Ο Γρηγόριος Μεζεβίρης διηγείται:
Αφού πέρασε η δίνη που προκάλεσε το κίνημα της 1ης Μαρτίου του 1935, ήταν επιτακτικό καθήκον για μας που είχαμε παραμείνει να ασχοληθούμε αποκλειστικά με την αναδημιουργία από τα ερείπια ενός νέου Ναυτικού. Ένα τμήμα του σοβαρού αυτού έργου έπεφτε σε μένα, αφού μετά τις αθρόες απομακρύνσεις ήμουν πια μεταξύ των αρχαιότερων Πλοιάρχων.
Με έκπληξη όμως, αμέσως μετά την καταστολή του κινήματος, άκουσα να μου γίνονται προτάσεις για θέσεις που ήταν μεν ευχάριστες αλλά έξω από το ενεργό Ναυτικό, όπως του Ναυτικού Ακόλουθου στην Άγκυρα ή του Υπασπιστή του Προέδρου της Δημοκρατίας, τις οποίες απόκρουσα κατηγορηματικά. Τα γεγονότα που ακολούθησαν μετά από ένα εξάμηνο μου έδωσαν μια πιθανή εξήγηση των προτάσεων αυτών.
Διοικητής Στολίσκου
Επιθυμία μου ήταν να επανέλθω στον Στόλο. Επειδή δε ο Διοικητής του Στολίσκου μετά την προαγωγή του είχε ονομασθεί Αρχηγός του Ελαφρού Στόλου που είχε συσταθεί και η θέση του παρέμενε κενή, επεδίωξα τη θέση αυτή που αντιστοιχούσε στην αρχαιότητά μου και τελικά την πέτυχα -με κάποια δυσκολία- χάρις και στην υποστήριξη του Αρχηγού του Ελαφρού Στόλου.
Στις 15 Απριλίου 1935 ανέλαβα τη Διοίκηση του Στολίσκου επί του α/τ «ΣΠΕΤΣΑΙ» που ορίστηκε ως αρχηγίδα μου.
1935, α/τ “ΣΠΕΤΣΑΙ” αρχηγίδα του Πλοιάρχου Μεζεβίρη
Ο Ελαφρός Στόλος αποτελούνταν από το ελαφρύ καταδρομικό «ΕΛΛΗ» ως ναυαρχίδα, τον εν ενεργεία Στολίσκο που περιλάμβανε 3 αντιτορπιλικά τύπου ‘ΥΔΡΑ’ και 3 τύπου ‘ΛΕΩΝ’ και τα αντιτορπιλικά που βρίσκονταν σε εφεδρεία. Αργότερα τέθηκαν υπό τις διαταγές του Αρχηγού για την εκτέλεση ασκήσεων και τα εν ενεργεία υποβρύχια υπό τον Ανώτερο Διοικητή τους που επέβαινε επί του συνοδού «ΗΦΑΙΣΤΟΣ». Με μεγάλη δυσκολία επανδρώθηκαν τα πλοία με περιορισμένο αριθμό στελεχών και ιδίως υπαξιωματικών και αφού απογυμνώθηκαν οι υπηρεσίες ξηράς.
Αν και η εποχή ήταν προχωρημένη εκτελέστηκαν πολλές ασκήσεις και το ενδιαφέρον του προσωπικού γι αυτές ήταν πάντα αμείωτο. Παρατηρούνταν όμως μια γενική ακεφιά, αποτέλεσμα της χωρίς προηγούμενο περιόδου που είχε περάσει το Ναυτικό μας [ βλέπε: «Κίνημα της 1ης Μαρτίου 1935- Εμφύλιος Πόλεμος» ]. Όπως συνηθίζονταν και το έτος αυτό επισκεφθήκαμε διάφορα λιμάνια της χώρας. Ενώ όμως άλλοτε μας υποδέχονταν παντού με ενθουσιασμό, τώρα η υποδοχή εξαρτιόταν από τα πολιτικά αισθήματα του κατά τόπους πληθυσμού. Έτσι, μας υποδέχτηκαν με περισσότερο από ποτέ ενθουσιασμό στην Πελοπόννησο, ενώ αντίθετα στα Χανιά οι κάτοικοι συμπεριφέρθηκαν με αξιοπρέπεια μεν, αλλά και με χαρακτηριστική ψυχρότητα.
Στις 5 Αυγούστου 1935, ενώ εκτελούσαμε ασκήσεις στον Κορινθιακό, αιφνίδια δόθηκε σήμα να κρατήσουν όλα τα πλοία και διατάχθηκα να επιβώ άμεσα στην ναυαρχίδα. Μου ανακοινώθηκε τότε από τον Αρχηγό ότι πανεργατική απεργία που είχε εκραγεί στο Ηράκλειο της Κρήτης είχε εξελιχθεί σε αιματηρή στάση και μου μεταβιβάστηκε εντολή του Υπουργείου των Ναυτικών να πλεύσω με πάσα ταχύτητα με τα α/τ «ΣΠΕΤΣΑΙ» και «ΨΑΡΑ» για να καταστείλω τη στάση. Εκτέλεσα τη διαταγή αυτή και τα υπόλοιπα πλοία με εύλογη απορία παρακολουθούσαν την αιφνίδια αυτή αποχώρηση. Δεν μπορούσαν να φανταστούν ότι πέντε μόλις μήνες μετά τον βομβαρδισμό της Καβάλας και την κατάπαυση του εμφύλιου σπαραγμού, κατευθυνόμασταν για εκτέλεση ανάλογων και πάλι επιχειρήσεων! Εν πλω προς Κρήτη, γνώρισα στα συμπλέοντα πλοία ότι πλέαμε προς Ηράκλειο και διέταξα να γίνουν προετοιμασίες πολεμικής έγερσης, χωρίς όμως να ανακοινώσω και τον σκοπό του πλου. Υποθέτω ότι αντιλήφθηκαν περί τίνος επρόκειτο.!
Ευτυχώς, καθ’οδόν λάμβανα διαταγή του Υπουργείου των Ναυτικών να αναμείνω στην Μήλο για περαιτέρω οδηγίες διότι υπήρχαν ελπίδες αποκατάστασης της τάξης και ο Στρατιωτικός Διοικητής είχε παρακαλέσει να μην καταπλεύσουν τα αντιτορπιλικά για να μην εξαφτούν τα πνεύματα. Πραγματικά η τάξη αποκαταστάθηκε αυθημερόν, η παραμονή μας όμως στην Μήλο παρατείνονταν χωρίς να λαμβάνουμε νεώτερες οδηγίες. Έμμεσα όμως μάθαινα ότι στο Κέντρο είχαν γίνει εισηγήσεις προς την Κυβέρνηση να παραμείνουμε εκεί επ’ αόριστον για να επιτηρούμε την Μεγαλόνησο, μάλιστα δεν αποκλείονταν η Μήλος να χρησιμοποιούνταν και ως μόνιμο ορμητήριο του Στόλου γι αυτόν τον σκοπό. Η στρατηγική αυτή σκέψη δημιουργίας προχωρημένης βάσης γι αυτόν τον λόγο φαίνονταν τότε πολύ περίεργη διότι αν παραμέναμε στον Ναύσταθμο η επέμβασή μας σε περίπτωση ανάγκης θα καθυστερούσε κατά 3 μόνο ώρες. Μετά όμως από τα γεγονότα του επομένου Οκτωβρίου έδωσα μια πιθανή ερμηνεία σ’ αυτή την εισήγηση. Επειδή ήταν γνωστό ότι τα γεγονότα αυτά θα έβρισκαν ελάχιστους σύμφωνους στον Στόλο, ίσως κρίνονταν σκόπιμο να παραμείνει μακριά από την Αθήνα για να μην γνωρίζουν τα επιτελεία τι προετοιμάζονταν.
Η άσκοπη παραμονή των 2 πλοίων στη Μήλο προκαλούσε την δυσφορία του προσωπικού, διότι τα υπόλοιπα πλοία βρίσκονταν στον Ναύσταθμο και το προσωπικό τους έπαιρνε τις συνηθισμένες -μετά από 2 περιόδους ασκήσεων- ολιγοήμερες άδειες. Πάντοτε δέχονταν αγόγγυστα οποιανδήποτε μακροχρόνια απουσία από την κύρια βάση του Στόλου, εφόσον αυτό επέβαλαν εθνικές ανάγκες ή λόγοι ασκήσεων. Τώρα όμως αντιλαμβάνονταν ότι επρόκειτο μόνο για λόγους σχετικούς με την εσωτερική πολιτική. Είχα ελπίσει ότι η θλιβερή περιπέτεια από την οποία είχε περάσει το Ναυτικό θα είχε τουλάχιστον απαλλάξει το προσωπικό του Στόλου από τέτοιου είδους ασχολίες. Θεώρησα καθήκον μου να κατατοπίσω σχετικά με ιδιωτική επιστολή τον Αρχηγό του Στόλου, ο οποίος και πέτυχε την ανάκλησή μας και συνένωση με τα υπόλοιπα πλοία του Στόλου στον Ναύσταθμο.
Στον Ναύσταθμο παραμείναμε μέχρι τέλους Αυγούστου οπότε και αποπλεύσαμε για να εκτελέσουμε ανειλημμένη υποχρέωση επίσκεψης του Τουρκικού Στόλου στην Κωνσταντινούπολη, μετά από προηγούμενη διέλευση από την Θεσσαλονίκη με την ευκαιρία της Διεθνούς Έκθεσης.
Στην Έκθεση Θεσσαλονίκης- Φήμες για νέο κίνημα
Κατά την παραμονή στην Θεσσαλονίκη, για πρώτη φορά από την ανασυγκρότηση του Στόλου μετά το κίνημα, τέθηκε επί τάπητος ζήτημα σχετικό με την εσωτερική πολιτική. Κυκλοφορούσαν φήμες ότι προετοιμάζονταν βίαιη ανατροπή του δημοκρατικού πολιτεύματος από κάποιους ανώτατους στρατιωτικούς, παρά την αντίθετη γνώμη του Προέδρου και των περισσοτέρων μελών της Κυβέρνησης. Μάλιστα, ιδιαίτερη συγκίνηση δημιούργησε στα στελέχη του Στόλου ένα σοβαρό αντιπειθαρχικό επεισόδιο που συνέβηκε στην Αθήνα σε βάρος Στρατηγού που είχε πρωτοστατήσει στην καταστολή του κινήματος. Μερικοί από τους κυβερνήτες που υπηρετούσαν υπό τις διαταγές μου και είχαν ενεργώς αναμειχθεί στη καταστολή του κινήματος και τη δίκη που ακολούθησε με ενημέρωσαν για τις ανησυχίες τους γι αυτές τις φήμες. Μου ανέφεραν ότι για κανέναν λόγο δεν επιθυμούσαν να αναμιχθούν σε ανατρεπτικές ενέργειες τη στιγμή που μόλις πριν από λίγους μήνες είχαν συμπεριφερθεί με τόση αυστηρότητα κατά συναδέλφων που είχαν κατηγορηθεί για παρόμοιες πράξεις. Μου διαβίβασαν ακόμα παρόμοιες ανησυχίες των αξιωματικών τους πολλοί από τους οποίους και λόγω ατομικών τους πεποιθήσεων αντιτίθονταν ριζικά προς κάθε βίαιη ανατροπή του πολιτεύματος. Αυτό το τελευταίο δεν μου φάνηκε περίεργο διότι όσοι είχαν καταταχθεί κατά την τελευταία δεκαετία είχαν γνωρίσει μόνο το δημοκρατικό πολίτευμα και σ’ αυτό είχαν δώσει όρκο πίστης. Απάντησα στους κυβερνήτες ότι συμφωνούσα με τις απόψεις τους, θα τις ανακοίνωνα στον Αρχηγό και θα τους διαβίβαζα την απάντησή του.
Ο Αρχηγός με άκουσε με κάποια δυσφορία που ίσως οφείλονταν και στο γεγονός ότι ακριβώς πριν από μένα είχε δεχθεί τον Ανώτερο Διοικητή των υποβρυχίων που ήταν γνωστό ότι υποστήριζε εντελώς τα αντίθετα από όσα εξέθεσα εγώ. Πάντως, με διαβεβαίωσε ότι δεν υπήρχε περίπτωση ο Στόλος να αναμειχθεί σε ανατρεπτικές ενέργειες και θα παρέμενε πιστό όργανο στα χέρια των νόμιμων αρχών του Κράτους. Συνέστησε δε οι αξιωματικοί να αποφεύγουν τις πολιτικές συζητήσεις, να ασχολούνται αποκλειστικά με τα στρατιωτικά τους έργα και να εμπιστεύονται την νομιμοφροσύνη του Αρχηγού τους. Δεν παρέλειψε μάλιστα να χαρακτηρίσει με τη συνηθισμένη ελευθεροστομία του τις σχετικές ενέργειες εκείνων που πρωτοστατούσαν στο Ναυτικό στην ανατρεπτική κίνηση. Αυτή την ικανοποιητική απάντηση ανακοίνωσα στους κυβερνήτες τους οποίους έτσι καθησύχασα.
Επίσκεψη στην Κωνσταντινούπολη
Τον Σεπτέμβριο του 1935 πραγματοποιήθηκε ο πλους του Στόλου στη Κωνσταντινούπολη. Πλησίον στο αγκυροβόλιο που είχε οριστεί ήταν αγκυροβολημένο το παλιό εύδρομο «ΜΕΤΖΗΔΙΕ», ο κυβερνήτης του οποίου αντιπροσώπευε και τον Αρχηγό του Τουρκικού Στόλου κατά τη διάρκεια της επίσκεψής μας. Ο κύριος Τουρκικός Στόλος βρίσκονταν σε γυμνάσια. Η εβδομαδιαία παραμονή μας υπήρξε μια ατελείωτη σειρά εορτών και δεξιώσεων εκ μέρους των διαφόρων τοπικών αρχών που διεξήχθησαν σε ατμόσφαιρα μεγάλης εγκαρδιότητας. Κατά τις ελεύθερες ώρες του προγράμματος των εορτών είχαν οργανωθεί επισκέψεις σε ιστορικά μνημεία, στην Αγία Σοφία και στο εθνολογικό μουσείο. Από τις ναυτικές όμως εγκαταστάσεις επισκεφθήκαμε μόνο την Ναυτική Σχολή της Χάλκης. Ιδιαίτερα συγκινητική υπήρξε η επίσκεψη στα Πατριαρχεία που αποτελούσαν πια κι αυτά μια ιστορική ανάμνηση. Κατά τη στιγμή του απόπλου είχαμε κι ένα τελευταίο δείγμα της απαράμιλλης πράγματι τουρκικής φιλοξενίας. Μια ατμάκατος πέρασε από όλα τα πλοία και παρέδωσε δώρα του Τουρκικού Ναυτικού για τους Διοικητές και τους Κυβερνήτες.
1935, το Τουρκικό εύδρομο “ΜΕΤΖΗΔΙΕ” στην Πόλη
Όλος ο πλους υπήρξε για τα επιτελεία και τα πληρώματα μια εξαιρετικά ευχάριστη παρένθεση. Ακόμα και εμείς οι επικεφαλής προσπαθήσαμε να ξεχάσουμε για λίγες ημέρες τις αγωνιώδεις στιγμές του πρόσφατου παρελθόντος και τις νέες ευθύνες που υποπτευόμαστε ότι μας περιμένουν.
Όταν προς τα τέλη Σεπτεμβρίου του 1935 επιστρέψαμε στον Ναύσταθμο και ήρθαμε και πάλι σε επαφή με την ελληνική πραγματικότητα, αντιληφθήκαμε ότι η κατάσταση πήγαινε από το κακό στο χειρότερο. Εμείς τουλάχιστον που υπηρετούσαμε στον Στόλο δεν είχαμε καμιά πληροφόρηση για όσα συνέβαιναν στα παρασκήνια. Στις αρχές Οκτωβρίου επί του ελαφρού καταδρομικού «ΕΛΛΗ», με την ευκαιρία της συνηθισμένης κριτικής επί των ασκήσεων του τελευταίου πλου, ο Αρχηγός με ύφος ασυνήθιστα αυστηρό απαίτησε από τους αξιωματικούς, λόγω των διαφόρων φημών, να απέχουν από κάθε ανάμειξη και να πειθαρχούν απόλυτα στις διαταγές του. Η τελευταία αυτή φράση θεωρήθηκε διφορούμενη και προκάλεσε μερικές ανησυχίες. Προσωπικά μου έκανε εντύπωση ότι ενώ κατά την προηγούμενη συνυπηρεσία μας ο Αρχηγός μου εμπιστεύονταν πάντοτε ιδιαιτέρως τις ατομικές του σκέψεις, τώρα απέφευγε να το κάνει. Δεν είχα όμως και κανένα δικαίωμα να διατυπώσω αμφιβολίες σχετικά με τις διαβεβαιώσεις που μου είχε δώσει στη Θεσσαλονίκη, τις οποίες άλλωστε επιβεβαίωνε και όλη η στάση του Αρχηγού μετά το κίνημα.
Εκτός όμως από τον Αρχηγό του Στόλου και ο Υπουργός των Ναυτικών ήταν τελείως ενήμερος των αντιλήψεων μας σχετικά με την κατάσταση, τόσο των δικών μου όσο και των υπολοίπων που υπηρετούσαν στον Στολίσκο, διότι με είχε ειδικά καλέσει στο Υπουργείο για να τις πληροφορηθεί.
Το κίνημα της 10ης Οκτωβρίου 1935
Έτσι είχε η κατάσταση όταν γύρω στις 13:30 της 10ης Οκτωβρίου 1935 με σήμα από την Ναυαρχίδα δίδονταν διαταγή επιφυλακής και απαγορεύονταν κάθε επικοινωνία με την ξηρά. Έσπευσα αμέσως επί της ναυαρχίδας για να πληροφορηθώ τι συμβαίνει από τον Αρχηγό. Εκείνος με δέχτηκε με μεγάλη ψυχρότητα και μου είπε ότι είχε συγκαλέσει τους κυβερνήτες για τις 18:00 οπότε και θα έκανε ανακοινώσεις και δεν μπορούσε να τις επαναλάβει δυο φόρες. Από εκείνη τη στιγμή σχημάτισα την πεποίθηση ότι ο Αρχηγός είχε μεταβάλει ριζικά τις αντιλήψεις του και περίμενα την ώρα των ανακοινώσεων για να λάβω αναλόγως τις αποφάσεις μου.
Λίγο πριν την ώρα της σύσκεψης βρέθηκα και πάλι στο «ΕΛΛΗ». Το κατάστρωμα του πλοίου είχε γεμίσει αξιωματικούς από διάφορα πλοία που συζητούσαν μεγαλόφωνα σε κατάσταση μεγάλου εκνευρισμού. Μεταξύ των άλλων ήταν και ο Αντιπλοίαρχος Σκουφόπουλος ένας από τους 3 κυβερνήτες των οποίων τα πλοία είχαν αντιταχθεί μέχρι τέλους κατά του κινήματος της 1ης Μαρτίου 1935, αλλά που ήταν γνωστός για τα δημοκρατικά του φρονήματα. Αυτός αλλόφρων με πληροφόρησε ότι ερχόταν από την Αθήνα όπου Επιτροπή από 3 Ανώτατους Αξιωματικούς των 3 Όπλων (του Αρχηγού του Γ.Ε.Σ. Στρατηγού Παπάγου, του Αρχηγού του Γ.Ε.Ν. Ναυάρχου Οικονόμου και του Πτέραρχου Ρέππα) εν ονόματι των ενόπλων δυνάμεων είχαν εξαναγκάσει σε παραίτηση τον Πρόεδρο της Κυβέρνησης και θα σχηματίζονταν νέα Κυβέρνηση που θα κατέλυε το δημοκρατικό πολίτευμα. Στη συνέχεια μου προσέθεσε ότι αντιτάχθηκε ενεργά κατά του κινήματος της 1ης Μαρτίου 1935 διότι είχε την πεποίθηση ότι οι ισχυρισμοί των στασιαστών περί κινδύνων της Δημοκρατίας ήταν αστήρικτοι, ενώ τώρα αυτοί θα δικαιώνονταν. Ανάλογες διαμαρτυρίες ακούγονταν και από όλους σχεδόν τους παρόντες αξιωματικούς, μεταξύ των οποίων ήταν και πολλοί ενδόμυχα βασιλόφρονες που είχαν όμως ενεργά αναμειχθεί στην καταστολή του κινήματος.
Όταν άρχισε η σύσκεψη, ο Αρχηγός αρκέστηκε να ανακοινώσει ότι η Κυβέρνηση παραιτήθηκε και σχηματίστηκε νέα, η οποία την ώρα εκείνη θα ζητούσε ψήφο εμπιστοσύνης στην εθνοσυνέλευση και ότι υποχρέωση του Στόλου ήταν να πειθαρχήσει σ’ αυτήν. Ο Αντιπλοίαρχος Σκουφόπουλος τότε σε έντονο ύφος εξήγησε τους λόγους της παραίτησης της Κυβέρνησης και παρουσίασε και απογευματινή εφημερίδα για να επιβεβαιώσει τους ισχυρισμούς του. Ο Αρχηγός δευτερολογώντας παραδέχτηκε ότι πράγματι αυτά είχαν συμβεί, η ταχεία όμως εξέλιξή τους δεν του επέτρεψε να ζητήσει προκαταβολικά τις γνώμες μας και θεώρησε ότι προς το συμφέρον του Κράτους και του Ναυτικού έπρεπε να δώσει την συγκατάθεσή του για τις ενέργειες της Επιτροπής. Επιθυμούσε όμως τώρα να γνωρίσει τις αντιλήψεις μας.
Μίλησα πρώτος και εξέθεσα στον Ναύαρχο ότι οι αντιλήψεις σχεδόν όλων των αξιωματικών του Στόλου ήταν γνωστές από καιρό και του τις είχα και ο ίδιος εκθέσει στην Θεσσαλονίκη, οπότε και εκείνος είχε βρεθεί σύμφωνος. Οι αξιωματικοί που πάταξαν αμείλικτα εκείνους που πριν από ένα εξάμηνο επιχείρησαν να ανατρέψουν την νόμιμη Κυβέρνηση, θεωρούσαν ζήτημα συνείδησης να μην συντελέσουν σήμερα στην επανάληψη ανάλογου εγχειρήματος. Προσωπικά δε θεωρούσα ότι, άσχετα με τις προσωπικές μου πολιτειακές πεποιθήσεις, η παλιά μου ιδιότητα ως Επίτροπος του Έκτακτου Στρατοδικείου [βλέπε: «Οι συνέπειες του κινήματος της 1ης Μαρτίου 1935» ] δεν μου επέτρεπε να παραβλέψω το σοβαρό αυτό πρόβλημα συνειδήσεως. Με τις απόψεις μου αυτές συμφώνησαν όλοι ανεξαιρέτως οι παρόντες κυβερνήτες, μερικοί μάλιστα τις υποστήριζαν με ζωηρότητα που υπερέβαινε τα επιτρεπόμενα από την πειθαρχία όρια. Επειδή οι συζητήσεις διεξάγονταν στο διαμέρισμα του Αρχηγού που βρίσκονταν στο κατάστρωμα, τις παρακολουθούσαν και οι αξιωματικοί που βρίσκονταν έξω από αυτό και πολλοί πλησίαζαν και διαμαρτύρονταν μεγαλόφωνα για τα συμβάντα. Ο Αρχηγός τότε μετά από νέα παράκλησή μου δήλωσε ότι θα έβγαινε στον Ναύσταθμο, θα ανακοίνωνε τηλεφωνικά στο Υπουργείο τις απόψεις μας και παρακάλεσε να περιμένουμε την επιστροφή του.
Μόλις αποβιβάστηκε ο Ναύαρχος, μερικοί από τους κυβερνήτες και πολλοί από τους πιο θερμόαιμους νεώτερους αξιωματικούς θέλησαν να επιστρέψουν στα πλοία τους και να διατάξουν αφή πυρών. Ως ο αρχαιότερος των παρισταμένων διέταξα να παραμείνουν επί του «ΕΛΛΗ», να ηρεμήσουν και να αναμείνουν την επιστροφή του Ναυάρχου. Με μεγάλη όμως δυσκολία συγκρατιόντουσαν διότι η ώρα περνούσε και ο Αρχηγός δεν επέστρεφε.
Ο Αρχηγός του Στόλου επανήλθε επί του «ΕΛΛΗ» κατά τις 9 το βράδυ οπότε και μας ανακοίνωσε ότι η Εθνοσυνέλευση είχε δώσει ψήφο εμπιστοσύνης στη νέα Κυβέρνηση και είχε επαναφέρει την Βασιλεία, υπό την αίρεση μελλοντικής έγκρισης με Δημοψήφισμα. Αντιβασιλέας και Πρόεδρος της Κυβέρνησης είχε αναλάβει ο Στρατηγός Κονδύλης που είχε πρωτοστατήσει στην εγκατάσταση της Δημοκρατίας και ήταν Υπουργός Στρατιωτικών της Κυβέρνησης που είχε ανατραπεί. Στη συνέχεια ο Ναύαρχος τόνισε ότι ήδη βρισκόμασταν μπρος σε νόμιμο καθεστώς και αν δεν υποτασσόμασταν σ’ αυτό θα ήμασταν εκτός Νόμου. Την επομένη ημέρα πληροφορηθήκαμε ότι πολλοί από τους πληρεξούσιους είχαν αποχωρήσει από την συνεδρίαση και η απόφαση της εθνοσυνέλευσης δεν είχε ληφθεί με πραγματική πλειοψηφία. Πάντως, η νέα κατάσταση είχε περιβληθεί με τους νόμιμους τύπους.
Τα γεγονότα μας είχαν πια προκαταλάβει. Δεν μπορούσε όμως να γίνει κι αλλιώς εφόσον η Κυβέρνηση, στο πλευρό της οποίας αισθανόμαστε την υποχρέωση να παραμείνουμε, έσπευσε να εγκαταλείψει τη θέση της υπό την απειλή της τριμελούς Επιτροπής.
Όσον αφορά το πολίτευμα που καταργήθηκε, ο τρόπος κατάργησής του δεν ήταν διαφορετικός από τον τρόπο εγκαθίδρυσής του με την πρωτοβουλία δηλαδή των ολίγων και την σιωπηρή ανοχή των πολλών. Αν ο λαός πίστευε πραγματικά στην αβασίλευτη Δημοκρατία δεν θα είχε επιτρέψει τόσο εύκολα σε μια ομάδα στρατιωτικών την κατάργησή της, όπως δεν το επιτρέπουν οι λαοί για τους οποίους έχει καταστεί πραγματική συνείδηση. Αυτό άλλωστε αποδείχτηκε και με το Δημοψήφισμα που ακολούθησε.
Υποκλιθήκαμε λοιπόν μπρος στο τετελεσμένο. Αυτοί που εκβίασαν την λύση, που πολύ πιθανόν μπορούσε να επιτευχθεί δια της ευθείας οδού με Δημοψήφισμα, ίσως να είχαν δίκιο. Πρέπει όμως να αναγνωριστεί ότι και η στάση εκείνων που αντέδρασαν ήταν απόλυτα δικαιολογημένη.
Όπως όμως είχαν εξελιχθεί τα γεγονότα είχε δημιουργηθεί γενικά η εντύπωση ότι σύσσωμος ο Στόλος είχε αντιπροσωπευθεί από την τριμελή Επιτροπή. Θεώρησα ότι όφειλα να ξεκαθαρίσω την θέση μου στο σημείο αυτό για να είμαι εντάξει με τον εαυτό μου. Υπέβαλα λοιπόν αναφορά στον Αρχηγό του Στόλου με την παράκληση να τη διαβιβάσει και στο Υπουργείο, με την οποία γνώριζα κατόπιν της αποσαφήνισης των γεγονότων της 10ης Οκτωβρίου ότι «ως Διοικητής τμήματος των ενόπλων δυνάμεων ουδέποτε είχα εξουσιοδοτήσει κάποιον για να προβεί στ’ όνομά μου σε οποιανδήποτε ενέργεια σχετική με το Πολιτικό ή Πολιτειακό ζήτημα. Έλαβα δε γνώση των ενεργειών αυτών ενώ βρισκόμουνα σε επιφυλακή, την στιγμή που διεξάγονταν ψηφοφορία στην Εθνοσυνέλευση». Συγχρόνως παρακάλεσα τον Αρχηγό του Στόλου να με απαλλάξει από τα καθήκοντά μου. Όπως είχαν έρθει τα πράγματα ήμουν υποχρεωμένος να εγκαταλείψω και πάλι τη θέση που τόσο είχα επιδιώξει. Ο Αρχηγός με επιμονή μου συνέστησε να μην επιμείνω στην υποβολή της αναφοράς και να παραμείνω στον Στόλο, αλλά δεν δέχτηκα. Μου είπε τότε ότι θα πρότεινε την τοποθέτησή μου και πάλι για κάποιο χρονικό διάστημα στην Διεύθυνση Τεχνικών Υπηρεσιών με την προοπτική επανόδου μου στο Στόλο αργότερα.
Σε αυτεπάγγελτη διαθεσιμότητα
Μετά από μερικές ημέρες όμως μου κοινοποιούνταν διαταγή του Υπουργείου που με έθετε σε αυτεπάγγελτη διαθεσιμότητα. Προφανώς αυτή ήταν η απάντηση στην αναφορά μου.
Όταν αποχαιρέτησα τον Ναύαρχο, αυτός εξέφρασε την ευχή «να συνυπηρετήσουμε και πάλι υπό καλλίτερες συνθήκες». Παρά ταύτα, είχε σχηματίσει την εντύπωση ότι τον εγκατέλειψα σε κρίσιμη στιγμή. Ελπίζω όμως με την ψύχραιμη ανασκόπηση που επιτρέπει η πάροδος του χρόνου θα αναγνώρισε ότι δεν μπορούσαν να πράξω αλλιώς, αν δεν επιθυμούσα να μεταβάλλω την γραμμή που είχα χαράξει από τα πρώτα βήματα της σταδιοδρομίας μου. Την γραμμή δε αυτή πλήρωσα ακριβά, πότε εκ μέρους της μιας πολιτικής παράταξης και πότε από την άλλη.
Εκτός από την διαθεσιμότητα, η πρώτη ένδειξη των αποτελεσμάτων της στάσης που τήρησα ήταν ότι στους πρώτους ετήσιους πίνακες προαγωγών που συντάχθηκαν από το Ανώτερο Ναυτικό Συμβούλιο, στους 7 ψήφους οι 2 ήταν δυσμενείς κι αυτό συνέβαινε για πρώτη φορά στη σταδιοδρομία μου. Αναφέρω χαρακτηριστικά μια φράση του Πλοιάρχου Γενικού Διευθυντή του Υπουργείου των Ναυτικών «τι ήθελες να κάνεις φασαρίες, εγώ είμαι πολύ περισσότερο από σένα δημοκρατικός και δεν μίλησα διόλου». Αντίθετα, στην Αίγυπτο κατά την διάρκεια της κατοχής άκουσα τον τότε Υπουργό των Ναυτικών Ρούσσο να μου λέει ότι μετά την απομάκρυνση των 2 Ναυάρχων ήμουν ο πιο ενδεδειγμένος να αναλάβω την Αρχηγία του Στόλου, αλλά αφού διατέλεσα Κυβερνητικός Επίτροπος του Στρατοδικείου που δίκασε τους απότακτους του 1935 δεν ήταν δυνατόν όταν αυτοί έχουν επανέλθει στις τάξεις του Ναυτικού να είμαι Διοικητής τους! [βλέπε: «Το Ναυτικό στη Μέση Ανατολή- Η αναταραχή: Μάρτιος 1943-Μάρτιος 1944» ].
Μετά από αυτά τα γεγονότα ένας μικρός αριθμός δημοκρατικών αξιωματικών παραιτήθηκαν από τις τάξεις, μερικοί όμως ανακλήθηκαν αργότερα ως έφεδροι και υπηρέτησαν επί μακρόν.»