Ο Γρηγόριος Μεζεβίρης διηγείται:

«Το φθινόπωρο του 1933 το Ναυτικό μπήκε στο στόχαστρο της δριμύτατης κριτικής που εξασκούσε η Αντιπολίτευση κατά της Κυβερνήσεως.  Πολλές άστοχες ενέργειες της Κεντρικής Διοίκησης και οι πολιτικές ενέργειες του Διοικητού του Στολίσκου των αντιτορπιλικών [βλέπε: “Νέες πολιτικές ανωμαλίες- Κίνημα του 1933  Μέρος A” ], έδωσαν αρκετά πολεμοφόδια γι αυτό.  Μεταξύ άλλων, δημοσιεύτηκε σε νέο-εκδοθείσα εφημερίδα σειρά άρθρων για το εφαρμοζόμενο στο Ναυτικό σύστημα διοίκησης.

Ποινική δίωξη για δυσφήμηση

Σε άρθρο που δημοσιεύτηκε στο φύλλο του Δημοκρατικού Αγώνος της 15ης Νοεμβρίου του 1933 αναφέρονταν ονόματα ανωτέρων αξιωματικών που, εξαπατώντας τις προηγούμενες Κυβερνήσεις ως προς τα πολιτικά τους φρονήματα, πετύχαιναν τιμητικές και εμπιστευτικές θέσεις ενώ τώρα παρουσιάζονταν ως κομματικοί παράγοντες της νέας κατάστασης.  Αντίτυπα αυτού του φύλλου στάλθηκαν στις υπηρεσίες που υπηρετούσαν οι αξιωματικοί που αναφέρονταν στο δημοσίευμα με καταφανή σκοπό να τους δυσφημίσουν στους υφιστάμενούς τους. ¨Έτσι πληροφορήθηκα κι εγώ ότι το όνομα μου περιλαμβάνονταν στη λίστα αυτή.   Ζήτησα τότε από το Υπουργείο την ποινική δίωξη των υπευθύνων και παρά τις αρχικές αντιρρήσεις του Υπουργού που θεωρούσε ότι έπρεπε να αγνοήσω τα γραφόμενα, η υπόθεση έφτασε τελικά μέχρι το Κακουργοδικείο του Πειραιά  όπου η υπεράσπιση έκανε χρήση της ημερησίας διαταγής του Διοικητή του Στολίσκου με την ευκαιρία της ανάληψης των καθηκόντων του [βλέπε: “Νέες πολιτικές ανωμαλίες- Κίνημα του 1933  Μέρος A” ].

Η ετυμηγορία των ενόρκων υπήρξε παμψηφεί καταδικαστική για τον διευθυντή σύνταξης της εφημερίδας.  Επειδή όμως αυτός εξέφρασε τη λύπη του ενώπιον του Δικαστηρίου για όσα γράφηκαν, δήλωσε ότι κακώς αναμείχθηκε το όνομά μου και υποσχέθηκε ότι θα επαναλάβει τη δήλωση αυτή και από την εφημερίδα του, δέχτηκα να αποσύρω την μήνυση.  Η εφημερίδα τήρησε πιστά την υπόσχεσή της και δημοσίευσε τη δήλωση συγνώμης στο φύλλο της 28ης Απριλίου του 1934.

Γενικότερα όμως το προσωπικό των πλοίων, όποτε βρίσκονταν στην περιοχή του Ναυστάθμου για ανάπαυση μετά από γυμνάσια, δέχονταν τον αντίκτυπο των πολιτικών παθών που είχαν πάλι οξυνθεί. Υπήρχαν πάντα διάχυτες φήμες για επικείμενα κινήματα που διάφοροι μετέφεραν διογκωμένες μέχρι τον Υπουργό των Ναυτικών, είτε καλή τη πίστη είτε για εξυπηρέτηση προσωπικών συμφερόντων.  Ο Υπουργός, έχοντας μεγάλη προσωπική πείρα κινημάτων,  διέταζε τη λήψη αυστηρών μέτρων επαγρύπνησης που κατέληγαν σε συνεχή σχεδόν επιφυλακή όσων υπηρετούσαν στα πλοία.

Νευρικές αντιδράσεις σε φήμες για κίνημα

Η ενοχλητική αυτή κατάσταση έπαιρνε καμιά φορά κωμική τροπή.  Σε κάποια περίπτωση ο Γενικός Διευθυντής του Ναυστάθμου, πολιτικός παράγοντας και τύπος που του άρεσε να διακωμωδεί τα πάντα, κάλεσε επειγόντως τους κυβερνήτες.  Μας ανακοίνωσε ότι επρόκειτο να εκραγεί κίνημα στο θωρηκτό «ΑΒΕΡΩΦ», ότι είχε διαταγή να προφυλακίσει του αξιωματικούς του πλοίου που βρίσκονταν ένδον και ότι τα αντιτορπιλικά έπρεπε να ετοιμάσουν τα πυροβόλα τους και να τα στρέψουν κατά του «ΑΒΕΡΩΦ»!  Έκπληκτοι αναρωτιόμασταν αν ο Γενικός Διευθυντής είχε σώας τας φρένας. Μαζί μας απορούσε ακόμα περισσότερο και ο παριστάμενος κυβερνήτης του «ΑΒΕΡΩΦ», αξιωματικός που επιμελώς απείχε από κάθε ανάμιξη σε πολιτικές διαμάχες και που επί πλέον ήταν ιδεολογικά προσκείμενος στους κυβερνώντες.   Αυτός παρατήρησε ότι στο πλοίο του επικρατούσε απόλυτη ησυχία και ότι ένδον βρίσκονταν μόνο μικρός αριθμός ανδρών και 2-3 αξιωματικοί φιλήσυχοι αλλά και πολιτικά ομόφρονες προς την κυβέρνηση.  Ο Γενικός Διευθυντής του απάντησε τότε με τον συνηθισμένο ειρωνικό τρόπο του: «Ο Υπουργός το διατάζει».  Επειδή αναμένονταν η άφιξη του Υπουργού στον Ναύσταθμο, χάρις στην επέμβαση και των υπόλοιπων παρισταμένων φιλοξενήθηκαν προσωρινά οι αξιωματικοί του «ΑΒΕΡΩΦ» σε άλλα πλοία και αναβλήθηκε η λήψη κάθε άλλου μέτρου.

Μετά την άφιξη του Υπουργού και μετά από όσα του εκθέσαμε, φάνηκε ότι πείσθηκε ότι δεν υπήρχε άμεσος κίνδυνος κινήματος, διέταξε όμως να αποβιβάσουμε το ταχύτερο από τα πλοία τους βενιζελικούς αξιωματικούς.  Το επιτελείο του α/τ «ΥΔΡΑ», εκτός από μια ή δυο εξαιρέσεις, αποτελείτο μόνο από βενιζελικούς που ήταν όμως προσηλωμένοι στο έργο τους και από τους οποίους ήμουν απόλυτα ικανοποιημένος. Ενημέρωσα λοιπόν τον Υπουργό ότι αν και αγνοούσα τα πολιτικά φρονήματα των υφισταμένων μου, διότι δεν έκανα μ’ αυτούς πολιτικές συζητήσεις, εγγυούμουνα προσωπικά για την νομιμοφροσύνη τους.  Έτσι, απόφυγα τη διάλυση του εξαιρετικού επιτελείου του πλοίου μου.

Επιστρέφοντας στο πλοίο μου και γνωρίζοντας το μέγεθος της ευθύνης που είχα αναλάβει, θέλησα άλλη μια φορά να ακούσω από το στόμα των αξιωματικών μου όσα για λογαριασμό τους είχα εγγυηθεί.  Τους πληροφόρησα λοιπόν για όσα λέχθηκαν και πρόσθεσα ότι, αν και θεωρούσα αβάσιμες τις φήμες για κίνημα, θα έπρεπε να έχουν υπόψη τους ότι αν συνέβαινε κάτι τέτοιο είχα την πρόθεση να αντιταχθώ με τα όπλα.  Τους ζήτησα, τέλος, να μου εκθέσουν με κάθε ειλικρίνεια τις απόψεις τους για το θέμα αυτό.  Όπως περίμενα, όλοι με διαβεβαίωσαν ότι κάθε διαταγή μου θα εκτελούνταν πιστά.  Ο ύπαρχος, τύπος φιλήσυχου αξιωματικού που δεν αναμειγνύονταν στην πολιτική, διαφοροποιήθηκε και μου είπε: «κύριε Κυβερνήτα, η πείρα με έχει πείσει ότι σε τέτοιες περιπτώσεις το φρονιμότερο είναι να μην παίρνει κανείς μέρος ούτε υπέρ ούτε κατά των κινημάτων».  Η απάντηση αυτή του ύπαρχού μου και μάλιστα ενώπιον των αξιωματικών δεν με ικανοποίησε όπως ήταν φυσικό.  Αν και αυτά που είπε δεν απείχαν δυστυχώς από την αλήθεια για όσους επιθυμούσαν να εξασφαλίσουν ήρεμη σταδιοδρομία, από τον ύπαρχο απαιτούσα ενεργή δράση για την προάσπιση της νομιμότητας και όχι ουδετερότητα.  Με λύπη μου λοιπόν αναγκάστηκα να του πω ότι τον συγχαίρω για την ειλικρίνειά του, αλλά η παθητική στάση σε περιπτώσεις εσωτερικών διαταραχών δεν είναι η αρμόζουσα σε ύπαρχο και ότι βρισκόμουν στη δυσάρεστο θέση να ζητήσω την αντικατάστασή του.  Κατά σύμπτωση εκκρεμούσε μετάθεσή του σε υπηρεσία ξηράς που είχε ανασταλεί με παράκλησή μου και που ζήτησα να εκτελεστεί.

Σε όλη τη διάρκεια της υπηρεσίας μου ως κυβερνήτης του α/τ «ΥΔΡΑ» δεν μου δόθηκε ποτέ καμιά αφορμή να μετανιώσω για την εμπιστοσύνη που έδειξα στο επιτελείο μου.  Εν τούτοις, πολλοί από τους ίδιους αυτούς αξιωματικούς, πριν περάσει πολύς καιρός, όταν άλλαξε η σύνθεση του Στόλου και ορισμένες διοικήσεις μονάδων έπεσαν σε ακατάλληλα χέρια, παρασύρθηκαν στο μεγαλύτερο κίνημα στην ιστορία του σύγχρονου Ναυτικού.  Μου ήταν αδύνατο να φαντασθώ την εποχή που κυβερνούσα το α/τ «ΥΔΡΑ» ότι μια μέρα θα βρισκόμουν από την έδρα του Κυβερνητικού Επιτρόπου στην τραγική θέση να ζητήσω αυστηρές ποινές για πρώην υφιστάμενούς μου που είχαν κερδίσει την αμέριστή μου εκτίμηση!

Προαγωγή σε Πλοίαρχος – Διακοπή της θαλάσσιας υπηρεσίας

Τον Φεβρουάριο του 1934 προβιβάστηκα σε Πλοίαρχο.  Το ευχάριστο όμως αυτό γεγονός είχε σαν αποτέλεσμα να διακοπεί πάλι η υπηρεσία μου στον Στόλο.  Αν και η θέση του Κυβερνήτη αντιτορπιλικού δεν ανταποκρίνονταν στο νέο μου βαθμό, παρακάλεσα να παραμείνω σ’ αυτήν και να ονομασθώ συγχρόνως και Διοικητής της άλλης από τις Μοίρες του Στολίσκου για να δικαιολογείται και τυπικά η παραμονή μου.  Η πρότασή μου όμως δεν έγινε αποδεκτή με το επιχείρημα ότι η συνύπαρξη δυο Πλοιάρχων στον Στολίσκο δεν θα ήταν ορθή και θα έπρεπε να χρησιμοποιηθώ σε θέση ανάλογη του βαθμού μου.   Ίσως να κάνω λάθος, σχημάτισα όμως την εντύπωση ότι το Κέντρο δεν έβλεπε με καλό μάτι την αμερόληπτη στάση μου απέναντι στους πολιτικά αντίθετους και κάτω από την πίεση των αδιάλλακτων προτιμούσε να με χρησιμοποιήσει σε θέση για την οποία δεν απαιτείτο η απόλυτη πολιτική ορθοδοξία.

Έφθασα στο συμπέρασμα αυτό και από τις προτάσεις που μου έγιναν στην συνέχεια από το Υπουργείο.  Αρχικά μου πρότειναν τη θέση της Διεύθυνσης της Μετεωρολογικής Υπηρεσίας του Υπουργείου Αεροπορίας που παρουσίαζε πολλά υλικά πλεονεκτήματα.  Την πρόταση αυτή απέκρουσα με αγανάκτηση δηλώνοντας με αγανάκτηση ότι αν είχα την πρόθεση να συνεχίσω την σταδιοδρομία μου μακριά από το ενεργό Ναυτικό, θα είχα παραμείνει στην Δ.Ρ.Υ.Ν. [Διεύθυνση Ραδιοτηλεγραφικής Υπηρεσίας του Ναυτικού].  Τοποθετήθηκα τότε ως Διοικητής της Ναυτικής Σχολής Πολέμου.  Αυτή η θέση είναι στην πραγματικότητα πολύ σημαντική  και θα έπρεπε να θεωρείται ως τιμητική για ένα νέο Πλοίαρχο, εφόσον μάλιστα δεν υπήρχε τότε Βρετανός διευθυντής σπουδών.  Γνώριζα όμως ότι σύμφωνα με τις απόψεις ορισμένων από εκείνους που διοικούσαν τότε το Ναυτικό – και που ίσως και να μην είχαν μείνει ικανοποιημένοι από την μαθητεία τους στην Σχολή – καμιά σημασία δεν έδιναν στην Σχολή και την προόριζαν για τους πολιτικά ανεπιθύμητους.  Σ’ αυτήν την κατηγορία ανήκε και ο αντιπλοίαρχος που υπηρετούσε τότε ως Διοικητής, ένας ικανός αξιωματικός βενιζελικών φρονημάτων που επρόκειτο να παραμείνει ως υποδιοικητής μου.

Δέχτηκα αναγκαστικά αυτή την τοποθέτηση, υπέδειξα όμως ότι δεν θα ήταν ορθή η αντικατάσταση του Διοικητή στο μέσο της εκπαιδευτικής περιόδου.  Αυτό θα απέβαινε και υπηρεσιακώς βλαπτικό, διότι ήταν πιθανό να έδινα στην εκπαίδευση κατευθύνσεις διαφορετικές από τον προκάτοχό μου και θα ήταν προσβλητικό και γι αυτόν, ενώ μέχρι τη στιγμή εκείνη είχε εργαστεί με εξαιρετικό ζήλο.  Μπρος στην επιμονή μου, αποφασίστηκε να παρουσιαστώ μεν στην Σχολή αλλά στην συνέχεια να  πάρω την άδειά μου μέχρι το τέλος της εκπαιδευτικής περιόδου.

Κατά την παράδοση του α/τ «ΥΔΡΑ» ο Διοικητής του Στολίσκου κοινοποίησε διαταγή προς τα πλοία με την οποία με ευχαριστούσε «δια την πολύτιμον συνδρομήν και την αφοσίωσιν μεθ’ ης ειργάσθη όπως ο Στολίσκος εμφανισθή άρτιος», προσθέτοντας ότι «θα είναι ευτυχής να συνυπηρετή με αξιωματικούς οίτινες θα επιδείξωσι την εργατικότητα και την εν παντί καλήν πίστιν τας οποίας είχε επιδείξει».  Δυστυχώς πριν περάσει πολύς καιρός, με τις συνθήκες της Ελληνικής πραγματικότητας, παρά τα καλά αυτά λόγια, βρέθηκα σε διάσταση με τον τέως διοικητή μου.

Τελικά, δεν ανέλαβα την εποχή εκείνη την Διοίκηση της Ναυτικής Σχολής Πολέμου.  Με την ανασύσταση της θέσης του Διευθυντού των Τεχνικών Υπηρεσιών του Υπουργείου των Ναυτικών ανέλαβα τα καθήκοντα αυτά από τα μέσα του Ιουνίου του 1934,  αφού είχα μείνει άνεργος για ένα τετράμηνο.

Διευθυντής των Τεχνικών Υπηρεσιών του Υπουργείου – Το Ναυτικό Πρόγραμμα

Η Διεύθυνση Τεχνικών Υπηρεσιών ήταν υπεύθυνη τα παλαιότερα έτη για όλο το τεχνικό υλικό του Ναυτικού, θεωρείτο πολύ σημαντική, και την αναλάμβαναν οι αρχαιότεροι Πλοίαρχοι που είχαν την μεγαλύτερη τεχνική μόρφωση. Σε μεταγενέστερα όμως χρόνια η σημασία της είχε παραγνωριστεί καιοι κατάλληλοι για τη θέση αυτή Πλοίαρχοι την απέφευγαν, προτιμώντας διοικήσεις στη θάλασσα ή στην στεριά που είχαν πολλά υλικά πλεονεκτήματα, ήταν περισσότερο αναπαυτικές και με πολύ λιγότερες ευθύνες.  Έτσι κατέληξε τα σπουδαία αυτά καθήκοντα να ανατίθενται στους λιγότερο κατάλληλους.  Μάλιστα, για έναν από αυτούς λέγονταν ότι υπερηφανεύονταν για την εντιμότητα του επειδή σε όλη τη διάρκεια της θητείας του δεν είχε συνάψει καμιά παραγγελία νέου υλικού!  Τελικά, επειδή δεν βρίσκονταν μάχιμοι τα καθήκοντα αυτά είχαν προσωρινά ανατεθεί σε Πλοίαρχο ναυπηγό και η προσωρινότητα αυτή είχε παραταθεί πολύ.  Κρίθηκε όμως και πάλι αναγκαία η παρουσία μάχιμου που να έχει προσωπική πείρα των αναγκών του Στόλου και οι τελευταίες προαγωγές στο βαθμό του Πλοιάρχου διευκόλυναν την εξεύρεση κατάλληλων.

Όταν αναλάμβανα τα καθήκοντά μου εκκρεμούσαν σημαντικές παραγγελίες πολεμικού υλικού.  Το σοβαρότερο όμως που είχα να αντιμετωπίσω αμέσως ήταν η εφαρμογή του Ναυτικού Προγράμματος του 1931. Σύμφωνα μ’ αυτό θα έπρεπε μέσα στην πρώτη εξαετία να είχαν κατασκευαστεί, εκτός από τα 4 αντιτορπιλικά τύπου ‘ΥΔΡΑ’, άλλα 4 των 1.400 τόνων,  μια αρχηγίδα των 2.000 τόνων και μια υποβρύχια ναρκοθέτιδα.  Παράλληλα θα οργανώνονταν η παράκτια άμυνα και θα συμπληρώνονταν οι πάσης φύσεως ανάγκες σε πολεμικό υλικό και εγκαταστάσεις.  Είχε όμως περάσει μια τριετία χωρίς να γίνει κανένα βήμα για την εφαρμογή όσων προέβλεπε το Πρόγραμμα.  Ειδικά για την παραγγελία νέων αντιτορπιλικών η συνηθισμένη πολυπραγμοσύνη μας συνετέλεσε να μην δοθεί καμία μέσα στην εξαετία.

Από μερικούς ρίχτηκε η ιδέα να ναυπηγηθούν τα αντιτορπιλικά στην Ελλάδα, την οποία με ενθουσιασμό αποδέχτηκε ο Υπουργός που του άρεσαν οι ριζοσπαστικές και προοδευτικές λύσεις.  Η ιδέα παρουσίαζε αρκετά πλεονεκτήματα.  Θα δημιουργούσε εργασία για αρκετούς εργάτες, θα εξειδικεύονταν τεχνικό προσωπικό και θα περιορίζονταν το εξαγόμενο συνάλλαγμα.  Τα ναυπηγεία που θα ιδρύονταν θα ήταν χρήσιμα στον πόλεμο για τις μεγάλης έκτασης επισκευές των πλοίων. Οι θιασώτες όμως της ιδέας παρουσίαζαν τα πλεονεκτήματα πολύ μεγαλύτερα των πραγματικών.  Ουσιαστικά στην Ελλάδα θα γίνονταν μόνο συναρμολόγηση διότι μηχανές, μηχανήματα, οπλισμός, πάσης φύσεως εξαρτήματα και εφόδια, ακόμα και κατεργασμένα ελάσματα θα έρχονταν από το Εξωτερικό.  Έτσι η οικονομία συναλλάγματος θα ανέρχονταν μόλις στο τέταρτο της αξίας κάθε σκάφους.  Γι’ αυτόν τον λόγο το πλεονέκτημα ότι δήθεν θα αποκτούσαμε πολεμική βιομηχανία ήταν μόνο φανταστικό.  Αφετέρου, για τα πρώτα τουλάχιστον χρόνια η κατασκευή στην Ελλάδα θα κόστιζε περισσότερο από την ναυπήγηση στο εξωτερικό και το κυριότερο θα απαιτούσε πολύ περισσότερο χρόνο, λόγω έλλειψης επαρκούς πείρας.  Για τον λόγο αυτό επιβάλλονταν το πρώτο τουλάχιστον τμήμα του Ναυτικού Προγράμματος να μην συνδυαστεί με την ίδρυση των Ναυπηγείων, εφόσον μάλιστα είχαμε τόσο καθυστερήσει.

Σαν να μην έφταναν οι έμφυτες δυσκολίες του ζητήματος, με την συνήθεια του Υπουργού να απευθύνεται χωρίς λόγο σε αναρμόδιους και ανεύθυνους συμβούλους, δημιουργούνταν και άλλες.  Πριν από πολλά χρόνια, μια Βρετανική Αποστολή που είχε ειδικά μετακληθεί για να μελετήσει το ζήτημα ίδρυσης νέου Ναυστάθμου στον Σκαραμαγκά, μετά από μακρά μελέτη των τοπικών συνθηκών είχε βρει και τον κατάλληλο χώρο για την ανέγερση των ναυπηγικών εγκαταστάσεων, εκεί ακριβώς που τελικά ιδρύθηκαν.  Εν τούτοις, ο Υπουργός είχε πεισθεί από τις αναρμόδιες εισηγήσεις και επέμενε να ανεγερθούν κοντά στα Συνεργεία του υφιστάμενου Ναυστάθμου.  Για το ειδικό αυτό θέμα αγωνίστηκα πολύ για να μεταπειστεί ο Υπουργός.  Με εισήγησή μου συστάθηκε πολυμελής Επιτροπή η οποία κατά πλειοψηφία απεφάνθη ότι για την εκλογή του χώρου πρέπει να βασιστούμε στα φώτα των ειδικών αλλοδαπών.

Τελικά δόθηκε συμβιβαστική λύση με την οποία επιτυγχάνονταν σχετικό κέρδος χρόνου στην εφαρμογή του Προγράμματος.  Αποφασίστηκε να ζητηθούν από ξένους ναυπηγικούς οίκους προσφορές συγχρόνως για την ναυπήγηση των αντιτορπιλικών στην αλλοδαπή και στην Ελλάδα, σε ναυπηγεία που θα ίδρυαν οι ίδιοι και με την προϋπόθεση ότι τα 2 πρώτα θα κατασκευάζονταν στην αλλοδαπή και τα επόμενα στην Χώρα μας.  Η μεγαλύτερη όμως καθυστέρηση της παραγγελίας προήλθε από τις ατέλειωτες συζητήσεις σχετικά με το εκτόπισμα των αντιτορπιλικών, που εξελίχθηκαν σε αντεγκλήσεις μέσω της ‘Ναυτικής Επιθεώρησης’…

Είχε προταθεί, αντί του κλασικού τύπου αντιτορπιλικών, να κατασκευασθεί τύπος μικρότερος κατά 400 περίπου τόνους που είχε μελετηθεί από μας για να πετύχουμε οικονομίες της τάξης του 25%.  Κατά της πρότασης αυτής αντιτάχθηκε μερίδα αξιωματικών που δεν εμπιστεύονταν τις προδιαγραφές που είχε συντάξει η ναυπηγική μας υπηρεσία.  Γι αυτό το τελευταίο θεωρώ υποχρέωσή μου να σημειώσω ότι οι ξένοι τεχνικοί που ήρθαν στην Ελλάδα για την παραγγελία εκφράστηκαν ευνοϊκά.  Στις γνώμες αυτές προστέθηκε και τρίτη, του Ναυάρχου Σ. Δούσμανη, που υποστήριζε τύπο ακόμα μικρότερο, των 800 τόνων περίπου, που είχε προταθεί προ 25ετίας όταν ήταν Αρχηγός του Γ.Ε.Ν.

Όταν παρέλαβα την Διεύθυνση οι σχετικές αποφάσεις είχαν ληφθεί και ήταν έτοιμη η προκήρυξη διαγωνισμού για τον ειδικό τύπο των 1.000 περίπου τόνων που είχε μελετηθεί από τους δικούς μας. Ζητούνταν όμως συγχρόνως και προσφορές για τον κλασικό τύπο των 1.400 τόνων.  Προχώρησα λοιπόν αμέσως στη προκήρυξη του διαγωνισμού και επιφυλάχτηκα να σχηματίσω προσωπική γνώμη μετά τη λήψη των προσφορών, όταν θα μπορούσαμε να εξακριβώσουμε και την πραγματική οικονομία του περιορισμού του εκτοπίσματος.

Όταν πήραμε όμως τις προσφορές, από έναν Αγγλικό οίκο προτάθηκε τύπος ενδιάμεσος μεταξύ του κλασικού και εκείνου που σχεδιάστηκε από μας, που συνδύαζε πολλά τεχνικά πλεονεκτήματα και σχετικά ευνοϊκούς οικονομικούς όρους.  Αυτόν τον τύπο πρόκρινε και η Επιτροπή που είχε συσταθεί και ο ίδιος συμφώνησα μ’ αυτή τη γνώμη.  Δυστυχώς μέχρι τη λήψη της τελικής απόφασης της Επιτροπής πέρασαν αρκετοί μήνες, διότι απαιτήθηκε η λήψη συμπληρωματικών πληροφοριών από τους διάφορους οίκους και διεξήχθησαν ατελείωτες συζητήσεις.  Στη καθυστέρηση συνετέλεσαν πολύ και οι συνηθισμένες μέθοδοι των αντιπροσώπων των ξένων οίκων που μόλις αντιληφθούν ότι επίκειται η κατακύρωση του διαγωνισμού σε ανταγωνιστή σοφίζονται χίλια δυο τεχνάσματα για να προκαλέσουν το ναυάγιό της.

Στο τέλος Φεβρουαρίου 1935 είχε επιτέλους ληφθεί η τελική απόφαση και περιμέναμε τον Διευθυντή του οίκου που είχε προκριθεί για να υπογράψουμε τη σύμβαση.  Δεν είχαμε όμως υπολογίσει για ένα απρόοπτο….το κίνημα της 1ης Μαρτίου 1935.

Δεν ήταν βέβαια δυνατόν τη στιγμή που ασχολούμασταν με την καταστολή του να υπογράφονται τέτοιες συμβάσεις κι έτσι ειδοποιήσαμε τον Διευθυντή του ναυπηγικού οίκου να αναβάλει για λίγες ημέρες την άφιξή του.  Και το μεν κίνημα κατεστάλη, η παραγγελία όμως των νέων πλοίων ματαιώθηκε και πέρασαν δυο χρόνια μέχρις να παραγγελθούν τελικά δυο αντιτορπιλικά.

Νέος Υπουργός των Ναυτικών παρέλαβε ο Ναύαρχος Δούσμανης που πρόκρινε τον τύπο των 800 τόνων.   Έτσι, αγνόησε την προεργασία που είχε γίνει και τις γνώμες της υπηρεσίας κι έθεσε το όλο ζήτημα επί τάπητος εξ’ αρχής.  Η επιβράδυνση της πολεμικής προετοιμασίας του Ναυτικού ήταν ένα από τα πολλά δεινά που προκάλεσε το κίνημα αυτό.

Εκτός όμως από τις παραγγελίες νέων πλοίων, πολλές άλλες παραγγελίες πολεμικού υλικού τοποθετήθηκαν κατά το οκτάμηνο που διηύθυνα τις Τεχνικές Υπηρεσίες. Με απασχόλησε επίσης πολύ και η εσωτερική οργάνωση της Διευθύνσεως που χαρακτηρίζονταν από μια αφάνταστη γραφειοκρατία.  Για τα απλούστερα ζητήματα που υπάγονταν στην αρμοδιότητα περισσοτέρων τμημάτων και που μπορούσαν να επιλυθούν άμεσα με προφορική συνεννόηση ανταλλάσσονταν μακρά αλληλογραφία που έφερε πάντοτε την υπογραφή του ίδιου Διευθυντού!   Κάποιες φορές μάλιστα τα έγγραφα αυτά που έφεραν την υπογραφή του ίδιου προσώπου έπαιρναν την μορφή αντεγκλήσεων!

Ένα από τα δυσάρεστα της θέσης αυτής ήταν και η δημιουργία συχνών υπηρεσιακών προστριβών με τους προϊστάμενους διαφόρων υπηρεσιών που δεν εννοούσαν να αντιληφθούν ότι η κεντρική Υπηρεσία υποχρεούται να ενεργεί μέσα στο πλαίσιο που επέτρεπε ο Κρατικός Προϋπολογισμός.  Μερικοί μάλιστα, κάθε απόρριψη αίτησής τους που απαιτούσε έγκριση χρηματικής δαπάνης, κάποιες φορές και παράλογης, απέδιδαν σε προσωπική αντίδραση εναντίων των και δεν παρέλειπαν τα σχετικά τους παράπονα να τα φέρουν μέχρι και τον Υπουργό.»