Αντιτορπιλικό Β.Π.”ΥΔΡΑ”
Από την νύχτα της 6ης Απριλίου 1941, ο πόλεμος είχε περάσει σε νέα φάση. Το Ναυτικό μας αντιμετώπισε έναν εχθρό με συντριπτική υπεροχή ισχύος και υποχρεώθηκε να δέχεται πλήγματα, χωρίς να διαθέτει κατάλληλα μέσα άμυνας. Καταδικάστηκε σε παθητική στάση, είχε βαριές απώλειες αλλά είχε την ευκαιρία να επιδείξει και πράξεις ηρωισμού.
Ο πρώτος σφοδρός βομβαρδισμός του Πειραιά από την Γερμανική αεροπορία την νύχτα της 6ης προς την 7η Απριλίου, έδειξε την ανεπάρκεια της αντιαεροπορικής μας άμυνας. Τα αντιαεροπορικά μας πυροβολεία στη περιοχή του Ναυστάθμου και της Ελευσίνας, που είχαν αποδειχθεί ικανά να αποκρούσουν τις άτονες επιθέσεις των Ιταλικών αεροπλάνων, αν και ενισχύθηκαν με μια Αγγλική α/α πυροβολαρχία στο ορμητήριο της Ελευσίνας, με το α/α πυροβολείο του θ/κ “ΑΒΕΡΩΦ” και με λιγοστά Αγγλικά καταδιωκτικά, ήταν τελείως ανεπαρκή για ν’ αποκρούσουν την ασύγκριτα μεγαλύτερη Γερμανική αεροπορία. Τα αντιτορπιλικά μας είχαν ανεπαρκή α/α οπλισμό και δεν διέθεταν, όπως τα Αγγλικά, πολύκανα α/α πολυβόλα, τα μόνα αποτελεσματικά κατά των αεροσκαφών καθέτου εφορμήσεως. Ακόμη πιο σοβαρή ήταν η έλλειψη α/α πυρομαχικών, λόγω της οποίας τα αντιτορπιλικά διατάχθηκαν να βάλλουν κατά των εχθρικών αεροπλάνων μόνον εφόσον τα ίδια απειλούνταν.
Αντιτορπιλικά ΥΔΡΑ (#97) και ΨΑΡΑ (#98)
Οι συχνές αεροπορικές επιθέσεις καθιστούσαν επισφαλή την παραμονή των πλοίων στα αγκυροβόλια του Ναυστάθμου, της Ελευσίνας και των Μεγάρων. Από τη νύχτα της 13ης Απριλίου τα αντιτορπιλικά διατάχτηκαν να διασκορπίζονται κατά ζεύγη στον Σαρωνικό. Το αντιτορπιλικό “ΒΑΣΙΛΕΥΣ ΓΕΩΡΓΙΟΣ”, στο οποίο επέβαινε ο Πλοίαρχος Μεζεβίρης ως Ανώτερος Διοικητής αντιτορπιλικών, πλήττεται από αεροσκάφος καθέτου εφορμήσεως και πληγωμένο οδηγείται στο Ναύσταθμο για δεξαμενισμό. Το α/τ “ΒΑΣΙΛΕΥΣ ΓΕΩΡΓΙΟΣ” μετά από λίγες ημέρες περιήλθε στους Γερμανούς, επισκευάστηκε και εκτελούσε αποστολές στην υπηρεσία του εχθρού!
Μετά την προσωρινή αχρήστευση του α/τ “ΒΑΣΙΛΕΥΣ ΓΕΩΡΓΙΟΣ” ο Πλοίαρχος Μεζεβίρης ύψωσε στις 18 Απριλίου το σήμα του στο α/τ “ΑΕΤΟΣ” και στη συνέχεια, το πρωί της Δευτέρας του Πάσχα, 21 Απριλίου, στο α/τ “ΥΔΡΑ”.
Καθ’ όλη τη διάρκεια της 21ης Απριλίου 1941, λόγω των ασταμάτητων αεροπορικών συναγερμών, το α/τ “ΥΔΡΑ” και τ’ άλλα αντιτορπιλικά βρίσκονταν συνεχώς εν πλω στον Σαρωνικό, προσπαθώντας να κρυφθούν στις νησίδες που βρίσκονται δυτικά της Αίγινας. Μόνο όταν υπήρχε ανάγκη να συμπληρώσουν τα καύσιμά τους, παρέμεναν την νύχτα στη Σκάλα Μεγάρων. Από τις πρώτες πρωινές ώρες της 22ας Απριλίου, η δράση της εχθρικής αεροπορίας ήταν πιο έντονη παρά ποτέ. Μετά την αναχώρηση για τη Σούδα του μεγαλύτερου τμήματος του Στόλου, στη περιοχή παρέμεναν τέσσερα μεγάλα αντιτορπιλικά, η “ΒΑΣΙΛΙΣΣΑ ΟΛΓΑ” – στην οποία επέβαινε ο Αρχηγός του Στόλου-, η “ΥΔΡΑ”, ο “ΠΑΝΘΗΡ” και ο “ΙΕΡΑΞ”, που έπλεαν συνεχώς προσπαθώντας να κρυφθούν πίσω από βραχονησίδες.
Η “ΥΔΡΑ” είχε διαταχθεί να βρίσκεται στις Φλέβες στις 19.00 της ημέρας αυτής, όπου θα συναντιόταν με το εμπορικό “ΜΑΡΙΜΕΣΚ” με φορτίο πυρομαχικών και με το υποβρύχιο “ΠΑΠΑΝΙΚΟΛΗΣ” προκειμένου να τα συνοδεύσει στη Σούδα. Από τη Σούδα η “ΥΔΡΑ” θ’ αναχωρούσε για την Αλεξάνδρεια.
Από νωρίς τ’ απόγευμα η “ΥΔΡΑ” βρισκόταν κοντά στις ακτές της Πελοποννήσου στη περιοχή του Ισθμού της Κορίνθου, όταν ειδοποιήθηκε από τη “ΒΑΣΙΛΙΣΣΑ ΟΛΓΑ” ότι ήταν πιθανή η εμφάνιση της εχθρικής αεροπορίας. Ήταν επιβεβλημένη η αλλαγή θέσης για ακόμα μια φορά.
Ο Γρηγόριος Μεζεβίρης εξιστορεί:
“Από το πρωί είχαμε αλλάξει θέση πολλές φορές, αλλά πουθενά δεν καταφέρναμε να μείνουμε αθέατοι. Ρώτησα τότε τον Κυβερνήτη της ΥΔΡΑΣ, Αντιπλοίαρχο Θ. Πεζόπουλο, αν είχε καμιά έμπνευση, μέχρι να έρθει η ώρα να πλεύσουμε προς το στίγμα συναντήσεως που είχε ορισθεί. Αυτός, με το φλέγμα που τον διέκρινε, μου απάντησε “κύριε Διοικητά, ότι είναι πεπρωμένο να συμβεί θα συμβεί, προτείνω να πλεύσουμε με μικρή ταχύτητα προς τις Φλέβες”. Δέχτηκα τη γνώμη του, καθώς δεν εύρισκα άλλη λύση.
Γύρω στις 17.30, ενώ πλέαμε βόρεια της Αίγινας δίπλα στη νησίδα Λαγόσα, εμφανίστηκε εχθρικό αναγνωριστικό αεροπλάνο. Προκειμένου να το παραπλανήσουμε διέταξα να λάβουμε πορεία προς τα Μέθανα. Όταν εξαφανίστηκε, ξαναπήραμε την αρχική μας πορεία. Μετά από είκοσι περίπου λεπτά, εμφανίστηκε προς τον βορρά μεγάλος αριθμός αεροσκαφών, εβδομήντα περίπου, που κατευθύνονταν νότια σε πορεία διασταύρωσης με το πλοίο μας σε απόσταση λίγων μιλίων. Όταν έφθασαν στο ύψος της ΥΔΡΑΣ, περίπου 35 από αυτά αποχωρίστηκαν από τα υπόλοιπα και κατευθύνθηκαν προς αυτήν.
Βρισκόμενος στην πάνω γέφυρα διέταξα ανάπτυξη της μέγιστης ταχύτητας και πλεύση με ελιγμούς και στη συνέχεια έναρξη πυρός κατά του πρώτου σμήνους που βρέθηκε σε απόσταση βολής. Τα αεροπλάνα επιτίθονταν με κάθετη εφόρμηση, έβαλαν με βόμβες από μικρό ύψος και συγχρόνως πολυβολούσαν στοχεύοντας ιδίως την γέφυρα. Τη στιγμή εκείνη ανέβηκε από την κάτω γέφυρα ο Κυβερνήτης του πλοίου, κατά την συνήθειά του ασκεπής, και κατέλαβε τη θέση του δίπλα στο πρωραίο παραπέτασμα της γέφυρας. Σχεδόν αμέσως τον είδα να γλιστράει και να κάθεται στο δάπεδο. Τα μάτια του ήταν κλειστά, ένα ελαφρύ μειδίαμα διακρίνονταν στα χείλη του και σε όλο το πρόσωπό του ήταν διάχυτη η γαλήνη του ανθρώπου που μέχρι τη τελευταία στιγμή εκπλήρωσε το καθήκον του. Δεν μου απέμενε αμφιβολία ότι ο Αντιπλοίαρχος Θ. Πεζόπουλος, ο γενναίος αυτός στρατιώτης και πολύτιμος σύντροφος είχε, πρώτος, πληρώσει τον φόρο αίματος πάνω στο πλοίο του. Μια σφαίρα πολυβόλου τον είχε πλήξει καίρια στο κεφάλι.
Οι βόμβες έπεφταν βροχή γύρω από το πλοίο και πίδακες νερού το σκέπαζαν, μέχρι την πάνω γέφυρα. Οι ομοχειρίες των δυο α/α πολυβόλων σχεδόν αμέσως βγήκαν εκτός μάχης, ενώ το τρίτο έπαθε εμπλοκή. Μέσα σε λίγα λεπτά από την αρχή της επίθεσης, μόνο τα ελαφρά φορητά πολυβόλα Χότσκις στην κάτω γέφυρα ήταν ακόμα σε θέση να βάλλουν. Οι μηχανές του πλοίου ανέπτυξαν αρχικά ταχύτητα 30 μιλίων, μετά από λίγο όμως η μια μηχανή κράτησε και στη συνέχεια και η άλλη. Το πλοίο, άοπλο και ακινητοποιημένο, παρέμεινε στη διάθεση του εχθρού. Καταδιωκτικά αεροπλάνα δεν εμφανίζονταν από πουθενά, αν και ο ασύρματος της Αθήνας μας είχε πληροφορήσει λίγο πριν την επίθεση ότι δυο καταδιωκτικά αεροπλάνα πετούσαν πάνω από την Αθήνα!
Καμιά βόμβα δεν έπεσε πάνω στο σκάφος, πολλές όμως έπεσαν πολύ κοντά και προκάλεσαν πολλά ρήγματα στα ύφαλα. Το πλοίο έβαζε νερά από παντού και το βύθισμα μεγάλωνε ταχύτατα, ιδίως στη πρύμνη. Πολλά ελάσματα του καταστρώματος είχαν πάρει κυματοειδή μορφή. Το κατάστρωμα, τα δάπεδα των πυροβόλων και των γεφυρών είχαν στρωθεί με νεκρούς και βαριά τραυματισμένους που είχαν πληγεί από τους πολυβολισμούς και ιδιαίτερα από τα θραύσματα των βομβών που έπεφταν κοντά στο πλοίο. Ο ύπαρχος, Πλωτάρχης Βλαχάβας, είχε φρικτά ακρωτηριαστεί και ανάλογη ήταν η τύχη του Υποπλοίαρχου Αρλιώτη και του Ιατρού Μανιαρέζη. Ο ίδιος είχα τραυματιστεί από θραύσματα. Τα αεροσκάφη, όταν πείστηκαν ότι το πλοίο βυθιζόταν, σταμάτησαν τις επιθέσεις και για κάποιο διάστημα πετούσαν πάνω από το πλοίο.
Όταν διαπίστωσα ότι καμιά ελπίδα διάσωσης του πλοίου υπήρχε, διέταξα τον αρχιεπιστολέα μου Υποπλοίαρχο Νεόφυτο, τον αρχαιότερο από τους επιζώντες, να γίνει εγκατάλειψη του πλοίου. Οι λέμβοι είχαν καταστραφεί, εκτός από μια μικρή που χρησιμοποιήθηκε για να επιβιβασθούν οι ακρωτηριασμένοι. Οι υπόλοιποι κολυμπήσαμε μερικές εκατοντάδες μέτρα, μέχρι τη νησίδα Λαγόσα. Οι αξιωματικοί του πλοίου επιστάτησαν ώστε οι βαριά τραυματισμένοι να φορέσουν τα σωσίβια και να πέσουν στη θάλασσα. Η διάβαση του καταστρώματος ήταν δύσκολη καθώς σε κάθε βήμα διασκελίζαμε ακρωτηριασμένα πτώματα. Μερικοί άνδρες παράμεναν στη πρύμνη, παρόλο ότι το κατάστρωμα βρισκόταν ελάχιστα πάνω από την επιφάνεια της θάλασσας, γιατί ίσως δεν είχαν αντιληφθεί τη διαταγή που είχε δοθεί και δίσταζαν να εγκαταλείψουν το πλοίο. Τους διέταξα να πέσουν στη θάλασσα και στη συνέχεια κατέβηκα από τη δεξιά κλίμακα που το πιο πάνω σκαλί της είχε φθάσει στη επιφάνεια της θάλασσας. Πριν από μόλις τριάντα ώρες είχα ανέβει την ίδια κλίμακα για ν’ αναλάβω τη διοίκηση στην νέα αρχηγίδα μου.
Λίγα λεπτά αφού και ο τελευταίος από τους επιζώντες είχε εγκαταλείψει το πλοίο, η πρύμνη του βυθίστηκε, πήρε κατακόρυφο κλίση και εξαφανίστηκε κάτω από το νερό, παρασύροντας στον υγρό τάφο του και τους ηρωικούς νεκρούς. Από την αρχή της επίθεσης μέχρι τη βύθιση είχαν περάσει μόνο 14 λεπτά της ώρας. Τη στιγμή που τα νερά κάλυπταν το σκάφος μια φωνή ακούστηκε από τη θάλασσα που επαναλήφθηκε από δεκάδες στόματα, “ΖΗΤΩ Η ΥΔΡΑ”.
Όπως ανέφερε ο Ναυτικός Διοικητής Μήλου, ένας Γερμανός αεροπόρος από εκείνους που έλαβαν μέρος στην επίθεση του είπε κατά τη κατάληψη της νήσου, ότι του είχε κάνει εντύπωση η ηρωική στάση του πληρώματος της ΥΔΡΑΣ που κουνούσαν τα καπέλα τους και ζητωκραύγαζαν τη στιγμή που το πλοίο βομβαρδιζόταν και βυθίζονταν.
Παραμείναμε στη μικρή βραχώδη νήσο Λαγόσα περίπου μια ώρα περιμένοντας την αποστολή βοήθειας. Κατά το διάστημα αυτό μου δόθηκε η ευκαιρία να αντιληφθώ ακόμα καλύτερα τα ψυχικά προσόντα των ανδρών. Κατά την διάρκεια της επιθέσεως είχα ήδη εκτιμήσει την εξαιρετική τους διαγωγή και την απόλυτη ψυχραιμία τους. Γύρω μου, βρίσκονταν κατάκοιτοι πολλοί βαριά τραυματισμένοι και που και που ακούγονταν κραυγές πόνου που ήταν δύσκολο να συγκρατηθούν. Από κανενός όμως τα χείλη δεν ξέφυγε η ελάχιστη φωνή παραπόνου. Εκείνοι που διατηρούσαν τις αισθήσεις τους, ζητούσαν με αγωνία πληροφορίες για τον Κυβερνήτη τους, που κυριολεκτικά λάτρευαν και αποκαλούσαν “ο Θοδωράκης μας”. Ένας ναύτης με κομμένο το πόδι που ήταν ξαπλωμένος κοντά μου συνεχώς με ρωτούσε “πώς αισθάνεσαι, κύριε Διοικητά”;
Την καταβύθιση της ΥΔΡΑΣ παρακολούθησαν πολλοί από την Αθήνα, την Σαλαμίνα και την Αίγινα και πολλά πλωτά μέσα έφθασαν για να περισυλλέξουν τους ναυαγούς. Οι τραυματίες μεταφέρθηκαν στα νοσοκομεία της Αίγινας και της Αθήνας.Την ίδια νύχτα απέπλευσαν για τη Σούδα το α/τ “ΒΑΣΙΛΙΣΣΑ ΟΛΓΑ”, μεταφέροντας μέλη της Κυβερνήσεως, το α/τ “ΙΕΡΑΞ” και το α/τ “ΠΑΝΘΗΡ”. Το υ/β “ΠΑΠΑΝΙΚΟΛΗΣ” δεν συνάντησε το α/τ “ΥΔΡΑ” στις Φλέβες και συνέχισε τον πλου του, όπως και το “ΜΑΡΙΜΕΣΚ” που έφθασε αίσια στη Σούδα. Αυτά ήταν και τα τελευταία πολεμικά πλοία που εγκατέλειψαν τα νερά του Σαρωνικού για να συνεχίσουν τον αγώνα και έξω από τα σύνορα της Ελλάδος.
Από το νοσοκομείο “Ευαγγελισμός”, όπου νοσηλευόμουνα, άκουσα μέσα στην ηρεμία της νύχτας της 26ης Απριλίου 1941 την διέλευση των μηχανοκίνητων φαλαγγών του εχθρού. Το πρωί της επομένης ημέρας η σημαία του κατακτητή κυμάτιζε στον ιερό βράχο της Ακρόπολης.” Ο εκφωνητής της ελληνικής ραδιοφωνίας μετέδιδε το
Το δραματικό τέλος της “ΥΔΡΑΣ”: Απέθαναν ζητωκραυγάζοντας για την Ελλάδα