Ο Γρηγόριος Μεζεβίρης διηγείται:

«Μετά την ναυμαχία της Έλλης [βλέπε: «Βαλκανικοί Πόλεμοι – Ημέρες Δόξας Α’ Μέρος»], οι εχθρικές δυνάμεις ανάπτυξαν μεγαλύτερη δράση που αποσκοπούσε κυρίως στην παρενόχληση των αντιτορπιλικών μας που περιπολούσαν μπρος στα Στενά.  Σε μια τέτοια έξοδο, στις 9 Δεκεμβρίου 1912, έγιναν κάποιες αψιμαχίες στις οποίες έδωσε τέρμα η εμφάνιση του θ/κ «ΑΒΕΡΩΦ» που συνοδεύονταν από μακριά από τα παλιά θωρηκτά.  Σε μια παρόμοια περίπτωση, στις 22 Δεκεμβρίου 1912, ο Ναύαρχος Π. Κουντουριώτης είναι πιθανόν να υπέθεσε ότι επρόκειτο να δώσει μάχη με την κύρια εχθρική δύναμη διότι διαβίβασε το ακόλουθο σήμα:  «Έχω πεποίθησιν ότι, με την βοήθεια του Θεού, θα έχωμεν τελείαν την νίκη, ότι θα φανήτε άξιοι απόγονοι των ηρώων του 21, πλέοντες ως λέοντες, διότι η σημερινή ναυμαχία θα αποφασίση όχι μόνον την νίκην της ελευθερίας της Ελλάδος, αλλά και σύμπαντος του Ελληνισμού».  Από την διατύπωση του σήματος φαίνεται ότι ο Ναύαρχος δεν ήταν απόλυτα ικανοποιημένος από την ναυμαχία της 3ης Δεκεμβρίου και με τις υγιείς στρατηγικές του αντιλήψεις επιζητούσε την τέλεια νίκη.

Η τολμηρή ενέργεια του Τουρκικού εύδρομου «ΧΑΜΗΔΙΕ»

Μεγάλη συγκίνηση προκάλεσε η διαφυγή από τα Στενά του εχθρικού εύδρομου «ΧΑΜΗΔΙΕ» την νύχτα της 1ης Ιανουαρίου 1913, χωρίς να γίνει αντιληπτό από τα αντιτορπιλικά μας που περιπολούσαν, και στη συνέχεια η καταστροφή από το πλοίο αυτό του βοηθητικού μας εύδρομου «ΜΑΚΕΔΟΝΙΑ»  μέσα στο λιμάνι της Σύρου.  Όπως έγινε αργότερα γνωστό, ο κύριος σκοπός της εξόδου του εύδρομου  «ΧΑΜΗΔΙΕ» ήταν η εκτέλεση ορισμένης αποστολής στην Αλβανία.  Η επιχείρηση κατά του εύδρομου «ΜΑΚΕΔΟΝΙΑ» είτε ήταν συμπτωματική, είτε απέβλεπε σε άλλον πολύ πιο σοβαρό σκοπό.   Ο αντίπαλος, γνωρίζοντας τον χαρακτήρα του Έλληνα Ναυάρχου, είναι πιθανό να σκέφτηκε ότι αυτός δεν θ’ άφηνε ατιμώρητη την ενέργεια του εύδρομου και θα έσπευδε με το θ/κ «ΑΒΕΡΩΦ» να τον συναντήσει. ΄Ετσι θα δίνονταν εξαιρετική ευκαιρία στον Τουρκικό Στόλο να επιτεθεί κατά των υπόλοιπων μονάδων μας ή αν αυτές συνόδευαν το θ/κ «ΑΒΕΡΩΦ» κατά του ορμητηρίου μας του Μούδρου και των πλοίων που θα βρίσκονταν εκεί για επισκευή ή ανεφοδιασμό.  Αν όμως ήταν αυτές πράγματι οι σκέψεις του εχθρού, δεν επαληθεύτηκαν.  Πράγματι, δόθηκε από την Αθήνα η εντολή να πλεύσει ο Στόλος με προπορευόμενο το θ/κ «ΑΒΕΡΩΦ» για να καταδιώξει το εύδρομο «ΧΑΜΗΔΙΕ».  Ο Ναύαρχος όμως που διέθετε αρκετό κύρος για να επιβάλει την γνώμη του και προς τα πάνω,  για να μην βάλει σε κίνδυνο όλον τον αγώνα δεν εκτέλεσε την διαταγή!

Η πρώτη αυτή τολμηρή και εύστοχη ενέργεια εχθρικού πλοίου προκάλεσε όπως ήταν φυσικό κατάπληξη.  Οι αργόσχολοι των μετόπισθεν επωφελήθηκαν να κάνουν δυσμενή σχόλια σε βάρος των αξιωματικών που άφησαν να διαφύγει το«ΧΑΜΗΔΙΕ». Για τους γνώστες όμως των ναυτικών πραγμάτων, τουλάχιστον για εκείνους που δεν σταδιοδρόμησαν μόνο σε Γραφεία, το γεγονός δεν ήταν εκπληκτικό.  Στη θεωρία, η εγκατάσταση νυχτερινής περιπολίας σε κάποια περιοχή προϋπόθετε τη διάθεση ορισμένου αριθμού πλοίων που είναι συνάρτηση της ορατότητας, της ταχύτητας που επιτρέπουν τα διατιθέμενα καύσιμα και η κατάσταση της θάλασσας και τέλος η ταχύτητα του εχθρικού πλοίου.  Στην πράξη, και αν ακόμα διατίθεται ο απαραίτητος αριθμός περιπολικών, εχθρός που ξέρει πώς να επωφεληθεί από την γεωγραφική διαμόρφωση και τις συνθήκες φωτισμού μπορεί να διαφύγει, χωρίς αυτό να σημαίνει αναγκαστικά αμέλεια των πλοίων που επιτηρούν.  Σε τέτοια συμπεράσματα καταλήξαμε και εμείς στους νεώτερους χρόνους με τις ασκήσεις του Στόλου μας, όταν εφαρμόζαμε τα διδάγματα της Ναυτικής Σχολής Πολέμου, προϊόντα πείρας ξένων μεγάλων Ναυτικών.

Η ναυμαχία της Λήμνου – 5 Ιανουαρίου 1913

Ευτυχώς,  τις δυσάρεστες εντυπώσεις που άφησαν οι ενέργειες του εύδρομου  «ΧΑΜΗΔΙΕ» δεν βράδυνε να σβήσει μια καλή ημέρα, η 5η Ιανουαρίου 1913, η ημέρα της ναυμαχίας της Λήμνου.

Εκείνη την ημέρα, οι κινήσεις του αντιπάλου έδειξαν ότι αυτή τη φορά ήταν αποφασισμένος να δώσει πραγματική μάχη.  Ίσως έλπιζε να μας αιφνιδιάσει διότι λίγο μετά την έξοδό μας από το ορμητήριο βρεθήκαμε μπρος στα εχθρικά πλοία.  Δεν αποκλείεται και να υπολόγιζε ότι τμήμα των δυνάμεών μας θα ήταν απασχολημένο με την καταδίωξη του εύδρομου  «ΧΑΜΗΔΙΕ».  Και αυτό πράγματι συνέβαινε με 4 αντιτορπιλικά που περιπολούσαν στο Στενό Χίου – Ψαρών.  Λόγω και της απουσίας για επισκευή κάποιων πλοίων, οι ελαφρές μας δυνάμεις ήταν περιορισμένες και σημαντικά υποδεέστερες των εχθρικών.

Στη δεύτερη αυτή ναυμαχία ήταν έκδηλη η επιθυμία του προσωπικού η μάχη να πάρει μορφή που να επιτρέπει την επίτευξη οριστικών αποτελεσμάτων.  Από αυτή την άποψη, αυτοί που υπηρετούσαν στο θ/κ «ΑΒΕΡΩΦ» υπήρξαν και πάλι πολύ ευτυχέστεροι.  Το θ/κ «ΑΒΕΡΩΦ» κράτησε τον εχθρό υπό το πυρ του για τρεις ώρες και πέτυχε πολλά πήγματα κατά των δυο καλλίτερων θωρηκτών του.  Αυτό εξακριβώθηκε εκ των υστέρων, αλλά και κατά την διάρκεια της ναυμαχίας από τις πολλές πυρκαγιές που άναψαν στα εχθρικά πλοία.

Το θωρηκτό “ΨΑΡΑ”. Φωτογραφία Α. Γαζιάδη

Τα παλιά θωρηκτά έλαβαν μέρος στη μάχη μόνο κατά την πρώτη φάση της, για μισή ώρα περίπου. Εμείς που υπηρετούσαμε στο θ/κ «ΨΑΡΑ» είχαμε την ικανοποίηση να διαπιστώσουμε ένα τουλάχιστον καλό πλήγμα κατά του θ/κ «ΜΕΣΟΥΔΙΕ» που αποτελούσε τον στόχο των θ/κ «ΥΔΡΑ» και «ΨΑΡΑ».  Επειδή τα πυροβόλα των παλιών θωρηκτών έβαλαν ανεξάρτητα, δόθηκε η εντύπωση σε μας που βρισκόμασταν κοντά στον πρυμναίο πύργο του θ/κ «ΨΑΡΑ» ότι το πλήγμα οφείλονταν σ’ αυτόν τον πύργο. Ζητωκραυγές διέτρεξαν την πρύμνη και με δυσκολία συγκρατούσαμε τους άνδρες που βρίσκονταν κάτω από το κατάστρωμα που επιθυμούσαν να παρακολουθήσουν τα αποτελέσματα της έκρηξης στο εχθρικό πλοίο.

Με εξαίρεση όμως την καλή αυτή φάση, εμείς που υπηρετούσαμε στα παλιά θωρηκτά παρατηρούσαμε με λύπη ότι παραμέναμε αμέτοχοι σε όλη τη δεύτερη φάση της μάχης.  Γύρω από αυτό το ζήτημα έγιναν πολλές συζητήσεις, προκλήθηκαν πολλές προστριβές μεταξύ αντιφρονούντων αξιωματικών και για πολύ καιρό χύθηκε άφθονο μελάνι σχετικά με τις ενέργειες σ’ αυτή την περίπτωση της Μοίρας των τριών θωρηκτών.  Πάντως, ο Ναύαρχος που ανυπομονούσε διέταξε από τον ασύρματο την Μοίρα να πλεύσει ολοταχώς προς συνάντησή του.  Το σήμα όμως αυτό δεν ελήφθη διότι στην Μοιραρχίδα, στο θ/κ « ΣΠΕΤΣΑΙ» είχε λυθεί ο ασύρματος, επειδή στη προηγούμενη ναυμαχία παρατηρήθηκε διακοπή της λειτουργίας του από τους πυροβολισμούς!  Είναι κι αυτό από τα περίεργα εκείνου του πολέμου.  Από προσωπική αντίληψη αυτό μόνο γνωρίζω: Βρισκόμουνα στη γέφυρα τη στιγμή εκείνη και διατηρώ ακόμη ζωηρή στη μνήμη μου την αγανάκτηση του Κυβερνήτη Πλοίαρχου Ανδρέα Μιαούλη.  Τελικά, ο γενναίος αυτός ναυτικός. Ο τόσο νωχελής στις συνήθεις εκδηλώσεις του αλλά γεμάτος ορμητικότητα την ώρα της μάχης, στράφηκε προς τους παρευρισκόμενους αξιωματικούς και είπε: «Νομίζω ότι πρέπει να εξέλθω της γραμμής».  Πράγματι, διέταξε στροφή του πηδαλίου και ανάπτυξη της μεγίστης ταχύτητας μέχρις ότου έφθασε στο ύψος του εγκάρσιου του προπορευόμενου θ/κ «ΥΔΡΑ», οπότε η Μοιραρχίδα -το θ/κ « ΣΠΕΤΣΑΙ»- μετέβαλε πορεία και τάχθηκε μπρος από το θ/κ «ΨΑΡΑ», στη ίδια μ’ αυτά πορεία.  Το θ/κ «ΨΑΡΑ» ελάττωσε τότε ταχύτητα και πήρε πάλι την κανονική του θέση στην ουρά της γραμμής. Ήταν όμως πια πολύ αργά για να προφτάσει η Μοίρα τον εχθρό που αποχωρούσε.

Στη δεύτερη αυτή ναυμαχία φάνηκαν τα αποτελέσματα της πείρας που αποκτήθηκε στην πρώτη.  Η βολή του θ/κ «ΑΒΕΡΩΦ» υπήρξε πολύ ικανοποιητική και δεν εμφανίστηκαν σοβαρές ανωμαλίες υλικού.  Θα ήταν δύσκολο να περιμένουμε και ανάλογα αποτελέσματα στα παλιά θωρηκτά των οποίων το υλικό δεν προσφέρονταν για την εκτέλεση οποιασδήποτε ανεκτής βολής.  Ακόμα όμως και σ’ αυτά η οργάνωση μάχης είχε επιτελέσει σοβαρές προόδους.  Είχε αρκέσει μια περίπτωση πραγματικότητας για να συμπληρωθούν πολλά κενά του καιρού της ειρήνης.  Και τα αντιτορπιλικά δεν είχαν δράση κατά την ναυμαχία αυτή.  Ίσως η κατάσταση στην οποία είχαν περιέλθει από τις βλάβες τα εχθρικά θωρηκτά  θα έδινε την ευκαιρία ημερινής τορπιλικής προσβολής, είναι όμως βέβαιο ότι οι ελαφρές δυνάμεις του εχθρού στο πεδίο μάχης υπερείχαν σημαντικά των δικών μας και το εγχείρημα θα ήταν πολύ δυσχερές και ριψοκίνδυνο.

Από εμπιστευτική διαταγή του Αρχηγού της 13ης Ιανουαρίου 1913 προκύπτει ότι η μη ενεργός συμμετοχή των αντιτορπιλικών στις δυο ναυμαχίες είχε επισύρει την προσοχή του.   Οι οδηγίες που έδινε η διαταγή αυτή δεν απέχουν πολύ από τις νεώτερες αντιλήψεις.  Ο Ναύαρχος διατηρεί για τον ίδιο το δικαίωμα να διατάξει επίθεση, δίνει όμως και πρωτοβουλία ενέργειας στην περίπτωση καταστροφής των μέσων συνεννοήσεως ή εκδήλωσης τορπιλικής προσβολής.  Επειδή όμως δεν είχε εμπιστοσύνη στη συνεννόηση με τον ασύρματο ορίζει και πάλι τη θέση των αντιτορπιλικών σε απόσταση οπτικής σήμανσης από την αρχηγίδα, μικρότερη από αυτήν που μεταγενέστερα θεωρούνταν ενδεδειγμένη.

Αν και ο στόχος της καταστροφής του εχθρού που είχε τεθεί από τον Αρχηγό του Ελληνικού Στόλου δεν επετεύχθη ούτε και στην δεύτερη αυτή ναυμαχία,  εν τούτοις το σκληρό μάθημα που του δόθηκε ήταν τελειωτικό διότι δεν ξανατόλμησε να  αμφισβητήσει την κυριαρχία της θάλασσας.   Την ναυμαχία της Λήμνου ακολούθησε περίοδος σχετικής ηρεμίας. Οι αποστολές των αντιτορπιλικών και οι περιπολίες μπρος στα Στενά συνεχίστηκαν, στα θωρηκτά όμως αφού πέρασαν οι πρώτοι ενθουσιασμοί η ζωή έγινε ανιαρή λόγω της συνεχούς παραμονής στο ορμητήριο.

Ύπαρχος στο τορπιλοβόλο «ΝΙΚΟΠΟΛΙΣ»

Σ’ αυτή την κατάλληλη στιγμή πραγματοποιήθηκε για μένα ένας κοινός πόθος των νέων αξιωματικών. Ο Κυβερνήτης του θ/κ «ΨΑΡΑ» μου ανακοίνωσε ότι, παρά τις επίμονες αντιρρήσεις του διότι θα στερούνταν τις υπηρεσίες μου, ο Ναύαρχος με τοποθέτησε ως Ύπαρχο του τορπιλοβόλου «ΝΙΚΟΠΟΛΙΣ» [πρώην Τουρκικού «ΑΤΑΛΕΙΑ»] που βρέθηκε στην Πρέβεζα.  Κατά την αναχώρηση μου από το θ/κ «ΨΑΡΑ» με συγκίνησαν πολύ οι εκδηλώσεις των υπόλογων υπαξιωματικών, των άμεσων συνεργατών μου ως αξιωματικού της Γενικής Επιστασίας του πλοίου.  Τη στιγμή που με αποχαιρετούσε ο γερο- ναύκληρος εξ ονόματος των συναδέλφων του μου είπε: « Κύριε Σημαιοφόρε ήσουν αυστηρός αλλά δίκαιος και για κάθε ζήτημά μας ξέραμε πού να απευθυνθούμε».  Τα λόγια του παλιού αυτού υπαξιωματικού με τις ελάχιστες γραμματικές γνώσεις, αλλά λαμπρού ναυτικού και πρότυπου ευσυνειδησίας και εργατικότητας , χαράκτηκαν βαθιά στη μνήμη μου και τα είχα πάντα υπόψη μου σε όλη μου τη σταδιοδρομία.

Το τορπιλοβόλο “ΝΙΚΟΠΟΛΙΣ”, πρώην Τουρκικό “ΑΤΤΑΛΕΙΑ”
Φωτογραφία Α. Γαζιάδη

Στα τέλη Ιανουαρίου 1913 πήγα στον Ναύσταθμο και ανέλαβα υπηρεσία στο τ/β «ΝΙΚΟΠΟΛΙΣ».  Πριν από λίγες ημέρες είχε αναλάβει Κυβερνήτης ο Ν. Βότσης, τέως Κυβερνήτης του τορπιλοβόλου 11 που είχε βυθίσει το Τουρκικό θωρηκτό «ΦΕΤΗ ΜΠΟΥΛΕΝ» στη Θεσσαλονίκη.  Το πρόσωπο του Κυβερνήτη,  του οποίου το όνομα είχε αποβεί θρυλικό την εποχή εκείνη,  ήταν ένα από τα θέλγητρα της νέας μου υπηρεσίας.  Από την πρώτη μας επαφή αντιλήφθηκα ότι δεν επαναπαύονταν στις παλιές του δάφνες αλλά σκόπευε να επιδιώξει και νέες.   Μεταξύ άλλων, μελετούσε την επανάληψη του εγχειρήματος της Θεσσαλονίκης στην Σμύρνη, όπου στάθμευε το παλιό θωρηκτό «ΜΟΥΙΝ ΖΑΦΕΡ».  Αναγκάστηκε όμως να εγκαταλείψει το εγχείρημα κατόπιν πληροφοριών ότι είχε ληφθεί πρόνοια το πλοίο να προστατεύεται από φράγματα από φορτηγίδες και αλυσίδες.

Το τ/β «ΝΙΚΟΠΟΛΙΣ» μετά από βραχυχρόνιες επισκευές ήταν έτοιμο για απόπλου,  αλλά από το Κέντρο θεωρήθηκε αναγκαία η παρουσία του στον Σαρωνικό μετά την εμφάνιση εκ νέου στην Μεσόγειο του  εύδρομου «ΧΑΜΗΔΙΕ», προερχόμενο από την Ερυθρά Θάλασσα όπου είχε πλεύσει αρχικά.    Σε αντίθεση με την ψυχραιμία που χαρακτήριζαν τις ενέργειες του Αρχηγού του Στόλου, η νέα εμφάνιση του εχθρικού εύδρομου προκάλεσε κωμικό πανικό στους Αθηναίους που φοβόντουσαν ότι θα βομβάρδιζε την πρωτεύουσα.  Οι εφημερίδες συνιστούσαν στον λαό να μην ανησυχεί διότι για την ασφάλεια της πρωτεύουσας επαγρυπνούσε ο ήρωας της Θεσσαλονίκης!   Έγινε πρόχειρη εγκατάσταση πυροβολείων και διατάχθηκαν περιπολίες του τ/β «ΝΙΚΟΠΟΛΙΣ» και του υποβρυχίου «ΔΕΛΦΙΝ» που βρίσκονταν σε επισκευή.  Η περίπτωση αυτή χρησιμοποιήθηκε πάντως μετά από πολλά χρόνια, τις παραμονές του Β’ Παγκόσμιου Πόλεμου, σαν πολύ πειστικό επιχείρημα κατά όσων είχαν αντιρρήσεις για την σοβαρή οχύρωση των ζωτικών θαλάσσιων περιοχών της χώρας. [βλέπε : Η Ελλάδα θωρακίζεται – Η προετοιμασία των Οχυρών 1938- 1939].

Το τ/β «ΝΙΚΟΠΟΛΙΣ» εκτέλεσε πράγματι έναν αριθμό νυχτερινών περιπολιών, χωρίς βέβαια να εμφανιστεί το εύδρομο «ΧΑΜΗΔΙΕ» που είχε να εκτελέσει σημαντικότερες αποστολές ώστε να μην κινδυνεύσει στις προσβάσεις του Ναύσταθμου τις οποίες θα πίστευε καλλίτερα φυλασσόμενες.  Παράλληλα, η παρουσία του εύδρομου επέβαλλε την αποστολή ναυτικής δύναμης στα Ηπειρωτικά και Αλβανικά παράλια όπου εκτελούνταν σημαντικές στρατιωτικές μεταφορές, μεταξύ άλλων και Σερβικού Στρατού από την Θεσσαλονίκη.  Γι αυτό τον σκοπό στάλθηκαν το θ/κ «ΨΑΡΑ» με τρία αντιτορπιλικά.  Σε αντικατάσταση μάλιστα ενός από τα αντιτορπιλικά αυτά που χρειάζονταν επισκευή, διατάχθηκε να τεθεί κάτω από τις διαταγές του «ΨΑΡΑ» το τ/β «ΝΙΚΟΠΟΛΙΣ».   Κατά τον πλου προς το Ιόνιο, προσεγγίσαμε στην Πάτρα και την Λευκάδα όπου ο Κυβερνήτης έγινε αντικείμενο ζωηρότατων λαϊκών εκδηλώσεων που ίσως ξεπερνούσαν κάπως τα όρια της σοβαρότητας.

Κατά τη διάρκεια μιας ημερινής περιπολίας του τ/β «ΝΙΚΟΠΟΛΙΣ» στα Αλβανικά παράλια, διατάχθηκα να εκτελέσω νηοψία σε Αυστριακό φορτηγό με την υπόνοια ότι ίσως θα ήταν το χρησιμοποιούμενο ανθρακοφόρο για τον ανεφοδιασμό του εύδρομου «ΧΑΜΗΔΙΕ». Ο κυβερνήτης του φορτηγού πλοίου δεν έδωσε καμιά σημασία στις επανειλημμένες με διεθνή σήματα και συριγμούς προσκλήσεις του  τ/β «ΝΙΚΟΠΟΛΙΣ» όπως κρατήσει.  Ο Κυβερνήτης μου τότε δεν δίστασε μπρος στην Αυστριακή σημαία να βάλλει με το μικρό ταχυβόλο που χειρίστηκε ο ίδιος μερικές ένσφαιρες βολές μπρος από την πλώρη του φορτηγού, αναγκάζοντάς το έτσι να κρατήσει και να αναποδίσει.  Ανέβηκα στο φορτηγό και ρώτησα τον κυβερνήτη γιατί δεν κράτησε και αυτός με περιφρονητικό ύφος μου είπε:  «Πού θέλετε να δω τόσο μικρό πλοίο», οπότε πήρε την απάντηση «Ευτυχώς τις βολές τις ακούσατε».  Η νηοψία δεν απέδειξε κάτι ύποπτο.

Το πρωί της 27ης Φεβρουαρίου το εύδρομο «ΧΑΜΗΔΙΕ» έκανε την εμφάνισή του στα Αλβανικά παράλια και κατευθύνθηκε στο Σαν Τζοβάνι όπου βρίσκονταν αρκετά Ελληνικά εμπορικά πλοία που αποβίβαζαν Σερβικό Στρατό.  Έβαλε σημαντικό αριθμό βολών κατά των πλοίων που προξένησαν αρκετές ζημιές και θύματα, ιδιαίτερα μεταξύ των Σέρβων.  Η μόνη αντίδραση που συνάντησε ήταν η βολή εναντίον του δυο ορειβατικών πυροβόλων που βρίσκονταν στο ατμόπλοιο «ΤΡΙΦΥΛΛΙΑ» και είχαν εξοπλιστεί από τους Σέρβους που επέβαιναν.  Αυτό ήταν αρκετό για να μην παραμείνει να ολοκληρώσει την επιχείρησή του και να αποπλεύσει προς άγνωστη κατεύθυνση.

Κατά τον πλου του προς Σαν Τζοβάνι το εύδρομο «ΧΑΜΗΔΙΕ» εντοπίσθηκε από το α/τ «ΛΟΓΧΗ» που περιπολούσε στην περιοχή, το οποίο και το πλησίασε για αναγνώριση χωρίς καμιά εκδήλωση ενέργειας από τα δυο μέρη.   Το α/τ «ΛΟΓΧΗ» δεν εξακολούθησε την παρακολούθηση αλλά έπλευσε προς νότο για να πετύχει συνεννόηση με τον ασύρματο με το θ/κ «ΨΑΡΑ» και έτσι έχασε την επαφή με το εύδρομο.  Το θ/κ «ΨΑΡΑ» που βρίσκονταν στην Κέρκυρα απέπλευσε αμέσως με το α/τ «ΑΕΤΟΣ» και το τ/β «ΝΙΚΟΠΟΛΙΣ» αλλά, όπως ήταν επόμενο, μη έχοντας άλλες αναφορές για τις κινήσεις του «ΧΑΜΗΔΙΕ» δεν μπόρεσαν να το συναντήσουν.   Πολύ συζητήθηκε τότε αν έκανε καλά ο Κυβερνήτης του α/τ «ΛΟΓΧΗ» που διέκοψε την παρακολούθηση.  Είναι βέβαιο ότι θα βρέθηκε σε πολύ δύσκολη θέση για να αποφασίσει τι να κάνει.   Αν συνέχιζε να κρατάει επαφή χωρίς να έχει δυνατότητα συνεννοήσεως με το θ/κ «ΨΑΡΑ», θα όφειλε να επιχειρήσει ο ίδιος την καταβύθιση του εύδρομου με τορπιλισμό.  Ημερινή όμως τορπιλική προσβολή από μεμονωμένο αντιτορπιλικό κατά εύδρομου που διατηρούσε ακέραια την μαχητική του αξία ήταν καταδικασμένη σε ασφαλή αποτυχία.  Θα έπρεπε να συνεχίσει την παρακολούθηση μέχρι τη νύχτα και να διενεργήσει την προσβολή κάτω από την προστασία του σκοταδιού, οπότε όμως το υπάρχον υπόλοιπο καυσίμων θα ήταν ανεπαρκές.   Νομίζω ότι όπως ήταν τότε η σύνθεση της Μοίρας για την καταδίωξη του εύδρομου με το  θ/κ «ΨΑΡΑ» να διαθέτει ταχύτητα πολύ μικρότερη από αυτό και με τα υποτυπώδη μέσα τηλεπικοινωνίας που υπήρχαν τότε, ακόμα και αν εντοπίζονταν το «ΧΑΜΗΔΙΕ» από το περιπολικό, ελάχιστες ήταν οι πιθανότητες έγκαιρης επέμβασης της κύριας δύναμης.   Το σωστό θα ήταν εφόσον πραγματοποιούνταν σοβαρές στρατιωτικές μεταφορές να προστατεύονταν από κοντά από το θ/κ «ΨΑΡΑ», οπότε το εύδρομο δεν θα εκτελούσε ατιμωρητί την επιχείρηση του Σαν Τζοβάνι.  Φαίνεται όμως ότι οι πληροφορίες για τις κινήσεις του ήταν πολύ ασαφείς και οι διαταγές του Κέντρου που βασίζονταν σ’ αυτές  ήταν αντιφατικές και δεν επέτρεπαν στον Διοικητή της δύναμης του Ιονίου να πάρει τις σωστές αποφάσεις.  Μετά από αυτό το επεισόδιο διατάχθηκε το θ/κ «ΨΑΡΑ» να συνοδεύει από κοντά τις στρατιωτικές μεταφορές στο Ιόνιο.  Οι συνοδείες αυτές συνεχίστηκαν και τον Μάρτιο του 1913 και σ’ αυτές έλαβε μέρος και το τ/β «ΝΙΚΟΠΟΛΙΣ».

Προς τα τέλη Μαρτίου το τ/β «ΝΙΚΟΠΟΛΙΣ» κατέπλευσε στον Ναύσταθμο για πιο ριζική επισκευή, ευτυχώς σε εποχή που οι ναυτικές επιχειρήσεις του Α’ Βαλκανικού πολέμου είχαν ουσιαστικά λήξει.»