Με την προοπτική της σύρραξης με τους Βούλγαρους και επειδή, ελλείψει αντίπαλου Ναυτικού, η συμβολή σ’ αυτήν του Στόλου θα ήταν σχετικά μικρή, αποφασίστηκε το Ναυτικό να συμμετάσχει στο νέο πόλεμο και στη στεριά.
Ο Γρηγόριος Μεζεβίρης διηγείται:
«Από τα μέσα Μαΐου 1913 συγκροτήθηκε ναυτικό άγημα αρχικά από δυο τάγματα και αργότερα από τρία. Το πρώτο τάγμα αποτελέστηκε από τα αγήματα που χρησιμοποιήθηκαν κατά τον ελληνοτουρκικό πόλεμο για την κατάληψη των νησιών, το δεύτερο από το προσωπικό των πολεμικών πλοίων σε μακρά επισκευή, των βοηθητικών που είχαν παροπλιστεί και των εφέδρων που είχαν κληθεί από την κήρυξη του πρώτου πολέμου και είχαν παραμείνει αχρησιμοποίητοι στον Ναύσταθμο.
Τοποθετήθηκα σ’ αυτό το δεύτερο τάγμα και ανέλαβα την διοίκηση ουλαμού από δυο διμοιρίες συνολικής δύναμης 80 ανδρών. Από τις 2 Ιουνίου, με την ευκαιρία των γενικών προαγωγών, είχα προαχθεί σε ανθυποπλοίαρχο. Στο άγημα υπήρχε μεγάλη έλλειψη κατωτέρων στελεχών και οι περισσότεροι υπαξιωματικοί ήταν έφεδροι που είχαν από χρόνια απομακρυνθεί από το Ναυτικό. Στον ουλαμό μου είχα σαν βοηθούς έναν υποκελευστή που είχε σταδιοδρομήσει σε λιμεναρχεία και ένα γέρο δίοπο σαλπιγκτή. Αλλά και τα μόνιμα στελέχη είχαμε αμυδρή μόνο ιδέα για τον πόλεμο στη στεριά, αφού η εκπαίδευσή μας στις πεζικές ασκήσεις απέβλεπε στην προετοιμασία για παρελάσεις.
Χρειάζονταν λοιπόν εντατική εκπαίδευση του αγήματος, αλλά μόλις είχαμε προχωρήσει σε ασκήσεις διμοιρίας, στις αρχές Ιουνίου 1913, μας επιβίβαζαν σε μεταγωγικά και μας έστελναν στην Θεσσαλονίκη για να λάβουμε μέρος σε επιχειρήσεις κατά εμπειροπολέμου στρατού. Ευτυχώς η Ανωτάτη Διοίκηση του στρατεύματος αντιλήφθηκε τις περιορισμένες δυνατότητες του αγήματος και, με εξαίρεση μια περιορισμένη συμμετοχή σε μια από τις μάχες κοντά στη Γευγελή, το άγημα χρησιμοποιήθηκε μόνο σε βοηθητικές υπηρεσίες. Και πάλι όμως, οι αξιωματικοί που υπηρετήσαμε στο άγημα γνωρίζουμε με πόση ψυχική αγωνία καταφέραμε να φέρουμε σε ικανοποιητικό πέρας τις αποστολές που μας ανατέθηκαν.
Η εκπαίδευση συνεχίστηκε εντατικά και στην Θεσσαλονίκη, όπου αξιωματικοί και άνδρες φορέσαμε τα χακί. Οι ναύτες όμως διατήρησαν τα λευκά ναυτικά τους καπέλα και η περίεργη αυτή αμφίεση οδήγησε, όπως θα δούμε, σε τραγική παρεξήγηση. Γύρω στα μέσα Ιουνίου το άγημα μεταστάθμευσε στα υψώματα πάνω από την Θεσσαλονίκη.
Όταν στις 17 Ιουνίου κηρύχθηκε ο πόλεμος και άρχισαν οι επιχειρήσεις για την σύλληψη των Βουλγαρικών στρατευμάτων που βρίσκονταν στην πόλη, το άγημα αναπτύχθηκε σε κατάλληλες θέσεις για να εμποδίσει την τυχόν διαφυγή εχθρικών τμημάτων. Δεν παρουσιάστηκε όμως τέτοια ευκαιρία διότι ο εχθρός παραδόθηκε.
Μας έστειλαν τότε προς Γευγελή όπου ένα σημαντικό τμήμα του αγήματος έλαβε μέρος στη μάχη που έγινε εκεί, ενώ το υπόλοιπο χρησιμοποιήθηκε για τη φρούρηση της σιδηροδρομικής γραμμής Κελενδίρ – Καρασούλι. Στη δύναμη που διοικούσα ανατέθηκε η φρούρηση μιας γέφυρας της γραμμής αυτής. Στους συνάδελφους του Στρατού τέτοια αποστολή θα φαίνονταν πολύ απλή. Αλλιώς όμως ήταν τα πράματα για μας που είμαστε τελείως ανίδεοι για το έργο που μας ανατέθηκε και που επί πλέον είμαστε συνηθισμένοι στις ανέσεις που προσφέρουν τα πλοία, ακόμα και σε καιρό πολέμου. Ήταν μεσημέρι με αφόρητο καύσωνα όταν αποβιβαστήκαμε σε χώρο υπερυψωμένο χωρίς βλάστηση και νερό με μόνα εφόδια διπυρίτη [γαλέτα] και τυρί για μια βδομάδα. Οι ναυτικοί γνωρίζουν όμως να εξοικονομούν καταστάσεις από όσα είναι διαθέσιμα. Σε λίγες ώρες είχαν κατασκευαστεί δυο υπόστεγα από ξύλα και ξερά χόρτα που βρέθηκαν στη περιοχή , το ένα για τους άνδρες και το άλλο για μένα. Διασπαρμένα κιβώτια πυρομαχικών χρησιμοποιήθηκαν σαν τραπέζια και δοχεία μεταφοράς νερού. Σε γειτονικό χωριό που είχε εγκαταλειφθεί από τους κατοίκους βρέθηκαν περιφερόμενα υποζύγια [ζώα μεταφοράς φορτίων] που χρησιμοποιήθηκαν για τον ανεφοδιασμό με νερό. Στο μεταξύ ασχολήθηκα με την μελέτη των στρατιωτικών κανονισμών σχετικά με τη διάθεση διπλοσκοπών, περιπόλων κλπ.
Η σιδηροδρομική αυτή γραμμή ήταν μεγάλης σημασίας για τον ανεφοδιασμό των μαχόμενων στρατευμάτων και μόλις λίγες μέρες πριν η στρατιωτική φρουρά της γέφυρας, που είχαμε τώρα αναλάβει εμείς να φυλάξουμε, είχε υποστεί πολλές απώλειες από επίθεση Βουλγάρων ανταρτών. Είχα πολλές αμφιβολίες αν οι άνδρες αντιλαμβάνονταν τη σημασία της αποστολής μας, μάλιστα σε πολλούς από τους έφεδρους η μακρά παραμονή τους στον Ναύσταθμο χωρίς δουλειά είχε πολύ κακή επίδραση στην αντίληψη τους περί στρατιωτικών υποχρεώσεων. Γι αυτό, την ίδια μέρα πριν νυχτώσει τους συγκέντρωσα και τους ανακοίνωσα την επίθεση που είχε γίνει πριν από λίγες μέρες στην φρουρά και τους εξήγησα ότι η ασφάλεια και των ίδιων και της γέφυρας εξαρτιόταν από την άγρυπνη επαγρύπνηση των σκοπών. Πράγματι, την πρώτη νύχτα παρατήρησα ότι τα λόγια μου είχαν μεγάλη επίδραση διότι το σύνολο σχεδόν των ανδρών με δική τους πρωτοβουλία έμειναν άγρυπνοι με το όπλο στο χέρι. Όταν όμως πέρασε η πρώτη αυτή νύχτα χωρίς να συμβεί κάποιο επεισόδιο εφησύχασαν και κατά την εφοδεία μου την επόμενη νύχτα βρήκα έναν φρουρό να κοιμάται μακαρίως. Θεώρησα έτσι φρονιμότερο να ξαγρυπνώ ο ίδιος όλες τις νύχτες και να κοιμάμαι την ημέρα.
Σε μια γειτονική γέφυρα που φύλαγε μια άλλη ναυτική φρουρά έγινε μια παρεξήγηση με τραγικές συνέπειες. Μια περίπολος της φρουράς αυτής βρέθηκε ημέρα αντιμέτωπη με Ελληνικό στρατιωτικό τμήμα που μην γνωρίζοντας την αμφίεση των ανδρών του αγήματος τους θεώρησαν Βούλγαρους αντάρτες. Αντάλλαξαν και από τις δυο μεριές πυροβολισμούς και τελικά οι στρατιώτες εκτέλεσαν έφοδο με εφ’ όπλου λόγχη κατά των ναυτών. Μόνον όταν ήρθαν σε επαφή από κοντά αναγνωρίστηκαν αμοιβαία, αφού όμως είχαν υπάρξει αρκετές απώλειες και από τις δυο μεριές.
Συνοδεία εφοδιοπομπής από την Καβάλα στο Νευροκόπι
Μετά την υποχώρηση του Βουλγαρικού στρατού το άγημα επέστρεψε στην Θεσσαλονίκη και στη συνέχεια το τάγμα μας στάλθηκε στην Καβάλα. Εκεί μου ανατέθηκε μια αποστολή που έφθασε μεν σε αίσιο τέλος, θα μπορούσε να έχει όμως πολύ δυσάρεστες συνέπειες. Διατάχθηκα να συνοδέψω με τον ουλαμό μου στο Νευροκόπι εφοδιοπομπή της 7ης Μεραρχίας και εκεί να ζητήσω τις διαταγές του στρατιωτικού διοικητού για να χρησιμοποιηθούμε στην καταδίωξη ανταρτών. Η εφοδιοπομπή θα αναχωρούσε από την Καβάλα το μεσημέρι της 9ης Ιουλίου 1913 και θα έπρεπε στις 11 Ιουλίου το αργότερο να βρίσκεται στο Νευροκόπι. Μου επιστήθηκε η προσοχή για την ασφάλειά της γιατί ήταν πολύ πιθανό να της επιτεθούν αντάρτες. Τα μεταγωγικά της εφοδιοπομπής αποτελούνταν από πάνω από 100 υποζύγια, μια δεκάδα τετράτροχα και μερικές βοϊδάμαξες. Είχαν διατεθεί γι αυτά Τούρκοι αγωγιάτες αμφίβολων αισθημάτων απέναντί μας. Η εφοδιοπομπή επρόκειτο να συγκεντρωθεί με ευθύνη του Φρουραρχείου μπρος στο Φρουραρχείο της Καβάλας και είχε οριστεί ώρα αναχώρησης το μεσημέρι, ώστε να φθάσουμε πριν βραδιάσει στη Δράμα , να διανυχτερεύσουμε εκεί και να συνεχίσουμε την επομένη προς Νευροκόπι.
Ιούλιος 1913, ο Γρ. Μεζεβίρης έφιππος Ανθυποπλοίαρχος με Στρατιωτική στολή
Πριν από την ώρα που είχε οριστεί, βρισκόμουν με τους άνδρες μου στον τόπο συνάντησης καβάλα σε μικρόσωμο άλογο που μου είχε διατεθεί προ ολίγων ημερών και πάνω στο οποίο με δυσκολία προσπαθούσα να διατηρήσω την ισορροπία μου. Με πραγματική όμως απελπισία διαπίστωσα όταν έφτασα στο σημείο συνάντησης ότι ένα τμήμα μόνο των μεταγωγικών βρίσκονταν εκεί ενώ τα υπόλοιπα είχαν αναχωρήσει πριν από ώρες με τους αγωγιάτες για την Δράμα χωρίς συνοδεία. Έτρεξα να ζητήσω οδηγίες από τον Φρούραρχο αλλά πήρα μόνο την απάντηση: «Εσείς είστε ο μόνος υπεύθυνος, κάμετε καλά»! Έτσι αποφάσισα να εμπιστευτώ την διοίκηση των ανδρών και του τμήματος της εφοδιοπομπής που είχε απομείνει στον λιμενοφύλακα υποκελευστή, με διαταγή να οδεύσει προς Δράμα, ανέπτυξα καλπασμό – όσο εννοείται μου επέτρεπαν οι ιππευτικές μου γνώσεις- για να συναντήσω τα προπορευόμενα μεταγωγικά και να τα διατάξω να περιμένουν την εφοδιοπομπή. Τους έφτασα μετά από μερικές ώρες σε απόσταση αρκετών χιλιομέτρων από την Καβάλα και η συγκέντρωση της εφοδιοπομπής επετεύχθη.
Δεν πέρασε όμως πολύς χρόνος και νέες απρόβλεπτες για μένα δυσκολίες εμφανίστηκαν. Τα μεταγωγικά ήταν διαφορετικής ταχύτητας και ήταν σχεδόν αδύνατο να συγκρατηθεί η συνοχή της εφοδιοπομπής. Τα πεισματάρικα ζώα που έσερναν τις βοϊδάμαξες, όχι μόνον ήταν πολύ πιο βραδυκίνητα από τα μουλάρια αλλά πολλές φορές αρνιόντουσαν να προχωρήσουν εμποδίζοντας συγχρόνως κάθε κίνηση στο δρόμο. Αποφάσισα λοιπόν να διατάξω την μεταφόρτωση των ειδών που μετέφεραν οι βοϊδάμαξες στα υπόλοιπα μεταγωγικά και να τις στείλω πίσω στη Καβάλα. Και πάλι όμως το πρόβλημα δεν είχε λυθεί διότι αναγκαζόμασταν να ακολουθούμε την ταχύτητα των τετράτροχων και μ’ αυτόν τον ρυθμό μόνο το πρωί θα φτάναμε στη Δράμα και δεν θα δίνονταν χρόνος για ξεκούραση στους άνδρες και στα ζώα. Αναγκάστηκα, μετά από πολλούς δισταγμούς, να εμπιστευτώ τα τετράτροχα και τμήμα της συνοδείας στον λιμενοφύλακα βοηθό μου για να προπορευτώ με τους υπόλοιπους προς τη Δράμα όπου έφτασα κοντά μεσάνυκτα. Όταν ξεκαβαλίκεψα, μετά από δέκα ώρες συνεχούς ιππασίας, δεν μπορούσα να περπατήσω. Τότε μόνο θυμήθηκα ότι ήμουν νηστικός από το πρωί. Έμεινα ξύπνιος μέχρις ότου έφτασε το τμήμα της εφοδιοπομπής με τον υποκελευστή, οπότε συνεχίσαμε την πορεία μας προς το Νευροκόπι χωρίς τα τετράτροχα που προορίζονταν για την Δράμα.
Όσο πλησιάζαμε στα πεδία των μαχών αύξαναν οι κίνδυνοι προσβολής της εφοδιοπομπής και απαιτούνταν μεγαλύτερη επαγρύπνηση. Οι άνδρες όμως, ασυνήθιστοι σε τέτοιες πορείες, ήταν εξαντλημένοι από την προηγούμενη μέρα και χωρίς αρκετή ανάπαυση τη νύχτα άρχισαν να παραμελούν τα καθήκοντά τους. Οι περισσότεροι είχαν βγάλει τα παπούτσια τους και σέρνονταν ξυπόλυτοι. Οι άνδρες της εμπροσθοφυλακής, όποτε δεν τους έβλεπα, κάθονταν στο πλάι του δρόμου και άφηναν την εφοδιοπομπή εκτεθειμένη. Με τους άνδρες και τα ζώα να βραδυπορούν, συνεχώς αύξανε το μήκος της εφοδιοπομπής και ήμουν υποχρεωμένος για να επιβλέπω τους πάντες να βρίσκομαι άλλοτε στη κεφαλή και άλλοτε στην ουρά της. Όταν πια είμαστε στο όριο της εξάντλησης, φθάσαμε σ’ ένα χωριό όπου και διανυκτερεύσαμε. Φιλοξενήθηκα στο σπίτι του ιερέα του χωριού που είχαν απαγάγει οι Βούλγαροι ως όμηρο. Διαπίστωσα με λύπη μου ότι η σύζυγος και το παιδί του αυτού του Έλληνα πατριώτη μιλούσαν μόνο Βουλγάρικα.
Τις πρώτες απογευματινές ώρες της επομένης φθάσαμε στον προορισμό μας, χωρίς απώλειες και μέσα στην προθεσμία που μας είχε τεθεί. Μπορείτε όμως να συμπεράνετε τι θα συνέβαινε αν είχαμε δεχτεί επίθεση…
Στο Νευροκόπι μας υποδέχτηκαν με μεγάλη χαρά, διότι η Μεραρχία είχε απόλυτο ανάγκη από τα πυρομαχικά που μεταφέραμε, και ο στρατιωτικός διοικητής με συγχάρηκε για την ασφαλή και έγκαιρη άφιξη του φορτίου. Όταν του γνωστοποίησα ότι είχα διαταγή να χρησιμοποιηθώ για την καταδίωξη ανταρτών, αντιληφθείς το είδος της δύναμης που διοικούσα, μου απάντησε: «Παιδί μου, με αυτούς που σου έδωσαν να διοικήσεις σε λυπάμαι για να σου αναθέσω αυτή την αποστολή. Καλλίτερα να γυρίσεις πίσω…».
Η επιστροφή ήταν πολύ πιο εύκολη, ιδίως γιατί δεν υπήρχε η ευθύνη για την ασφάλεια του φορτίου. Οι άνδρες και οι αγωγιάτες ίππευαν εκ περιτροπής τα υποζύγια και όταν επικεφαλής του περίεργου αυτού έφιππου Ελληνοτουρκικού αποσπάσματος έφθασα στο Φρουραρχείο της Δράμας, ο Φρούραρχος με υποδέχτηκε σκασμένος στα γέλια. Συγχρόνως όμως μου εξομολογήθηκε ότι με ιδιαίτερη χαρά μας είδε να επιστρέφουμε διότι, έχοντας παρακολουθήσει την αναχώρησή μας, είχε πολλές αμφιβολίες αν θα επιστρέφαμε ποτέ.
Στο τελευταίο τμήμα της διαδρομής προς Καβάλα συνέβη ένα κωμικό επεισόδιο που παρ’ ολίγο να εξελίσσονταν σε τραγικό. Καθώς κατεβαίναμε την πλαγιά ενός λόφου οι άνδρες της εμπροσθοφυλακής άκουσαν έναν πυροβολισμό και άρχισαν να βάλουν άσκοπα. Ξεκαβαλίκεψα και έτρεξα αμέσως προς τα εκεί οπότε οι υπόλοιποι άνδρες νομίζοντας ότι τους είχαν επιτεθεί άρχισαν επίσης να βάλουν ομαδικά πάνω από το κεφάλι μου και προς την κατεύθυνση της εμπροσθοφυλακής. Αφού με πολύ κόπο κατάφερα να σταματήσει το πυρ, διαπίστωσα ότι επρόκειτο για έναν φουκαρά κυνηγό που με δυσκολία έσωσα από τα χέρια των ανδρών. Επί τόπου είχε σπεύσει με το περίστροφο στο χέρι και ένας λοχαγός του Στρατηγείου που περνούσε από εκεί τυχαία όταν άκουσε τους πυροβολισμούς, που μου εξέφρασε την κατάπληξή του για το θέαμα στο οποίο είχε παραστεί μάρτυρας!
Όταν όλα πια είχαν τελειώσει καλά, ήμουνα κατά βάθος ευχαριστημένος διότι στην νεαρή αυτή ηλικία μου είχε δοθεί η ευκαιρία να δοκιμάσω συγκινήσεις τόσο διαφορετικές από τις συνηθισμένες του ναυτικού επαγγέλματος.
Στη συνέχεια το ναυτικό σύνταγμα συγκεντρώθηκε στην Αλεξανδρούπολη, από την οποία εν τω μεταξύ είχαν αποχωρήσει οι Βούλγαροι, και μας ανατέθηκε η φρούρηση της οροθετικής γραμμής του Αίνου που είχε εγκαταλειφτεί από αυτούς. Κατά την εκτέλεση υπηρεσίας στις προφυλακές μετά την υπογραφή της ανακωχής είχα την ευκαιρία να συναντηθώ με τον επικεφαλής αξιωματικό του απέναντι Βουλγαρικού τμήματος για διακανονισμό του ζητήματος της ύδρευσης και των δυο πλευρών από το μόνο φρεάτιο της περιοχής. Ήταν έφεδρος, μιλούσε Ελληνικά και κατά σύμπτωση το τμήμα του αποτελούνταν επίσης από άνδρες του μικρού Βουλγαρικού Ναυτικού. Τη στιγμή που συζητούσαμε ακούστηκαν κανονιοβολισμοί για τη υπογραφή της ειρήνης. Όταν τους άκουσε ταράχτηκε, με ρώτησε τι συμβαίνει και όταν τον πληροφόρησα μου είπε: «Ελπίζω τώρα να γυρίσουμε στα σπίτια μας».
Αστυνομικός Διευθυντής στην Αλεξανδρούπολη
Με την επιστροφή μου στην Αλεξανδρούπολη επρόκειτο να αναλάβω και άλλα περίεργα καθήκοντα. Επειδή δεν υπήρχαν αστυνομικές αρχές, διορίστηκα Αστυνομικός Διευθυντής Αλεξανδρουπόλεως και τέθηκαν υπό τις διαταγές μου οι άνδρες του ουλαμού μου καθώς και μερικοί αξιωματικοί και υπαξιωματικοί. Οι καλλίτεροι από τους άνδρες εφοδιάστηκαν με ειδικό περιβραχιόνιο και σφυρίχτρα και ονομάστηκαν αστυφύλακες. Οι αξιωματικοί τέθηκαν επικεφαλής αστυνομικών τμημάτων. Η έκδοση αγορανομικών διατάξεων περιλαμβάνονταν στα καθήκοντά τους. Σφραγίστηκαν τα σπίτια που είχαν εγκαταλείψει οι Βούλγαροι και λήφθηκαν μέτρα για την φρούρησή τους. Όλη τη νύχτα άνδρες περιπολούσαν την πόλη και τα περίχωρα και συχνά εκτελούσα εφοδείες. Το μόνο ενοχλητικό ήταν ότι όλη την νύχτα ακούγονταν οι σφυρίχτρες των ναυτών της υπηρεσίας που το εύρισκαν πολύ διασκεδαστικό. Κατά το δίμηνο περίπου διάστημα που εκτέλεσα τα καθήκοντα αυτά δεν αναφέρθηκε καμιά περίπτωση κλοπής.
Στην υπηρεσία μου στην Αλεξανδρούπολη έδωσε άδοξο τέλος μια κλωτσιά του αραβικού ίππου, του μόνου που για κακή μου τύχη διέθετε το άγημα, που με εξαπόστειλε για θεραπεία στην Αθήνα…»