Ο Γρηγόριος Μεζεβίρης διηγείται:
«Η επαναστατική Κυβέρνηση που εγκαταστάθηκε στην Αθήνα [βλέπε: Αρχή προβλημάτων – Εθνικός διχασμός 1915-17] επιχείρησε να θέσει την Χώρα επί ποδός πολέμου στο πλευρό των Συμμάχων. Το έργο όμως που αναλάμβανε ήταν πραγματικά Ηράκλειο, δεδομένου ότι η πλειοψηφία του πληθυσμού είχε εχθρικά αισθήματα απέναντι στους Συμμάχους -λόγω των άστοχων ενεργειών τους- και δεν
πίστευε στη νίκη τους.
Για να φέρει σε πέρας το έργο της η Κυβέρνηση ήταν υποχρεωμένη να λάβει δρακόντεια μέτρα για να εξουδετερώσει κάθε αντίδραση. Και, αν θέλουμε να την κρίνουμε σήμερα αμερόληπτα, μέχρι το σημείο αυτό πρέπει να την δικαιώσουμε. Οι αποτάξεις, οι φυλακίσεις, οι εκτοπίσεις και οι τουφεκισμοί ακόμα είναι μεν σκληρά μέτρα αλλά μπορούν να δικαιολογηθούν από τους υπέρτατους νόμους του πολέμου, αρκεί να περιορίζονται μόνο στις περιπτώσεις που είναι απόλυτα επιβεβλημένο και να εφαρμόζονται με δικαιοσύνη. Δυστυχώς όμως συχνά οι διωγμοί οφείλονταν αποκλειστικά σε προσωπικές διαφορές και έλαβαν τέτοια έκταση ώστε, αντί το χάσμα να γεφυρώνεται βαθμιαία και όλοι ενωμένοι να βαδίζουμε στο νέο δρόμο στον οποίο θέλοντας μη θέλοντας οδηγηθήκαμε, τα πάθη να υποδαυλίζονται σε τέτοιο σημείο που όταν τελικά έφτασε η ώρα της νίκης πολλοί δεν χάρηκαν γι αυτήν. Είναι πιθανό πολλά από αυτά που έγιναν να ήταν έργο κατώτερων οργάνων και να μην ήταν μέσα στις προθέσεις της Κυβέρνησης. Αυτό όμως ακριβώς είναι από τα ουσιαστικά μειονεκτήματα των κινημάτων διότι εκείνοι που παρασύρουν τους υφιστάμενούς τους σε στασιαστικές ενέργειες δύσκολα μπορούν να τους επιβληθούν στη συνέχεια, ακόμα και αν διαθέτουν πυγμή.
Τις δοκιμασίες αυτές υπέστη και το Ναυτικό, αρχικά μάλιστα σε μεγάλη κλίμακα, ίσως λόγω του μεγάλου αναλογικά αριθμού που δεν συμμορφώθηκαν στην πρόσκληση του Ναυάρχου Κουντουριώτη να τον ακολουθήσουν στην Θεσσαλονίκη. Η πρώτη ενέργεια ήταν να τεθούν σε διαθεσιμότητα οι περισσότεροι αξιωματικοί που δεν έλαβαν μέρος στο κίνημα, μεταξύ των οποίων συμπεριλαμβανόμουνα κι εγώ, και να φυλακιστούν πολλοί στις φυλακές Αβέρωφ χωρίς να τους βαρύνει συγκεκριμένη κατηγορία. Από αυτούς που φυλακίστηκαν, μερικοί δικάστηκαν, καταδικάστηκαν και κλείστηκαν στις φυλακές του Ιτζεδίν στην Κρήτη, άλλοι εκτοπίστηκαν στην Σαντορίνη. Μεγάλος αριθμός από εκείνους που τέθηκαν σε διαθεσιμότητα, ιδιαίτερα οι ανώτεροι, αποτάχθηκαν και εκτοπίστηκαν. Τα κενά που δημιουργήθηκαν από τις αποτάξεις συμπληρώθηκαν με προαγωγές, αφού προηγούμενα ακυρώθηκαν εκείνες που έγιναν από τις προηγούμενες Κυβερνήσεις. Συγχρόνως και άλλο μέτρο λήφθηκε υπέρ εκείνων που έλαβαν μέρος στο κίνημα, το οποίο προκάλεσε πραγματική αναστάτωση στην επετηρίδα. Ο χρόνος παραμονής στην Θεσσαλονίκη λογίστηκε διπλός, ως χρόνος πολεμικής υπηρεσίας, και έτσι υπερπηδήθηκαν πολλοί από τους αρχαιότερούς τους. Αυτή την νέα αρχαιότητα διατήρησαν μέχρι το 1920, οπότε το μέτρο αυτό ακυρώθηκε οριστικά. Μετά από το κακό προηγούμενο των προαγωγών που έγιναν από την Κυβέρνηση των Αθηνών ήταν επόμενο να επακολουθήσουν ανάλογα μέτρα και μάλιστα ακόμα πιο αψυχολόγητα.
Από τον Ιούλιο του 1917 οι Γάλλοι άρχισαν να επιστρέφουν τα πλοία μας που είχαν κατασχέσει, προκειμένου να επανδρωθούν και να χρησιμοποιηθούν σε πολεμικές επιχειρήσεις. Επειδή όμως η συμπλήρωση των επιτελείων τους ήταν αδύνατο να γίνει με μόνο όσους συμμετείχαν στο κίνημα και τους ομοϊδεάτες τους στην Αθήνα, χρειάστηκε να ανακληθούν βαθμιαία σε ενέργεια εκείνοι που είχαν τεθεί σε διαθεσιμότητα και δεν είχαν αποταχθεί. Οι θέσεις όμως των Κυβερνητών ανατέθηκαν αρχικά στους αξιωματικούς του κινήματος και σε λίγους ομοϊδεάτες τους.
Ήμουν ένας από τους πρώτους που ανακλήθηκαν περί τα μέσα Αυγούστου 1917 και αρχικά τοποθετήθηκα στον Ναύσταθμο, όπου είχα και την ακόλουθη πρώτη επαφή με την νέα κατάσταση. Όταν μαζί με έναν συνάδελφο που είχε κι αυτός ανακληθεί από την διαθεσιμότητα παρουσιαστήκαμε στον Γενικό Διευθυντή του Ναυστάθμου, αξιωματικό που διαπνέονταν από άκρατο φανατισμό, αυτός μας είπε τα εξής: «Η υπηρεσία, αν και γνωρίζει τα πολιτικά σας φρονήματα, σας ανακάλεσε στην ενέργεια. Αντιλαμβάνεστε ποιες υποχρεώσεις αναλαμβάνετε». Τον διαβεβαίωσα ότι «όπως πάντοτε θα πράξουμε τίμια και ευσυνείδητα το καθήκον μας». Ο Γενικός Διευθυντής όμως απάντησε «δεν αρκεί αυτό». Όπως ήταν φυσικό εξέφρασα την απορία ότι «δεν αντιλαμβάνομαι τι άλλο ζητάτε», οπότε και μας έδιωξε και τους δυο από το γραφείο του με τη φράση «πηγαίνετε». Μετά από αυτή την στιχομυθία τοποθετήθηκα ως προϊστάμενος, ή μάλλον αποθηκάριος, ενός Γραφείου Ναυτικών Χαρτών και εργαλείων που ήταν εγκατεστημένο σε κάποιο υπόγειο του Ναυστάθμου. Ευτυχώς δεν εξάσκησα για πολύ καιρό τα υψηλά αυτά καθήκοντα, διότι περί τα μέσα Σεπτεμβρίου διατάχθηκα να επιβιβαστώ ως ύπαρχος στο αντιτορπιλικό «ΛΟΓΧΗ».
Ύπαρχος στο α/τ «ΛΟΓΧΗ»
Είναι πολύ δύσκολο να αναλύσει κανείς τα συναισθήματα των βασιλικών αξιωματικών που αναλάβαμε την περίοδο εκείνη ενεργό πολεμική υπηρεσία και αμφιβάλλω αν συχνά στρατιωτικοί βρέθηκαν σε ανάλογη θέση. Οι αντιλήψεις της στρατιωτικής τιμής και του καθήκοντος επέβαλλαν να διαθέτουμε όλες τις ψυχικές και σωματικές μας δυνάμεις για να πετύχουμε στον αγώνα στον οποίον συρθήκαμε χωρίς την θέλησή μας και πραγματικά αυτές οι αντιλήψεις ρύθμιζαν κάθε ενέργειά μας. Ως Έλληνες πατριώτες όμως που είχαμε την λανθασμένη πεποίθηση ότι η τελική νίκη ανήκε στον αντίπαλο, αισθανόμαστε βαθύτατη θλίψη διότι η πατρίδα μας σύρονταν στην καταστροφή. Ως άνθρωποι συμπονούσαμε τους συμπατριώτες μας και ιδιαίτερα τους συναδέλφους που έπασχαν από τους διωγμούς, όταν το μόνο τους αδίκημα ήταν ότι διαπνέονταν από τις ίδιες με μας πεποιθήσεις. Τέλος, ο καθένας από μας υπέφερε ως άτομο βλέποντας να παραγκωνίζεται υπηρεσιακώς από τους νεώτερούς του στην ιεραρχία που -μέχρι εκείνη την στιγμή- ως μόνη πολεμική δράση είχαν την συμμετοχή τους στο κίνημα και επιπλέον να επιτηρείται συνεχώς –και όχι πάντα με εχεμύθεια- λόγω των φρονημάτων του.
Ακόμα και για την τοποθέτησή μου ως ύπαρχος του α/τ «ΛΟΓΧΗ», αν και δεν ανταποκρίνονταν στην αρχαιότητά μου, υπήρξε μεγάλη αντίδραση όπως έμαθα αργότερα. Την τοποθέτησή μου οφείλω στην επιμονή του Κυβερνήτη μου Πλωτάρχη Θεοχάρη, αξιωματικού που δεν έλαβε μεν μέρος στο κίνημα, αλλά το υποστήριζε συναισθηματικά, και που προσωπικώς με ζήτησε ως ύπαρχο και ατομικά εγγυήθηκε για την νομιμοφροσύνη μου και με το νέο καθεστώς.
Κατά την παράδοση του α/τ «ΛΟΓΧΗ» από τους Γάλλους δεν έγινε καμιά τελετή, απλά το βράδυ της μιας ημέρας υποστάλθηκε η Γαλλική σημαία και το πρωί της επομένης έγινε έπαρση της Ελληνικής. Ο Γάλλος Κυβερνήτης μας κάλεσε σε γεύμα και οι αξιωματικοί του έδειξαν μεγάλη εγκαρδιότητα , σαν να μην είχε συμβεί τίποτα, και τα αισθήματα αυτά ανταπέδωσε ο Έλληνας Κυβερνήτης. Μου ήταν αδύνατον τότε να εκφράσω ανάλογα συναισθήματα και πιέστηκα πολύ για να τηρήσω την επιβαλλόμενη στάση της ψυχρής αβρότητας. Δεν μπορούσα να φανταστώ την εποχή εκείνη ότι, πριν περάσουν πολλά χρόνια, θα άλλαζαν πολύ οι συνθήκες και θα συνδεόμουνα στενά με το Γαλλικό Ναυτικό.
Τα πλοία που μας επιστράφηκαν βρίσκονταν γενικά σε κακή κατάσταση από άποψη συντήρησης και καθαριότητας. Αυτό έκανε ιδιαίτερη εντύπωση στους Έλληνες ναυτικούς που προσπαθούσαν μέχρι υπερβολής τα πλοία τους να είναι άψογα, ακόμα και σε περίοδο πολέμου. Ειδικά μάλιστα στα υποβρύχια είχαν καταστραφεί οι συσσωρευτές τους, που είχαν μείνει αφόρτιστοι για πολύ καιρό, και αυτό έδωσε την αρχική αφορμή για την πρόωρη καταδίκη τους.
Υπήρχε μεγάλη έλλειψη κατώτερων αξιωματικών και έτσι το επιτελείο του α/τ «ΛΟΓΧΗ» περιλάμβανε εκτός από μένα έναν έφεδρο αξιωματικό από την τάξη των εμποροπλοιάρχων και έναν σημαιοφόρο που μόλις είχε αποφοιτήσει από την Σχολή. Το πλήρωμα συμπληρώθηκε κατά το ήμισυ από άνδρες που συμμετείχαν στο κίνημα και που είχαν διακόψει κάθε σχέση με την πειθαρχία και που θεωρούσαν ότι με την προσχώρησή τους στην επανάσταση είχαν εξαντλήσει τις υποχρεώσεις τους προς την Πατρίδα και που στην συνέχεια προσέφεραν αρκετά πράγματα. Αντίθετα, οι υπαξιωματικοί που επέλεξε ο Κυβερνήτης και από τις δυο παρατάξεις ήταν πολύ καλοί.
Αρχικά, τα ελαφρά πλοία που επέστρεφαν οι Γάλλοι τελούσαν υπό τις διαταγές του Γάλλου Ναυάρχου από τον οποίον έπαιρναν εντολές μέσω ενός Έλληνα Πλοιάρχου που είχε αποσπαστεί κοντά του και που επέβαινε στο θωρηκτό «ΚΙΛΚΙΣ», που χρησιμοποιούνταν ως πλωτό συνεργείο για τις επισκευές των πλοίων μας. Αργότερα ο Έλληνας Αρχηγός του Ελαφρού Στόλου, επιβαίνων πάντοτε του θ/κ «ΚΙΛΚΙΣ» που είχε μεθορμιστεί στον Πειραιά, έπαυσε να τελεί υπό ξένον Ναύαρχο και ετέθη κάτω από τις άμεσες διαταγές του Υπουργού των Ναυτικών. Οι αποστολές συνοδείας των νηοπομπών δεν ρυθμίζονταν από τον Έλληνα Αρχηγό, αλλά από Βρετανό Πλοίαρχο που ανήκε στην υπηρεσία ελέγχου της ναυσιπλοΐας. Το λιμάνι του Πειραιά είχε αρχικά οριστεί ως ορμητήριο των ελαφρών μας σκαφών, στη συνέχεια όμως τα τέσσερα αντιτορπιλικά τύπου «ΛΕΩΝ» με το θ/κ «ΑΒΕΡΩΦ» αποσπάστηκαν υπό τις διαταγές Βρετανού Ναυάρχου στον Μούδρο και έτσι είχαν την ευτυχία, όταν ήρθε η ώρα της νίκης, να πλεύσουν στα Δαρδανέλια μαζί με τον Συμμαχικό Στόλο.
Το α/τ «ΛΟΓΧΗ» είχε ανάγκη μακράς επισκευής και εκπαίδευσης του προσωπικού. Με την ένταση όμως του υποβρύχιου πολέμου στην Μεσόγειο υπήρχε ανάγκη μεγάλου αριθμού συνοδών των νηοπομπών και έτσι ο Γάλλος Ναύαρχος, λίγες ημέρες μετά την παραλαβή του πλοίου, είχε την απαίτηση να αναλάβουμε την εκτέλεση αποστολών. Κατά την εκτέλεση όμως των αποστολών αυτών διαπιστώθηκε ότι χωρίς ριζικές επισκευές των μηχανών οι πλόες δεν θα ήταν ασφαλείς και έτσι εγκρίθηκε να γίνει γενική επισκευή του πλοίου δίμηνης περίπου διάρκειας. Όταν τέλειωσε η επισκευή το πλοίο βρέθηκε σε συνεχή κίνηση που διάρκεσε όλο το διάστημα που υπηρέτησα σ’ αυτό. Οι συνηθέστεροι πλόες ήταν για τη συνοδεία νηοπομπών από Πειραιά προς Κρήτη, Νότιο Ευβοϊκό και Ισθμό και πίσω. Αρχικά πλέαμε μόνο τις νυχτερινές ώρες και δια τις συνοδείες προς Κρήτη περνούσαμε την ημέρα στην Μήλο, όπου και ανθρακεύαμε κατά την επιστροφή. Είναι περίεργο ότι μέχρι το τέλος του πολέμου εξακολουθούσαμε να εφαρμόζουμε την αρχή των νυχτερινών μόνο πλόων των νηοπομπών, ενώ από το 1918 οι Σύμμαχοι είχαν καταλήξει στο συμπέρασμα ότι οι προσβολές των νηοπομπών από τα υποβρύχια ήταν πολύ συχνότερες τη νύχτα παρά την ημέρα και δεν υπήρχαν τότε οι κίνδυνοι αεροπορικής προσβολής. Στο ναυτικό μας οι περισσότεροι είχαν μείνει μ’ αυτή την αντίληψη μέχρι τον Ελληνο-ιταλικό πόλεμο και μάλιστα σε βαθμό που να παραμελείται η εκπαίδευση των υποβρυχίων μας για νυχτερινές επιθέσεις. Κατά τον Πρώτο Παγκόσμιο Πόλεμο η οργάνωση των νηοπομπών ήταν πολύ λιγότερο καλή παρά στον Δεύτερο. Η συνεννόηση με τα συνοδευόμενα πλοία που ήταν διαφόρων εθνικοτήτων γίνονταν μόνο με την φωνή, σε διάφορες γλώσσες, οι περισσότεροι δε πλοίαρχοι των εμπορικών είχαν ανάγκη συνεχών παροτρύνσεων για να τηρούν την κανονική τους θέση. Δεν υπήρχε τότε ο θεσμός του Μοίραρχου της νηοπομπής, ούτε πριν την αναχώρηση πραγματοποιούνταν συνάντηση των πλοιάρχων με τον διοικητή των συνοδών για να δοθούν εξηγήσεις σχετικές με τις οδηγίες του πλου.
Κατά τον Δεκέμβριο του 1918 διατέθηκε το α/τ «ΛΟΓΧΗ» για αρκετές ημέρες για συνοδεία εμπορικού που πέρασε από όλες τις Κυκλάδες για να παραλάβει και μεταφέρει στον Πειραιά τους έφεδρους που επιστρατεύτηκαν. Στο ταξίδι αυτό συνέβηκε γεγονός πολύ χαρακτηριστικό της λυπηρής κατάστασης που είχε δημιουργηθεί από τον εθνικό διχασμό. Ο πλους υπήρξε πολύ κουραστικός, το προσωπικό όμως εκτέλεσε αγόγγυστα την υπηρεσία του, με εξαίρεση μερικών ναυτών του κινήματος που δυσανασχετούσαν. Όταν αυτοί βγήκαν στη Νάξο για αγγαρεία ύδρευσης, αφού πρώτα μέθυσαν, αρνήθηκαν να επιστρέψουν στο πλοίο με την πρόφαση ότι ο ύπαρχος σκόπιμα τους υπέβαλλε σε ταλαιπωρίες γιατί ήταν βασιλόφρων και γερμανόφιλος! Φαίνεται μάλιστα ότι τους παρότρυνε και ο αστυνόμος της πόλης, φανατικός βενιζελικός. Στείλαμε για να τους μαζέψει τον οπλονόμο του πλοίου, του κινήματος επίσης αλλά λαμπρός υπαξιωματικός, ο οποίος τους έφερε μέσα όπου και τους παρέλαβε προσωπικά ο Κυβερνήτης και τους έβαλε στην απομόνωση. Όταν επιστρέψαμε στον Πειραιά μετατέθηκαν μεν από το πλοίο, δεν πραγματοποιήθηκε όμως η ποινική δίωξη που είχε ζητήσει ο Κυβερνήτης. Απολάμβαναν ασυλίας!
Με χρέη Κυβερνήτη στο α/τ «ΛΟΓΧΗ»
Η υπηρεσία μου στο α/τ «ΛΟΓΧΗ» μου έδωσε λαμπρή ευκαιρία ναυτικής εκπαίδευσης. Απολάμβανα της απόλυτης εμπιστοσύνης του κυβερνήτη μου και εκτός από πλήρη δικαιοδοσία που μου είχε δώσει στα ζητήματα της εσωτερικής υπηρεσίας, μου δόθηκε συχνά η ευκαιρία να κυβερνήσω το πλοίο εν πλω διότι ο Κυβερνήτης δεν έρχονταν σε πολλούς πλόες λόγω απασχόλησής του στην Αθήνα. Έτσι κυβέρνησα το α/τ «ΛΟΓΧΗ» και στον μόνο πλου που εκτέλεσε στο εξωτερικό στο Port Said, όπου μαζί με ένα άλλο αντιτορπιλικό συνοδεύσαμε το υπερωκεάνιο «ΠΑΤΡΙΣ» για την μεταφορά εφέδρων από την Αίγυπτο στον Πειραιά. Είμαστε το πρώτο Ελληνικό πολεμικό πλοίο που κατάπλευσε κατά την πολεμική περίοδο στο Port Said και η πολυάριθμη Ελληνική παροικία μας επιφύλαξε μια εξαιρετική υποδοχή. Μάλιστα η παροικία αυτή, αντίθετα με τις περισσότερες του εξωτερικού, ήταν κατά μεγάλη πλειοψηφία βασιλόφρων και αυτό είχε σαν αποτέλεσμα να με περιποιηθούν ιδιαίτερα μόλις έμαθαν τις πεποιθήσεις μου. Μου έκανε όμως εντύπωση ότι τα πολιτικά πάθη δεν είχαν συσκοτίσει τα έντονα πατριωτικά τους αισθήματα, διότι δεν είχαν βιώσει τις ημέρες που ζήσαμε στην Ελλάδα και εύχονταν συγχρόνως την νίκη των Συμμάχων και την επάνοδο στον θρόνο του βασιλιά Κωνσταντίνου. Σε ανταπόδοση της φιλοξενίας τους με παρεκάλεσαν θερμά να τους στείλω αντίτυπο του ιστορικού θούριου των βασιλοφρόνων «του Αητού ο γυιός». Εκείνη την εποχή όμως και η απλή κατοχή αυτού του μουσικού κομματιού αποτελούσε λόγο παραπομπής στο στρατοδικείο. Παρ’ όλα αυτά, δεν μπορούσα να μην ικανοποιήσω την επιθυμία τους και με το πρώτο αντιτορπιλικό που κατάπλευσε απέστειλα με ομόφρονα αξιωματικό το μόνο αντίτυπο που είχα στην κατοχή μου. Πληροφορήθηκα ότι όταν παίχθηκε σε κάποιο σπίτι έγινε τέτοια συρροή Ελλήνων που προέβαιναν σε ζωηρές εκδηλώσεις έξω από το σπίτι αυτό, ώστε υπήρξε ανάγκη να επέμβει η Αγγλική αστυνομία.
Μερικές ημέρες μετά την επιστροφή μας στον Πειραιά μετατέθηκε ο Κυβερνήτης στο αντιτορπιλικό «ΚΕΡΑΥΝΟΣ», ανέλαβε νέος Κυβερνήτης και οι συνθήκες της υπηρεσίας μεταβλήθηκαν ριζικά για μένα. Ο νέος Κυβερνήτης δεν είχε πάρει μέρος στο κίνημα αλλά το υποστήριζε και προσπαθούσε να δείξει αφοσίωση στο καθεστώς. Ήταν από την φύση του καχύποπτος και δεν περιορίζονταν στα ζητήματα της δικαιοδοσίας του, αλλά επενέβαινε και στις ελάχιστες λεπτομέρειες της υπηρεσίας του ύπαρχου. Για να αποκτήσει τη συμπάθεια του πληρώματος προέβαινε σε άφθονες παροχές προς αυτό, με αποτέλεσμα ότι άρχισε να κλονίζεται η πειθαρχία που είχε αποκατασταθεί με τόση δυσκολία. Επίσης, αν και ο ίδιος δεν φημίζονταν για καλός χειριστής πλοίων, έδειχνε μεγάλη δυσπιστία για τις ναυτικές ικανότητες των υπολοίπων αξιωματικών, του νεαρού Σημαιοφόρου, του έμπειρου έφεδρου εμποροπλοιάρχου, ακόμα και του Ύπαρχου. Η κατάσταση έφθασε στο απροχώρητο και έτσι παρουσιάστηκα στον Αρχηγό του Ελαφρού Στόλου Πλοίαρχο Γ. Καλακούδη, από τους πρωτεργάτες του κινήματος αλλά δίκαιο άνδρα και ευγενή κύριο, και υπέβαλα την παράκληση να μετατεθώ σε άλλο πλοίο, αφού εξήγησα με κάθε ειλικρίνεια τους λόγους της αίτησής μου. Αυτός με δικαίωσε πλήρως και μετά από λίγο βρέθηκα και πάλι υπό τον τέως Κυβερνήτη μου, ως Ύπαρχος του α/τ «ΚΕΡΑΥΝΟΣ».
1919, Πλωτάρχης Θεοχάρης Κυβερνήτης του α/τ “ΚΕΡΑΥΝΟΣ”
Ύπαρχος στο α/τ «ΚΕΡΑΥΝΟΣ»
Η νέα τοποθέτηση ήταν ιδιαίτερα ευχάριστη και διότι επρόκειτο για πλοίο διπλάσιου εκτοπίσματος που θα μπορούσε να χρησιμοποιηθεί σε πιο ενδιαφέρουσες αποστολές. Το μόνο μειονέκτημα ήταν ότι οι μηχανές του που ήταν ελαττωματικές από την παραλαβή τους είχαν υποστεί και αρκετές ζημιές στο διάστημα χρησιμοποιήσεώς του από τους Γάλλους και είχαν ανάγκη από συχνές επισκευές.
Στο α/τ «ΚΕΡΑΥΝΟΣ» που ήταν αραγμένο στον Πειραιά ακούσαμε τις χαρμόσυνες κωδωνοκρουσίες της υπογραφής της ανακωχής. Η Ελλάδα βρέθηκε πάλι με την παράταξη των νικητών και το θρυλικό θ/κ «ΑΒΕΡΩΦ» έφερε την Ελληνική σημαία μπρος στα ανάκτορα της Κωνσταντινούπολης. Μόνο αισθήματα χαράς έπρεπε να πλημμυρίζουν τις καρδιές όλων μας, η εξωτερική όμως νίκη βρήκε τους Έλληνες εσωτερικά διαιρεμένους σε νικητές και ηττημένους και για τους τελευταίους τα συναισθήματα ήταν πολύ ανάμικτα Κατά την τελευταία περίοδο δημιουργήθηκαν πολλά πένθη, πολλές οικονομικές καταστροφές, όνειρα κατέρρευσαν, σταδιοδρομίες διακόπηκαν πρόωρα. Άλλωστε, για την Ελλάδα ο πόλεμος δεν τελείωσε ακόμα, οι διωγμοί συνεχίζονται και είναι άγνωστο για πόσο ακόμα.
Οι απαισιόδοξες προβλέψεις των βασιλοφρόνων για την έκβαση του πολέμου αποδείχτηκαν λανθασμένες. Τουλάχιστον όμως, όσοι από μας τους βασιλόφρονες κληθήκαμε να λάβουμε μέρος στον πόλεμο είχαμε την συνείδηση ήσυχη ότι υπηρετήσαμε ευσυνείδητα, ακόμα και αν δεν πιστεύαμε στην επιτυχία του αγώνα. Είχαμε όμως τεθεί σε μειονεκτική θέση σε σχέση με τους συναδέλφους που είχαν λάβει μέρος στο κίνημα και αν η κατάσταση αυτή συνεχίζονταν θα έπρεπε να στραφούμε προς άλλα επαγγέλματα. Στο μεταξύ, είμαστε πάντα σε εμπόλεμη κατάσταση και οφείλαμε μέχρι τέλους να επιτελέσουμε το καθήκον μας. Από την εποχή της ανακωχής ανοίχτηκαν για τον Ελληνικό Στόλο ευρύτεροι ορίζοντες. Αφού διέπλευσε την Προποντίδα, διέπλευσε και τον Βόσπορο και κατευθύνθηκε στον Εύξεινο για να συνεργαστεί με τα Ελληνικά και Συμμαχικά στρατεύματα που μάχονταν κατά των μπολσεβίκων. Ήδη από τα τέλη του 1918 Ελληνικά πολεμικά πλοία βρίσκονταν στην Σεβαστούπολη, ενώ τον Φεβρουάριο του 1919 και το α/τ «ΚΕΡΑΥΝΟΣ» εντάσσονταν στην Ελληνική Μοίρα που ναυλοχούσε στην Κωνσταντινούπολη.
Με απερίγραπτη συγκίνηση διαπλεύσαμε τα Στενά των Δαρδανελίων, όπου ήταν ακόμα εμφανή τα ίχνη της ατυχούς απόπειρας παραβίασής τους από τους Συμμάχους, και μείναμε έκθαμβοι όταν για πρώτη φορά αντικρίσαμε από μακριά να διαγράφονται στον ορίζοντα τα ιστορικά μνημεία της Πόλης των παιδικών μας χρόνων. Μπρος στο συναίσθημα εθνικής υπερηφάνειας, λησμονήθηκαν προς στιγμήν οι διχόνοιες, τα πάθη και οι πικρίες μιας ολόκληρης τριετίας.
1919, ο Ύπαρχος Υποπλοίαρχος Γρ. Μεζεβίρης (1ος αριστερά)
με συναδέλφους στο α/τ “ΚΕΡΑΥΝΟΣ” στον Εύξεινο Πόντο
Μετά από ολιγοήμερη παραμονή στην Κωνσταντινούπολη, το α/τ «ΚΕΡΑΥΝΟΣ» διατάχθηκε να πλεύσει στο λιμάνι του Βατούμ στον Εύξεινο Πόντο. Όμως η αποστολή αυτή τελικά ματαιώθηκε, διότι μετά από ολιγόωρο πλου συναντήσαμε τέτοια καιρική κατάσταση που δύσκολα το πλοίο με τις ελαττωματικές του μηχανές θα μπορούσε να αντιμετωπίσει και αναγκαστήκαμε να ποδίσουμε. Όταν βελτιώθηκε ο καιρός, πήραμε διαταγή να πλεύσουμε στην Σεβαστούπολη να ενισχύσουμε την Ελληνική Μοίρα που ναυλοχούσε εκεί και που αποτελούσαν το θ/κ «ΚΙΛΚΙΣ» και μερικά αντιτορπιλικά.
Στη Σεβαστούπολη ήρθαμε σε πρώτη επαφή με την κατάσταση που επικρατούσε τότε στην Ρωσία. Ο μεγαλοπρεπής Ναύσταθμος εμφάνιζε θλιβερό θέαμα εγκατάλειψης και αποσύνθεσης. Η μακριά σειρά πρυμνοδετημένων πλοίων παρουσίαζε το θέαμα πλοίων φαντασμάτων. Υπήρχαν ελάχιστοι ναύτες και τα πλοία φύλαγαν σχεδόν αποκλειστικά αξιωματικοί. Στο δρόμο συναντούσαμε περιπόλους του εθελοντικού στρατού αποτελούμενες από αξιωματικούς και μερικούς υπαξιωματικούς, ρακένδυτους και με εμφανή ίχνη ηθικής κατάπτωσης. Η αθλιότητα στην οποία είχε βρεθεί ο άλλοτε Αυτοκρατορικός Στόλος γίνονταν ακόμα πιο αισθητή από την σύγκριση με τις ναυλοχούσες Συμμαχικές δυνάμεις, ιδιαίτερα τις Βρετανικές και τις Ελληνικές. Αντίθετα, σε μερικά Γαλλικά πλοία η εμφάνιση σκαφών και πληρωμάτων έδειχνε ότι η μακρά παραμονή τους σ’ αυτά τα νερά υπήρξε επιβλαβής. Την εντύπωση αυτή επιβεβαίωσαν λίγο αργότερα στασιαστικά κρούσματα κομμουνιστικής μορφής που εκδηλώθηκαν σε μερικά Γαλλικά πλοία.
1919, ο Υποπλοίαρχος Γρ. Μεζεβίρης Ύπαρχος του
α/τ “ΚΕΡΑΥΝΟΣ” σε αποστολή στον Εύξεινο Πόντο
Από την Σεβαστούπολη διαταχθήκαμε να πλεύσουμε στην Οδησσό για να συνεργαστούμε με τα εκεί Γαλλικά πλοία και Ελληνο-γαλλικά στρατεύματα. Η παραμονή μας εκεί προβλέπονταν μακρά αλλά η ραγδαία όμως εξέλιξη της κατάστασης την συντόμευσε, χωρίς να παρουσιαστεί ευκαιρία πολεμικής δράσης.
Οι κεντρικές συνοικίες της Οδησσού παρουσίαζαν την όψη μεγαλούπολης που διατηρούσε ακόμα τα ίχνη παλιάς δόξας. Τα πολυτελή εστιατόρια της πόλης που είχαν ως μόνη χαρακτηριστική έλλειψη τα αμφιβόλου καθαριότητας λινά τραπεζομάντιλα, ήταν γεμάτα πρόσφυγες, στρατηγούς, πρίγκιπες του Καύκασου με ιδιόρρυθμες στολές και άλλους. Αυτοί σπαταλούσαν αφειδώς τα τελευταία υπολείμματα της περιουσίας τους, αδιαφορώντας για το αύριο. Πόσοι από αυτούς δεν ζούσαν τις τελευταίες ημέρες της ζωής τους!
Σε αντίθεση όμως με την ευθυμία που επικρατούσε στα κοσμικά κέντρα, στις εργατικές κατοικίες η κατάσταση ήταν εξαιρετικά επικίνδυνη. Όλη την νύχτα ακούγονταν πυροβολισμοί και συχνά πυροβολούνταν όσοι γύριζαν το βράδυ στα πλοία τους. Μια νύχτα, προς το τέλος της παραμονής μας, διατάχθηκαν τα πλοία που ήταν πρυμνοδετημένα να αποπλεύσουν εσπευσμένα και να βγουν από το λιμάνι διότι αναμένονταν επίθεση εναντίον τους. Από τότε παραμείναμε συνεχώς υπ’ ατμό μέχρι την αποχώρησή μας και απαγορεύτηκε η επικοινωνία με την ξηρά.
Τελικά η κατάσταση έγινε τόσο κρίσιμη ώστε αποφασίστηκε να εκκενωθεί η πόλη από τα συμμαχικά στρατεύματα. Μόλις αυτό έγινε γνωστό πολλοί από τους ντόπιους και τους πρόσφυγες έσπευσαν στο λιμάνι για να επιβιβαστούν στα πλοία, είχε όμως ρητά απαγορευθεί η παραλαβή τους. Τότε διαδραματίστηκαν σκηνές φρίκης στην ακτή. Αξιωματικοί τραυματίες, γυναίκες και παιδιά ικέτευαν να μπουν στις λέμβους των πολεμικών πλοίων και τα πληρώματα με δάκρυα στα μάτια αναγκάζονταν να τους απωθούν, γνωρίζοντας ότι έτσι τους έστελναν σε βέβαιο θάνατο. Είχα διαταχθεί να επιβιβαστώ σε Ελληνικό φορτηγό πλοίο που είχε ειδικά διατεθεί για την μεταφορά Ελλήνων προσφύγων που επιθυμούσαν να φύγουν για να επιβλέψω την επιβίβαση τους. Αρχικά, σύμφωνα με τις διαταγές που είχαν δοθεί, είχα αρνηθεί την επιβίβαση σε πολλούς Ρώσους, τελικά όμως επειδή υπήρχε ακόμα διαθέσιμος χώρος παρέλαβα τους τελευταίους που παρουσιάστηκαν και μεταξύ αυτών έναν στρατηγό της αυτοκρατορικής φρουράς. Είναι αδύνατον να περιγραφούν τα αισθήματα ευγνωμοσύνης αυτών των άτυχων, που στη συνέχεια διευκολύναμε για να φθάσουν στον Πειραιά. Η εκκένωση της Οδησσού ολοκληρώθηκε την 25η Μαρτίου 1919, οπότε αποπλεύσαμε για την Σεβαστούπολη. Από το πρωί κιόλας ακούγονταν από τα περίχωρα της πόλης κανονιοβολισμοί και την στιγμή που αναχωρούσαμε διακρίναμε την κόκκινη σημαία των μπολσεβίκων να υψώνεται στο Δημαρχείο της πόλης.
1919, Ο Κυβερνήτης Θεοχάρης, ο Ύπαρχος Μεζεβίρης
και πολίτες στο α/τ “ΚΕΡΑΥΝΟΣ”
Στην Σεβαστούπολη βρήκαμε μια ανάλογη κατάσταση διότι ο στρατός των μπολσεβίκων πλησίαζε στην Κριμαία και οι Συμμαχικές δυνάμεις που είχαν διατεθεί ήταν ανεπαρκείς για να την υπερασπίσουν. Η αγωνία όλων των Ρώσων αξιωματικών ήταν αν κατά την εκκένωση θα εύρισκαν θέση σε κάποιο πλοίο. Επειδή είχε επιτραπεί στα πλοία να εφοδιαστούν από τις αποθήκες του Ναυστάθμου με οποιοδήποτε χρήσιμο εφόδιο, πήγα εκεί ο ίδιος. Τα πάντα βρίσκονταν σε εγκατάλειψη και τα περισσότερα είδη είχαν ήδη παραληφθεί από άλλους. Στην βάση των υποβρυχίων συνάντησα μόνον έναν αξιωματικό που μου είπε: «Σας παρακαλώ να πάρετε όσα μπορείτε περισσότερα, αν έχετε ρυμουλκά να ρυμουλκήσετε και τα υποβρύχια, αρκεί να μην τα πάρουν οι μπολσεβίκοι». Τελικά, πήρα από τις αποθήκες πολλά ηλεκτρικά όργανα με τα οποία εμπλουτίστηκαν οι αποθήκες του Ναυστάθμου μας. Όσον αφορά τα υποβρύχια, ο Αρχηγός της Ελληνικής Μοίρας είχε ζητήσει την έγκριση του Γάλλου Ναυάρχου να ρυμουλκήσει μερικά από αυτά στην Ελλάδα, η έγκριση όμως δεν του δόθηκε. Τελικά αυτά καταστράφηκαν πριν την εκκένωση.
1919, το α/τ “ΚΕΡΑΥΝΟΣ” στην Κωνσταντινούπολη
Τον Απρίλιο του 1919 αποπλεύσαμε με σκληρές καιρικές συνθήκες για την Κωνσταντινούπολη και μετά ολιγοήμερη παραμονή εκεί γυρίσαμε στον Ναύσταθμο για γενική επισκευή. Αυτό το ταξίδι του α/τ «ΚΕΡΑΥΝΟΣ» ήταν και το τελευταίο του ωραίου αυτού πλοίου που έπεσε θύμα των κατά περιόδους σπασμωδικών μέτρων του Ναυτικού μας, που καταδικάστηκε ως άχρηστο υλικό ενώ με ριζική επισκευή θα αποτελούσε μια καλή μονάδα του ελαφρού μας Στόλου για αρκετά χρόνια ακόμα.
Με την μόνιμη παραμονή του α/τ «ΚΕΡΑΥΝΟΣ» στον Ναύσταθμο, η υπηρεσία στο πλοίο αυτό δεν είχε πια κανένα ενδιαφέρον. Ακριβώς δε την εποχή εκείνη τα πλοία μας που κινούνταν βρίσκονταν είτε στην Κωνσταντινούπολη, είτε στην Σμύρνη όπου συνόδευσαν τα στρατεύματά μας που αποβιβάστηκαν εκεί. Πόσο ευτυχείς υπήρξαν οι συνάδελφοι που έζησαν τις αλησμόνητες εκείνες, αλλά δυστυχώς τόσο σύντομες στιγμές! Ένα φευγαλέο και απατηλό όνειρο στην ιστορία του Έθνους…..»