Ο Γρηγόριος Μεζεβίρης διηγείται:
«Το τελευταίο δεκαήμερο του Νοεμβρίου του 1944 διατάχθηκε η μεταφορά από την Αίγυπτο στην Ελλάδα των Υπηρεσιών του Υπουργείου Ναυτικών και του Ναυαρχείου. Στην Αλεξάνδρεια παρέμεινε προσωρινά ένας Πλοίαρχος με τον τίτλο του Ανώτερου Ναυτικού Διοικητού Αλεξάνδρειας, από τον οποίον εξαρτιόνταν τα εκεί πλοία μας, οι Σχολές που λειτουργούσαν στη στεριά, οι υπηρεσίες Επιμελητείας κ.λ.π.
Η μεταφορά έγινε με το επιταγμένο συνοδό υποβρυχίων «ΚΟΡΙΝΘΙΑ» με το οποίο μεταφέραμε και την επίπλωση του Υπουργείου, μετά την πληροφορία ότι στην Αθήνα το κτίριο του Υπουργείου είχε τελείως απογυμνωθεί. Επίσης, μετά από πληροφορίες για τη γενική κατάσταση στην Ελλάδα, πήραμε και ένα προληπτικό μέτρο που αποδείχτηκε πολύτιμο κατά τα γεγονότα που συνέβησαν μετά την άφιξή μας: Για την ασφάλεια του Υπουργείου στην Αθήνα παραλάβαμε φρουρά από έμπιστους άνδρες της Ναυτικής Αστυνομίας και σημαντικό αριθμό όπλων και οπλοπολυβόλων.
Η όψη των καταστροφών στο λιμάνι του Πειραιά ήταν η πρώτη θλιβερή εικόνα που αντικρίσαμε. Αυτήν την περιμέναμε. Δεν περιμέναμε να δούμε όμως το θέαμα των επιγραφών στο Φρουραρχείο του Ε.Λ.Α.Σ., έξω από το οποίο περάσαμε ανεβαίνοντας στην Αθήνα. Τα συνθήματα των στασιαστών της Αλεξάνδρειας ήταν κρεμασμένα στο κέντρο της Αθήνας!
Από το πρωί της επομένης πήγα στο Υπουργείο των Ναυτικών [σ.σ. στη πλατεία Κλαυθμώνος] για να αναλάβω πλέον υπηρεσία στην Ελλάδα. Το κτίριο που τον τελευταίο καιρό χρησιμοποιούνταν από τους Γερμανούς ως κατάλυμα ναυτών είχε αφεθεί να καταρρεύσει και η πολυτελής του επίπλωση είχε εξαφανιστεί. Το κτίριο φρουρούσαν λίγοι χωροφύλακες και μέσα περιφέρονταν με πολιτική περιβολή λίγοι υπαξιωματικοί και ναύτες, από αυτούς που είχαν παραμείνει στην Ελλάδα. Αυθημερόν ανατέθηκε η φρούρηση στην Ναυτική Αστυνομία που είχε μεταφερθεί από την Αλεξάνδρεια, απαγορεύτηκε η είσοδος χωρίς άδεια και διατάχθηκε γενικός καθαρισμός. Πολλά από τα έπιπλα βρέθηκαν, άλλα στην Κηφισιά όπου είχαν μεταφερθεί από τους Γερμανούς και άλλα στους γείτονες. Επειδή εξακολουθούσε να υπάρχει η παλιά Διεύθυνση Ναυτικού του Υπουργείου, που λειτουργούσε επί κατοχής σε άλλο κτίριο, διατάχθηκε να μεταφερθούν οι Υπηρεσίες της στο κτίριο του Ναυαρχείου, όπως ονομάζονταν πλέον το Υπουργείο Ναυτικών. Με Υπουργική διαταγή ρυθμίστηκε το θέμα της ένταξης των υπηρεσιών αυτών στο Ναυαρχείο, με βάση τις διατάξεις του νέου θεσμού.
Το Αρχηγείο του Στόλου είχε εγκατασταθεί στο κτίριο της Σχολής Ναυτικών Δοκίμων όπου είχαν ήδη αρχίσει οι επισκευές, αν και δεν είχε πάθει μεγάλες καταστροφές. Οι πληροφορίες όμως για τις υπόλοιπες εγκαταστάσεις του Ναυτικού ήταν απελπιστικές. Ο Ναύσταθμος και τα Ναυπηγεία του Σκαραμαγκά είχαν μεταμορφωθεί σε σωρούς ερειπίων και μεγάλες καταστροφές είχαν πάθει και τα κτίρια των Σχολών στον Σκαραμαγκά. Η Ναυτική Σχολή Πολέμου κοντά στο Θησείο ήταν ερειπωμένη. Σε σχετικά καλλίτερη κατάσταση, αλλά με πολλές ζημιές, ήταν η Διεύθυνση Τορπιλών και Ναρκών και οι εγκαταστάσεις της Ραδιοτηλεγραφικής Υπηρεσίας του Ναυτικού στον Βοτανικό. Από τις εγκαταστάσεις της Παράκτιας Άμυνας, για τις οποίες τόσο υπερήφανο ήταν το Ναυτικό μας [σσ.βλέπε “Η Ελλάδα Θωρακίζεται”], σχεδόν τίποτε δεν υπήρχε πια. Όσα δεν είχαν καταστραφεί από μας κατά την κατάρρευση, είχαν ανατιναχθεί από τους Γερμανούς κατά την αποχώρησή τους. Ουσιαστικά, εκτός από τον Στόλο που είχε έρθει συγκροτημένος από την Αίγυπτο, τίποτε δεν υπήρχε από το προπολεμικό Ναυτικό. Η από την αρχή αναδιοργάνωση της Κεντρικής Υπηρεσίας και των άλλων Υπηρεσιών ξηράς και η ανοικοδόμηση των ερειπίων αποτελούσαν για μας τεράστιο έργο. Το πρώτο όμως, πιο επείγον και πιο ακανθώδες πρόβλημα για επίλυση ήταν η συνένωση σε ένα ενιαίο Σώμα του ανώτερου και κατώτερου μονίμου προσωπικού των δυο Ναυτικών, εκείνου που ήρθε από τη Μέση Ανατολή και του άλλου που βρέθηκε στη κατεχόμενη Ελλάδα.
Η αποσυμφόρηση
Ο Αρχηγός του Στόλου είχε ήδη φροντίσει να καλέσει να αναλάβουν υπηρεσία οι ελάχιστοι ανώτεροι μάχιμοι αξιωματικοί που είχαν εργασθεί εθνικά κατά τη διάρκεια της Κατοχής και σημαντικός αριθμός αξιωματικών των βοηθητικών κλάδων. Είχαν επίσης καταταγεί αρκετοί επίκουροι αξιωματικοί. Οι μόνιμοι υπαξιωματικοί και ναύτες εθελοντές που είχαν υπηρετήσει στην Ελλάδα, έρχονταν επίσης να αναλάβουν υπηρεσία. Τα μέτρα όμως αυτά δεν αποτελούσαν και τη ριζική λύση του ζητήματος που είχε γίνει εξαιρετικά περίπλοκο με τις προαγωγές των μονίμων στελεχών που διέφυγαν από την Ελλάδα και τις αποκαταστάσεις των αποτάκτων του 1935, που είχαν γίνει στη Μέση Ανατολή [σσ. βλέπε “Το Ναυτικό στη Μέση Ανατολή”]. Ιδιαίτερα οξύ ήταν το πρόβλημα των ανωτέρων αξιωματικών που είχαν παραμείνει στην Ελλάδα και είχαν υπερπηδηθεί από νεότερούς τους στη Μέση Ανατολή. Αυτοί που είχαν παραμείνει στην Ελλάδα ζητούσαν την αποκατάστασή τους στην αρχαιότητα και την ισοτιμία τους προς εκείνους που είχαν διαφύγει διότι, εκτός από ελάχιστες εξαιρέσεις, δεν είχαν παραμείνει με τη δική τους θέληση και επιπλέον και να είχαν διαφύγει δεν θα είχαν χρησιμοποιηθεί σε πολεμική υπηρεσία, λόγω των ειδικών συνθηκών λειτουργίας του Ναυτικού στη Μέση Ανατολή. Αναμφισβήτητα, μεταξύ αυτών υπήρχαν και αρκετοί που οι υπηρεσίες τους θα ήταν πολύ χρήσιμες για το Ναυτικό. Η άποψη όμως αυτή προκαλούσε ζωηρές διαμαρτυρίες εκ μέρους αυτών που συνέχισαν την πολεμική προσπάθεια στη Μέση Ανατολή, διότι έτσι θα εμποδίζονταν η γρήγορη εξέλιξη της σταδιοδρομίας τους. Και τα παράπονα των τελευταίων, εφόσον περιορίζονταν στα όρια της λογικής, δεν μπορούσαν να αγνοηθούν μάλιστα για εκείνους που είχαν υπηρετήσει στα πλοία και είχαν συμμετάσχει σε πολεμικές επιχειρήσεις. Άλλωστε, παντού και πάντα μετά από νικηφόρο πόλεμο, όσοι είχαν την τύχη να βρεθούν στη ζώνη των πρόσω και εκτέλεσαν καλά το καθήκον τους απολαμβάνουν ορισμένων πλεονεκτημάτων. Επομένως, ήταν πολύ δύσκολο να βρεθεί λύση που να ικανοποιεί τα δίκαια αιτήματα όλων και συγχρόνως τις ανάγκες του Ναυτικού. Αν όλοι έμεναν στο Σώμα με αποκατάσταση στην αρχαιότητά τους, μόνο ο αριθμός των Πλοιάρχων θα ήταν τριπλάσιος από τις πραγματικές ανάγκες, ενώ η παραμονή εκείνων που πλεόναζαν ως υπεράριθμοι θα καταδίκαζε σε μακρά στασιμότητα τους νεώτερους.
Η λύση που εξυπηρετούσε περισσότερο το υπηρεσιακό συμφέρον ήταν να καθοριστούν οι πραγματικά αναγκαίοι για κάθε βαθμό οργανικοί αριθμοί και να επιλεγούν από κάθε πλευρά εκείνοι που συγκεντρώνουν τα περισσότερα προσόντα, δίνοντας πρωταρχική σημασία στην πολεμική τους δράση. Αυτή τη λύση και επιδιώξαμε, προσπαθώντας κατά το δυνατό να μην απομακρυνθούμε από τους προπολεμικούς αριθμούς. Όμως για ορισμένους βοηθητικούς κυρίως κλάδους, μερικές προαγωγές νέων σχετικά αξιωματικών που έγιναν στην Μέση Ανατολή, χωρίς να συντρέχει κάποιος ειδικός λόγος, έκαναν απαραίτητη την αύξηση του αριθμού των ανωτέρων αξιωματικών πέρα από τις πραγματικές ανάγκες, αλλιώς θα απομακρύνονταν αξιωματικοί με μακρά πείρα που ήταν απαραίτητοι για την λειτουργία των
υπηρεσιών.
Η επιλογή έγινε από το Ανώτερο Ναυτικό Συμβούλιο και δεν μπορώ να πω ότι ήταν και η απόλυτα ιδεώδης, γιατί ως συνήθως υπήρξε αποτέλεσμα συμβιβασμού διαφόρων απόψεων. Η πρώτη αυτή αποσυμφόρηση υπήρξε αντικείμενο δριμείας κριτικής και αργότερα έγιναν επανειλημμένες αναθεωρήσεις. Από τους 124 αξιωματικούς που απομακρύνθηκαν τότε, από τους οποίους οι 83 ήταν μάχιμοι, μόνο 2 επανήλθαν. Ο ένας μάλιστα τέθηκε σε ειδική μονιμότητα. Στις επόμενες όμως αποσυμφορήσεις απομακρύνθηκαν και αρκετοί άλλοι και έτσι η κρίση έγινε πια πιο ακριβοδίκαια.
Κρίσεις έγιναν και για ορισμένες προαγωγές στους βαθμούς του Πλοιάρχου και του Υποναυάρχου, για τις οποίες ρητή υπόσχεση είχε δώσει ο Ναύαρχος Αρχηγός. Η επιμονή όμως να πραγματοποιηθούν οι κρίσεις αυτές την εποχή των γεγονότων του Δεκεμβρίου του 1944, όταν γινόντουσαν απαγωγές ομήρων και εκτελούνταν χιλιάδες εθνικόφρονες Έλληνες μεταξύ των οποίων και αρκετοί συνάδελφοι, υπήρξε σοβαρό σφάλμα που κατακρίθηκε.
Τα Δεκεμβριανά
Δεν είχαμε προφτάσει να αρχίσουμε τις πρώτες ενέργειες για την ανασυγκρότηση του Ναυτικού και ξέσπαγε η Δεκεμβριανή κομουνιστική ανταρσία. Ευτυχώς στη περίπτωση αυτή η στάση του συνόλου του Ναυτικού υπήρξε απόλυτα νομιμόφρων και είχαμε την έμπρακτη απόδειξη ότι η εκκαθάριση του προσωπικού που έγινε μετά τη στάση στην Αίγυπτο υπήρξε επιτυχής. Στα πλοία δεν παρουσιάστηκε κανένα κρούσμα απειθαρχίας, αν και αυτά ανάπτυξαν ενεργή δράση με τον βομβαρδισμό οχυρών θέσεων των κομουνιστών στον Πειραιά. Στις ναυτικές εγκαταστάσεις της ξηράς υπήρξαν τρία κυρίως κέντρα αντίστασης: Στον Πειραιά, το Αρχηγείο του Στόλου στο κτίριο της Σχολής Ναυτικών Δοκίμων υπό την εποπτεία του Ναυάρχου Αρχηγού και το κτίριο της Ναυτικής Διοίκησης υπό τον Πλοίαρχο Γεωργουλόπουλο. Στην Αθήνα, το κτίριο του Υπουργείου Ναυτικών υπό την εποπτεία μου. Στον Ναύσταθμο και στις εγκαταστάσεις του Σκαραμαγκά υπήρχαν μόνο μικρές φρουρές και οι εγκαταστάσεις αυτές έπεσαν στα χέρια των ελασιτών. Όταν αποχώρησαν, είχε καταστραφεί και κλαπεί ότι είχε περισσεύσει από τους Γερμανούς. Το Αρχηγείο του Στόλου και η Ναυτική Διοίκηση στον Πειραιά υπέστησαν σφοδρές επιθέσεις από τις δυνάμεις των στασιαστών, αντιστάθηκαν όμως σθεναρά και δεν καταλήφθηκαν.
Η αντίσταση του Ναυαρχείου
Το κτίριο του Υπουργείου στην Αθήνα είχε μεταβληθεί σε πραγματικό φρούριο στο οποίο συγκεντρώθηκαν πάνω από 300 ναυτικοί κάθε βαθμού. Από τη πρώτη στιγμή είχαν τρέξει να προσφέρουν τις υπηρεσίες τους πολλοί υπαξιωματικοί και ναύτες, μόνιμοι και έφεδροι. Κατέφυγαν και πολλοί αξιωματικοί που κατοικούσαν σε συνοικίες που καταλήφθηκαν ή απειλούνταν από τους στασιαστές. Για οπλισμό διαθέταμε περί τα 150 όπλα, 40 οπλοπολυβόλα με τα πυρομαχικά τους και χειροβομβίδες που είχαμε φέρει από την Αίγυπτο. Εκτός από την οργάνωση της άμυνας του ίδιου του κτιρίου, καταλήφθηκαν και μερικά σπίτια στις παρόδους για την έγκαιρη αναχαίτιση επιθέσεων. Τελικά δεν επιχειρήθηκε καμιά επίθεση κατά του Υπουργείου. Ιδιαίτερα κρίσιμη φαινόταν η κατάσταση τις απογευματινές ώρες μιας μέρας που σε μικρή απόσταση είχαν συγκεντρωθεί περί τους 300 ενόπλους και σήκωσαν οδόφραγμα κοντά στον κήπο του Κλαυθμώνος. Πήγα τότε να συναντήσω τον υπεύθυνο Βρετανό ταξίαρχο για το τμήμα αυτό της πόλης και τον παρεκάλεσα να διαθέσει την νύχτα εκείνη ένα έρμα μάχης για την προστασία του κτιρίου του Υπουργείου. Αυτός μου εξομολογήθηκε ότι διέθετε συνολικά μόνο 17 και ήταν αδύνατο ένα από αυτά να διατεθεί όλη τη νύχτα για τον σκοπό αυτόν, αφού δεν υπήρχαν και διαθέσιμοι άνδρες για την φρούρησή του. Υποσχέθηκε όμως, λίγο πριν σκοτεινιάσει να στείλει ένα για να καταστρέψει το οδόφραγμα. Και έτσι έγινε. Κατά τη διάρκεια όμως όλης αυτής της περιόδου, το κτίριο του Υπουργείου υπήρξε στόχος όλμων των στασιαστών που έσπασαν πολλά τζάμια και άφησαν εμφανή ίχνη στους τοίχους. Αρκετοί πολίτες θύματα των όλμων μεταφέρονταν στον σταθμό πρώτων βοηθειών που είχαν εγκαταστήσει οι γιατροί μας στο Υπουργείο. Επίσης, από την αρχή της στάσης, πολυβόλο εντοιχισμένο στο φρουραρχείο των ελασιτών στην οδό Κοραή άρχισε να βάλλει κατά των εξοπλισμένων θέσεων του Υπουργείου με αποτέλεσμα να τραυματισθεί θανάσιμα ένας ναύτης. Μετά από αίτησή μου, έφθασε άρμα μάχης που με τις πρώτες βολές σίγησε το πολυβόλο και στη συνέχεια συνέλαβε τους στασιαστές που βρίσκονταν στο φρουραρχείο, που με δυσκολία σώθηκαν από τα χέρια των εξαγριωμένων πολιτών που είχαν συγκεντρωθεί εκεί.
Καθήκοντα φρούραρχου του Υπουργείου είχα αναθέσει στον δραστήριο Πλωτάρχη Ε. Ζάρπα, ο οποίος φρόντισε να επεκτείνει τις ενέργειές του και σε εκκαθαριστικές επιχειρήσεις κομουνιστικών θυλάκων της περιοχής. Μια μέρα όμως έκανε το λάθος να περάσει με τη στολή του από το σπίτι του, κοντά στο Παγκράτι. Βγαίνοντας από εκεί τον περίμεναν ένοπλοι που τον συνέλαβαν και τον οδήγησαν στο φρουραρχείο των ελασιτών στο Παγκράτι. Εκεί, αφού επί ώρες του έκαναν διαφώτιση κατάφερε να τον αφήσουν ελεύθερο και να του επιστρέψουν μάλιστα και το περίστοφό του, μη γνωρίζοντες βέβαια ποια ήταν τα καθήκοντά του!
Ιδιαίτερα συγκινητική υπήρξε η λειτουργία των Χριστουγέννων που έγινε από τον Ιερέα του Ναυστάθμου στο γραφείο του Υπουργού Παναγιώτη Κανελλόπουλου και ενώ το κτίριο σείονταν από τους όλμους. Μετά τη λειτουργία ο Υπουργός εκφώνησε λόγο γεμάτο εθνικό παλμό και έψαλλε μαζί με όλους τον Εθνικό ύμνο.
Με τη συμφωνία της Βάρκιζας έληξε αυτή η πρώτη περίοδος που ακολούθησε την επάνοδό μας στην πατρίδα. Τα έκτακτα μέτρα χαλάρωσαν και ξανάρχισε το έργο της ανασυγκρότησης του Ναυτικού.»