Ο Γρηγόριος Μεζεβίρης διηγείται:

«Μέχρι την εποχή εκείνη ο αριθμός των πλοίων εν ενεργεία ήταν περιορισμένος για λόγους οικονομιών.  Μετά όμως από τα γεγονότα του Οκτωβρίου του 1935 [βλέπε: «Τα επακόλουθα του κινήματος του 1935 – Ανατροπή πολιτεύματος»], εντάχθηκαν στον Στόλο όλα τα πλοία που μπορούσαν να πλεύσουν από το θωρηκτό «ΑΒΕΡΩΦ» μέχρι και τα μικρά τορπιλοβόλα.  Κάτω από συνηθισμένες συνθήκες ήταν δύσκολη η πλήρης επάνδρωση όλων των πλοίων χωρίς να γίνει προσφυγή σε εφέδρους.  Μετά όμως τις αθρόες απομακρύνσεις στελεχών, λόγω του κινήματος του Μαρτίου του 1935, η στελέχωση των πλοίων θα έπρεπε να θεωρηθεί πραγματικό κατόρθωμα.  Επιτεύχθηκε με τον περιορισμό του προσωπικού των πλοίων στο ελάχιστο, με την διακοπή της λειτουργίας όλων των σχολών αξιωματικών και υπαξιωματικών και με την πλήρη σχεδόν απογύμνωση των υπηρεσιών ξηράς. Δεν υπήρχαν ειδικοί εξωτερικοί λόγοι που να επέβαλαν το μέτρο αυτό.  Θα επρόκειτο ασφαλώς για μέτρο σκοπιμότητας για το οποίο δίδονταν πολλές εξηγήσεις, δεν γνωρίζω όμως ποια από αυτές είναι ακριβής.

Την ίδια εποχή τέθηκαν και οι πρώτες βάσεις μιας νέας υπηρεσίας που εξελίχθηκε αργότερα στην Ανωτέρα Διοίκηση Παράκτιας Άμυνας [βλέπε: «Η Ελλάδα θωρακίζεται- Η προετοιμασία των οχυρών 1938-39»]. Μέχρι το 1935 υπήρχαν πολλές μελέτες στα σχέδια για την επάκτια οχύρωση, με μοναδικό όμως αποτέλεσμα την κατασκευή 2 αντιαεροπορικών πυροβολείων στην περιοχή του Ναυστάθμου.  Συνεστήθη λοιπόν ολιγομελής Επιτροπή από ικανούς και δραστήριους τεχνικούς αξιωματικούς στην οποία ανατέθηκε η σύνταξη μελέτης σε πρακτική βάση που να ανταποκρίνεται στις δικές μας δυνατότητες.  Η μελέτη αυτή ολοκληρώθηκε γρήγορα και λήφθηκαν τα απαραίτητα νομοθετικά μέτρα.  Επί κεφαλής της υπηρεσίας που συστάθηκε τέθηκε έφεδρος Υποναύαρχος και μετακλήθηκαν αλλοδαποί τεχνικοί για να προσφέρουν τις γνώσεις τους.  Οφείλουμε πραγματικά τιμή σε εκείνους που πήραν την σχετική πρωτοβουλία καθώς και στους πρωτεργάτες που θεμελίωσαν αυτόν τον νέο κλάδο του Ναυτικού.

Όπως ήταν αναμενόμενο, με την παλινόρθωση της Βασιλείας όσοι είχαν καταδικαστεί για το κίνημα του Μαρτίου του 1935 αμνηστεύτηκαν και γράφτηκαν στα στελέχη της εφεδρείας.  Το μέτρο αυτό θεωρήθηκε επιβεβλημένο, ιδιαίτερα μετά τις τελευταίες εξελίξεις.  Μερικοί από μας διακρίναμε σ’ αυτό και την πιθανότητα επαναφοράς προσεχώς στα ενεργά στελέχη, τουλάχιστον των νεοτέρων από αυτούς που απομακρύνθηκαν,  αν και οι αθρόες προαγωγές που μεσολάβησαν την είχαν καταστήσει πολύ δύσκολη. Κάποιες όμως αντιδράσεις κατά κάθε τέτοιας σκέψης δεν επέτρεψαν την πραγματοποίησή της πριν από τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο.

Μετά την επάνοδο του Βασιλιά, ανακλήθηκα από την διαθεσιμότητα στα τέλη Δεκεμβρίου του 1935 και μου ανατέθηκε η Προεδρία Επιτροπής για την εξέταση των προσφορών που είχαν υποβληθεί, μετά την προκήρυξη νέου διαγωνισμού για την κατασκευή αντιτορπιλικών.

Πρόεδρος της Επιτροπής αξιολόγησης προσφορών για την κατασκευή αντιτορπιλικών

Όταν παρουσιάστηκα στον τότε Υπουργό των Ναυτικών Τριανταφυλλάκο, αυτός χαμογελώντας μου είπε: «και στο εξής να είστε φρόνιμος». Η φράση αυτή προερχόμενη από διαπρεπή νομομαθή με εξέπληξε και του απάντησα εκφράζοντας την απορία γιατί η νομοταγής στάση μου χαρακτηρίζονταν ως ανταρσία.  Μετά όμως από συμπληρωματικές εξηγήσεις φάνηκε να μεταπείστηκε και προσέθεσε ότι κατά τις ανώμαλες περιστάσεις που περάσαμε όλοι βρεθήκαμε σε δύσκολη θέση. Ευχήθηκε συγχρόνως να μην βρεθώ ποτέ πια στο μέλλον σε ανάλογη θέση.

Μετά την ματαίωση της παραγγελίας των αντιτορπιλικών λόγω του κινήματος του Μαρτίου του 1935, ο νέος διαγωνισμός που προκηρύχτηκε περιλάμβανε όρους που ικανοποιούσαν ως προς τον τύπο των πλοίων όλες τις αντικρουόμενες γνώμες.  Οι προσφορές έπρεπε να ανταποκρίνονται στις προδιαγραφές που είχαμε συντάξει για πλοία εκτοπίσματος μεταξύ 950 και 1.500 τόνων, κατ’ επιλογή των ναυπηγείων, καθώς και για πλοία του τύπου που κατασκεύαζαν τα ξένα Ναυαρχεία μέσα στα ίδια όρια εκτοπίσματος.  Η ιδέα ναυπήγησης των αντιτορπιλικών στην Ελλάδα είχε προσωρινά εγκαταλειφθεί και είχε αποφασιστεί το ζήτημα της ίδρυσης ναυπηγείων να εξεταστεί αργότερα, ανεξάρτητα από αυτόν τον διαγωνισμό.

Είχαν υποβληθεί 15 προσφορές από αγγλικούς, γαλλικούς και από ένα γερμανικό οίκο.  Η κάθε προσφορά αφορούσε 2-3 τύπους πλοίων.  Η λεπτομερής σύγκριση τεχνικών προσφορών που ήταν τόσο ανόμοιες μεταξύ τους θα απαιτούσε κανονικά εργασία πολλών μηνών για να καταλήξουμε στην καλλίτερη.  Το Γ.Ε.Ν. όμως επείγονταν εξαιρετικά για να προχωρήσει σε παραγγελία και έτσι η Επιτροπή εργάστηκε υπερεντατικά – συχνά μέχρι και αργά τη νύχτα – και κατόρθωσε να υποβάλλει το πόρισμά της εντός διμήνου.  Αν και καμιά από τις προσφορές δεν ανταποκρίνονταν πλήρως σε όλες τις απαιτήσεις της προκήρυξης, ο οίκος που περισσότερο πλησίασε σ’ αυτές ήταν ο ίδιος αγγλικός οίκος που είχε προκριθεί κατά τον προηγούμενο διαγωνισμό.   Προσφορές για τους τύπους των ξένων Ναυαρχείων είχαν υποβάλει μόνο αγγλικοί οίκοι αλλά, λόγω της εμπιστευτικής τους μορφής, έδιναν ελάχιστες πληροφορίες.   Ιδιαίτερα ενδιαφέρουσα ήταν η προσφορά του γερμανικού ναυπηγείου που περιελάμβανε πολλές καινοτομίες, οι οποίες όμως απαιτούσαν εξαιρετικά έμπειρο προσωπικό μηχανής κι έτσι θεωρήθηκαν πρόωρες για το Ναυτικό μας.

Το πρακτικό της Επιτροπής επρόκειτο να τεθεί υπόψη του Ανώτατου Ναυτικού Συμβουλίου (Α.Ν.Σ.) το οποίο, αφού θα ελάμβανε γνώση και των οικονομικών όρων, θα έπαιρνε τις τελικές αποφάσεις.  Συμμετείχα ως εισηγητής στην πρώτη συνεδρίαση του Α.Ν.Σ. και μετά από σύντομη προφορική εισήγηση άρχισα να διαβάζω το πρακτικό.  Πριν όμως προχωρήσω πολύ μερικά μέλη με ρώτησαν από πόσες σελίδες αποτελούνταν το πρακτικό και όταν πληροφορήθηκαν ότι ήταν 30 σελίδες δήλωσαν ότι η προφορική μου εισήγηση αρκεί.  Ακολούθησε η αποσφράγιση των οικονομικών όρων και αφού το Α.Ν.Σ. έλαβε γνώση και αυτών κατέληξε σε λύση που δεν προβλέπονταν από την προκήρυξη.  Αποφασίστηκε η παραγγελία ορισμένου τύπου του Βρετανικού Ναυαρχείου στον οποίο θα γίνονταν κάποιες λεπτομερειακές τροποποιήσεις που επιβάλλονταν από τις συνθήκες που ίσχυαν σε μας.  Αναγκαστικά απαιτείτο να επαναληφθεί ο διαγωνισμός για τρίτη φορά μεταξύ αγγλικών μόνο οίκων.Η απόφαση που είχε ληφθεί ήταν ίσως η πιο σωστή. Παραγγέλνοντας τύπο πανομοιότυπο με χρησιμοποιούμενο από το Βρετανικό Ναυτικό, μπορούσαμε να είμαστε σίγουροι ότι θα ήταν πετυχημένος.  Δεν θα ήταν όμως φυσικότερο οι απόψεις του Α.Ν.Σ. να είχαν ληφθεί υπόψη προκαταβολικά κατά την σύνταξη της προκήρυξης, ώστε και το ζήτημα να μην διαιωνίζεται και να μην εκτιθέμεθα στους ξένους οίκους;  Οι Τεχνικές Υπηρεσίες του Υπουργείου είχαν ασχοληθεί πολλούς μήνες με την σύνταξη των προδιαγραφών, 7 ανώτεροι αξιωματικοί είχαν εγκαταλείψει τις υπηρεσίες τους για δυο μήνες για να εξετάσουν τις προσφορές και να πληροφορηθούν τελικά ότι όλη τους η εργασία ήταν τελείως περιττή.  Επί πλέον τα μέλη της Επιτροπής δεν είχαν ούτε την ηθική ικανοποίηση ότι αυτοί που ρυθμίζουν τις τύχες του Ναυτικού είχαν λάβει γνώση της ευσυνείδητης εργασία τους και την είχαν δεόντως εκτιμήσει.  Δεν έχει δίκιο ο von Tirpitz όταν λέει ότι οι διοικούντες πρέπει να αντιλαμβάνονται πόση διανοητική εργασία και πόσους κόπους περικλείουν τα τεχνικά ζητήματα;

Από την ανάκλησή μου στην ενέργεια, ο Αρχηγός του Γ.Ε.Ν., Αντιναύαρχος Δ. Οικονόμου, μου είχε γνωρίσει ότι, αναγνωρίζοντας την καλή πίστη που υπαγόρευσε τη στάση μου κατά τα γεγονότα της 10ης Οκτωβρίου 1935, ευχαρίστως θα με έβλεπε να υπηρετώ υπό τις διαταγές του στη θέση του Υπαρχηγού Γ.Ε.Ν. και συγχρόνως Διευθυντή της Γ’ Διεύθυνσης που επρόκειτο να ιδρυθεί.  Η πρόταση αυτή που προερχόταν από εκείνον που εκπροσώπησε το Ναυτικό στην τριμελή Επιτροπή με ικανοποίησε ιδιαίτερα και πρόθυμα την αποδέχτηκα.

Διευθυντής της Γ’ Διεύθυνσης του Γ.Ε.Ν.

Πράγματι από τον Απρίλιο του 1936 ανέλαβα τα νέα μου καθήκοντα στην Γ’ Διεύθυνση.  Δεν απέκτησα όμως και την ιδιότητα του Υπαρχηγού του Γ.Ε.Ν διότι η αντίδραση ορισμένων μελών του Α.Ν.Σ. δεν επέτρεψε να προωθηθεί το σχετικό νομοθέτημα.

Στην νέα μου υπηρεσία είχα την τύχη να έχω συνεργάτες δυο αντιπλοιάρχους [εκ των οποίων ο Αντιπλοίαρχος Πετρόπουλος είχε παραιτηθεί μετά τα γεγονότα του Οκτωβρίου του 1935 και είχε ανακληθεί ως έφεδρος], από τους ικανότερους επιτελικούς του Ναυτικού.  Με την βοήθειά τους και την αμέριστη υποστήριξη του  Αρχηγού του Γ.Ε.Ν συντελέστηκε σημαντικό πραγματικά έργο.  Οι κυριότερες ασχολίες μας υπήρξαν η οργάνωση της παράκτιας άμυνας, οι νέες κατασκευές και οι παραγγελίες πολεμικού υλικού.

Το δυσκολότερο πρόβλημα για την ταχεία πραγματοποίηση του σχεδίου άμυνας των ακτών ήταν να βρεθούν λύσεις που κατά το δυνατόν θα συνδύαζαν  την τελειότητα που απαιτούσαν οι τεχνικοί με τους διαθέσιμους πόρους του Προϋπολογισμού.  Χάρις στο πνεύμα κατανόησης που επικράτησε μεταξύ των ενδιαφερομένων οι λύσεις βρέθηκαν χωρίς σημαντική χρονοτριβή.  Ανάλογες πρακτικές λύσεις δόθηκαν και στο ζήτημα της οργάνωσης δικτύου παρατηρητηρίων που χρόνιζε, για το οποίο από χρόνια είχαν συνταχθεί πολλά σχέδια που παρέμεναν σχέδια διότι απαιτούσαν δαπάνες που υπερέβαιναν κατά πολύ τις δυνατότητες του Ναυτικού μας.

Για την παραγγελία των αντιτορπιλικών συμμορφωθήκαμε προς τις νέες κατευθύνσεις που έδωσε το Α.Ν.Σ., που μοιραία όμως έφεραν μεγάλη καθυστέρηση.  Τα ναυπηγεία ήταν υποχρεωμένα να συντάξουν νέες μελέτες.  Μερικά μάλιστα από αυτά δικαίως βαρέθηκαν τις διαπραγματεύσεις με μας και τελικά αποσύρθηκαν. Παρ’ όλα αυτά γύρω στα μέσα του καλοκαιριού του 1936 είχαμε καταλήξει σε συμπεράσματα και ελπίσαμε προς στιγμήν ότι θα προχωρούσε η παραγγελία.   Η ανάληψη όμως της Κυβέρνησης από τον Ι. Μεταξά, που προσωπικά ανέλαβε και το Υπουργείο των Ναυτικών, έφερε και νέα αναβολή διότι ο Πρωθυπουργός  ως ρυθμιστής της οικονομικής πολιτικής της χώρας δεν αποδέχονταν τους οικονομικούς όρους των ναυπηγείων.   Τελικά αποφασίστηκε αντί των 4 αντιτορπιλικών που προβλέπονταν να παραγγελθούν μόνο 2 στον αγγλικό οίκο που είχε προκριθεί και με τον όρο ότι το πυροβολικό θα παραγγέλλονταν στην Γερμανία,  για να επωφεληθούμε από την δυνατότητα πληρωμής με ανταλλαγή προϊόντων.  Σε αντιστάθμισμα της μείωσης του αριθμού των αντιτορπιλικών, ο Πρόεδρος της Κυβέρνησης ενέκρινε πίστωση για την ίδρυση ναυπηγείων στην Ελλάδα όπου θα κατασκευάζονταν μελλοντικά άλλα 2 αντιτορπιλικά.  Οι νέοι όμως όροι απαίτησαν και νέα διαπραγματεύσεις με αποτέλεσμα ότι μόνο στις αρχές του 1937 παραγγέλθηκαν τα αντιτορπιλικά «ΒΑΣ. ΓΕΩΡΓΙΟΣ» και «ΒΑΣ. ΟΛΓΑ».

Η ανακήρυξη της Δικτατορίας της 4ης Αυγούστου 1936 υπήρξε η αφορμή για νέες ανησυχίες και για δισταγμούς περί του πρακτέου για όσους επιθυμούσαν να μείνουν στην οδό της νομιμότητας.  Τις σκέψεις μου αυτές ανέφερα στον Αρχηγό του Γ.Ε.Ν. ο οποίος μου απάντησε ότι το μέτρο ήταν επιβεβλημένο, λόγω του εμφανιζόμενου κομουνιστικού κινδύνου.  Πάντως προσέθεσε την πρωτοβουλία του μέτρου δεν είχαν πάρει οι ένοπλες δυνάμεις αλλά ο Βασιλιάς με ατομική του ευθύνη.  Είχα ήδη υπηρετήσει κάτω από αρκετά άλλα δικτατορικά καθεστώτα που ασφαλώς δεν ήταν καλλίτερα από το νέο, δεν υπήρχε λόγος να μη συνεχίσω την παροχή των υπηρεσιών μου και κάτω από αυτό.

Με την μεταβολή που έγινε το Ναυτικό απέκτησε και Υφυπουργό που έμελλε να προΐσταται στις τύχες μας για μια σχεδόν πενταετία. Επρόκειτο για παλιό επιτελικό αξιωματικό του Στρατού που διαπνέονταν κατά βάθος από αγαθές προθέσεις, είχε έμφυτο το αίσθημα της δικαιοσύνης και έδινε μεγάλη σημασία στην τάξη και στην πειθαρχία.  Η διοίκηση όμως του Ναυτικού μας υπήρξε πάντοτε πολύ δυσχερής.  Απαιτούσε άνθρωπο με ισχυρή πυγμή που να μπορεί να ελέγχει τις εισηγήσεις που του γίνονται, να θέτει τέρμα σε προσωπικές προστριβές και να επιβάλει στον καθένα να περιορίζεται στον κύκλο των αρμοδιοτήτων του.  Για το βαρύ αυτό έργο ήταν πολύ ηλικιωμένος και έπεφτε συχνά θύμα κακών εισηγήσεων.

Η μεταφορά της σορού του Βασιλιά Κωνσταντίνου τον Οκτώβριο του 1936 υπήρξε η μόνη από τις πολυάριθμες επιδείξεις και τελετές που οργάνωσε η Δικτατορία που προκάλεσε πραγματικά αισθήματα συγκίνησης.  Εκπροσωπούσε μια σελίδα της εποχής κατά την οποία και αυτά ακόμα τα  πάθη δεν οφείλονταν σε ταπεινά προσωπικά ελατήρια, αλλά σε αγνές ιδεολογικές διαφορές αντιλήψεων.  Ιδιαίτερα συγκινητική ήταν η τελετή της μεταφοράς της σορού κατά το σούρουπο από τον σιδηροδρομικό σταθμό στην Μητρόπολη.  Επειδή δεν είχα κάποια επίσημη θέση, την παρακολούθησα από κάποιο σπίτι μεταξύ παλιών, πιστών και αφανών φίλων της Βασιλικής Οικογένειας.  Πόσο συγκινητικό ήταν το θέαμα στρατηγών, συμπολεμιστών του Αρχιστράτηγου που σέρνονταν κάτω από το βάρος των ετών και παλιών αυλικών που είχαν γεράσει στην υπηρεσία μιας ιδέας, με τις ξεβαμμένες από πολυκαιρία στολές τους!  Αλλά και πόσο λίγο είχαν τη θέση τους στην τελετή μερικοί που προσπαθούσαν τώρα να καλοπιάσουν το νέο καθεστώς για τις ενέργειες τους σε εποχές που δεν φαντάζονταν ποτέ ότι θα μπορούσε να γίνει αυτή η τελετή!

Στο τέλος του 1936, ο Αρχηγός του Γ.Ε.Ν. και ο Αρχηγός του Στόλου αντικαταστάθηκαν αμοιβαία και προς στιγμή ήλπισα ότι θα μπορούσα να συνεχίσω την υπηρεσία μου που είχα διακοπεί, ως Διοικητής του Στολίσκου, κάτω από τον νέο Αρχηγό του Στόλου, Αντιναύαρχο Οικονόμου.  Σύμφωνα όμως με τις νέες διατάξεις περί προσόντων, η ετήσια τουλάχιστον υπηρεσία στη θέση αυτή αποτελούσε υποχρεωτικό προσόν για την προαγωγή των πλοιάρχων και έπρεπε να το αποκτήσουν τρεις αρχαιότεροί μου.  Η αρχαιότητα στην επετηρίδα αποτελούσε πλέον το μόνο κριτήριο, ακόμα και για τις τοποθετήσεις στις διοικήσεις της θάλασσας.  Αν και αυτό το προσόν δεν είχε ζητηθεί από όλους που είχαν προαχθεί μέχρι τη στιγμή εκείνη, ο καθορισμός του ως κριτήριο προαγωγής σε Γενικό αξιωματικό ήταν ίσως ορθός, διότι με την υφιστάμενη σύνθεση του Ναυτικού μας αποτελούσε το καλλίτερο μέσο ελέγχου των επαγγελματικών ικανοτήτων κατά την εκτέλεση ασκήσεων εν πλω.  Με την προϋπόθεση όμως ότι το κριτήριο αυτό δεν θα ήταν απλή εκπλήρωση τύπου για τους στυλοβάτες των εκάστοτε καθεστώτων!

Διοικητής του Στολίσκου εν εφεδρεία

Ελλείψει λοιπόν καλλίτερης πρότασης, δέχτηκα την τοποθέτηση μου ως Διοικητής του Στολίσκου εφεδρείας που είχε συσταθεί από 5 αντιτορπιλικά σε εφεδρεία, τα περισσότερα από τα οποία τελούσαν υπό γενική επισκευή.  Ποτέ στη ζωή μου δεν είχα αναλάβει ένα τόσο άχαρο έργο. Από άποψη οργάνωσης, τα πλοία που βρίσκονται σε εφεδρεία οφείλουν να βρίσκονται σε τέτοια κατάσταση ετοιμότητας ώστε μόλις συμπληρωθεί το προσωπικό τους να μπορούν να αναλάβουν υπηρεσία στον Στόλο.  Γι αυτό και προβλέπονταν να έχουν ελαττωμένο αλλά επαρκές για τον σκοπό αυτό προσωπικό.  Ο νέος όμως αρχηγός του Γ.Ε.Ν. εφάρμοσε μέτρα ορθά μεν, αλλά ακριβώς αντίθετα από εκείνα που απαιτούσε όταν ήταν Αρχηγός του Στόλου.  Ελάττωσε στο ελάχιστο το προσωπικό του Στόλου, για να τεθούν σε λειτουργία συγχρόνως όλες οι Σχολές του Ναυτικού.  Το αποτέλεσμα ήταν ότι απογυμνώθηκαν εντελώς από στελέχη τα πλοία εν εφεδρεία.  Υπηρετούσαν εικονικά ως κυβερνήτες ανώτεροι αξιωματικοί που ήταν τοποθετημένοι σε άλλες υπηρεσίες στην Αθήνα.  Μερικά από τα πλοία στερούνταν υπάρχων και σε άλλα είχαν τοποθετηθεί εκείνοι που κρίνονταν ως ακατάλληλοι για κάθε άλλη υπηρεσία.  Ακόμα χειρότερη ήταν η κατάσταση από πλευράς υπαξιωματικών.   Γενικά, υπήρχε στο Ναυτικό η αντίληψη ότι εφεδρεία σημαίνει εγκατάλειψη και οι υπηρετούντες στα πλοία εν εφεδρεία θεωρούσαν ότι ήταν επαρκές να προσέρχονται στον Ναύσταθμο μια ή το πολύ δυο φορές τη βδομάδα.

Κάτω από αυτές της συνθήκες οι περισσότεροι ίσως θα παραιτούνταν από κάθε προσπάθεια και θα θεωρούσαν αυτή την υπηρεσία τους ως περίοδο ανάπαυσης.  Επειδή όμως όντας από τους αρχαιότερους Πλοιάρχους θεωρούσα την τοποθέτησή μου αυτή μειωτική, αποφάσισα να ακολουθήσω την αντίθετη οδό.  Θέλησα να δημιουργήσω ένα προηγούμενο και να αποδείξω ότι και στην χειρότερη θέση εκείνος που επιθυμεί να εργαστεί μπορεί να αποδώσει ωφέλιμο έργο. Με μόνους λοιπόν πραγματικούς συνεργάτες 1-2 υπό τις διαταγές μου ανέλαβα να εκτελώ ο ίδιος και τα καθήκοντα των κυβερνητών που απουσίαζαν, ακόμα και των υπάρχων.  Ελλείψει επαρκούς αριθμού εκπαιδευτών, εφάρμοζα υπό την άμεση επίβλεψή μου περιορισμένο πρόγραμμα εκπαίδευσης των πλοίων κατά ομάδες.  Τελικά το επιδιωκόμενο μικρό μεν αλλά εξαιρετικά δυσχερές έργο επετεύχθη.

Η μονοτονία της υπηρεσίας αυτής είχε ένα ενδιαφέρον διάλειμμα.  Με την προοπτική της εκτέλεσης συνδυασμένων αποβατικών ασκήσεων σε κάποια ακτή της Αττικής, μου ανατέθηκαν η προπαρασκευή και η επάνδρωση των μεταγωγικών με προσωπικό των πλοίων μου και στη συνέχεια η διοίκηση της νηοπομπής.

Κατά την περίοδο αυτή, μετά από εντολή του Υπουργείου, αναλάβαμε μαζί με άλλους δυο αξιωματικούς και στη σύνταξη του νέου Κανονισμού Εσωτερικής Υπηρεσίας των Πλοίων, που ίσχυσε πολλά χρόνια.

Με την ευκαιρία των ετησίων μεταβολών του φθινοπώρου, ο Υφυπουργός των Ναυτικών μου πρότεινε, για να συμπληρώσω τα θαλάσσια προσόντα μου, να παραλάβω ως κυβερνήτης του εκπαιδευτικού «ΑΡΗΣ».  Απάντησα ότι για Πλοίαρχο της αρχαιότητάς μου η τυπική συμπλήρωση προσόντων επί μη μάχιμης μονάδας ήταν δευτερεύουσας σημασίας και παρεκάλεσα να αναβληθεί η συμπλήρωση των προσόντων μου, μέχρις ότου η υπηρεσία κρίνει ότι μπορεί και πάλι να μου εμπιστευθεί τη θέση του Διοικητού των εν ενεργεία αντιτορπιλικών που κατείχα και προ διετίας.  Ακολούθησε μεγάλη συζήτηση με τον Υφυπουργό να υποστηρίζει ότι από την τελευταία αυτή θέση πρέπει να περάσουν κατά σειρά οι αρχαιότεροι για να συμπληρώσουν τα προσόντα τους, σε περίπτωση όμως πολέμου ήξερε ποιον θα τοποθετούσε.  Επωφελήθηκα από αυτή την ευκαιρία για να αναπτύξω ότι κατά τη γνώμη μου  θα ήταν προτιμότερο να καταργηθεί εντελώς το υποχρεωτικό αυτό προσόν προαγωγής.  Δεν είναι σωστό οι ελάχιστες θαλάσσιες ναυτικές διοικήσεις να χρησιμοποιούνται για την εκπλήρωση τύπων, ενώ έπρεπε να χρησιμεύουν για την προετοιμασία εκείνων που προβλέπεται ότι θα τις καταλάβουν στον πόλεμο.  Αυτό εξόργισε τον Υφυπουργό που μου είπε ότι πάνω απ’ όλα ενδιαφέρεται για την τάξη και την ιεραρχία και ότι μόνον έτσι θα δημιουργηθεί ένα μικρό αλλά καλό Ναυτικό.  Δεν συγκρατήθηκα και είχα την κακή έμπνευση να απαντήσω ότι «το εύχομαι εκ βάθους καρδίας, αν και δεν το πιστεύω». Από τότε άλλαξε τελείως η στάση του Υφυπουργού απέναντι μου, που μέχρι τότε φαίνονταν ότι με εκτιμούσε ιδιαίτερα.

Διοικητής της Ναυτικής Σχολής Πολέμου

Έτσι, από τον Δεκέμβριο του 1937, τοποθετήθηκα ως Διοικητής της Ναυτικής Σχολής Πολέμου. Ο Στολίσκος εφεδρείας διαλύθηκε και τα πλοία τέθηκαν υπό τον Διοικητή του Στολίσκου ενεργείας, που μετονομάστηκε σε Ανώτερο Διοικητή Αντιτορπιλικών.

Μόλις ανέλαβα τα νέα καθήκοντά μου, το πρώτο ζήτημα που θεώρησα ότι έπρεπε να διακανονιστεί ήταν η σχετική δικαιοδοσία του Έλληνα Διοικητή και του Βρετανού Διευθυντού Σπουδών.  Μέχρι τότε ήταν και οι δυο ομοιόβαθμοι, έφεραν και οι δυο τον βαθμό του αντιπλοιάρχου, και ουσιαστικά την κατεύθυνση των σπουδών έδινε ο Βρετανός.  Αυτό δεν ήταν σωστό να συνεχιστεί εφόσον Διοικητής είχε αναλάβει Πλοίαρχος και μάλιστα από τους αρχαιότερους. Το θέμα ήταν πολύ λεπτό γιατί το καθεστώς αυτό είχε ισχύσει από πολλά χρόνια και η Σύμβαση πρόσληψης του Διευθυντού Σπουδών προέβλεπε ότι αυτός ήταν υπεύθυνος για την εκπαίδευση στη Σχολή, απ’ ευθείας έναντι του Υπουργού.   Χάρις όμως στην απόλυτα καλή θέληση του Βρετανού αξιωματικού το ζήτημα διευθετήθηκε σύμφωνα με τις απόψεις μου και επικράτησε πνεύμα στενής και ειλικρινούς συνεργασίας.  Μάλιστα, στη νέα Σύμβαση η σχετική διατύπωση άλλαξε κάτω από αυτό το πνεύμα.

Έτσι, με την ευκαιρία της εναρκτήριας ομιλίας μου προς τους σπουδαστές, παρουσία του Υφυπουργού και του Αρχηγού του Γ.Ε.Ν. , έθεσα και τις γενικές γραμμές των κατευθύνσεων που επιθυμούσα να δοθούν στην εκπαίδευση. Καθώς θυμόμουνα την περίοδο της μαθητείας μου στην ίδια Σχολή [βλέπε: «Τετραετία σχετικής ηρεμίας 1928-1932» ], τόνισα μερικά σημεία στα οποία δεν συμφωνούσα τότε ως προς τις κατευθύνσεις που ακολουθούνταν.  Έτσι, ανέπτυξα ότι ναι μεν η πειθαρχία της σκέψης αποτελεί μια των επιδιώξεων της Σχολής αλλά και ένας από τους σκοπούς της είναι η ανάπτυξη του ερευνητικού πνεύματος, διότι το δόγμα «πίστευε και μη ερεύνα» μπορεί να έχει τη θέση του οπουδήποτε αλλού, όχι όμως σε μια Σχολή Πολέμου. Γνωρίζοντας όμως και την έμφυτη ισχυρογνωμοσύνη μας, πρόσθεσα ότι αυτή δεν είναι ίδιον ανδρών ανώτερης διανοητικότητας.

Ένα άλλο βασικό ζήτημα επί του οποίου είχα ανένδοτη απόφαση να καινοτομήσω, ήταν η ουσιαστική εφαρμογή της διάταξης Νόμου που είχε πρόσφατα δημοσιευθεί  με την οποία αποσαφηνίζονταν πολύ καλλίτερα, παρά σε προηγούμενα νομοθετήματα, ότι όσοι αποτύγχαναν κατά την φοίτηση δεν θα προάγονταν στον ανώτερο βαθμό.  Μέχρι τη στιγμή εκείνη η διάταξη αυτή δεν είχε εφαρμοστεί διότι υπήρχαν μεν δυσμενείς κρίσεις της Σχολής για αρκετούς, δεν είχε όμως ρητά διατυπωθεί ότι αυτοί απέτυχαν κατά την φοίτηση.  Για το θέμα αυτό είχε ρητά εκφραστεί και ο Αρχηγός του Γ.Ε.Ν. και Πρύτανης της Σχολής, που είχε ξαναβρεί τις παλιές απόψεις του για μένα και μου είχε τονίσει ότι «αν ο νέος Νόμος δεν εφαρμοστεί κατά την Διοίκησή σου, δεν θα εφαρμοστεί ποτέ».  Κατά την εφαρμογή όμως αυτών των προθέσεών μας, βρήκαμε αντιμέτωπο τον Υφυπουργό.  Από τα μέσα της εκπαιδευτικής περιόδου είχε γίνει εμφανές ότι όση επιείκεια και αν επιδεικνύονταν, ο ένας τουλάχιστον από τους 8 σπουδαστές που καταφανώς υστερούσε των υπολοίπων δεν θα μπορούσε να χαρακτηριστεί ως επιτυχών, αν δεν επιθυμούσαμε την διακωμώδηση της Σχολής.  Γι αυτόν ακριβώς, έδειξε μεγάλο ενδιαφέρον ο Υφυπουργός  και με κάλεσε στο Υπουργείο πριν υποβληθούν τα αποτελέσματα και με ρώτησε «τι συμβαίνει με τον κύριο….;».  Του απάντησα ότι το μόνο που συμβαίνει ήταν ότι σύμφωνα με το γράμμα και το πνεύμα του Νόμου, που ο ίδιος ο Υφυπουργός είχε εισηγηθεί,  ο αξιωματικός αυτός θα απορρίπτονταν διότι το αντίθετο θα αποτελούσε κατάφορη παραβίαση των διατάξεων του Νόμου.  Άρχισε τότε να μου αναπτύσσει ότι δεν ήταν σωστό η Σχολή να ρυθμίζει την τύχη των αξιωματικών και προσέθεσε «η νομιμοφροσύνη κύριε Πλοίαρχε δεν λαμβάνεται υπόψη;».  Είχα ακούσει πολλές φορές κάτω από τα διάφορα καθεστώτα τη λέξη αυτή και γνώριζα καλά τι υπονοούσε.  Άφησα τον Υφυπουργό να καταλάβει ότι δεν είχα την πρόθεση να αλλάξω τις προτάσεις μου και έσπευσα να ενημερώσω τον Αρχηγό του Γ.Ε.Ν., που με αγανάκτηση με διαβεβαίωσε ότι θα έκανε ό,τι μπορούσε  για την επιβολή των αποφάσεων της Σχολής.

Τα αποτελέσματα υποβλήθηκαν με αναλυτικές κρίσεις για κάθε μαθητή και με ομόφωνη γνώμη δική μου και του Βρετανού Διευθυντή Σπουδών, ο προστατευόμενος του Υφυπουργού έπρεπε να παραμείνει στάσιμος στον βαθμό.  Ο Υφυπουργός όμως, παρά την σφοδρή αντίδραση του Αρχηγού του Γ.Ε.Ν., βρήκε τη λύση.  Τροποποίησε τον Νόμο και επιτράπηκε οι αποτυχόντες να φοιτούν και δεύτερη φορά στην Σχολή.  Όμως, αν και κατά την δεύτερη φοίτηση του αξιωματικού αυτού ο Διοικητής και ο Διευθυντής Σπουδών δεν ήταν πια τα ίδια πρόσωπα, αυτός απέτυχε και πάλι.  Τότε ο Υφυπουργός απελπίστηκε ότι μεταξύ των καταλλήλων να υπηρετήσουν στη Σχολή θα εύρισκε όργανα με τη διάθεση να ικανοποιήσουν τις επιθυμίες του και κατέφυγε σε μια ακόμα πιο απλή λύση.  Με νέα τροποποίηση του Νόμου θέσπισε ότι οι κρίσεις της Σχολής για τους σπουδαστές αποτελούν επιβοηθητικό μόνο  στοιχείο για τη κρίση τους από το Ανώτερο Ναυτικό Συμβούλιο. Ο εν λόγω αξιωματικός προάγονταν μετά από λίγο, προφανώς μετά από ευνοϊκή κρίση του Α.Ν.Σ.

Προς το τέλος της εκπαιδευτικής περιόδου η Σχολή μεταφέρθηκε στη Θεσσαλονίκη για μια βδομάδα για τη σύνταξη συνδυασμένου θέματος με τους σπουδαστές της αντίστοιχης σχολής του Στρατού που έδρευε εκεί.  Είχαμε την ευκαιρία να συνεργαστούμε με διακεκριμένους Επιτελείς του Στρατού και από την συνεργασία μας αποκομίσαμε άριστες εντυπώσεις.

Τον Ιούλιο του 1938 κλήθηκα να αναλάβω την Ανώτερη Διοίκηση της Παρακτίου Άμυνας, όταν ο έφεδρος Υποναύαρχος που κατείχε τη θέση αυτή ζήτησε την επαναφορά του στην εφεδρεία»