Ο Γρηγόριος Μεζεβίρης διηγείται:
«Με την υπογραφή της ειρήνης το Υπουργείο των Ναυτικών ζήτησε με εγκύκλιο να υποβάλλουν αιτήσεις όσοι επιθυμούσαν να εκπαιδευτούν σε σχολές ειδικοτήτων του Βρετανικού Ναυτικού. Υπέβαλα και εγώ σχετική αίτηση, αν και ήμουν βέβαιος ότι δεν θα με επιλέξουν. Επειδή δε τότε η προοπτική για τους αξιωματικούς της παράταξής μας δεν ήταν ρόδινη και έπρεπε να σκεφθώ το μέλλον, ζητούσα συγχρόνως αν δεν εγκριθεί η αίτησή μου να μου δοθεί ετήσια εκπαιδευτική άδεια για το Βέλγιο για να αποκτήσω το δίπλωμα του ηλεκτρολόγου μηχανικού. Στην Αγγλία στάλθηκαν, όπως περίμενα, αξιωματικοί του κινήματος, δεν πήρα καμιά απάντηση στην αναφορά μου και τον Ιούλιο του 1919 αναλάμβανα νέα καθήκοντα, ως Υποδιοικητής της Τορπιλικής Σχολής που τότε έδρευε στην Υποβρύχιο Άμυνα του Ναυστάθμου.
Υποδιοικητής της Τορπιλικής Σχολής
Όπως συνήθως συμβαίνει σε μας, η λειτουργία των Σχολών κατά την διάρκεια του πολέμου είχε παραμεληθεί και επρόκειτο να αναδιοργανωθούν με την βοήθεια της Βρετανικής Αποστολής. Δυο- τρία ερειπωμένα δωμάτια-τάξεις αποτελούσαν τις εγκαταστάσεις της Τορπιλικής Σχολής και ένας παλιός αξιωματικός πληρωμάτων αποτελούσε συγχρόνως το επιτελείο και το διδακτικό προσωπικό. Ως Διοικητής τοποθετήθηκε ένας από τους αρχαιότερους αντιπλοιάρχους που όμως προφανώς θεώρησε την τοποθέτησή του αυτή μειωτική και έτσι ήρθε μια φορά μόνο, μου έδωσε πλήρη ελευθερία ενέργειας και με παρεκάλεσε να του στέλνω τον μισθό του στο σπίτι του! Κάτω από αυτές τις συνθήκες, το έργο της δημιουργίας της Σχολής εκ του μηδενός επαφίονταν σ’ εμένα με μόνο βοηθό έναν αξιωματικό πληρωμάτων της Βρετανικής Αποστολής. Παράλληλα, λόγω της παλιάς μου ιδιότητας [τέως Κυβερνήτης του υποβρυχίου «ΔΕΛΦΙΝ»,[ βλέπε: «Περίοδος εργασίας και ηρεμίας Ευτυχισμένες ημέρες 1913- 1915»], μου ανατέθηκε και η επίβλεψη της Υπηρεσίας Υποβρυχίων που βρίσκονταν υπό διάλυση.
Το έργο ήταν βαρύ και βλέποντας να παραμερίζομαι θα ήταν φυσικό να μην έχω την ψυχική διάθεση να το αναλάβω με ενθουσιασμό. Σκέφτηκα όμως ότι η καλλίτερη μέθοδος αντίδρασης είναι η εντατική εργασία και ότι αντίθετα θα έπρεπε να εργαστώ με φανατισμό για να αποδείξω ότι αν και δεν έλαβα μέρος στο κίνημα [βλέπε: «Αρχή προβλημάτων – Εθνικός διχασμός 1915- 1917»], ήμουνα σε θέση να παρουσιάσω δημιουργικό έργο. Εργάστηκα λοιπόν όσο ίσως ποτέ άλλοτε στη ζωή μου, από το πρωί μέχρι τα μεσάνυχτα βρισκόμουνα στο πόδι και ανέβαινα στην Αθήνα μόνο τις ημέρες αργίας. Εκτελούσα συγχρόνως χρέη Διοικητού, Υποδιοικητή και Διευθυντή Σπουδών, δίδασκα ηλεκτρισμό και τις νυχτερινές ώρες έγραφα το Εγχειρίδιο ηλεκτρομηχανικού που χρησιμοποιήθηκε για μακρά σειρά ετών και εκδόθηκε επανειλημμένα [βλέπε: «Συγγράματα»].
Πριν απ’ όλα έπρεπε να βρεθούν κτιριακές εγκαταστάσεις και εργαστήρια πρακτικής εκπαίδευσης, να τεθούν στη διάθεσή μου πλωτά μέσα, τορπιλοβόλα για τις εκσφενδονίσεις τορπίλων, ναρκαλιευτικά κλπ. Όσοι όμως υπηρετούν στο Ναυτικό μας γνωρίζουν ότι αυτά δεν πετυχαίνονται με απλή υποβολή αναφορών, απαιτούνται πολλές προσωπικές ενέργειες που για να έχουν ευμενή αποδοχή πρέπει εκείνος που ζητάει να είναι συμπαθής στους κρατούντες. Αυτό όμως δεν συνέβαινε με εμένα. Ευτυχώς βρήκα πολύτιμη υποστήριξη στο πρόσωπο του τμηματάρχη τορπιλών του Υπουργείου των Ναυτικών ο οποίος ενδιαφέρονταν για την δημιουργία πραγματικής Σχολής και είχε αναλάβει να με αντικαθιστά στις προσωπικές ενέργειες, μετά από απλή τηλεφωνική ειδοποίηση. Πολύ χρήσιμη για την Σχολή αποδείχτηκε και η άλλη ιδιότητά μου ως Διοικητής των Υποβρυχίων.
Πιθανώς με την παρότρυνση του Βρετανών που μετά τον Α’ Παγκόσμιο Πόλεμο επεδίωκαν να καταδικάσουν το υποβρύχιο ως πολεμικό όπλο, οι ιθύνοντες επεδίωκαν να εκποιήσουν τα υποβρύχια που είχαμε και να διαλύσουν την Υπηρεσία. Καθώς δεν υπήρχε αντίρρηση, επωφελήθηκα της ευκαιρίας για να χρησιμοποιήσω για την Σχολή όλες τις εγκαταστάσεις ξηράς της Υπηρεσίας Υποβρυχίων και στο τέλος ακόμα και όργανα και μηχανήματα που αφαιρέθηκαν από τα πλοία αυτά. Στον βοηθό μου, τον Βρετανό αξιωματικό, είχα αναθέσει την πρακτική διδασκαλία υπό τις άμεσες κατευθύνσεις μου και βρήκα στο πρόσωπό του ένα πρόθυμο και ειλικρινή συνεργάτη.
Δυσμενής μετάθεση στη Χίο
Πριν περάσει πολύς καιρός άρχισαν να αποδίδουν καρπούς οι προσπάθειες μου και η εντατική μου εργασία. Δυστυχώς όμως στην αντίληψη των κρατούντων τα καθεστωτικά ζητήματα προείχαν κάθε άλλου. Ο Γενικός Διευθυντής του Ναυστάθμου, άγρυπνος κέρβερος του καθεστώτος, αγνοούσε την δημιουργική εργασία που γίνονταν κάτω από τα μάτια του και δεν έβρισκε μια καλή λέξη να την επαινέσει. Ήταν όμως ενήμερος για κάθε συνομιλία που γίνονταν δημόσια και γνώριζε ποιοι επαινούν περισσότερο κάθε Κυβερνητική πράξη. Δεν εξεπλάγην λοιπόν ιδιαίτερα όταν αρχές Νοεμβρίου, βρισκόμενος στο σπίτι μου, έλαβα εξαιρετικώς επείγουσα διαταγή να παρουσιαστώ την επομένη, ημέρα Κυριακή, για να λάβω φύλλο πορείας για την Χίο, όπου θα υπηρετούσα υπό τις διαταγές του Ναυτικού Διοικητή. Τι είχε άραγε συμβεί;
Φαίνεται ότι υπήρχαν φήμες για επικείμενη κήρυξη στασιαστικού κινήματος υπό την ηγεσία γέρου στρατηγού, ένα από τα πολλά κινήματα που πραγματικά ή κατά φαντασία σχεδιάστηκαν αυτή την περίοδο. Σε όλες τις στρατιωτικές μονάδες υπήρχαν τότε πρόσωπα που είχαν σαν μοναδική απασχόληση την παρακολούθηση αυτού του είδους των κινήσεων. Στο Ναυτικό, αυτή την εργασία είχε αναλάβει ιδιαίτερα ένας Πλοίαρχος του κινήματος που παρέμενε στο Κέντρο από την είσοδο της Ελλάδος στον πόλεμο. Αν είναι σωστές οι πληροφορίες που δόθηκαν τότε, αυτός είχε υποβάλλει στον Υπουργό των Ναυτικών έναν κατάλογο που περιείχε τα ονόματα μεγάλου αριθμού αξιωματικών που έπρεπε κατά την γνώμη του να απομακρυνθούν από τις υπηρεσίες τους διότι τάχα είχαν μυηθεί στο κίνημα. Όταν ο Αρχηγός της Βρετανικής Αποστολής ενημερώθηκε γι αυτή την ενέργεια, υπέδειξε στον Υπουργό των Ναυτικών ότι η λήψη ενός τέτοιου μέτρου θα έφερνε πλήρη αναστάτωση στην λειτουργία των ναυτικών υπηρεσιών. Μετά από αυτήν την επέμβαση έμειναν τελικά σ’ αυτόν τον κατάλογο τρεις αξιωματικοί και ήμουν ένας από αυτούς. Πότε δεν μπόρεσα να μάθω τους λόγους αυτής της προτίμησης. Πάντως, εκ των υστέρων αποδείχτηκε ότι το κίνημα είχε σχεδιαστεί μόνο στην φαντασία των Ηρακλήδων του καθεστώτος.
Όταν κατέβηκα να παραλάβω το φύλλο πορείας μου, με περίμενε ο υποδιευθυντής της Υποβρυχίου Άμυνας στον οποίο εξέφρασα την λύπη μου γιατί αναγκαζόμουν να διακόψω το έργο μου στη Σχολή. Πήρα την απάντηση: «Το μοναστήρι να είναι καλά και καλόγεροι βρίσκονται».
Στη Χίο παρουσιάστηκα στον Πλοίαρχο Μαλικόπουλο, Ναυτικό Διοικητή των Νήσων του Αρχιπελάγους, και ζήτησα τις διαταγές του για το είδος της υπηρεσίας που θα αναλάμβανα. Χαμογέλασε, διότι και ο ίδιος όφειλε την τοποθέτησή του σε δυσμένεια του καθεστώτος, και μου είπε: «Είναι ζήτημα αν έχω υπηρεσιακή απασχόληση πέραν του ενός τετάρτου της ώρας ημερησίως, αν θέλετε την μοιραζόμαστε, νομίζω όμως ότι είναι λογικότερο να μην αναλάβετε καμιά υπηρεσία»
Η διαμονή στην Χίο δεν ήταν καθόλου ευχάριστη διότι με εξαίρεση του Ναυτικού Διοικητή και ολίγων δημοσίων υπαλλήλων που ήταν κι αυτοί σε δυσμένεια δεν μπορούσα να συναναστραφώ κανέναν. Το σύνολο σχεδόν των κατοίκων ήταν φανατικά προσηλωμένοι στο καθεστώς και με απέφευγαν καθώς διαισθάνονταν τους λόγους της εκεί παρουσίας μου. Μην έχοντας άλλη εργασία ασχολήθηκα εντατικά με την αποπεράτωση της συγγραφής του Εγχειριδίου του Ηλεκτρομηχανικού.
Ευτυχώς η εξορία δεν κράτησε πολύ. Τον Δεκέμβριο του 1919 αναλάμβανε νέος Υπουργός των Ναυτικών ο Αθανάσιος Μιαούλης, παλιός αξιωματικός του Ναυτικού που πολιτεύονταν από πολλά χρόνια, που γνώριζε πρόσωπα και πράγματα και διαπνέονταν από ορθοφροσύνη και λογική. Μόλις ανέλαβε τα καθήκοντά του ακύρωσε διάφορα μέτρα του προκατόχου του που είχαν υπαγορευτεί μόνο από πολιτικό φανατισμό. Έτσι ανακλήθηκα στην Τορπιλική Σχολή.
Επιστροφή στην Τορπιλική Σχολή
Κατά την επιστροφή μου στη Σχολή βρήκα συνθήκες πολύ διαφορετικές από αυτές που άφησα. Εν τω μεταξύ είχε εγκατασταθεί σε οικία του Ναυστάθμου ο Διοικητής ο οποίος έκρινε σκόπιμο να αλλάξει πολλά από τα μέτρα που είχαν ληφθεί από εμένα και είχαν αποφέρει πολύ καλούς καρπούς. Το χειρότερο όμως ήταν ότι όταν αντιλήφθηκε από την ξαφνική απομάκρυνσή μου ότι βρισκόμουν σε πολιτική δυσμένεια, θεώρησε ότι έπρεπε να άρει την απόλυτη εμπιστοσύνη που μου είχε δείξει, προφανώς για να μην επιδεινώσει την κλονιζόμενη από άποψη σταδιοδρομίας θέση του. Σεβόμενος την ηλικία και τον βαθμό του Διοικητή και την δύσκολη θέση στην οποία βρίσκονταν κατέβαλα κάθε προσπάθεια για να αποφύγω δυσάρεστες προστριβές. Τον Μάρτιο του 1920 έγιναν γενικές προαγωγές κατά τις οποίες προήχθην σε Πλωτάρχη, ενώ ο Διοικητής που είχε σειρά προαγωγής παραλείφθηκε. Αν και το διαισθάνονταν από καιρό, όταν αυτό έγινε πραγματικότητα ζήτησε από τον Διευθυντή Διοίκησης του Υπουργείου Ναυτικών να πληροφορηθεί τους λόγους παραλήψεώς του. Αυτός έκρινε σκόπιμο να του πει ότι παραλήφθηκε γιατί για μήνες δεν πήγαινε στην υπηρεσία του στη Σχολή, όπως προέκυπτε από το γεγονός ότι όλες οι αναφορές της Σχολής έφεραν την υπογραφή του υποδιοικητή. Από τη στιγμή εκείνη έχασε κάθε έλεγχο των πράξεών του και προέβη σε ενέργεια ασυμβίβαστη προς γνωστή εντιμότητα του χαρακτήρα. Με τιμώρησε με το όριο της πειθαρχικής του δικαιοδοσίας για υπέρβαση δικαιοδοσίας. Μάταια του θύμισα ότι απλά έκανα χρήση της δικαιοδοσίας που ο ίδιος μου είχε δώσει και ότι δεν είναι δυνατόν να φανταζόταν ότι για ένα ολόκληρο τετράμηνο που δεν έρχονταν στην Σχολή δεν θα διεξάγονταν καμιά υπηρεσιακή αλληλογραφία. Μη μπορώντας να δεχθώ την μομφή ότι καταχράστηκα την εμπιστοσύνη του προϊστάμενού μου και θέλησα να τον υποσκελίσω, υπέβαλα ιεραρχικά αναφορά με λεπτομερή έκθεση των συμβάντων. Όταν έλαβε ο Υπουργός αυτή την αναφορά έδωσε λύση που τυπικά μεν περιφρουρούσε την ιεραρχία, ουσιαστικά όμως αποτελούσε για μένα την καλλίτερη λύση. Δεν ακύρωσε μεν την ποινή, μετέθεσε όμως τον Διοικητή στον Πόρο και με ονόμασε Διοικητή της Σχολής. Πλήρης αλλά λυπηρή για μένα ικανοποίηση γιατί για πολύ καιρό αναλογιζόμουνα ότι τέως προϊστάμενός μου θα με θεωρούσε υπεύθυνο των ατυχιών του!
Μια απροσδόκητη μετάθεση τον Αύγουστο του 1920 έβαλε τέρμα και σ’ αυτή την υπηρεσία. Με κάλεσε ο Αρχηγός του ΓΕΝ και με πληροφόρησε ότι είχε υποβληθεί πρόταση από τον Διευθυντή της Ραδιοτηλεγραφικής Υπηρεσίας του Ναυτικού, τον οποίο εξ’ όψεως μόνο γνώριζα, να αποσταλώ στην Ανώτερη Ηλεκτρολογική Σχολή του Παρισιού για να αποκτήσω δίπλωμα μηχανικού ραδιοηλεκτρολόγου για να χρησιμοποιηθώ στη συνέχεια στην Δ.Ρ.Υ.Ν. (Διεύθυνση Ραδιοτηλεγραφικής Υπηρεσίας Ναυτικού)
Κάτω από διαφορετικές συνθήκες θα σκεφτόμουν πολύ αν θα έπρεπε να δεχτώ πρόταση ενδιαφέρουσα μεν και ευχάριστη αλλά που θα με απομάκρυνε από το κυρίως ναυτικό επάγγελμα. Την εποχή όμως εκείνη μου παρουσιάζονταν μια σωτήρια διέξοδος για το μέλλον, στην περίπτωση που θα παρέμενε μόνιμα η υφιστάμενη πολιτική κατάσταση και θα εξακολουθούσαμε να παραμένουμε σε μειονεκτική θέση όσοι δεν λάβαμε μέρος στο κίνημα.
Δεν ήταν όμως περίεργο ότι γι αυτήν την αποστολή επιλέχθηκε αξιωματικός μη προσκείμενος στο καθεστώς διότι, αφότου παρέλαβε ο νέος Υπουργός και έπαυσαν οι ακρότητες ακολουθήθηκε πιο μετριοπαθείς πολιτική για τις τοποθετήσεις. Οι διοικήσεις των πλοίων και οι σημαντικές διοικητικές θέσεις ξηράς προορίζονταν για εκείνους που ενέπνεαν πολιτική εμπιστοσύνη, ενώ για όσους από τους αντίθετους οι ιθύνοντες είχαν εκτίμηση στις επαγγελματικές τους ικανότητες τους προόριζαν για επιστημονικές εργασίες, αποστολές στο εξωτερικό και ανάλογες θέσεις τιμητικές, ενδιαφέρουσες ή ευχάριστες.
Έτσι, λίγες ημέρες πριν από τις εκλογές του 1920 αναχωρούσα για το Παρίσι, αφού πρώτα παράδωσα την Σχολή σε δυο ικανούς και δραστήριους συναδέλφους που είχαν εκπαιδευτεί στην Αγγλία, που συνέχισαν το έργο που είχα αναλάβει και συνέβαλαν ώστε η Τορπιλική Σχολή βαθμιαία να εξελιχθεί σε μια από τις καλύτερες του Ναυτικού.
Μεταβολή Καθεστώτος- Η άλλη όψη του νομίσματος
Όταν έφθασα στο Παρίσι, μαζί με τα αισθήματα κατάπληξης και θαυμασμού που αισθάνεται όποιος επισκέπτεται για πρώτη φορά την πόλη του φωτός, είχα και την ανέλπιστη χαρά να πληροφορηθώ από τις γαλλικές εφημερίδες τα αποτελέσματα των Ελληνικών εκλογών. Πίστευα κι εγώ τότε ότι με τη κατάργηση του τυραννικού καθεστώτος, μια νέα περίοδος ελευθερίας, ευνομίας και ευημερίας ανέμενε την χώρα μας.
Η Σχολή στην οποία είχα εγγραφεί ήταν η μόνη υπάρχουσα τότε παγκοσμίως ανωτέρα ηλεκτρολογική σχολή. Προορίζονταν κυρίως για Γάλλους αξιωματικούς όλων των όπλων και πολιτικούς μηχανικούς αποφοίτους ανωτέρων σχολών. Δέχονταν όμως και ξένους και στους 60 μαθητές οι μισοί περίπου ήταν ξένοι, από δέκα περίπου εθνικότητες. Η λειτουργία της Ραδιοτηλεγραφικής Σχολής ήταν ιδιόρρυθμη. Τυπικά υπάγονταν στην διεύθυνση της Ανωτέρας Ηλεκτρολογικής Σχολής, στην ουσία όμως εξαρτιόνταν από τον Στρατηγό Gustave-Auguste Ferriè, έναν διακεκριμένο επιστήμονα από τους πρωτοπόρους του ασυρμάτου στη Γαλλία που έφερε τον τίτλο του Επιθεωρητού της στρατιωτικής υπηρεσίας διαβιβάσεων.
Οι προηγούμενες σπουδές των Γάλλων μαθητών προσαρμόζονταν προς το πρόγραμμα σπουδών της Σχολής, διότι οι μεν του Στρατού ήταν κατά το πλείστον απόφοιτοι της Πολυτεχνικής Σχολής, οι δε του Ναυτικού είχαν θεωρητική μόρφωση, ιδιαίτερα στα ανώτερα μαθηματικά, σημαντικά ανώτερη από την παρεχόμενη στην δική μας Σχολή Ναυτικών Δοκίμων. Επί πλέον, πολλοί από αυτούς είχαν και μακρά προϋπηρεσία στον ασύρματο. Για τους περισσότερους όμως από τους ξένους δεν συνέβαινε το ίδιο κι έτσι η Σχολή ήταν πιο επιεικής εις τις απαιτήσεις της γι αυτούς παρά για τους Γάλλους.
1921, Ο Γρηγόριος Μεζεβίρης φοιτητής στην Ecole Supérieure d’ Electricité
Οι αξιωματικοί της ραδιοτηλεγραφικής υπηρεσίας που επόπτευαν τις σπουδές, ακάματοι σκαπανείς της επιστήμης, έδιναν τον τόνο της εργατικότητας, προς τον οποίο αναγκάζονταν να προσαρμοστούν και όσοι από τους ξένους μαθητές είχαν φαντασθεί ότι θα μπορούσαν να διαθέσουν τον χρόνο της μαθητείας τους αποκλειστικά για τις απολαύσεις της παρισινής ζωής. Ιδιαίτερα κουραστική ήταν η καθημερινή τρίωρη απογευματινή εργαστηριακή εργασία που συχνά είχε χειρονακτική μορφή, λίγο δυσάρεστη ιδιαίτερα για τους ελάχιστους ανώτερους αξιωματικούς που σπούδαζαν στη Σχολή.
Αντιμετώπιζα κι εγώ τις δυσκολίες αυτές διότι, αν και είχα ασχοληθεί πολλά χρόνια με τον ηλεκτρισμό, για πρώτη φορά ερχόμουν σε επαφή με τον ασύρματο. Επιθυμώντας να επωφεληθώ όσο το δυνατόν περισσότερο από τις σπουδές μου, επιδόθηκα σε εντατική προσωπική μελέτη.
Την γαλήνη όμως της σπουδαστικής ζωής μοιραία τάραζε η παρακολούθηση όσων συνέβαιναν στην Ελλάδα. Ενθουσιάστηκα κι εγώ όταν διάβασα στις εφημερίδες τις πρωτοφανείς εκδηλώσεις του λαού κατά την επάνοδο του Βασιλιά Κωνσταντίνου. Είχα ελπίσει ότι η επικράτηση της βασιλικής παράταξης θα σήμαινε το τέλος του εθνικού διχασμού [βλέπε: Αρχή προβλημάτων –Εθνικός διχασμός 1915-17 και Συμμετοχή της Ελλάδος στον Α’ Π. Πόλεμο κάτω από εντατικούς διωγμούς 1917-19], ότι η νέα Κυβέρνηση ενεργώντας με σύνεση και μετριοπάθεια θα αποκαθιστούσε τις αδικίες που είχαν γίνει χωρίς να δημιουργήσει καινούργιες και ότι οι αντίπαλοί της υποκλινόμενοι μπρος στην νέα κατάσταση θα συνεργάζονταν ειλικρινά για την Σωτηρία της Πατρίδας. Μόλις όμως πέρασαν οι πρώτοι ενθουσιασμοί άρχισαν να εμφανίζονται στον ορίζοντα πυκνά νέφη που ίσως να γίνονταν πιο αισθητά σε όσους βρίσκονταν στο εξωτερικό. Η στάση μερικών από τις νικήτριες Δυνάμεις και ιδιαίτερα της Γαλλίας απέναντι στην Ελλάδα γίνονταν ολοένα πιο εχθρική και οι πολεμικές επιχειρήσεις στην Μικρά Ασία δεν εξελίσσονταν ευνοϊκά. Εξάλλου μου δόθηκε η ευκαιρία να διαπιστώσω μέχρι ποιου σημείου τα πολιτικά πάθη παρασύρουν και εκείνους ακόμα για τους οποίους η ιστορία διαφυλάσσει μια πολύ ιδιαίτερη θέση. Βρέθηκα μάρτυρας υπεράσπισης στο κακουργιοδικείο του Παρισιού ενός συναδέλφου του Ναυτικού που συμμετείχε σε δολοφονική απόπειρα κατά του Ελευθέριου Βενιζέλου, για να καταθέσω ότι μόνο ιδεολογικά ελατήρια και όχι προσωπικά συμφέροντα τον ώθησαν στην πράξη του. Κατάπληκτος άκουσα τότε τον πράγματι μεγάλο αυτόν πολιτικό άνδρα και επί τόσα έτη Κυβερνήτη της Ελλάδος να υποστηρίζει ενώπιον ξένων, την συμπάθεια των οποίων είχε απόλυτη ανάγκη η μαχόμενη Ελλάδα την στιγμή εκείνη, ότι ο Ανώτατος Άρχοντας της χώρας και οι ακόλουθοί του ήταν γερμανόφιλοι! Αντιλήφθηκα ότι και οι παρευρισκόμενοι Γάλλοι δικηγόροι εξέφραζαν την έκπληξή τους για τα λεχθέντα από πολιτικό άνδρα που έχαιρε τέτοιας φήμης στην Γαλλία.
Συγχρόνως μου δόθηκε μια μικρή αφορμή να σχηματίσω μια πρώτη προσωπική αντίληψη για τις μεθόδους διοίκησης της νέας κατάστασης, εκείνης ακριβώς που τον ερχομό με τόση θέρμη είχα ευχηθεί, από τότε που η φορά των πραγμάτων με είχε ρίξει στη μια από τις πολιτικές παρατάξεις. Γύρω στη μέση των σπουδών μου, η Πρεσβεία της Ελλάδος μου κοινοποιούσε διαταγή του Υπουργείου των Ναυτικών όπως μαζί με έναν συμμαθητή μου πολιτικό μηχανικό της Δ.Ρ.Υ.Ν. διακόψουμε τις σπουδές μας και επιστρέψουμε στην Ελλάδα, διότι το Β. Διάταγμα της αποστολής μας για εκπαίδευση είχε ακυρωθεί. Είχε βρεθεί η τυπική αφορμή ότι το σχετικό διάταγμα περιλαμβάνονταν μεταξύ διαφόρων που δημοσιεύτηκαν ανυπόγραφα κατά τη διάρκεια της ασθένειας του Βασιλιά Αλέξανδρου και με τον θάνατό του έμειναν ανυπόγραφα. Η διόρθωση όμως της τυπικής αυτής ανωμαλίας ήταν πολύ εύκολη διότι αρκούσε να εκδοθεί νέο διάταγμα που να νομιμοποιεί αναδρομικά την αποστολή. Αυτό άλλωστε και έγινε με την επέμβαση του τέως Μοιράρχου μου στην θωρηκτή Μοίρα, στον οποίο παραπονέθηκα για την αδικία που μου έγινε. Όπως όμως εξακρίβωσα μετά την ολοκλήρωση των σπουδών μου, τα πραγματικά ελατήρια αυτής της ενέργειας του Υπουργείου ήταν πολύ βαθύτερα και οφείλονταν σε δυο λόγους. Αφενός στην αντιζηλία αρκετών από τούς βασιλόφρονες που επανήλθαν από την απόταξη και που ήταν έντονα εξοργισμένοι κατά όλων όσων είχαν υπηρετήσει υπό την βενιζελική Κυβέρνηση, έστω και ομοφρόνων. Αφετέρου στην επιθυμία του νέου Διευθυντού της Δ.Ρ.Υ.Ν. όπως αντί για μας αποσταλεί στην ίδια Σχολή κατά το προσεχές έτος προστατευόμενός του νεαρός ανθυποπλοίαρχος.
Ανεξάρτητα όμως από την τελική τακτοποίηση του ζητήματος, αυτή η ενέργεια των συναδέλφων μου στο Κέντρο με λύπησε βαθιά, διότι δεν μπορούσε να δικαιολογηθεί σαν γενικό πολιτικό μέτρο, όπως εκείνα που έπαιρνε η προηγούμενη Κυβέρνηση, αλλά είχε καθαρά προσωπική μορφή. Γι αυτό, μόλις τελείωσε η εκπαιδευτική περίοδος και πήρα το δίπλωμά μου παραιτήθηκα από την προβλεπόμενη δίμηνη πρακτική εξάσκηση σε Σταθμό ασυρμάτου και ζήτησα ο ίδιος την άμεση ανάκλησή μου στην Ελλάδα. Ο πόλεμος στην Μικρά Ασία συνεχίζονταν και δεν επιθυμούσα να βρίσκομαι μακριά από την Πατρίδα μου. Δεν ήθελα όμως και να οφείλω ούτε και μια ημέρα παραμονής σε αποστολή, πέραν της εντελώς απαραίτητης, σε εκείνους που αποφάσισαν μεταξύ των πρώτων μέτρων ανόρθωσης των
πραγμάτων και την διακοπή των σπουδών μου»