Ο Γρηγόριος Μεζεβίρης διηγείται:

«Μετά την καταστολή της στάσης του Ναυτικού, όπως ήταν επόμενο, τα πλοία και οι υπηρεσίες βρέθηκαν σε κατάσταση αποσύνθεσης [Σχετ. 19440512_RHN_ship_situation]. Ακολούθησε περίοδος εντατικών εκκαθαρίσεων από τα ύποπτα στοιχεία και ανασυγκρότησης. Νέα πληρώματα συγκροτήθηκαν και, μετά από επιμελή επιλογή, χρησιμοποιήθηκαν και από τα πλοία που στασίασαν όσοι αναμίχθηκαν στη στάση καλή τη πίστη καθώς και όσοι δεν είχαν πραγματική ανάμειξη. Το έργο που έγινε αποτελεί τίτλο τιμής για όσους το ανάλαβαν.

Παράλληλα με την ανασυγκρότηση, άρχισε σειρά ανακρίσεων, ανακριτικών συμβουλίων και δικών για την τιμωρία των υπευθύνων της στάσης. Ήταν τόσος μεγάλος ο αριθμός των κατηγορουμένων ώστε δεν επαρκούσαν οι ανακριτές, ναυτοδίκες και τα μέλη των ανακριτικών συμβουλίων, παρά την προσφυγή σε Έλληνες δικηγόρους της Αιγύπτου που ονομάστηκαν επίκουροι αξιωματικοί.

Υπήρξα πρόεδρος σε μερικά από τα ανακριτικά συμβούλια που συγκροτήθηκαν. Ένα από αυτά αποφάσισε να αποτάξει το νεαρό ανθυποπλοίαρχο που κατά τη κατάρρευση, όταν ήταν ύπαρχος, είχε οδηγήσει από δική του πρωτοβουλία το πλοίο του στη Σκάλα Μεγάρων για να συνενωθεί με τον Στόλο. Αυτός ο ίδιος κατά την τελευταία στάση είχε διατελέσει πρόεδρος του επιτροπάτου του πλοίου του! Αναπολώντας την παλιά λαμπρή διαγωγή του σκεπτόμουν πόσο θλιβερά είναι για τους αξιωματικούς τα αποτελέσματα των μικροφιλοδοξιών και της ανάμιξής τους στη πολιτική.

Το ζήτημα των κυρώσεων ήταν πολυσύνθετο.  Αναμφισβήτητα ο πέλεκυς της Δικαιοσύνης έπρεπε να πέσει βαρύς στους πρωταίτιους της στάσης για το φοβερό έγκλημα που διαπράχθηκε εν ώρα πολέμου. Καμιά επιείκεια δεν ήταν δυνατή για τους βαθμοφόρους που εκ των υστέρων αποδέχτηκαν με συμπάθεια τα αιτήματα των στασιαστών. Επιβάλλονταν ακόμα να παρθούν διοικητικά μέτρα και κατά εκείνων που, αν και δεν έλαβαν μέρος στη στάση και ήταν άκρως αντίθετοι προς αυτήν, λόγω της θέσης τους θα έπρεπε έγκαιρα να πάρουν τα απαραίτητα μέτρα για την πρόληψή της.   Η αυστηρή όμως και κατά γράμμα εφαρμογή των Στρατιωτικών Κανονισμών θα οδηγούσε στη διάλυση του Ναυτικού. Αρκεί να σκεφθεί κανείς τον αριθμό των βαθμοφόρων που κάτω από τη πίεση της ανάγκης υπόγραψαν πρωτόκολλα, τους κυβερνήτες που έστειλαν τηλεγραφήματα ζητώντας κυβερνητική μεταβολή κλπ. πιστεύοντας ότι μόνο έτσι θα συγκρατούνταν η κατάσταση…

Όλοι ήταν σύμφωνοι ότι το Ναυτικό έπρεπε να απαλλαγεί από εκείνους που δεν ενέπνεαν πια εμπιστοσύνη και ότι επιβάλλονταν η λήψη μέτρων για όσους είχαν επιδείξει χλιαρή στάση κατά την αντιμετώπιση αυτής της θλιβερής περιπέτειας. Στην εκτίμηση όμως του μέτρου εφαρμογής αυτών των αρχών υπήρχαν σοβαρές διαφοροποιήσεις στις οποίες υπεισέρχονταν πολύ και ο παλιός πολιτικός διχασμός μεταξύ των αποτάκτων του 1935 και αυτών που ήταν αντίθετοι σ’ αυτούς. Εκείνοι που συμπαθούσαν τους απότακτους προσπαθούσαν οι κυρώσεις να επιβληθούν σε εκείνους μόνο που φανερά έδειξαν την συμπάθειά τους προς τους στασιαστές. Από την αντίθετη πλευρά επιδιώκονταν το μέτρο να συμπεριλάβει όσο το δυνατόν περισσότερους απότακτους. Τέλος, υπήρχαν και μερικοί που έκριναν πως η στιγμή ήταν κατάλληλη για να γίνει παράλληλα και επαγγελματική εκκαθάριση που να επεκταθεί ακόμα και σ’ όσους βρίσκονταν στην Ελλάδα.

Καθώς δεν κατείχα υπεύθυνη θέση δεν είχα και την ευκαιρία να εκφράσω υπεύθυνη άποψη στα προβλήματα αυτά. Όμως, μετά από σχετική εγκύκλιο του Υπουργείου που ζητούσε τη γνώμη των αξιωματικών για τα αίτια της ανταρσίας, με μακροσκελή αναφορά μου γνωστοποιούσα τις απόψεις μου. Στην αναφορά αυτή συμπεριέλαβα όσα εγγράφως και προφορικά είχα εκθέσει από πολύ καιρό. Ήμουνα της γνώμης ότι οι ολιγάριθμοι πυρήνες των πραγματικών κομμουνιστών δεν θα έβρισκαν τόσο πρόσφορο έδαφος στα πληρώματα, αν δεν είχε προηγούμενα δημιουργηθεί ευνοϊκό έδαφος για κινήματα. Η ανοχή που είχε επιδειχθεί και η ικανοποίηση ομαδικών επιδιώξεων είχαν δώσει την εντύπωση ότι, πέραν από το κύρος των Νόμων και των βαθμών, υπήρχε και η δύναμη της μάζας των πολλών. Και όταν οι λίγοι που είχαν μυηθεί στους βαθύτερους σκοπούς της ανταρσίας έριξαν το απατηλό σύνθημα «ένωση όλων των Ελλήνων», η μεγάλη μάζα των αφελών και των καιροσκόπων έσπευσε να το υιοθετήσει. Εφόσον μέχρι τότε είχαν εύκολα πετύχει την αποδοχή προσωπικών επιδιώξεων, δεν φαντάζονταν ποτέ ότι θα συναντούσαν αντίδραση στην αποδοχή ενός αιτήματος που παρουσιάζονταν ως εθνικό!

Όταν ανέλαβε τα καθήκοντά του ο νέος Υπουργός των Ναυτικών Α. Μυλωνάς, τον επισκέφθηκα και ανέπτυξα και σ’ αυτόν την ανάγκη ανασύστασης του Γ.Ε.Ν., ιδιαίτερα τότε που η ημέρα της απελευθέρωσης πλησίαζε. Ο Υπουργός επιθυμούσε πολύ αυτό διότι, καθώς ήταν επαγγελματίας πολιτικός, αντιλαμβάνονταν ότι η δικαιοδοσία του είχε περιοριστεί και με την ύπαρξη στο Υπουργείο Ανώτερης Ναυτικής Αρχής παράλληλα με τον Αρχηγό του Στόλου θα ενισχύονταν και η δική του δικαιοδοσία. Συναντούσε όμως μεγάλες αντιδράσεις, που ίσως να μην ήταν άσχετες με τις μεγάλες εκκαθαρίσεις στελεχών που σχεδίαζαν μερικοί, καθώς αν υπήρχε Γ.Ε.Ν. εκείνος θα ετοίμαζε τον σχετικό νόμο. Έτσι εξακολουθούσα να παραμένω άνεργος μέχρι το τέλος Αυγούστου του 1944 οπότε, ξαφνικά, ο Αρχηγός του Στόλου με πληροφορούσε ότι ετοιμάζονταν νέα οργάνωση του Ναυτικού στην οποία θα έπαιρνα τη θέση που άρμοζε στο βαθμό μου. Ο Υπουργός όμως που προφανώς διαφωνούσε με τη νέα οργάνωση αυτή είχε παραιτηθεί και τα καθήκοντά του είχε αναλάβει ο Πρωθυπουργός.

Η νέα Οργάνωση του Ναυτικού

Την 31η Αυγούστου 1944 δημοσιεύτηκε στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως ένας αναγκαστικός νόμος «Περί οργανώσεως του Β. Ναυτικού» με τον οποίο ανατρέπονταν η ισχύουσα προπολεμική νομοθεσία. Η νέα οργάνωση προέβλεπε τη δημιουργία ενός συλλογικού οργάνου Διοίκησης του Ναυτικού, αντίστοιχου προς τον θεσμό του Βρετανικού Ναυαρχείου. Έχω τη γνώμη ότι ο Αρχηγός του Στόλου αναγκάστηκε να εισηγηθεί την έκδοση αυτού του Νόμου για να δώσει διέξοδο στη κατάσταση που επικρατούσε στη Διοίκηση του Ναυτικού από την άφιξη του Στόλου στη Μέση Ανατολή, οπότε έπαυσαν να εφαρμόζονται οι θεσμοί  που ίσχυαν στην Ελλάδα και όλη η δικαιοδοσία συγκεντρώθηκε στο πρόσωπο του Αρχηγού του Στόλου. Βέβαια η πιο απλή λύση ήταν να επιστρέψουνε στους θεσμούς που ίσχυσαν προπολεμικά και αν χρειάζονταν κάποιας βελτίωσης, αυτό θα ήταν έργο του μεταπολεμικού Κράτους. Έχω όμως την εντύπωση ότι ορισμένοι ανώτεροι αξιωματικοί αντιδρούσαν κατά της φυσικής αυτής λύσης, γιατί δεν επιθυμούσαν να δουν να καταλαμβάνονται οι ανώτερες διοικητικές θέσεις από τους προϊστάμενους του Σώματος. Απ’ αυτή τη πλευρά το αποτέλεσμα της νέας οργάνωσης ήταν θετικό γιατί μπόρεσαν και πάλι να αναμιχθούν στην Διοίκηση του Ναυτικού οι παλιοί αξιωματικοί που είχαν μεγάλη πείρα.

Όμως, μια τόσο σοβαρή καινοτομία απαιτούσε μακρά μελέτη από αξιωματικούς με μεγάλη πείρα επιτελικών και οργανωτικών θεμάτων, ενώ ο κύριος συντάκτης του νόμου ήταν ένας αξιωματικός που είχε απομακρυνθεί το 1935 με τον βαθμό του Πλωτάρχη. Όπως αναφέρει η εισηγητική έκθεση του νόμου, για να συνταχθεί ο νόμος είχε ζητηθεί και η γνώμη του Βρετανού Ναυάρχου της Αλεξάνδρειας που είχε συμφωνήσει προς τις γενικές του αρχές. Ο Ναύαρχος όμως είχε γνωρίσει μόνο την περίεργη οργάνωση του Ναυτικού μας στη Μέση Ανατολή και αγνοούσε την προπολεμική, για να αποφανθεί αν υπήρχε λόγος βιαστικής μεταβολής της τις παραμονές της απελευθέρωσης. Εξ’ άλλου, από συζητήσεις που είχα μετά την απελευθέρωση με Αρχηγούς των Βρετανικών Ναυτικών Αποστολών, κατάληξα στο συμπέρασμα ότι ο θεσμός του Βρετανικού Ναυαρχείου στηρίζεται κυρίως σε άγραφες παραδόσεις και μόνο εκείνοι που υπηρέτησαν επί μακρόν σε αυτό γνωρίζουν καλά τις λεπτομέρειες της λειτουργίας του.

Το πρώτο ελάττωμα του νέου νόμου ήταν ότι επιχειρήθηκε μέσα σε δέκα μόνο άρθρα να περιληφθεί ο καταστατικός χάρτης του Ναυτικού και έτσι ήταν γεμάτος ασάφειες που δημιουργούσαν ζητήματα σε κάθε βήμα της εφαρμογής του. Ενώ διέφερε ουσιαστικά από αυτά που ίσχυαν στην Βρετανία, ήταν επίσης αντίθετο προς τις γενικές διατάξεις που ίσχυαν σε μας και καταργούσε ουσιαστικά τον Υπουργό των Ναυτικών. Σύμφωνα με την εισηγητική έκθεση, με τον νέο θεσμό θα αποφεύγονταν η ολέθρια ανάμιξη της πολιτικής στα προσωπικά ζητήματα. Σύμφωνα όμως με τα όσα ίσχυαν και προπολεμικά, για τα ζητήματα αυτά οι αποφάσεις του Ανώτερου Ναυτικού Συμβουλίου ήταν υποχρεωτικές για τον Υπουργό. Το ζήτημα όμως δεν είχε σχέση με τους θεσμούς, αλλά με τον τρόπο που εφαρμόζονται. Αν η πολιτική ηγεσία επιθυμεί να αναμιχθεί στα της Διοίκησης του Ναυτικού με οποιοδήποτε θεσμό, μπορεί πάντα να βρει τρόπο αντικατάστασης των μελών του Ναυτικού Συμβουλίου που αντιδρούν στις επιθυμίες της. Μόνο όταν η πολιτική διαπαιδαγώγηση φθάσει και σε μας στο ύψος που βρίσκεται στη Βρετανία, η διοίκηση των ενόπλων μας δυνάμεων θα γίνει ανεξάρτητη.

Αργότερα, όταν ανέλαβα τη πρώτη θέση του Ναυτικού, επιχείρησα επανειλημμένα σε συνεργασία με τους Αρχηγούς των Βρετανικών Αποστολών, διατηρώντας την αρχή του νέου θεσμού να βελτιώσω τις διατάξεις του. Η αντίδραση όμως του πολιτικού κόσμου όλων των αποχρώσεων κατά του θεσμού αυτού ήταν τόσο έντονη ώστε ούτε συζήτηση δεχόντουσαν γι αυτόν, μέχρι την ημέρα που καταργήθηκε.

Πάντως, εφόσον ο Νόμος δημοσιεύτηκε έπρεπε να εφαρμοστεί. Δίδονταν διέξοδος στην κατάσταση που επικρατούσε, έστω και αν δεν ήταν η καλλίτερη. Σύμφωνα με τον νέο Νόμο, ο αποκαλούμενος Ναύαρχος- Αρχηγός έφερε το βαθμό του Αντιναυάρχου και ήταν συγχρόνως Αρχηγός του Ναυτικού, Αρχηγός του Γ.Ε.Ν. και Γενικός Επιθεωρητής του Β.Ν.  Μπορούσε ακόμα με ειδική Κυβερνητική διαταγή να εκτελεί και τα καθήκοντα του Αρχηγού του Στόλου…

Έτσι,  ο Ναύαρχος Βούλγαρης ονομάστηκε Ναύαρχος Αρχηγός, διατηρώντας παράλληλα και τα καθήκοντα του Αρχηγού του Στόλου. Σε εμένα, ως δεύτερο μέλος του Ναυαρχείου, ανατέθηκαν τα καθήκοντα του Υπαρχηγού του Γ.Ε.Ν. Ουσιαστικά όμως, λόγω της απασχόλησης του Αρχηγού με τον Στόλο, μου δόθηκε από τον Αρχηγό πλήρης  πρωτοβουλία στα θέματα του Γ.Ε.Ν.

Με αυτήν μου την ιδιότητα ασχολήθηκα αμέσως με την οργάνωση της Κεντρικής Υπηρεσίας του Υπουργείου, που είχε σχεδόν τελείως ατονήσει από τότε που μεταφέρθηκε το Ναυτικό στη Μέση Ανατολή. Ο νέος Νόμος του Ναυαρχείου, ανατρέποντας όλους τους προπολεμικούς θεσμούς, προέβλεπε ότι τα σχετικά με τη λειτουργία των διαφόρων Υπηρεσιών θα ρυθμίζονταν  με Οργανωτικές διαταγές. Για την σύνταξή τους απαιτήθηκε πολύς χρόνος και εντατική εργασία. Η ανάγκη έκδοσης των διαταγών αυτών ήταν εξαιρετικά επείγουσα, διότι όσοι υπηρετούσαν στο Κέντρο δεν γνώριζαν πλέον ποια ήταν τα καθήκοντά τους και ποια η δικαιοδοσία τους. Πολλές τέτοιες διαταγές μπορέσαμε να εκδώσουμε μέχρι τη μεταφορά του Ναυαρχείου στην Ελλάδα, οι υπόλοιπες εκδόθηκαν τους πρώτους μήνες μετά την απελευθέρωση. Γι’ αυτό το τελευταίο έργο δεν είχα κανένα βοηθό και αναγκάστηκα να το αναλάβω ο ίδιος προσωπικά. Από τους ανώτερους αξιωματικούς που διέθεταν την απαραίτητη μακρά πείρα και επιτελική κατάρτιση αρκετοί βρίσκονταν στην Ελλάδα και όσοι ήταν στην Αίγυπτο υπηρετούσαν στις Υπηρεσίες του Αρχηγού του Στόλου, ενώ μερικοί είχαν τεθεί εκτός υπηρεσίας λόγω της στάσης τους στη περίοδο της ανταρσίας. Ήταν μια ιδιαίτερα κοπιαστική εργασία, για μένα όμως πραγματική ανακούφιση μετά την καταναγκαστική αργία στην οποία είχα καταδικαστεί στη Μέση Ανατολή.

Παράλληλα, μελετήθηκε η λήψη των επιβαλλομένων διοικητικών μέτρων για εκκαθάριση του ανώτερου προσωπικού, κατόπιν της τελευταίας ανταρσίας. Η κυβέρνηση είχε ήδη καταλήξει σε μια σοβαρή απόφαση: Επειδή η απελευθέρωση πλησίαζε θα αναστέλλονταν κάθε άλλη ποινική δίωξη κατά των ενεχομένων στη στάση. Θα επιβάλλονταν μόνο διοικητικές κυρώσεις και μάλιστα όχι από τα συνήθη Ανακριτικά Συμβούλια, αλλά με βάση νόμο που ίσχυε από καιρό στη Μέση Ανατολή  και έδινε το δικαίωμα στον Υπουργό των Ναυτικών να αποτάξει αξιωματικούς για λόγους τάξης και πειθαρχίας. Ο νόμος αυτός θα εφαρμόζονταν μετά από γνωμοδότηση του Ανώτερου Ναυτικού Συμβουλίου, το οποίο συνήλθε υπό την Προεδρεία του Ναυάρχου Αρχηγού με ειδική δικαιοδοσία να αντικαθιστά και τον Υπουργό των Ναυτικών. Ο Πρόεδρος του Συμβουλίου μεταβίβασε την επιθυμία της Κυβέρνησης οι κυρώσεις να περιορισθούν μόνο σε εκείνους που έλαβαν ενεργό μέρος στη στάση και σε αυτούς που θα μπορούσαν μελλοντικά να δημιουργήσουν προβλήματα στο Ναυτικό. Ουσιαστικά δεν επρόκειτο να ζητηθούν ευθύνες για το παρόν, αλλά να εξασφαλιστεί το μέλλον.

Μέχρι τη λήψη αυτής της κυβερνητικής απόφασης , μερικοί είχαν ήδη καταδικαστεί από τα Ναυτοδικεία ή είχαν αποταχθεί από τα Ανακριτικά Συμβούλια. Αυτοί που αποτάχθηκαν μετά από απόφαση του Ανώτερου Ναυτικού Συμβουλίου ήταν αρκετοί και μεταξύ αυτών ήταν και δυο Πλοίαρχοι. Ήμουνα της γνώμης ότι το μέτρο θα έπρεπε να επεκταθεί και σε μερικούς άλλους, βρέθηκα όμως σε μειοψηφία. Αυτοί απομακρύνθηκαν σε μεταγενέστερες εκκαθαρίσεις.

Οι λίγες αυτές απομακρύνσεις δεν ικανοποίησαν όσους ζητούσαν γενική αποσυμφόρηση των στελεχών στη Μέση Ανατολή και απομάκρυνση σχεδόν όλων των στελεχών που είχαν παραμείνει στην Ελλάδα.  Μάλιστα ζητούσαν να απομακρυνθούν και τα περισσότερα στελέχη των βοηθητικών κλάδων, όπως του οικονομικού και του υγειονομικού, που ως επί το πλείστον είχαν παραμείνει στην Ελλάδα χωρίς να λαμβάνουν υπόψη ότι η επαναλειτουργία των υπηρεσιών αυτών δεν θα μπορούσε να γίνει με μόνο όσους είχαν υπηρετήσει στη Μέση Ανατολή.

Τελικά, συμφωνήσαμε ότι κάθε επιπλέον εκκαθάριση θα αναβληθεί για μετά την απελευθέρωση και μου ανατέθηκε να ετοιμάσω τον σχετικό σχέδιο νόμου.

Έτσι, προσωρινά απερίσπαστοι από προσωπικά ζητήματα μπορέσαμε να εργαστούμε, όσοι υπηρετούσαν στον Στόλο για την προπαρασκευή των σχετικών με την απελευθέρωση ενεργειών και όσοι υπηρετούσαν στο Υπουργείο για την οργάνωση των Υπηρεσιών του Κέντρου. Μια από τις κυριότερες απασχολήσεις του Στόλου τη περίοδο αυτή ήταν η προετοιμασία του αναγκαίου υλικού και προσωπικού για την εγκατάσταση Ναυτικών Διοικήσεων στα κυριότερα λιμάνια της Ελλάδος.

Με συγκίνηση είδαμε στις 13 Οκτωβρίου 1944 να αποπλέουν από την Αλεξάνδρεια προς την απελευθερωθείσα Πατρίδα το θωρηκτό «ΑΒΕΡΩΦ», τα πλοία των Ναυτικών Διοικήσεων και μερικές άλλες μονάδες υπό τον Αρχηγό του Στόλου. Τα υπόλοιπα μέλη του Ναυαρχείου διαταχθήκαμε να μείνουμε προσωρινά στην Αλεξάνδρεια για να συνεχίσουμε εκεί την υπηρεσία μας.»