Ο Γρηγόριος Μεζεβίρης διηγείται:

Η κατάσταση στο Ναυτικό τις παραμονές του κινήματος

«Από την εποχή του κινήματος του 1933, για να προληφθούν νέες στασιαστικές ενέργειες, είχε κριθεί σκόπιμο να απομακρυνθούν από τις διοικήσεις των ενόπλων δυνάμεων οι αξιωματικοί που ήταν φανατικά προσηλωμένοι στη βενιζελική παράταξη.  Αν και αυτοί που είχαν αναλάβει τις διοικήσεις δεν είχαν, στην πλειοψηφία τους, καμιά πρόθεση να ανατρέψουν βίαια το δημοκρατικό πολίτευμα, οι αντιπολιτευόμενοι την Κυβέρνηση επωφελήθηκαν από αυτές τις μεταβολές για να κηρύξουν σε κίνδυνο την Δημοκρατία.  Έτσι, συσπειρώθηκαν σε οργάνωση που φαινομενικά μεν αποσκοπούσε στην άμυνα του δημοκρατικού πολιτεύματος, στην πραγματικότητα όμως – όπως αποδείχτηκε από το κίνημα του 1935 – στην κατάληψη της εξουσίας με τη βία, ίσως γιατί θεωρήθηκε ότι «η επίθεση είναι το καλλίτερο μέσο άμυνας».

Καταβλήθηκε προσπάθεια από τους ηγέτες της κίνησης αυτής να προσεταιριστούν τον μεγαλύτερο δυνατόν αριθμό αξιωματικών εν ενεργεία και ιδιαίτερα εκείνων που υπηρετούσαν σε μάχιμες μονάδες.  Στο Ναυτικό η προσπάθεια αυτή βρήκε πολύ πρόσφορο έδαφος λόγω των δυσαρεσκειών και της απογοήτευσης που είχαν προκαλέσει οι μέθοδοι διοίκησης και η ακαταλληλότητα ορισμένων ανωτέρων διοικητών.  Η κατάσταση αυτή επιδεινώθηκε αφότου διαλύθηκε τον Ιούλιο του 1934 ο Στολίσκος των αντιτορπιλικών -η κύρια μάχιμη υπηρεσία που λειτουργούσε ικανοποιητικά- και ο Διοικητής του Πλοίαρχος Α. Σακελλαρίου τέθηκε στη διάθεση του Υπουργείου, διότι όπως είχε λεχθεί δεν ενέπνεε εμπιστοσύνη στον Υπουργό.  Την εποχή εκείνη προήχθη σε Υποναύαρχο ένας Πλοίαρχος που υπηρετούσε από τριετίας στην Μετεωρολογική Υπηρεσία. Στον Γενικό αυτόν αξιωματικό δόθηκε από τον Υπουργό ευρύτατη δικαιοδοσία με την σύγχρονη ανάθεση των καθηκόντων του Αρχηγού του Στόλου και του Γενικού Διευθυντού του Ναυστάθμου, προφανώς διότι τον θεωρούσε ως τον πλέον ενδεδειγμένο να πατάξει αμέσως κάθε στασιαστική απόπειρα. Εξ’ άλλου, σε μια από τις μάχιμες ανώτερες διοικήσεις είχε τοποθετηθεί Πλοίαρχος που όφειλε τη θέση στα αδιάλλακτα αντιβενιζελικά του φρονήματα.  Στερούμενος σοβαρότητας και χαρακτηριζόμενος από αλαζονεία, δεν δίσταζε να εκφράζεται περιφρονητικά για τις ικανότητες των υφισταμένων του, πολλοί από τους οποίους είχαν πολύ καλή επαγγελματική κατάρτιση.   Η μεγάλη πλειονότητα από αυτούς πρωτοστάτησαν κατά το κίνημα της 1ης Μαρτίου του 1935.

Τα παράπονα και τον πόνο των αξιωματικών για τον τρόπο της διοίκησης του Ναυτικού είχα επανειλημμένα την ευκαιρία να διαπιστώσω από συζητήσεις με αυτούς και θεώρησα καθήκον μου να μεταφέρω  στον Υπουργό, ο οποίος όμως θεωρούσε ότι «οι αξιωματικοί έπρεπε να θεωρούνται ευτυχείς διότι τους είχε δώσει τέτοιους αρχηγούς».

Μετά τη διάλυση του Στολίσκου τα γυμνάσια του Στόλου διακόπηκαν και τα πλοία παρέμεναν στον Ναύσταθμο.  Έτσι δίνονταν περισσότερες ευκαιρίες στα στελέχη να ασχολούνται με την πολιτικολογία.  Επειδή οι φήμες για επικείμενο κίνημα ήταν διάχυτες στους δρόμους, λήφθηκαν και διάφορα άλλα προληπτικά μέτρα . Διατάχθηκε η αυστηρή φρούρηση του Ναυστάθμου και των πλοίων, απαγορεύτηκε η κυκλοφορία τις νυχτερινές ώρες, οι ύποπτοι αξιωματικοί παρακολουθούνταν, αποβιβάστηκαν τα πυρομαχικά των πλοίων, κ.λ.π.  Τα μέτρα όμως αυτά αύξαναν τις δυσαρέσκειες, ενώ όταν ήρθε η ώρα αποδείχτηκαν ανίσχυρα.  Οι Κυβερνήτες και οι ανώτεροι αξιωματικοί που αντιλαμβάνονταν ότι τους παρακολουθούσαν μέσα στην ίδια τους την υπηρεσία, ακόμα και αν δεν είχαν πρόθεση να αναμειχθούν σε στασιαστικές ενέργειες, έσπευδαν να έρθουν σε επαφή με τους οργανωτές των κινημάτων.  Εκείνοι, γνωρίζοντας την ψυχοσύνθεση των στελεχών του Ναυτικού καλλίτερα από τους διοικούντες, επωφελούνταν από κάθε σφάλμα τους για να προσελκύσουν οπαδούς.  Βέβαια, για εκείνους που από επάγγελμα ήταν κινηματίες η λήψη ορισμένων μέτρων πρόνοιας ήταν απόλυτα δικαιολογημένη.  Πόσοι όμως ίσως θα αρνούνταν να τους ακολουθήσουν, αν τα μέτρα λαμβάνονταν με περίσκεψη και αν ήταν άλλη η διοίκηση!   Έχω την γνώμη ότι αν δεν συνέτρεχαν οι λόγοι αυτοί θα ήταν πολύ περιορισμένος ο αριθμός των αξιωματικών του Ναυτικού που θα ήταν διατεθειμένοι να μεταβληθούν σε επαναστάτες για την άμυνα του πολιτεύματος που τότε τουλάχιστον δεν φαίνονταν να διακινδυνεύει.

Το κίνημα εκδηλώνεται

Τις απογευματινές ώρες της 1ης Μαρτίου 1935, ομάδα αξιωματικών στασιαστών εν ενεργεία και απότακτων αποβιβάζονταν στο Ναύσταθμο. Επικεφαλής της ομάδας ήταν δυο απότακτοι, ο Υποναύαρχος Ι. Δεμέστιχας και ο Πλοίαρχος Α. Κολιαλέξης, που μέχρι πριν από λίγο χρόνο δεν βρίσκονταν σε καθόλου καλές σχέσεις μεταξύ τους. Και οι δυο είχαν διατελέσει αρχηγοί του Στόλου και ήταν αξιωματικοί έχοντες έμφυτα τα προσόντα του αρχηγού και εξασκούσαν μεγάλη επιβολή επί των στελεχών.  Η ομάδα αυτή σε συνεργασία με άλλες μονάδες που οργανώθηκαν από τους υπηρετούντες στην περιοχή του Ναυστάθμου, ιδιαίτερα στα Υποβρύχια και τα Συνεργεία, πέτυχε σε πολύ σύντομο χρονικό διάστημα να καταλάβουν τον Ναύσταθμο. Με εξαίρεση τον αρχιεπιστολέα του Ναυστάθμου Αντιπλοίαρχο Α. Σιώκο που βρήκε τραγικό θάνατο στην εκτέλεση του καθήκοντος και μερικών κατώτερων στελεχών που επέδειξαν θαυμαστή ατομική πρωτοβουλία, οι υπόλοιποι κέρβεροι του καθεστώτος παρέδωσαν αμαχητί τα πάντα.

Ο Αρχηγός του Στόλου και του Ναυστάθμου βρίσκονταν την ώρα εκείνη στην οικία του στον Ναύσταθμο όπου αιφνιδιάστηκε και συνελήφθηκε από τους στασιαστές.  Ο Ανώτερος Διοικητής των Υποβρυχίων απουσίαζε στην Αθήνα.

Παράλληλα, με την βοήθεια αξιωματικών που υπηρετούσαν ένδον, οι στασιαστές κατέλαβαν το θωρηκτό «ΑΒΕΡΩΦ», το ελαφρύ καταδρομικό «ΕΛΛΗ», το αντιτορπιλικό «ΝΙΚΗ», τα υποβρύχια «ΚΑΤΣΩΝΗΣ» και «ΝΗΡΕΥΣ» και το αντιτορπιλικό σε εφεδρεία «ΛΕΩΝ».  Από τα αντιτορπιλικά σε ενέργεια, τέσσερα, τα α/τ «ΠΑΝΘΗΡ», «ΙΕΡΑΞ», «ΘΥΕΛΛΑ» και «ΨΑΡΑ» αντιστάθηκαν.  Όμως από αυτά, το α/τ «ΨΑΡΑ» συμμορφώθηκε αργότερα προς διαταγή του αρχηγού του Στόλου και παραδόθηκαν στους στασιαστές, ενώ ο κυβερνήτης και μερικοί άλλοι αξιωματικοί αποχώρησαν. Από τα υπόλοιπα πλοία τα περισσότερα βρίσκονταν σε επισκευή ή σε εφεδρεία και δεν μπορούσαν να κινηθούν αμέσως.  Οι στασιαστές φρόντισαν να αφαιρέσουν ορισμένα εξαρτήματά τους για να μην είναι δυνατή η ταχεία χρησιμοποίησή τους.

Ο Αρχηγός του Στόλου μετά την κατάληψη του Ναυστάθμου συνοδευόμενος από τον αρχηγό των στασιαστών επιβιβάστηκε στο θ/κ «ΑΒΕΡΩΦ», απ’ όπου εξέδωσε διαταγές προς τα πλοία που αντιστέκονταν να παύσουν να αντιστέκονται για να μην γίνει αιματοχυσία.  Μόνο το α/τ «ΨΑΡΑ» συμμορφώθηκε προς αυτήν την διαταγή.  Τελικά, ο ίδιος δεν ακολούθησε τους στασιαστές και επιβιβάστηκε στο α/τ «ΙΕΡΑΞ».

Ο Διοικητής των αντιτορπιλικών που επέβαινε του α/τ «ΣΠΕΤΣΑΙ» που βρίσκονταν στην πλωτή δεξαμενή του Ναυστάθμου, παρέμεινε θεατής των γεγονότων και μάλιστα επέτρεψε να αφαιρεθούν διάφορα εξαρτήματα από την αρχηγίδα και να προσχωρήσουν όσοι επιθυμούσαν στο κίνημα.

Τα πλοία των στασιαστών αφού εφοδιάστηκαν με πυρομαχικά και συμπλήρωσαν το προσωπικό τους από άλλες υπηρεσίες, απέπλευσαν από τον Ναύσταθμο τις πρωινές ώρες  της 2ας Μαρτίου 1935.  Κατά τον πλου τους προς την Ψυτάλεια βλήθηκαν ανεπιτυχώς από πυροβολαρχίες που είχαν εγκατασταθεί την νύχτα από τις κυβερνητικές αρχές στο Πέραμα και την Δραπετσώνα. Επειδή όλοι οι στασιαστές είχαν επιβιβαστεί στα πλοία που απέπλευσαν, μετά τον απόπλου τους ο Ναύσταθμος περιήλθε πάλι στα χέρια των νόμιμων αρχών.

Την ώρα που αυτά συνέβαιναν στο Ναυτικό, ανάλογα διαδραματίζονταν στις σπουδαιότερες στρατιωτικές φρουρές. Εν τούτοις, μόνο στις φρουρές της Ανατολικής Μακεδονίας και της Θράκης επικράτησαν τελικά οι στασιαστές και ο Διοικητής του Δ’ Σώματος Στρατού στην Καβάλα ανέλαβε την ηγεσία του κινήματος.  Τα στασιαστικά κινήματα που εκδηλώθηκαν στην φρουρά της Αθήνας εξουδετερώθηκαν στη γέννησή τους με συντονισμένα και δραστικά μέτρα.

Ο στασιαστικός Στόλος έπλευσε αρχικά στη Σούδα της Κρήτης και καθ’ οδόν βλήθηκε χωρίς σοβαρό αποτέλεσμα από την αεροπορία, που είχε παραμείνει στο σύνολό της στο πλευρό της Κυβέρνησης. Στη Κρήτη τέθηκε κάτω από την αιγίδα του Ελ. Βενιζέλου, του Αρχηγού των Φιλελευθέρων, και ακολούθησε η κατάλυση των νόμιμων αρχών του νησιού και η προσχώρησή τους στην επανάσταση. Μπορεί να θεωρηθεί βέβαιο ότι οι στασιαστές, στηριζόμενοι στην καλή τους οργάνωση και πιθανώς σε υποσχέσεις που δεν τηρήθηκαν, δεν είχαν καμιά αμφιβολία για την άμεση επικράτηση του κινήματος, γιατί αλλιώς δεν θα είχαν συμμετάσχει αρκετοί που από χαρακτήρα δεν προσφέρονταν για τέτοιες ενέργειες.  Μετά όμως από την αποτυχία τους στην Παλιά Ελλάδα και την Δυτική Μακεδονία ήταν πια φανερό ότι αποσκοπούσαν στον χωρισμό του κράτους, όπως είχε γίνει με το κίνημα του 1916 [βλέπε: «Αρχή προβλημάτων – Εθνικός διχασμός 1915- 1917»], αλλά με έδρα αυτή τη φορά την Κρήτη.  Θα είχαν τουλάχιστον έτσι την ελπίδα μιας συμβιβαστικής λύσης με το «Κράτος των Αθηνών».

Αν και ο λαός μας είχε πια συνηθίσει στα κινήματα και δεν του προκαλούσαν έκπληξη, ιδιαίτερα το κίνημα αυτό προκάλεσε έκπληξη και αγανάκτηση όχι μόνο στους φίλους της Κυβερνήσεως αλλά και γενικά στους φιλήσυχους πολίτες.  Ίσως σ’ αυτό συντέλεσε και η εξέλιξη του κινήματος, γιατί μέχρι τότε είχαμε συνηθίσει σε αναίμακτη επικράτηση των κινηματιών και σπανιότερα στην αναίμακτη επίσης αποτυχία τους.  Τώρα, στη μέση της Αθήνας ακούγονταν κανονιοβολισμοί, κατέφθαναν αλλεπάλληλες πληροφορίες για αιματηρά γεγονότα στον Ναύσταθμο, για αρπαγή του Στόλου, στάσεις στις φρουρές, κ.λ.π. και προφανώς πηγαίναμε σε εμφύλιο πόλεμο.

Η καταστολή του κινήματος

Όταν ακούσαμε την είδηση, πήγα στο Υπουργείο των Ναυτικών με άλλους συναδέλφους που υπηρετούσαν σε υπηρεσίες ξηράς και ζητήσαμε να χρησιμοποιηθούμε για την καταστολή του κινήματος.  Εκείνη όμως την νύχτα στάθηκε αδύνατο να πάρουμε οδηγίες διότι ο Υπουργός βρίσκονταν στο Πέραμα, όπου παρακολουθούσε την εγκατάσταση των πυροβολαρχιών με τις οποίες ήλπιζε να παρεμποδιστεί ο απόπλους των στασιαστικών πλοίων.  Την επομένη παρέλαβε ως Υπουργός ο Ναύαρχος Σ. Δούσμανης, ο οποίος και με τοποθέτησε στο «Γραφείο επιχειρήσεων καταστολής του κινήματος» που ίδρυσε για την περίσταση.  Ο ίδιος ο Υπουργός προΐστατο του Γραφείου με βοηθό τον Υποναύαρχο Δ. Οικονόμου που είχε αναλάβει τα καθήκοντα του Αρχηγού του Γ.Ε.Ν.  Σε μένα ανατέθηκαν γενικά τα θέματα των επιχειρήσεων, με βοηθό τον έφεδρο Πλοίαρχο Π. Λελούδα που είχε παρουσιαστεί εθελοντικά.  Ο εν ενεργεία Πλοίαρχος Κ. Οικονόμου ανέλαβε την υπηρεσία πληροφοριών.

Από το Γραφείο αυτό διατάσσονταν οι αποστολές των ναυτικών δυνάμεων που είχαν παραμείνει πιστές στην Κυβέρνηση.  Η συλλογή των πληροφοριών γίνονταν όπως σε περίοδο πολέμου.  Εκτελούνταν αεροπορικές αναγνωρίσεις, λαμβάνονταν ραδιοδιοπτεύσεις των πλοίων των στασιαστών, συλλαμβάνονταν τα διαβατικά ραδιογραφήματά τους, τέθηκε σε λειτουργία το δίκτυο παρατηρητηρίων, κ.λ.π.  Το Γραφείο του Αρχηγού του Γ.Ε.Ν. μετατράπηκε σε τηλεφωνικό κέντρο για τα εμπιστευτικής φύσης τηλεφωνήματα και ως τηλεφωνητές χρησιμοποιούνταν αξιωματικοί που είχαν ειδικά επιλεγεί και απόστρατοι Ναύαρχοι και Πλοίαρχοι που είχαν προσέλθει εθελοντικά.  Ο Στρατηγός Εξαδάκτυλος, παλιός επιτελής των Βαλκανικών Πολέμων, προσέφερε λόγω της μεγάλης του σχετικής πείρας πολύτιμες υπηρεσίες ως προϊστάμενος της υπηρεσίας αποκρυπτογράφησης των τηλεγραφημάτων των στασιαστών.

Καθ’ όλη την διάρκεια των επιχειρήσεων ο Ι. Μεταξάς, που είχε τότε εισέλθει στην Κυβέρνηση ως Υπουργός άνευ χαρτοφυλακίου, είχε εκλέξει ως έδρα του το Γραφείο μου.  Μου προκάλεσε κατάπληξη η επιτελική του αντίληψη σε καθαρώς ναυτικά ζητήματα και η σωματική του αντοχή, γιατί πάνω από δέκα μέρες δεν ξάπλωσε σε κρεβάτι.

Η προετοιμασία του Στόλου

Από τα αντιτορπιλικά που δεν είχαν καταληφθεί και δεν βρίσκονταν σε κατάσταση γενικής επισκευής, τα «ΠΑΝΘΗΡ», «ΙΕΡΑΞ», «ΣΦΕΝΔΟΝΗ» και «ΘΥΕΛΛΑ», αφού συμπλήρωσαν πυρομαχικά και καύσιμα ήταν έτοιμα για άμεση δράση.  Τα αντιτορπιλικά «ΣΠΕΤΣΑΙ», «ΥΔΡΑ» και «ΚΟΥΝΤΟΥΡΙΩΤΗΣ» βρίσκονταν σε επισκευή και επιπλέον οι στασιαστές είχαν αφαιρέσει διάφορα εξαρτήματα για τα οποία δεν υπήρχαν ανταλλακτικά.  Τα Συνεργεία του Ναυστάθμου με πραγματικά υπεράνθρωπη εργασία μέσα σε πέντε μόνο ημέρες είχαν πετύχει να κατασκευάσουν τα εξαρτήματα που είχαν αφαιρεθεί και να συναρμολογήσουν τα μηχανήματα που βρίσκονταν σε επιθεώρηση.  Την 7η Μαρτίου 1935 τα 3 αυτά αντιτορπιλικά εκτελούσαν δοκιμαστικό πλου και πυρά και την επομένη είχαν συμπληρώσει πυρομαχικά, τορπίλες μάχης , καύσιμα και πάσης φύσεως εφόδια.  Ετοιμάστηκαν επίσης τα υποβρύχια που μπορούσαν να κινηθούν.

Πραγματικά καταπληκτική ήταν και η κατ’ απαίτηση του Υπουργού προετοιμασία του από χρόνια εγκαταλελειμμένου και χωρίς πλήρωμα θωρηκτού «ΚΙΛΚΙΣ».  Απαιτείτο η όντως εξαιρετική ζωτικότητα σε κρίσιμες περιστάσεις της φυλής μας για να αναληφθεί έργο με εντολή αποπεράτωσης μέσα σε λίγες ημέρες, για το οποίο φυσιολογικά θα απαιτούνταν πολλοί μήνες.  Μεταξύ άλλων δεν υπήρχαν γομώσεις των πυροβόλων και απαιτείτο μελέτη αναπροσαρμογής των πυριτίδων του θ/κ «ΑΒΕΡΩΦ».  Την 5η Μαρτίου το πλοίο ρυμουλκήθηκε από τον Πόρο στον Ναύσταθμο και συμπληρώθηκε το προσωπικό του εκ των ενόντων, ιδιαίτερα με κλήση εφέδρων.  Τεχνικοί αξιωματικοί που είχαν προϋπηρετήσει προσέφεραν τα φώτα τους. Την 14η Μαρτίου το πλοίο ανέφερε ότι ήταν σε θέση να εκτελέσει πλου και πυρά.  Δεν μπορώ να βεβαιώσω ότι το θ/κ «ΚΙΛΚΙΣ» θα μπορούσε να πλεύσει μέχρι την Κρήτη, όπως προβλεπόταν, πάντως έπλευσε με ίδια μέσα μέχρι το Κερατσίνι.  Μεσολάβησε η καταστολή του κινήματος και έτσι εγκαταλείφθηκε πάλι για να βαδίσει προς τον φυσικό του θάνατο.

Επειδή θεωρούνταν πιθανό ο Στόλος των στασιαστών να πλεύσει προς Θεσσαλονίκη, εξοπλίστηκαν επειγόντως τα επάκτια πυροβολεία του Καραμπουρνού που ήταν παροπλισμένα και την 8η Μαρτίου εκτέλεσαν δοκιμαστική βολή.  Ήδη από την 5η Μαρτίου είχε αποκλειστεί με νάρκες ο είσπλους στον Θερμαϊκό και αυτό κοινοποιήθηκε με ανοικτό ραδιογράφημα για να το έχουν υπόψη τους οι στασιαστές.

Αντιμετωπίζονταν και η περίπτωση προσβολής του Ναυστάθμου από τα πλοία των στασιαστών.  Παράλληλα με τα μέτρα που έλαβε ο Στρατός για την πρόληψη απόβασης στις ακτές της Αττικής, μεταξύ της 2 και 6 Μαρτίου αποκλείστηκαν με νάρκες όλες οι προσβάσεις του Ναυστάθμου και εξοπλίστηκαν τα επάκτια πυροβολεία της περιοχής.

Η επάνδρωση των πλοίων που κινητοποιήθηκαν και των πυροβολείων υπήρξε ένα από τα δυσκολότερα προβλήματα, γιατί στα πλοία των στασιαστών είχαν επιβιβαστεί και αρκετοί που υπηρετούσαν σε άλλα πλοία.  Απαιτήθηκε να απογυμνωθούν οι υπηρεσίες ξηράς και έγινε μερική επιστράτευση.

Τα 7 εν ενεργεία αντιτορπιλικά που απέμειναν, συγκροτήθηκαν σε Στολίσκο. Επικεφαλής του Στολίσκου τέθηκε και πάλι ο Πλοίαρχος Α. Σακελλαρίου που είχε τεθεί στη διάθεση του Υπουργείου τον Ιούλιο του 1934.  Λήφθηκαν και διάφορα άλλα μέτρα, όπως σε περίοδο πολέμου, για την κίνηση των εμπορικών πλοίων, τη θαλάσσια μεταφορά των εφέδρων, το σβήσιμο των φάρων, κ.λ.π.  Μέσα στη θλιβερή αυτή κατάσταση υπήρξε και μια ευχάριστη ένδειξη.  Φάνηκε, με πόση ταχύτητα μπορεί να κινητοποιηθεί το Ναυτικό μας.

Οι κινήσεις των στασιαστικών πλοίων

Όσον αφορά τις κινήσεις των στασιαστικών πλοίων μετά τον κατάπλου τους στην Σούδα, οι κυριότερες υπήρξαν οι ακόλουθες:

Το θ/κ «ΑΒΕΡΩΦ», το κ/δ «ΕΛΛΗ» και το α/τ «ΨΑΡΑ» κατέπλευσαν την 5η Μαρτίου 1935 στην Καβάλα, όπου παρέμεινε μόνο το «ΕΛΛΗ»  προκειμένου να χρησιμοποιηθεί για την συνεννόηση με ασύρματο με το Δ’ Σώμα Στρατού.  Το α/τ «ΨΑΡΑ» επέστρεψε στη Σούδα όπου και παρέμεινε μέχρι την καταστολή του κινήματος, λόγω έλλειψης καυσίμων.  Το θ/κ «ΑΒΕΡΩΦ» κατέπλευσε στη Μυτιλήνη, όπου ανθράκευσε και στη συνέχεια στη Χίο και τη Σάμο.  Προφανής σκοπός αυτού του πλου ήταν η προσχώρηση στο κίνημα των νήσων του Αρχιπελάγους.  Από τηλεγράφημα του πολιτικού αρχηγού της Επανάστασης Ελ. Βενιζέλου, προκύπτει ότι αυτός πρότεινε την κατάληψη των νήσων για να αντιμετωπιστεί το «Κράτος των Αθηνών» με όρους που να επιτρέπουν τη «σύναψη έντιμης ειρήνης».  Στη συνέχεια το θ/κ «ΑΒΕΡΩΦ», έπλευσε στον Άγιο Νικόλαο Κρήτης όπου και παρέμεινε μέχρι και την 11η Μαρτίου, οπότε κατέπλευσε στη Σούδα.  Το α/τ «ΛΕΩΝ» λόγω βλάβης των αυλών των λεβήτων παρέμεινε στη  Σούδα όλη τη διάρκεια του κινήματος.  Το α/τ «ΝΙΚΗ» απέπλευσε την 8η Μαρτίου από την Σούδα για να μεταφέρει στην Καβάλα έφεδρους αξιωματικούς και υπαξιωματικούς αλλά λόγω καιρικών συνθηκών και βλαβών αναγκάστηκε να ποδίσει στη Χίο, όπου και παρέμεινε μέχρι το τέλος του κινήματος.  Από τα υποβρύχια το «ΝΗΡΕΥΣ» παρέμεινε στη Σούδα, όπου χρησιμοποιήθηκε για την επιτήρηση του όρμου κατά την νύχτα. Το υ/β «ΚΑΤΣΩΝΗΣ» παρέμεινε στην Καβάλα μεταξύ 7 και 11 Μαρτίου.  Από κάποια τηλεγραφήματα συμπεραίναμε ότι είχε πιθανώς εντολή να αποβιβάσει ομάδα δολιοφθορών για να διακόψουν τη σιδηροδρομική γραμμή Αθήνας – Θεσσαλονίκης.  Η εντολή αυτή δεν εκτελέστηκε.

Από τηλεγραφήματα των στασιαστών που αποκρυπτογραφήθηκαν αποκαλύφτηκαν διάφορα σχέδιά τους. Σχεδιάζονταν μεταξύ άλλων η μεταφορά ενισχύσεων από την Κρήτη στην Καβάλα, η κατάληψη της Σύρου για εξασφάλιση των τηλεγραφικών συγκοινωνιών, η εκτέλεση απόβασης σε σημείο που δεν μπορέσαμε να αποκρυπτογραφήσουμε.  Είχε διαταχθεί οι στρατιωτικές μεταφορές να γίνονται την νύχτα χωρίς συνοδεία ή να καλύπτονται εξ αποστάσεως από το θ/κ «ΑΒΕΡΩΦ» και να κατευθύνονται προς την Αλεξανδρούπολη ή την Καβάλα, ακολουθώντας πορείες ανατολικότερα των κανονικών γραμμών.

Η καταστολή του κινήματος

Μέχρι την ετοιμασία των 3 αντιτορπιλικών τύπου ‘ΥΔΡΑ’, τα υπόλοιπα κυβερνητικά αντιτορπιλικά εκτελούσαν νυχτερινές αποστολές για παρεμπόδιση απόβασης στις ακτές της Αττικής.  Την 9η Μαρτίου, επειδή είχε εντοπισθεί το κ/δ «ΕΛΛΗ» στην περιοχή της Καβάλας και υπήρχαν πληροφορίες ότι πιθανώς νηοπομπή να βρίσκονταν εν πλω προς την ίδια κατεύθυνση, διατάχθηκε ο Διοικητής του Στολίσκου να πλεύσει προς τα εκεί με τα 3 αντιτορπιλικά τύπου ‘ΥΔΡΑ’ με εντολή καταβύθισης κάθε στασιαστικού πλοίου που θα συναντούσε.  Μετά από έρευνα προς τον κόλπο του Ορφανού ο Διοικητής του Στολίσκου έπλευσε προς την Καβάλα όπου στις 7.15 το πρωί της 10ης Μαρτίου αντιλήφθηκε το «ΕΛΛΗ» πλευρισμένο μέσα από τον κυματοθραύστη.  Άρχισε τότε να εκτελεί διαδρομές μπρος στο «ΕΛΛΗ» και άνοιξε πυρ εναντίον του.  Έριξε μεγάλο αριθμό βλημάτων αλλά λόγω του κυματοθραύστη που παρεμβάλλονταν οι ζημιές που προκλήθηκαν στο πλοίο ήταν μικρές και μόνο στα υπερστεγάσματα.  Αρκετές μακρινές βολές έπεσαν στην πόλη και προκάλεσαν θύματα και ζημιές σε σπίτια.  Το κ/δ «ΕΛΛΗ», μετά τις πρώτες ομοβροντίες των αντιτορπιλικών απάντησε με το πρωραίο της πυροβόλο και συνολικά έβαλε μόνο 11 βολές.  Συγχρόνως έβαλαν κατά των αντιτορπιλικών και πυροβόλα του Στρατού εγκαταστημένα στα υψώματα της πόλης.  Γύρω στις 8.30 διατάχθηκε στο «ΕΛΛΗ»  εγκατάλειψη πλοίου και λίγο αργότερα τα αντιτορπιλικά αποχώρησαν για να αποφύγουν το πυρ των πυροβόλων της ξηράς.  Δεν υπήρξαν ανθρώπινα θύματα και στις δυο μεριές.

Το κυβερνητικό υποβρύχιο «ΤΡΙΤΩΝ» διατάχθηκε στις 11 Μαρτίου να εγκαταστήσει επιθετική περιπολία με σκοπό την προσβολή του θωρηκτού «ΑΒΕΡΩΦ» που σύμφωνα με τηλεγράφημα των στασιαστών ήταν πιθανό να έπλεε στην Καβάλα.  Η καιρική κατάσταση δεν επέτρεψε τον άμεσο απόπλου του υποβρυχίου και όταν αργότερα εξακριβώθηκε με ραδιοδιοπτεύσεις ότι το έπλεε προς Σούδα, διατάχθηκε μόλις βελτιωθεί ο καιρός να πλεύσει εκεί για τον ίδιο σκοπό.  Η καταστολή του κινήματος κατέστησε περιττή την ανάληψη αυτής της επιχείρησης προς μεγάλη βέβαια ανακούφιση τόσο εκείνων που εξέδωσαν την διαταγή όσο και εκείνων που επρόκειτο να την εκτελέσουν.

Παράλληλα έγιναν αεροπορικές επιθέσεις κατά τις οποίες το θ/κ «ΑΒΕΡΩΦ» υπέστη ασήμαντες βλάβες και τραυματίστηκαν ελαφρά μερικοί από τους επιβαίνοντες.  Θραύσματα βομβών έπεσαν και στο α/τ «ΨΑΡΑ» και υ/β «ΚΑΤΣΩΝΗΣ».

Η εμφάνιση μπρος στην Καβάλα των κυβερνητικών πλοίων που οι στασιαστές θα θεωρούσαν ότι είχαν τεθεί σε αχρηστία, σε συνδυασμό με την δυσμενή γι αυτούς στρατιωτική κατάσταση επέφεραν την άμεση κατάρρευση του κινήματος.  Στις 10 Μαρτίου, λίγες ώρες μετά τον βομβαρδισμό του κ/δ «ΕΛΛΗ», ο Διοικητής του Δ’ Σώματος Στρατού ζήτησε τον άμεσο κατάπλου του θ/κ «ΑΒΕΡΩΦ» στην Καβάλα και συγχρόνως γνώρισε ότι στο μέτωπο του Στρυμώνα δέχονταν σφοδρή επίθεση.  Το απόγευμα της ίδιας ημέρας γνωστοποίησε στον αρχηγό του στόλου των στασιαστών ότι την νύχτα θα συμπτύσσονταν στο Νέστο και το θ/κ «ΑΒΕΡΩΦ» έπρεπε να καταπλεύσει στο Πόρτο-Λάγος για να επιτηρεί την παραλιακή οδό.  Το πρωί όμως της επομένης, της 11ης Μαρτίου, γνώρισε ότι η κατάσταση ήταν απελπιστική και ζήτησε τον άμεσο κατάπλου του στην Αλεξανδρούπολη για να παραλάβει τους στασιαστές αξιωματικούς.  Η απάντηση ήταν ότι θα αποστέλλονταν εμπορικό πλοίο γιατί δεν ήταν δυνατή η αποστολή του «ΑΒΕΡΩΦ».  Ούτε όμως αυτό πραγματοποιήθηκε, διότι αποκρυπτογραφήθηκε το σχετικό τηλεγράφημα και ο Διοικητής του Στολίσκου διατάχθηκε και συνέλαβε στη Μυτιλήνη το εμπορικό πλοίο που προορίζονταν γι αυτόν τον σκοπό.

Το πρωί της 11ης Μαρτίου, οι υπαξιωματικοί του κ/δ «ΕΛΛΗ» τηλεγράφησαν στο Υπουργείο των Ναυτικών ότι οι μάχιμοι αξιωματικοί είχαν αποχωρήσει από το πλοίο την νύχτα και ζητούσαν να αποσταλεί κυβερνήτης για να το παραλάβει.  Διατάχθηκε τότε το κ/δ «ΕΛΛΗ» να πλεύσει μέχρι την Κασσάνδρα με κυβερνήτη τον ναύκληρο και εκεί το παρέλαβε ο Ναυτικός Διοικητής Θεσσαλονίκης και το οδήγησε στην Θεσσαλονίκη.

Το θ/κ «ΑΒΕΡΩΦ» επιβίβασε το βράδυ της 11ης Μαρτίου τον πολιτικό αρχηγό της Επανάστασης και τους υπόλοιπους στασιαστές , απέπλευσε από την Σούδα, κατευθύνθηκε προς τα Δωδεκάνησα και τους αποβίβασε σε ερημική ακτή της Κάσου.  Από τους μάχιμους αξιωματικούς παρέμειναν ένδον οι σημαιοφόροι του πλοίου και ένας ανθυποπλοίαρχος, ο οποίος ανέφερε στο Υπουργείο το στίγμα του πλοίου και ζήτησε τις διαταγές του.  Διατάχθηκε να το οδηγήσει μέχρι τη νήσο Σαν Τζώρτζη  του Σαρωνικού, όπου την κυβέρνησή του ανέλαβε Πλοίαρχος που στάλθηκε από το Υπουργείο και το έφερε στον Ναύσταθμο.

Το στασιαστικό υποβρύχιο «ΚΑΤΣΩΝΗΣ» κατά την ώρα του βομβαρδισμού του κ/δ «ΕΛΛΗ» βρίσκονταν στην Καβάλα, καταδύθηκε ταχέως μέσα στο λιμάνι και επέστρεψε το απόγευμα.  Την νύχτα απέπλευσε για τα Δωδεκάνησα και κατέπλευσε στην Πάτμο το πρωί της 12ης Μαρτίου, όπου το πλήρωμά του αποβιβάστηκε.  Οι ιταλικές αρχές το ρυμούλκησαν μέχρι τη Λέρο, όπου και στάλθηκε να το παραλάβει το α/τ «ΠΑΝΘΗΡ».

Από τα υπόλοιπα στασιαστικά πλοία, τα αντιτορπιλικά «ΨΑΡΑ» και «ΛΕΩΝ» και το υποβρύχιο «ΝΗΡΕΥΣ» κατά την καταστολή του κινήματος βρίσκονταν στην Σούδα.  Μετά την αναχώρηση των στασιαστών από την Κρήτη ανέλαβαν την κυβέρνησή τους 3 ανώτεροι μάχιμοι αξιωματικοί που είχαν απαγάγει οι στασιαστές από τον Ναύσταθμο, επειδή είχαν αρνηθεί να προσχωρήσουν στο κίνημα.  Τέλος το α/τ «ΝΙΚΗ» τέθηκε υπό τις διαταγές του Υπουργείου και διατάχθηκε να παραμείνει στη Χίο μέχρι την άφιξη νέου επιτελείου, οπότε και απέπλευσε για τον Ναύσταθμο.

Τα 3 αντιτορπιλικά τύπου ‘ΥΔΡΑ’ έπλευσαν την 12η Μαρτίου στα νησιά του Αρχιπελάγους και αποκατέστησαν τις νόμιμες αρχές.  Από εκεί το α/τ «ΣΠΕΤΣΑΙ» κατευθύνθηκε στην Αλεξανδρούπολη και Καβάλα και στην συνέχεια όλα τα  αντιτορπιλικά συγκεντρώθηκαν στην Θεσσαλονίκη απ’ όπου απέπλευσαν για τον Ναύσταθμο την 20η Μαρτίου.  Για ανάλογους σκοπούς παρέμεινε το α/τ «ΙΕΡΑΞ» στην Κρήτη μέχρι την 18η Μαρτίου.

Έτσι τερματίστηκε το έργο περισυλλογής  των διεσπαρμένων στο Αιγαίο πλοίων του Ελληνικού Στόλου. Οι ζημιές σε υλικό δεν υπήρξαν σημαντικές, σε αυτές όμως πρέπει να προστεθεί και η μεγάλη κατανάλωση καυσίμων και πυρομαχικών κατά τον βομβαρδισμό του κ/δ «ΕΛΛΗ».

Η θλιβερή αυτή τραγωδία είχε λάβει τη μορφή στρατηγικής άσκησης μεγάλης έκτασης και διάρκειας, υπό συνθήκες που πλησίαζαν την πραγματικότητα, από εκείνες που δεν εκτελούσε το Ναυτικό μας λόγω των μεγάλων δαπανών που απαιτούσαν!