε με την ιδέα αυτή αλλά ότι ο Βασιλιάς διαφώνησε. Για τους Έλληνες ναυτικούς η συμμετοχή του στόλου μας θα αποτελούσε την πραγματοποίηση ενός παλιού ονείρου. Ποιος από μας, που μόλις πριν δυο χρόνια μαχόμαστε στις προσβάσεις των Στενών, δεν ονειρευόταν την ημέρα που τα πλοία μας μετά από τόσους αιώνες θα κατευθύνονταν προς την Πρωτεύουσα των Παλαιολόγων; Το αίσθημα της απογοήτευσης ήταν πικρό γιατί χάνονταν μοναδική ευκαιρία η Σημαία μας να κυματίσει εκεί μεταξύ των συμμαχικών. Σφίγγαμε όμως την καρδιά μας και κρατούσαμε τις σκέψεις αυτές για τον εαυτό μας. Το μικρόβιο της πολιτικής δεν είχε ακόμα εισχωρήσει στα στελέχη και οι αξιωματικοί γνώριζαν καλά ότι δεν ήταν αρμόδιοι για να κρίνουν τις αποφάσεις του Αρχηγού του Κράτους και του Αρχιστράτηγου των νικηφόρων πολέμων [βλέπε: Βαλκανικοί Πόλεμοι 1912-13 Ημέρες Δόξας Μέρος Α’ & Μέρος Β’]. Η οικτρή αποτυχία της επιχείρησης παραβίασης των Στενών κατά την οποία ηρωικά αλλά άσκοπα χάθηκαν τόσα συμμαχικά πλοία, συντέλεσε ώστε ακόμα περισσότερο να εδραιωθούμε σ’ αυτές τις αντιλήψεις μας και να συνεχίσουμε το έργο μας, χωρίς να επηρεαζόμαστε από την αρθρογραφία και τις συζητήσεις εκείνων που πολιτικολογούσαν.
1915, Ευτυχισμένες στιγμές στο θ/κ “ΑΒΕΡΩΦ”
Από το φθινόπωρο του 1915 τα πολεμικά γεγονότα στο ανατολικό μέτωπο διαδέχονται το ένα το άλλο με αστραπιαία ταχύτητα. Η νέα εκστρατεία των Δαρδανελίων, μετά από αιματηρές θυσίες σε στεριά και σε θάλασσα, φαίνεται να αποτυχαίνει οριστικά. Η Βουλγαρία τάσσεται στο πλευρό των Κεντρικών Αυτοκρατοριών. Γαλλικά και Βρετανικά στρατεύματα αποβιβάζονται στη Θεσσαλονίκη. Η Σερβία κατακλύζεται από γερμανοαυστριακά στρατεύματα. Ο Πρόεδρος της Ελληνικής Κυβερνήσεως υποστηρίζει ότι οι συμμαχικές υποχρεώσεις επιβάλλουν να σπεύσουμε να βοηθήσουμε τους Σέρβους. Ο Βασιλιάς διαφωνεί, η Κυβέρνηση παραιτείται και η Βουλή διαλύεται. Τα πολιτικά πάθη οξύνονται, οι ξένες προπαγάνδες εργάζονται πυρετωδώς και ο τύπος καλλιεργεί εντατικά στον εσωτερικό διχασμό.
Ο σάλος που δημιουργήθηκε δεν μπορούσε να μην έχει τον αντίκτυπό του και στο Ναυτικό. Εξακολουθούσε πάντοτε να εργάζεται αλλά οι συζητήσεις παύουν να περιστρέφονται μόνο γύρω από επαγγελματικά ζητήματα και ευτράπελα και παίρνουν και πολιτική μορφή. Μέχρι αυτή την περίοδο οι περισσότεροι αξιωματικοί αδιαφορούσαν τελείως για τα πρόσωπα που αποτελούσαν την Κυβέρνηση ενώ οι νεώτεροι αγνοούσαν ακόμα και το όνομα του Υπουργού των Ναυτικών. Τώρα εμφανίζονταν αξιωματικοί που, χωρίς να κατακρίνουν έντονα ακόμα την πολιτική του Βασιλιά, δικαίωναν τον Πρωθυπουργό που είχε παραιτηθεί και υποστήριζαν ότι δεν μπορούσε πια η Ελλάδα να παραμένει αμέτοχη του πολέμου. Τους αξιωματικούς αυτούς είχε ιδιαίτερα επηρεάσει η στάση που πήρε στο θέμα αυτό ο Ναύαρχος των Βαλκανικών Πολέμων Π. Κουντουριώτης, αν και προσκείμενος στην Βασιλική Αυλή έχοντας διατελέσει υπασπιστής του Βασιλιά Γεωργίου του Α’. Οι περισσότεροι όμως εξακολουθούσαν να πιστεύουν ότι οι προσωπικές τους πεποιθήσεις και επιθυμίες δεν θα έπρεπε να τους παρασύρουν σε κρίσεις για ζητήματα τέτοιας σοβαρότητας, χωρίς μάλιστα να γνωρίζουν τις διπλωματικές ζυμώσεις. Εξ’ άλλου ο Βασιλιάς ήταν ο μόνος αρμόδιος να κρίνει αν και πότε το υπέρτατο συμφέρον της χώρας θα επέβαλλε την έξοδο στον πόλεμο. Αυτοί που πίστευαν αυτά ήταν ιδίως οι συντηρητικοί και εκείνοι που υποστήριζαν τις παλιές αντιλήψεις περί στρατιωτικής πειθαρχίας. Μεταξύ αυτών περιλαμβανόμουν κι εγώ. Ενώ όμως το μόνο κίνητρό μας ήταν η νομιμοφροσύνη προς τον Ανώτατο Αρχηγό των πολεμικών δυνάμεων της Χώρας και κατά βάθος οι συμπάθειές μας στρέφονταν προς το μέρος της Αντάντ, οι σύμμαχοι συμπεριφέρθηκαν κατά τόσο αψυχολόγητο τρόπο που μετέτρεψαν τις συμπάθειες αυτές σε πραγματικό μίσος εναντίον τους.
Ο εθνικός διχασμός
Από τη στιγμή που οι Γάλλοι και οι Βρετανοί αποβιβάστηκαν στην Θεσσαλονίκη εγκατέλειψαν την επιφυλακτικότητα που έδειχναν μέχρι την εποχή εκείνη και δεν περιορίζονταν μόνο σε παρασκηνιακές ενέργειες και σε υποσχέσεις αλλά άρχισαν να εφαρμόζουν πιέσεις που προκαλούσαν το δημόσιο αίσθημα. Εκείνοι που υποστήριζαν την άμεση έξοδο της Ελλάδος στον πόλεμο είχαν τώρα κι ένα επί πλέον επιχείρημα: Εγκαταλείποντας την ουδετερότητα θα αποφεύγαμε τις ταπεινώσεις. Στους υπόλοιπους όμως η συμπεριφορά αυτή είχε το αντίθετο ακριβώς αποτέλεσμα, μέχρι δυστυχώς του σημείου κατά την τραγική περίοδο 1916-17 να ελπίζουν στη νίκη των Κεντρικών Αυτοκρατοριών ως μόνο τρόπο ανάκτησης της εθνικής κυριαρχίας. Άλλωστε και η εξέλιξη των πολεμικών επιχειρήσεων κατά την εποχή εκείνη ήταν τόσο δυσμενής για την Αντάντ, ώστε και εκ των πραγμάτων φαίνονταν να δικαιώνεται η πολιτική της ουδετερότητας που ακολουθούσε ο Βασιλιάς. Πιο πολύ απ’ όλους φανατίστηκαν όσοι ανήκαν στη μικρή μειονότητα των γερμανοφίλων, κάποιοι μάλιστα απ’ αυτούς είχαν την απερισκεψία να προβαίνουν σε δημόσιες εκδηλώσεις που δεν ταιριάζουν σε στρατιωτικούς ουδέτερου κράτους και που ζημίωναν την ακολουθούμενη από το επίσημο κράτος πολιτική.
Όπως και οι υπόλοιποι Έλληνες, οι αξιωματικοί του ναυτικού διαιρέθηκαν σιγά- σιγά σε δυο παρατάξεις. Η πρώτη των βενιζελικών ή των ανταντοφίλων περιλάμβανε αυτούς που πίστευαν στο αλάθητο του Πρωθυπουργού, εκείνους που ακράδαντα πίστευαν στην τελική νίκη της Αντάντ, αλλά και όσους πίστευαν ότι ανεξάρτητα του αποτελέσματος του πολέμου η θέση της Ελλάδος ήταν στο πλευρό εκείνων που μάχονταν κατά των χθεσινών της εχθρών. Η άλλη παράταξη των βασιλικών ή γερμανοφίλων αποτελείτο από τους από χαρακτήρα νομιμόφρονες που αναγνώριζαν μόνο στον Βασιλιά το δικαίωμα κήρυξης του πολέμου, εκείνους που πίστευαν στη νίκη των Κεντρικών Αυτοκρατοριών και θεωρούσαν ότι η Ελλάδα είχε να χάσει λιγότερα αν παρέμενε ουδέτερη παρά να βρεθεί μεταξύ των ηττημένων, αυτούς που εύχονταν τη νίκη της Γερμανίας ως μόνο τρόπο απαλλαγής από τις πιέσεις των αγγλογάλλων και τέλος από μικρό αριθμό γερμανοφίλων. Για τους περισσότερους όμως αυτής της παράταξης άδικα τους αποδίδονταν η ιδιότητα του γερμανόφιλου, διότι η αγανάκτηση για τους εξευτελισμούς που μας επέβαλαν οι Σύμμαχοι δεν είχε σαν αιτία τη συμπάθεια προς τους αντίπαλούς τους.
Το θ/κ «ΛΗΜΝΟΣ» στο οποίο υπηρετούσα θεωρείτο το κέντρο των γερμανόφιλων, με μόνη ίσως εξαίρεση τον επιβαίνοντα Υποναύαρχο Αρχηγό της Μοίρας Δ. Παπαχρήστο, ο οποίος όμως ως πραγματικός πατριώτης, απέφευγε κάθε ανάμειξη στην πολιτική, αν και κάποιες ζωηρές εκδηλώσεις ορισμένων φανατικών φίλων της Γερμανίας προκαλούσαν την δυσφορία του. Αντίθετα επί του θ/κ «ΑΒΕΡΩΦ» η μεγάλη πλειοψηφία του Επιτελείου ήταν ανταντόφιλοι.
Με την αναταραχή λόγω της γενικής κατάστασης και με την μακρά παραμονή στον Ναύσταθμο, η υπηρεσία στο θωρηκτό είχε γίνει ανιαρή. Προσωπικά βρήκα διέξοδο στη συγγραφή δυο βιβλίων Ηλεκτρολογίας για τα στελέχη του Βασιλικού Ναυτικού που εκδόθηκαν από το Υπουργείο Ναυτικών [βλέπε: «Συγγράμματα»] και σε συνεργασία με άλλους συναδέλφους ένα Εγχειρίδιο Διευθύνσεως Βολής των θωρηκτών τύπου «ΛΗΜΝΟΣ». Ήμουνα επίσης τακτικός συνεργάτης του Ναυτικού Δελτίου που εκδίδονταν στο τυπογραφείο του θ/κ «ΛΗΜΝΟΣ», του πρώτου ναυτικού περιοδικού πριν από την έκδοση της Ναυτικής Επιθεώρησης.
Τον Απρίλιο του 1916 μετατέθηκα στο θ/κ «ΑΒΕΡΩΦ» για να χρησιμοποιηθώ επιτέλους στην ειδικότητα με την οποία είχα ασχοληθεί, ως Διευθυντής της Επιστασίας Ηλεκτρισμού και Τορπιλών. Τα αποτελέσματα της συστηματικής εργασίας που είχε γίνει τα τελευταία πέντε χρόνια στο πλοίο αυτό ήταν εμφανή και η οργάνωσή του πολύ καλή. Το Επιτελείο περιλάμβανε πολλούς συμπαθείς συναδέλφους και κάτω από διαφορετικές συνθήκες η διαβίωση στο πλοίο αυτό θα ήταν πολύ ευχάριστη. Δυστυχώς τα πολιτικά πάθη είχαν οξυνθεί σε τέτοιο βαθμό ώστε, παρά την επιφυλακτικότητά μου και την αποφυγή αναμίξεως σε πολιτικές συζητήσεις, βρέθηκα πολλές φορές σε δύσκολη θέση. Σε μια μάλιστα περίπτωση ένα αθώο αστείο που έκανα για κάποιο πολιτικό πρόσωπο που είχαν θεοποιήσει οι φανατικοί οπαδοί του εξόργισε σε τέτοιο σημείο ένα συνάδελφό μου, που αργότερα έγινε αγαπητός μου φίλος, ώστε να με καλέσει σε μονομαχία και ν’ ανταλλάξουμε μάρτυρες. Αυτοί κατόρθωσαν να βρουν λύση δια της παροχής αμοιβαίων εξηγήσεων κι έτσι δεν δόθηκε συνέχεια στην υπόθεση.
Τα λυπηρά γεγονότα συνεχίζονταν. Μετά τις συνεχείς παραβιάσεις της ουδετερότητάς μας από τους Συμμάχους, η είσοδος του Βουλγαρικού στρατού στο Ελληνικό έδαφος και η αμαχητί παράδοση των οχυρών αποτέλεσαν βαρύ πλήγμα για εκείνους που υποστήριζαν την πολιτική που ακολουθούσε η Χώρα. Βέβαια, εφόσον είχαμε επιτρέψει στον έναν από τους αντιπάλους την εγκατάσταση βάσεων πολεμικών επιχειρήσεων στο έδαφός μας, θα ήταν πολύ δύσκολο να την απαγορεύσουμε στον άλλο χωρίς να λάβουμε ενεργό μέρος στον πόλεμο. Η παράδοση όμως στους Βούλγαρους εδαφών που μόλις προ τριών ετών είχε απελευθερώσει ο Στρατός μας είχε διαφορετική απήχηση στη ψυχή κάθε Έλληνα πατριώτη από την προσωρινή κατοχή τους από Μεγάλες Δυνάμεις που δεν είχαν βλέψεις επί αυτών. Για όσους ανήκαν στην ονομαζόμενη βασιλική παράταξη, μόνο η απόλυτη εμπιστοσύνη στον πατριωτισμό του Βασιλιά και η βεβαιότητα για την νίκη των Κεντρικών Δυνάμεων μας έπειθαν ότι η ακολουθούμενη οδός ήταν πράγματι και η σωστή. Όσοι όμως υποστήριζαν τα αντίθετα άρχισαν να εγκαταλείπουν κάθε επιφυλακτικότητα και δεν δίσταζαν στις μεταξύ τους συζητήσεις να μιλούν για προδοσία, λέξη που οι μισοί Έλληνες άρχισαν να χρησιμοποιούν για τους άλλους μισούς.
Από τις αρχές Ιουνίου του 1916 άρχισαν να κυκλοφορούν φήμες ότι οι Γάλλοι σκόπευαν να καταλάβουν την Αθήνα για να διενεργήσουν συλλήψεις και μεταξύ άλλων να συλλάβουν και μέλη της βασιλικής οικογένειας. Η ανάληψη της εξουσίας από την Κυβέρνηση Ζαΐμη, που αποδέχτηκε ορισμένα αιτήματα των Συμμάχων, έφερε προσωρινή χαλάρωση της κατάστασης που δεν διάρκεσε όμως πολύ.
Περί τα μέσα Ιουλίου ο Αρχηγός της θωρηκτής Μοίρας Υποναύαρχος Δ. Παπαχρήστος που είχε υψώσει το σήμα του επί του θ/κ «ΑΒΕΡΩΦ» με προσέλαβε ως υπασπιστή, προς μεγάλη κατάπληξη εκείνων που γνώριζαν τα ανταντόφιλα αισθήματά του. Αυτή όμως η επιλογή αξιωματικού γνωστών αντίθετων φρονημάτων σε θέση τόσο εμπιστευτική ήταν σύμφωνη με όλη τη στάση του νομιμόφρονα στρατιώτη που εκτέλεσε τίμια και με ειλικρίνεια κάθε διαταγή που δόθηκε σε όλο το διάστημα που δέχθηκε να παραμείνει ως Αρχηγός.
Γύρω στα μέσα Αυγούστου, και ενώ η Ρουμανία έβγαινε στον πόλεμο κατά των Κεντρικών Αυτοκρατοριών, έφθασαν πληροφορίες ότι ισχυρός Συμμαχικός στόλος συγκεντρώνονταν στην Μήλο. Τις πρώτες απογευματινές ώρες της 18ης Αυγούστου 1916 οι οπτήρες των πλοίων μας ανέφεραν την εμφάνιση πολλών πολεμικών σκαφών στον όρμο του Κερατσινίου και μετά από λίγο παρατηρούσαμε πλοία που πόντιζαν ανθυποβρυχιακά φράγματα στον δίαυλο του Ναυστάθμου. Ο επιβλητικός γαλλοαγγλικός στόλος που είχε καταπλεύσει υπό την αρχηγία του Γάλλου Ναυάρχου της Μεσογείου Dartige du Fournet και περιλάμβανε 6 θωρηκτά (από τα οποία 5 Γαλλικά), 5 εύδρομα και πλήθος αντιτορπιλικών και βοηθητικών. Τόσο μεγάλη δύναμη για να επιβάλλει τη θέληση των ισχυρών σ’ ένα μικρό κράτος!
Ο Αρχηγός της θωρηκτής Μοίρας με διέταξε να αποβιβαστώ αμέσως στον Ναύσταθμο και να τηλεφωνήσω στον Υπουργό των Ναυτικών Ναύαρχο Ι. Δαμιανό. Να του αναφέρω τον κατάπλου του Συμμαχικού στόλου και το φράξιμο με δίχτυα του δίαυλου του Ναύσταθμου και να τον ρωτήσω αν έπρεπε τα πλοία μας να τεθούν σε πολεμική έγερση και να απαγορεύσουν την συνέχιση πόντισης των διχτύων. Ο Υπουργός μου απάντησε: «Όχι, όχι, παρακαλώ τον Ναύαρχο να μην προβεί σε καμιά απολύτως ενέργεια». Διαβίβασα την απάντηση στον Αρχηγό που περιορίστηκε να απαντήσει «καλώς» χωρίς να κάνει άλλο σχόλιο. Ήταν όμως εμφανής η ανακούφιση του για την απάντηση που πήρε διότι αν είχε διαταχθεί θα ενεργούσε μέχρις εσχάτων, όπως η τιμή και το στρατιωτικό καθήκον επιβάλλουν, αν και φρονούσε ότι το συμφέρον της Πατρίδας υπαγόρευε να μην θεωρήσουμε ως εχθρικό τον Στόλο που είχε καταπλεύσει.
Όταν δόθηκε από τον Υπουργό η πιο πάνω κατεύθυνση, ο Αρχηγός μου εξέφρασε την πρόθεσή του, σύμφωνα με τους διεθνείς κανονισμούς, να αποσταλεί αξιωματικός στην Γαλλική Ναυαρχίδα για να διαβιβάσει τον χαιρετισμό του Έλληνα Ναυάρχου και να ρυθμίσει τα σχετικά με την ανταλλαγή των τυπικών επισκέψεων. Με σεβασμό του υπέβαλλα τότε την άποψή μου ότι οι διεθνείς κανονισμοί δεν μπορούν να έχουν εφαρμογή στην παρούσα περίπτωση, δεδομένου ότι ο Συμμαχικός στόλος είχε καταπλεύσει στη ναυτική μας βάση χωρίς προειδοποίηση και με την πόντιση των φραγμάτων προχώρησε σε ενέργεια που έθιγε την εθνική κυριαρχία. Προσέθεσα ακόμα ότι αφού δεν μας έδωσαν την άδεια να υπερασπίσουμε με τα όπλα την τιμή της Σημαίας, τουλάχιστον δεν θα έπρεπε να αναλάβουμε την πρωτοβουλία διαβημάτων εξευτελιστικών για το Ναυτικό μας. Ο Ναύαρχος με άκουσε με μεγάλη προσοχή, συμφώνησε με τις απόψεις μου και ανέστειλε κάθε ενέργεια για ανταλλαγή επισκέψεων. Όμως, τρεις μέρες αργότερα, ίσως κατόπιν διαβήματος της Γαλλικής Πρεσβείας, διατάχθηκε από το Υπουργείο να επισκεφθεί τον Γάλλο Ναύαρχο.
Παραβρέθηκα σ’ αυτήν την πρώτη συνάντηση των δυο Ναυάρχων για να χρησιμοποιηθώ ενδεχομένως ως διερμηνέας. Ο δικός μας προφασίστηκε ασθένεια του στομάχου για να δικαιολογήσει την μη έγκαιρη εκτέλεση της επίσκεψης. Ο Γάλλος απάντησε: «Σας βλέπω πολύ αδύνατο και πρέπει να προσέξετε διότι οι ασθένειες του στομάχου έχουν συχνά σοβαρές συνέπειες». Την απάντηση αυτή διευκόλυνε, χωρίς να έχει μορφή ειρωνείας, η ασθενική εμφάνιση του Έλληνα Ναυάρχου.
Στη συνέχεια ο Γάλλος Ναύαρχος ανέπτυξε ότι δεν ήρθε με εχθρικές προθέσεις και τουναντίον οι Συμμαχικές Κυβερνήσεις θα ήταν ευτυχείς αν συνέβαλαν στην απελευθέρωση των εδαφών που είχαν καταλάβει οι Βούλγαροι. Πρόσθεσε ότι από τον Αρχηγό του Ελληνικού Στόλου είχε να ζητήσει δυο μόνο πράγματα: την μη αποστολή από τα πλοία κρυπτογραφικών ραδιοτηλεγραφημάτων και την ελεύθερη διάβαση των συμμαχικών πλοίων στον όρμο της Ελευσίνας για να κατάσχουν τα εχθρικά εμπορικά πλοία που ήταν ελλιμενισμένα εκεί. Ο Ναύαρχός μας, προφανώς με βάση τις οδηγίες που είχε πάρει από το Υπουργείο, συμφώνησε και με τα δυο αιτήματα. Άλλωστε οι απαιτήσεις αυτές ήταν μηδαμινές συγκριτικά μ’ αυτές που απευθύνθηκαν προς την Ελληνική Κυβέρνηση και με εκείνες που διατυπώθηκαν βαθμιαία τους μήνες που ακολούθησαν. Ο ίδιος ο Γάλλος Ναύαρχος χαρακτήρισε στα απομνημονεύματά του [Vice-Amiral Dartige du Fournet: “Souvenirs de guerre d’un Amiral”] τις απαιτήσεις αυτές ως «εξευτελισμούς μη ανεκτούς που προκαλούσαν τον αυξανόμενο ερεθισμό μερίδας της Ελληνικής κοινής γνώμης». Ο Γάλλος Ναύαρχος ανταπέδωσε αμέσως την επίσκεψη στο θ/κ «ΑΒΕΡΩΦ», δεν παραβρέθηκα όμως στη δεύτερη αυτή συνάντηση.
Με τα τελευταία αυτά γεγονότα η διαφορά απόψεων που υπήρχε μεταξύ των αξιωματικών εξελίχθηκε σε αμοιβαία εχθρότητα και έλλειψη εμπιστοσύνης. Κυκλοφορούσε ευρέως η φήμη ότι οι βενιζελικοί σκόπευαν να κάνουν επαναστατικό κίνημα και αυτό ανάγκαζε τους αξιωματικούς που ήταν πιστοί στην Κυβέρνηση να παραμένουν συνεχώς ένδον, επαγρυπνώντας για την ασφάλεια των πλοίων. Τόσο θλιβερή ήταν η κατάσταση ώστε, κατά παράβαση κάθε κανόνος πειθαρχίας, με κάλεσε ιδιαιτέρως ο Υπουργός Ναυτικών για να με ρωτήσει για τα πολιτικά φρονήματα και την νομιμοφροσύνη του αρχηγού μου! Με αγανάκτηση διαμαρτυρήθηκα για τις υπόνοιες κατά προσώπου άξιου κάθε σεβασμού και αληθινού στρατιώτη.
Χαρακτηριστική των καθημερινών ταπεινώσεων της εθνικής μας υπερηφάνειας είναι και η ακόλουθη σκηνή: Λίγες μέρες μετά τον κατάπλου των συμμαχικών πλοίων, μια Γαλλική ατμάκατος με έναν αξιωματικό κατέπλευσε στον Ναύσταθμο και κυκλοφορούσε στο ορμητήριο του Στόλου μας και περνώντας από τη πρύμνη κάθε πλοίου κρατούσε για λίγο και ο αξιωματικός σημείωνε τα ονόματα των πλοίων. Όταν ανέφερα το γεγονός στον Ναύαρχο με διέταξε να πάρω μια ατμάκατο και να σπεύσω να συναντήσω την γαλλική και να διαβιβάσω εκ μέρους του ότι «αν ο επιβαίνων αξιωματικός είχε ανάγκη κάποιας πληροφορίας έχω διαταγή να του τη δώσω και συνεπώς δεν υπήρχε λόγος να κάνει τον κόπο να περιτριγυρίζει τα Ελληνικά πλοία». Αυτά διαβίβασα επί λέξει στον Γάλλο ανθυποπλοίαρχο που φάνηκε να στενοχωρήθηκε πολύ, με ευχαρίστησε θερμά και πρόσθεσε ότι δεν χρειάζονταν κάποια πληροφορία αλλά απλά ήθελε να εξακριβώσει αν έρχονταν από την Ελευσίνα ένα αντιτορπιλικό που είχε σταλεί για υπηρεσία! Πάντως διέκοψε αμέσως την περιοδεία του στο ορμητήριο μας και κατευθύνθηκε προς το Κερατσίνι.
Οι καθημερινές όμως συγκινήσεις και η συνεχής εσωτερική πάλη του Αρχηγού της θωρηκτής Μοίρας τον είχαν κλονίσει σοβαρά ηθικά και φυσικά και τελικά περί τα μέσα Σεπτεμβρίου 1916 μου ανακοίνωσε την πρόθεσή του να υποβάλλει αίτηση μηνιαίας κανονικής άδειας. Πήρα το θάρρος να πω τη γνώμη μου στον Ναύαρχο ότι δεν θα ήταν ορθό να απομακρυνθεί κατά τις κρίσιμες αυτές στιγμές, με άφησε όμως να καταλάβω ότι η απόφασή του ήταν αμετάκλητη και δεν είχε την πρόθεση να επανέλθει στον Στόλο παρά μόνο σε περίπτωση συμμετοχής της Ελλάδος στον πόλεμο. Ο Υπουργός Ναυτικών που είχε αντιληφθεί πόσο πολύτιμη ήταν την περίοδο αυτή η ύπαρξη Αρχηγού του Στόλου πιστού στην Κυβέρνηση και συγχρόνως ανταντόφιλου έκανε το παν για να τον μεταπείσει. Μάταια όμως. Την 23η Σεπτεμβρίου 1916 ο Υποναύαρχος Παπαχρήστος υπέστειλε το σήμα του και ανέλαβε προσωρινά τα καθήκοντα του Μοίραρχου Αρχηγού ο Κυβερνήτης του θ/κ «ΛΗΜΝΟΣ» Πλοίαρχος Γ.Καλαμίδας. Πριν από μερικές ημέρες ήδη ο Ελευθέριος Βενιζέλος με τον Ναύαρχο Κουντουριώτη και σημαντικό αριθμό αξιωματικών είχαν μεταβεί στην Κρήτη και στη συνέχεια στη Θεσσαλονίκη για να κηρύξουν το επαναστατικό κίνημα.
Ο νέος Μοίραρχος με διατήρησε στα καθήκοντα του υπασπιστή κι έτσι εγκατέλειψα το θ/κ «ΑΒΕΡΩΦ» και επέστρεψα στο θ/κ «ΛΗΜΝΟΣ». Οι λίγοι ανταντόφιλοι αξιωματικοί των θωρηκτών που συμμετείχαν στο κίνημα ήταν και οι φανατικότεροι, έτσι με την αναχώρησή τους επικράτηση σχετική ησυχία στα πλοία. Το κακό όμως ήταν ότι ζούσαμε σε μια τέτοια ατμόσφαιρα πολιτικών παθών ώστε είχαμε παύσει αν αναγνωρίζουμε αμοιβαία την καλή πίστη. Δυο έγγραφα χαρακτηρίζουν αρκετά τις αντιλήψεις των δυο πλευρών την εποχή εκείνη.
Ο νέος Αρχηγός της θωρηκτής Μοίρας εξέδωσε στις 24 Σεπτεμβρίου 1916 με την ανάληψη των καθηκόντων του το υπ’ αριθμ. 40 παράγγελμα, που είχα συντάξει εγώ, στο οποίο περιλαμβάνονταν και τα ακόλουθα:
«Γνωρίζω με υπερηφάνεια ότι αυτοί που επιχείρησαν να αθετήσουν τον όρκο τους βρήκαν ελάχιστους μιμητές στη θωρηκτή Μοίρα και στο Ναυτικό γενικά. Έχω την πεποίθηση ότι και στο μέλλον όλοι όσοι υπηρετούν υπό τις διαταγές μου δεν θα δελεαστούν από κανένα αλλά θα εξακολουθήσουν να παρέχουν αυτό το αξιοζήλευτο παράδειγμα εμμονής στον όρκο προς την Πατρίδα και τον Βασιλιά και τυφλής υπακοής στις διαταγές των ανωτέρων τους. Πρέπει να έχουν όλοι υπόψη τους ότι μόνο αν συμπεριφέρονται έτσι αποδεικνύουν ότι ως σκοπό της ζωής τους έχουν θέσει την εξυπηρέτηση της πατρίδας στο πλαίσιο των στρατιωτικών τους καθηκόντων, και μπορούν να υπερηφανεύονται ότι είναι πραγματικοί Έλληνες και πραγματικοί στρατιώτες».
Από την άλλη πλευρά, στις 14 Οκτωβρίου 1916 ο Ναύαρχος Κουντουριώτης απηύθυνε από την Θεσσαλονίκη επιστολή προς όλους τους αξιωματικούς που δεν είχαν συμμετάσχει στο κίνημα, μέσω του Πλοιάρχου Γ. Κακουλίδη που παρέμενε στο Κερατσίνι επί του εμπορικού «Marienbad». Το πλοίο αυτό τελούσε υπό την αιγίδα του Γάλλου Ναυάρχου και χρησίμευε για την περισυλλογή αυτών που εγκατέλειπαν τα πλοία τους για να συμμετάσχουν στο κίνημα. Με την επιστολή αυτή καλούνταν όσοι αισθάνονταν την ιερότητα του αγώνα που είχε αναληφθεί και διατηρούσαν την εμπιστοσύνη τους στον Ναύαρχο που ηγήθηκε στις ένδοξες εκστρατείες του 1912 και του 1913 να προστρέξουν στις τάξεις των επαναστατών. Στη συνέχεια τονίζονταν στην επιστολή ότι πρέπει να κλείσουν τα αυτιά τους σε όσα λέγονταν για να τους παραπλανήσουν ότι θα γίνουν επίορκοι, διότι επίορκοι ήταν εκείνοι που καταπάτησαν το Σύνταγμα και παράδωσαν την πατρίδα στους πατροπαράδοτους εχθρούς. Και η επιστολή κατέληγε: «Η ιερότητα του αγώνα μας είναι τόσο φανερή ώστε πρέπει να γνωρίζουν οι αξιωματικοί ότι αν δεν προσέλθουν κάτω από τη δική μας σημαία δεν μπορούν να αντιτάξουν καμιά δικαιολογία, καμιά πρόφαση και γι αυτό θα λείψει κάθε εμπιστοσύνη μου για εκείνους που, μετά κι από αυτές τις εξηγήσεις, δεν θα προσέλθουν τάχιστα κοντά μας μετά τη λήψη της επιστολής αυτής. Είμαι όμως απόλυτα βέβαιος ότι θα είναι πολύ λίγοι όσοι θα παραμείνουν στην πλάνη, εκτός από εκείνους που κινούμενοι από άλλα ελατήρια δεν αναγνωρίζουν την τιμιότητα του υπέρ της Πατρίδος αγώνα τον οποίον αναλάβαμε και τον οποίον με την Θείαν βοήθεια θα φέρουμε σε αίσιο πέρας».
Αν κρίνουμε σήμερα αμερόληπτα, με την απόσταση του χρόνου και από ιστορική σκοπιά, οφείλουμε να παραδεχτούμε προς τιμήν των Ελλήνων αξιωματικών ότι ήταν αποκλειστικά πατριωτικά τα ελατήρια που υπαγόρευσαν τη στάση των περισσοτέρων αξιωματικών και των δυο παρατάξεων. Αν υπήρξαν και μερικοί καιροσκόποι που ρύθμιζαν τις ενέργειές τους με βάση τα ατομικά τους συμφέροντα, αυτοί αποτελούσαν μια μικρή μόνο μειονότητα.
Την πρώτη ομαδική προσχώρηση αξιωματικών στο κίνημα ακολούθησαν και μερικές μεμονωμένες που το παράδειγμα τους μιμήθηκε περιορισμένος αριθμός υπαξιωματικών και ναυτών. Εκείνοι όμως που παρέμειναν πιστοί σ’ αυτό που οι στασιαστές ονόμαζαν «Κράτος των Αθηνών» δεν έπαψαν ποτέ να αποτελούν την πλειοψηφία. Οι ελπίδες των ηγετών του κινήματος ότι τα επιτελεία και τα πληρώματα των πλοίων θα στασίαζαν και θα τα οδηγούσαν στο πλευρό του Γαλλικού Στόλου διαψεύστηκαν. Μόνη εξαίρεση αποτέλεσαν δυο τορπιλοβόλα και το άνευ μαχητικής αξίας θ/κ «ΥΔΡΑ» που βρίσκονταν σε εφεδρεία ελλιμενισμένο στον Πειραιά και που με πρωτοβουλία του πληρώματός του ρυμουλκήθηκε από Γαλλικά ρυμουλκά στο ορμητήριο του Γαλλικού στόλου στο Κερατσίνι. Στα απομνημονεύματά του ο Γάλλος Ναύαρχος γράφει επί λέξει για την τελευταία αυτή ενέργεια τα εξής πολύ περίεργα: «Ο Κυβερνήτης του θ/κ «ΥΔΡΑ» Πλοίαρχος ΧΧΧ δεν αποφάσισε να παραδώσει το πλοίο του κατ’ αυτόν τον τρόπο, παρά μετά από πολλούς δισταγμούς. Πώς κατέληξε σ’ αυτή την απόφαση; Πρέπει να πούμε, φευ!, ότι ο διευθυντής της υπηρεσίας πληροφοριών καυχήθηκε ότι για να επηρεάσει αυτόν τον αξιωματικό χρησιμοποίησε τέχνασμα για το οποίο η Γαλλία θα έπρεπε να ντρέπεται και θα ήταν υποχρεωμένη να το αποκηρύξει αν επίσημη έρευνα έριχνε όλο το επιθυμητό φως επί της υποθέσεως αυτής και το γεγονός αναγνωρίζονταν ως ακριβές».
Οφείλω να τονίσω ότι, όπως προκύπτει από όλο το βιβλίο του Γάλλου Ναυάρχου, είχε πολύ λίγη εμπιστοσύνη στις πληροφορίες του προϊστάμενου αυτής της υπηρεσίας τον οποίο χαρακτηρίζει ως απίστευτα άκριτο. Πάντως αν τα αναγραφόμενα είναι ανακριβή, όπως ελπίζω, προκύπτει από αυτά ένα σημαντικό δίδαγμα για το είδος των κινδύνων που διατρέχουν όσοι συνεργάζονται με ξένους σε τέτοιες περιπτώσεις.
Η αρπαγή του Ελληνικού Στόλου από τους Συμμάχους
Όταν ο Γάλλος Ναύαρχος απελπίστηκε ότι θα ήταν δυνατόν ο Στόλος μας να τεθεί οικειοθελώς υπό τις διαταγές του, κατέφυγε στη βία. Ήδη, σαν προκαταρκτικό μέτρο, είχαν μεθορμίσει στον Σκαραμαγκά 4 θωρηκτά, 3 Γαλλικά και 1 Ρωσικό, για να θέσουν τον Στόλο μας μεταξύ δυο πυρών του πανίσχυρου Συμμαχικού Στόλου! Την 27η Σεπτεμβρίου 1916 λίγο πριν τη δύση του ήλιου μια Γαλλική ατμάκατος πλεύρισε στο θ/κ «ΛΗΜΝΟΣ» και ο επιβαίνων αξιωματικός μου παρέδωσε φάκελο που ζήτησε να ανοιχθεί και να του δοθεί αμέσως απάντηση. Ο Μοίραρχος απουσίαζε κι έτσι άνοιξα εγώ τον φάκελο. Με μεγάλη έκπληξη και συγκίνηση διάβασα το έγγραφο που ζητούσε την παράδοση όλου του ελαφρού στόλου μας με το προσωπικό που θα επιθυμούσε να παραμείνει στα πλοία και τον παροπλισμό των θωρηκτών με αποβίβαση των κλείστρων των πυροβόλων και των πυρομαχικών και περιορισμό του προσωπικού τους στο ένα τρίτο.
Η μόνη απάντηση που είχα να δώσω ήταν ότι «Απουσιάζοντος του Μοιράρχου, δεν υπάρχει απάντηση». Μετά από λίγο επέστρεψε από την Αθήνα ο Μοίραρχος και αφού διάβασε την επιστολή με διέταξε να βγω στον Ναύσταθμο και να ζητήσω τηλεφωνικά τις διαταγές του Υπουργού. Η επιστολή του Γάλλου Ναυάρχου είχε ταυτόχρονα κοινοποιηθεί και στην Ελληνική Κυβέρνηση και την ώρα εκείνη συνεδρίαζε το Υπουργικό Συμβούλιο υπό την Προεδρία του Βασιλιά για λήψη απόφασης. Λίγο αργότερα με κάλεσε στο τηλέφωνο ο Υπουργός και με διέταξε να μεταβιβάσω στον Μοίραρχο ότι μέσα στην προθεσμία που είχε τεθεί (8 το πρωί της επομένης) πρέπει να ανακοινώσουμε στον Γάλλο Ναύαρχο την αποδοχή των αιτημάτων του. Συγχρόνως ο Υπουργός παρήγγειλε να αρχίσει αμέσως η εκτέλεση των όσων ζητήθηκαν στα θωρηκτά, ενώ για όσα αφορούσαν τον ελαφρό στόλο θα ειδοποιούνταν Ο Υποναύαρχος Αρχηγός του.
Η ανακοίνωση όσων αποφασίστηκαν προκάλεσε ευνόητο ερεθισμό στον Στόλο και οι πιο θερμόαιμοι υποστήριζαν ότι έπρεπε να αντιταχθούμε με τη βία στις αξιώσεις των Συμμάχων. Στην ανάγκη να βυθίσουμε τα πλοία αλλά να μην τα παραδώσουμε για κανένα λόγο. Αυτοί ήταν βέβαια παραλογισμοί της στιγμής που οφείλονταν στην αγανάκτηση που πλημμύριζε τις ψυχές μας. Δεν μπορούσε να γίνει λόγος για σοβαρή αντίσταση γιατί, εκτός από την συντριπτική υπεροχή του Συμμαχικού Στόλου, τα περισσότερα πλοία μας δεν είχαν καύσιμα και τα αντιτορπιλικά δεν είχαν παραλάβει από τον Ναύσταθμο τις τορπίλες τους. Η αυτοβύθιση των πλοίων, που θα επιβάλλονταν σε περίπτωση πραγματικού εχθρού, θα αποτελούσε παραφροσύνη διότι δεν υπήρχε αμφιβολία ότι μια μέρα θα μας επέστρεφαν τα πλοία μας. Τέλος, αν παρακούαμε τις αποφάσεις της Κυβέρνησης θα γινόμαστε και εμείς στασιαστές και με πολύ λιγότερες δικαιολογίες από εκείνους της Θεσσαλονίκης. Έτσι επικράτησε η λογική και με πένθος στη καρδιά και με δάκρυα στα μάτια εκτελέσαμε τις διαταγές που μας είχαν δοθεί.
Λίγο πριν τις 8 το πρωί της επομένης βρισκόμουνα στην Γαλλική Ναυαρχίδα για να ανακοινώσω εκ μέρους του Μοίραρχου την αποδοχή των αιτημάτων. Μέχρι το μεσημέρι της ίδιας ημέρας είχαν εκτελεστεί στα θωρηκτά όσο είχαν ζητηθεί και λίγο μετά το μεσημέρι κατέπλεαν στον Ναύσταθμο Συμμαχικά τορπιλοβόλα, ρυμουλκά και αλιευτικά που πλεύριζαν στα ελαφρά μας πλοία για να τα ρυμουλκήσουν. Έτσι ρυμουλκήθηκαν στο Κερατσίνι το ελαφρύ καταδρομικό «ΕΛΛΗ», όλα τα αντιτορπιλικά και τα τορπιλοβόλα, τα υποβρύχια και τα βοηθητικά που βρέθηκαν στον Ναύσταθμο. Από το μεσημέρι είχε υποσταλθεί στα πλοία αυτά η σημαία μας και είχε αποβιβαστεί το σύνολο του προσωπικού τους, καθώς κανείς δεν είχε δεχθεί να παραμείνει οικειοθελώς ένδον. Τη σκηνή της αρπαγής του ελαφρού μας στόλου παρακολούθησε από τη γέφυρα του θ/κ «ΛΗΜΝΟΣ» ένας ανταποκριτής του Αμερικανικού τύπου, τον οποίο είχα διαταχθεί να συνοδεύω προς παροχή πληροφοριών. Αυτός διατύπωσε τις εντυπώσεις του σε μακροσκελές τηλεγράφημα που ήταν δυσμενές για τους Συμμάχους.
Τα πληρώματα των πλοίων που αποβιβάστηκαν συγκρότησαν ναυτικό άγημα που χρησιμοποιήθηκε στην Αθήνα για την τήρηση της τάξης. Δεν είναι να απορεί κανείς που, αφού εξαναγκάστηκαν κάτω από αυτές τις συνθήκες να εγκαταλείψουν τα πλοία τους, ήταν άκρως φανατισμένοι κατά των Συμμάχων και των Ελλήνων που συνεργάζονταν με αυτούς. Ο φανατισμός αυτός εκδηλώθηκε ενεργά κατά τα γεγονότα του επομένου μηνός Νοεμβρίου. Αντί όμως για άλλη εξήγηση για τα αίτια που προκάλεσαν στη θλιβερή εκείνη περίοδο την εχθρότητα κατά των Συμμάχων και εκείνων ακόμα από μας που από την παιδική μας ηλικία είχαμε συνηθίσει να τους αγαπάμε, αρκεί να αναφέρω τις κρίσεις γι αυτά τα γεγονότα όπως αναγράφονται στα απομνημονεύματα του Αρχηγού του Συμμαχικού Στόλου Γάλλου Ναυάρχου Dartige du Fournet:
« Η κατάληψη αυτή του Ελληνικού Στόλου εμφανίζονταν ως επιτυχία και πολλοί θεατές των επιχειρήσεων θεώρησαν ότι έπρεπε να συγχαρούν τον Αρχηγό. Μπορώ όμως πια να πω ότι αντίθετα υπέφερα διότι τα γεγονότα με ανάγκαζαν να κάνω χρήση βίας εναντίον κράτους ουδέτερου και ασθενούς υπό τη κηδεμονία της Γαλλίας, εναντίον Ναυτικού στο οποίο είχαμε πολλούς φίλους. Έπρεπε να το πράξω και το έπραξα. Αλλά κανένας λόγος δεν υπήρχε ούτε για να χαίρομαι ούτε για να καυχιέμαι γι αυτό».
Οφείλω να ομολογήσω ότι δεν αποδίδαμε τότε στον Ναύαρχο τα αισθήματα που εμφανίζει στο βιβλίο του. Η μοίρα όμως των στρατιωτικών αρχηγών είναι να φέρουν το βάρος πράξεων των οποίων είναι απλοί εκτελεστές.
Ο Μοίραρχος των θωρηκτών διατήρησε τη θέση του και μετά τον παροπλισμό τους και παρέμεινα ως υπασπιστής. Οι συνθήκες όμως υπηρεσίας κάτω από τις οποίες ζήσαμε ήταν τραγικές. Είμαστε από παντού περικυκλωμένοι από ξένους και δικούς μας που ήταν εχθρικά διακείμενοι. Σε μικρή απόσταση από το θ/κ «ΛΗΜΝΟΣ» ήταν αγκυροβολημένο το εμπορικό «Marienbad» πάνω στο οποίο διακρίναμε να περιφέρονται οι στασιαστές συνάδελφοί μας. Είχαμε πάντα την υπόνοια ότι θα επιχειρούσαν να καταλάβουν αιφνιδιαστικά τα θωρηκτά που διέθεταν για την άμυνά τους μικρό μόνο αριθμό όπλων. Γι αυτόν τον λόγο παίρναμε πρωτότυπα μέτρα ασφαλείας, ιδιαίτερα τη νύχτα, που δεν φανταζόμαστε τότε ότι σε μεταγενέστερες εποχές, και χωρίς κάποια εθνική κρίση να δικαιολογεί τη λήψη τους, θα αποτελούσαν για πολύ καιρό τρέχουσα υπηρεσία στο Ναυτικό μας.
Γύρω στα τέλη Οκτωβρίου 1916 υψώθηκε η Γαλλική σημαία στα ελαφρά πλοία που είχαν αρπάξει οι Σύμμαχοι και οι Γάλλοι κατέλαβαν τον Ναύσταθμο. Επειδή όπως εξελίσσονταν η κατάσταση δεν αποκλείονταν να ζητηθεί και η παράδοση των θωρηκτών, εξαντλήσαμε όλη την εφευρετικότητά μας για να καταστήσουμε δύσκολη την χρησιμοποίησή τους. Κρύψαμε τμήματα των πυροβόλων και των μηχανών στη στεριά, κάναμε σκόπιμα εσφαλμένες συνδεσμολογίες στις πολύπλοκες ηλεκτρικές εγκαταστάσεις και μεταφέραμε τα σχεδιαγράμματά τους στην Αθήνα. Οι σωληνώσεις ατμού είχαν υποστεί τέτοιες αλλοιώσεις ώστε όποιος επιχειρούσε να θέσει τα πλοία υπ’ ατμό θα βρίσκονταν μπρος σε δυσάρεστες εκπλήξεις.
Η έλλειψη καυσίμων είχε καταστήσει τη διαμονή μας στα θωρηκτά πολύ λίγο ευχάριστη και ανθυγιεινή. Φωτιζόμασταν από λάμπες πετρελαίου και στερούμασταν θέρμανσης και αερισμού. Πολύ περίεργες ήταν και οι συνθήκες διαβίωσης στον Ναύσταθμο όπου συνυπήρχαν Ελληνικές και Γαλλικές αρχές. Γενικός Διευθυντής του Ναυστάθμου είχε τοποθετηθεί Έλληνας Πλοίαρχος της αρεσκείας των Γάλλων, επισήμως μεν ανήκων στο «Κράτος των Αθηνών» εμφανώς όμως προσκείμενος προς το «Κράτος της Θεσσαλονίκης». Τέτοια ήταν η κατάσταση ώστε όταν με κάλεσε ο Υπουργός σε εμπιστευτική τηλεφωνική συνεννόηση, έλαβα εντολή να χρησιμοποιήσω την ιδιαίτερη γραμμή του Γενικού Διευθυντού παρακαλώντας τον όμως να βγει από το γραφείο του! Κόκκινος από ντροπή εκτέλεσα την εντολή προς την οποία πλήρης οργής συμμορφώθηκε ο Γενικός Διευθυντής.
Ο Στρατός αντιστέκεται
Επακολούθησαν τα γεγονότα της 18ης Νοεμβρίου 1916, μετά την απόρριψη του αιτήματος των Συμμάχων να παραδώσει ο Στρατός μας τον οπλισμό του, η απόβαση των Συμμαχικών αγημάτων, οι συγκρούσεις με τον Στρατό μας και ο βομβαρδισμός της Αθήνας. Ιδιαίτερα θλιβερή ήταν την ημέρα εκείνη η θέση όσων υπηρετούσαν στα θωρηκτά. Βρισκόμασταν παροπλισμένοι στη μέση ενός ξένου Στόλου που εκτελούσε πλέον επιχειρήσεις κατά της Πατρίδας μας. Την ώρα που στα προάστια της Αθήνας χύνονταν Ελληνικό αίμα για την προάσπιση της τιμής των όπλων, εμείς παρακολουθούσαμε ανίσχυροι θεατές τη βολή κατά της Πρωτεύουσας του θωρηκτού «MIRABEAU» που ήταν αγκυροβολημένο κοντά μας! Όταν πληροφορηθήκαμε ότι κάτω από την πίεση του Στρατού μας τα Συμμαχικά αγήματα απεχώρησαν, καταληφθήκαμε από ακράτητο ενθουσιασμό. Γνωρίζαμε όμως ότι την ηρωική της στάση θα πλήρωνε πολύ ακριβά η ταλαίπωρη Ελλάδα στο άμεσο μέλλον.
Αποστολές στην Αθήνα επικεφαλής ναυτικού Αγήματος
Συγχρόνως μαθαίναμε ότι στην Αθήνα οι βενιζελικοί είχαν πάρει προκλητική στάση και δεν αποκλείονταν την επομένη να βρεθούμε μπρος σε εμφύλιο σπαραγμό. Επειδή δυσανασχετούσα με την αναγκαστική αδράνεια στο θ/κ «ΛΗΜΝΟΣ», πήρα την έγκριση του Μοιράρχου να αποσπαστώ στο Ναυτικό άγημα μέχρι την αποκατάσταση της τάξης. Το πρωί της επομένης παρουσιάστηκα ως εθελοντής στον Πλοίαρχο Διοικητή του Ναυτικού αγήματος που έδρευε στο Φρουραρχείο της Αθήνας και τον παρεκάλεσα να με χρησιμοποιήσει όπως έκρινε σκόπιμο. Μου ανατέθηκαν τρεις αποστολές.
Η πρώτη αποστολή αφορούσε την συνοδεία στον Πειραιά ενός αποσπάσματος Ιταλών ναυτών που είχαν συλληφθεί αιχμάλωτοι κοντά στο μνημείο του Φιλοπάππου. Η δυσκολία της αποστολής ήταν η εξασφάλιση του αποσπάσματος από επιθέσεις του έξαλλου πλήθους. Είχα δε σκοπό να τηρήσω την υπόσχεση που είχα δώσει στον επικεφαλής Ιταλό ανθυποπλοίαρχο ότι δεν θα επέτρεπα καμιά προσβολή κατά των ανδρών του. Τα όπλα των Ιταλών ναυτών είχαν σταλεί ιδιαιτέρως στον Πειραιά και μόνο ο αξιωματικός διατήρησε τον οπλισμό του, το δε απόσπασμα μεταφέρθηκε σιδηροδρομικώς. Μέχρι τον σταθμό το απόσπασμα περιβάλλονταν από δυο στίχους Ελλήνων ενόπλων ναυτών, ενώ μέσα στο τρένο φρόντισα να κλειστούν τα παράθυρα για να μην ριφθούν πέτρες κατά των Ιταλών. Τους οδήγησα με ασφάλεια μέχρι την προκυμαία όπου τους περίμεναν λέμβοι. Εκεί αντιλήφθηκα ότι ο άτυχος Ιταλός ανθυποπλοίαρχος υπήρξε θύμα της επιμονής μου να αφοπλιστούν οι άνδρες του, διότι ο υποπλοίαρχος που τους περίμενε τον επίπληξε δριμύτατα γι αυτό.
Οι άλλες δυο αποστολές ήταν πιο δυσάρεστες. Απέβλεπαν στη σύλληψη δυο σημαντικών βενιζελικών και τη διενέργεια έρευνας στα σπίτια τους για όπλα και ενοχοποιητικά έγγραφα. Τον ένα βρήκα στο σπίτι του και τον παρεκάλεσα να με ακολουθήσει στο Φρουραρχείο, αφού τον διαβεβαίωσα ότι δεν θα επέτρεπα την διαπόμπευσή του στο δρόμο. Τον άλλον δεν τον βρήκα γιατί είχε εγκαταλείψει το σπίτι του μαζί με τη οικογένειά του. Περιορίστηκα στην έρευνα του σπιτιού του που δεν αποκάλυψε απολύτως τίποτα το ενοχοποιητικό. Εκτέλεσα μόνος μου την έρευνα για να αποφύγω να μπουν στις πολυτελείς αίθουσες οι άκρως φανατισμένοι άνδρες μου. Είναι αλήθεια ότι την ημέρα εκείνη έγιναν αρκετά έκτροπα σε βάρος των βενιζελικών στα οποία δεν έμεινε αμέτοχο και το ναυτικό άγημα. Όσα όμως λέχθηκαν περί πολυαρίθμων αιματηρών γεγονότων απέχουν πολύ από την πραγματικότητα. Πάντως, για αρκετούς από αυτούς που κακοποιήθηκαν ήταν γνωστό απ’ όλους ότι ήταν όργανα ξένης προπαγάνδας και ήταν φυσική η εναντίον της λαϊκή οργή.
Όπως ήταν αναμενόμενο, το πρώτο αντίποινο που εφάρμοσαν οι Σύμμαχοι υπήρξε ο αποκλεισμός των Ελληνικών ακτών. Ακολούθησε η διατύπωση σειράς απαιτήσεων που αποσκοπούσαν στην αφαίρεση και των τελευταίων μας μέσων αντίστασης και υπό την πίεση των περιστάσεων γίνανε αποδεκτές.
Στις αρχές Μαρτίου1917 μετατέθηκα στο Γενικό Επιτελείο Ναυτικού για να συμπληρώσω κενά που δημιουργήθηκαν από την προσχώρηση στο κίνημα διαφόρων αξιωματικών. Αν και κάτω από αυτές τις συνθήκες δεν μπορούσε να υπάρξει ενδιαφέρουσα εργασία στο Επιτελείο, ήταν πάντως προτιμότερη από την θλιβερή παραμονή στην παροπλισμένη θωρηκτή Μοίρα. Τοποθετήθηκα στη Διεύθυνση Επιχειρήσεων στην οποία προϊστάμενος ήταν ανώτερος αξιωματικός μεγάλης θεωρητικής γνώσης αλλά που είχε διακόψει από χρόνια κάθε επαφή με τον Στόλο. Αυτός μου ανέθεσε ορισμένες μελέτες που είχαν μεγαλύτερη σχέση με τη μαθηματική επιστήμη παρά με τα επιτελικά ζητήματα. Μ’ αυτές τις ασχολίες και την μελέτη ιστορικών και επιτελικών βιβλίων προσπαθούσα να αποσπάσω τις σκέψεις μου από τη σκληρή πραγματικότητα.
Με το πέρασμα του χρόνου άρχισαν να εξαντλούνται τα αποθέματα τροφίμων στη Χώρα και ο αντίκτυπος του αποκλεισμού είχε αρχίσει να γίνεται πολύ αισθητός. Ζούσαμε όμως σε μια τέτοια ατμόσφαιρα ψευδαισθήσεων ώστε το αίσθημα της πείνας είχε σαν μόνο αποτέλεσμα να φανατίζει ακόμα περισσότερο και να προκαλεί πρωτοφανείς εκδηλώσεις ενθουσιασμού που έφθασαν στο αποκορύφωμα κατά την Βασιλική εορτή της 21ης Μαΐου 1917 που προηγήθηκε κατά λίγες μόνο ημέρες από την τελική λύση του δράματος.
Άστοχες προαγωγές στελεχών
Φαίνεται όμως ότι όχι μόνο οι πολλοί βρισκόμασταν εκτός πραγματικότητας, αλλά και οι επίσημοι κύκλοι δεν είχαν σαφή αντίληψη των πραγμάτων. Αλλιώς θα ήταν τελείως ανεξήγητο ένα άστοχο μέτρο που πάρθηκε λίγο πριν το τέρμα της περιπέτειας και που δημιούργησε προηγούμενο για τη λήψη ανάλογων μέτρων από τους κύκλους της Θεσσαλονίκης, μετά την εγκατάστασή τους στην Αθήνα με ανυπολόγιστες συνέπειες για χρόνια στην ηρεμία των ενόπλων δυνάμεων της χώρας. Ήταν φυσικό, τουλάχιστον προσωρινά, να διαγραφούν από τα στελέχη οι αξιωματικοί που προσχώρησαν στο κίνημα. Δεν υπήρχε όμως κανένας λόγος για να γίνουν αμέσως αθρόες προαγωγές για την συμπλήρωση των κενών που είχαν δημιουργηθεί και προ πάντως δεν έπρεπε να δοθεί γι αυτούς που παρέμειναν η προσβλητική ερμηνεία ότι οι προαγωγές έγιναν για να τους ανταμείψουν για την νομιμόφρων στάση τους! Ήμουνα τυχερός διότι λόγω της σχετικά μικρής αρχαιότητάς μου στον βαθμό δεν περιλαμβανόμουν μεταξύ εκείνων που είχαν σειρά προαγωγής. Μετά την εγκατάσταση της Κυβέρνησης της Θεσσαλονίκης στην Αθήνα οι προαγωγές αυτές ακυρώθηκαν και όσοι είχαν φορέσει τα διάσημα του νέου βαθμού τους αναγκάστηκαν να τα αφαιρέσουν με ζημιά τόσο του γοήτρου των ιδίων όσο και του Σώματος. Αρκετοί πάντως είχαν φερθεί έξυπνα και είχαν εξακολουθήσει να φέρουν τον παλιό τους βαθμό και έτσι απέφυγαν την αυτοκαθαίρεση.
Η Ελλάδα σύρεται από τους Συμμάχους στον Α’ Παγκόσμιο Πόλεμο
Όταν την άνοιξη του 1917 η πολεμική θέση των Συμμάχων είχε καταστεί πολύ δυσάρεστη μετά την αποτυχία της επίθεσής τους στο δυτικό μέτωπο και την επικίνδυνο ένταση του υποβρύχιου πολέμου, αυτοί αποφάσισαν να παρασύρουν επίσημα την Ελλάδα στον Πόλεμο εγκαθιστώντας στην Αθήνα την Κυβέρνηση της Θεσσαλονίκης. Την 28η Μαΐου καταλαμβάνεται ο Ισθμός της Κορίνθου και αποκόπτονται οι μόνες στρατιωτικές δυνάμεις που βρίσκονταν στην Πελοπόννησο. Το Κράτος των Αθηνών βρίσκεται έτσι άοπλο στη διάθεση των Συμμάχων και δημιουργούνται οι συνθήκες για την διατύπωση της πιο οδυνηρής για τον λαό απαίτησης να παραιτηθεί ο Βασιλιάς εντός εικοσιτετραώρου. Με την αναγγελία της είδησης αυτής οι καμπάνες των εκκλησιών χτυπούν πένθιμα και πλήθη λαού περίλυπα συρρέουν στα Ανάκτορα. Οι πιο έξαλλοι ζητούν να αντισταθούμε, με ποια όπλα όμως δεν ξέρουν ούτε οι ίδιοι. Ο Βασιλιάς αναγκάζεται να βγει τη νύχτα από την πίσω πόρτα του κήπου των Ανακτόρων για να αποφύγει εκείνους που επιχειρούν να εμποδίσουν την αναχώρησή του, επιβιβάζεται σε Ελληνικό ατμόπλοιο σε όρμο της Αττικής και οδηγείται μαζί με την οικογένειά του στην Ιταλία. Την νύχτα εκείνη είχαμε παραμείνει με μερικούς άλλους συναδέλφους στον κήπο των Ανακτόρων.
Επακολουθεί στις 13 Ιουνίου 1917 η εγκατάσταση στην Αθήνα της Κυβέρνησης της Θεσσαλονίκης και η επίσημη έξοδος της Ελλάδος στον Α’ Παγκόσμιο Πόλεμο.»