Μεταξύ των προληπτικών αυτών μέτρων ήταν και η μεταφορά στην Κρήτη του χρυσού της Τράπεζας της Ελλάδος τη νύχτα της 3ης Μαρτίου 1941, με τα αντιτορπιλικά «ΒΑΣ. ΓΕΩΡΓΙΟΣ» και «ΒΑΣ. ΟΛΓΑ».

Ο Γρηγόριος Μεζεβίρης διηγείται:

“Για την εκτέλεση της αποστολής αυτής λήφθηκαν ιδιαίτερα προφυλακτικά μέτρα. Για να μην ανησυχήσει το κοινό, ήταν επιβεβλημένο να τηρηθεί απόλυτη μυστικότητα. Το άκρως πολύτιμο φορτίο έπρεπε να εξασφαλιστεί όχι μόνο κατά πάσης εχθρικής ενέργειας αλλά και ενδεχομένων κινδύνων πτώσεως στη θάλασσα κατά τις μεταφορτώσεις, ακόμα και κατά των πειρασμών που θα μπορούσε να εμπνεύσει σε κάποιον από τους πολλούς που αναγκαστικά θα βρίσκονταν σε άμεση επαφή με αυτό. Για να τηρηθεί μυστικότητα δεν δόθηκε έγγραφη διαταγή του Αρχηγού του Στόλου αλλά δόθηκαν από εμένα προφορικές προσωπικές εντολές στους Κυβερνήτες. Τα δυο αντιτορπιλικά πλεύρισαν στην προβλήτα των Ναυπηγείων Σκαραμαγκά, που δεν προσφέρονταν για τον σκοπό αυτόν όταν έπνεαν ΒΔ άνεμοι όπως συνέβαινε τότε, με αποτέλεσμα το  «ΒΑΣ. ΟΛΓΑ» να υποστεί βλάβη που απαίτησε αρκετές ημέρες επισκευών όταν επέστρεψε.  Τα κιβώτια μεταφέρθηκαν μέχρι την προβλήτα με αυτοκίνητα της Πυροσβεστικής Υπηρεσίας που συνόδευαν ανώτεροι υπάλληλοι της Τράπεζας της Ελλάδος και όργανα της Ασφάλειας. Στους εργάτες που χρησιμοποιήθηκαν για τη φόρτωση είχε λεχθεί ότι περιείχαν κέρματα. Η φόρτωση στα πλοία έγινε από ναύτες που εποπτεύονταν από αξιωματικούς. Τα κιβώτια τοποθετήθηκαν μέσα στο μεσόδομο των αξιωματικών και στα πρωραία υποφράγματα που είχαν εκκενωθεί. Επί πλέον των συνοδευόντων τα κιβώτια τοποθετήθηκαν ναύτες σκοποί και ανέθεσα προσωπικά στους υπάρχους την ευθύνη της εξασφαλίσεώς τους.

Τα αντιτορπιλικά απέπλευσαν το σούρουπο και έπλευσαν με ταχύτητα 30 μιλίων περίπου, προκειμένου να καταστεί δυνατή η εκφόρτωση των κιβωτίων και η απομάκρυνσή τους από την προβλήτα της Σούδας μέσα στη νύχτα.

Αρκετή ώρα πριν την αυγή της επομένης ημέρας τα κιβώτια είχαν τοποθετηθεί με ασφάλεια μέσα στο υπόστεγο της προβλήτας. Κανένα μεταφορικό μέσο δεν υπήρχε όμως για την απομάκρυνσή τους από εκεί. Η Τράπεζα είχε ξεχάσει να ειδοποιήσει τον παραλήπτη που δεν ήταν, όπως είχε υποτεθεί, το υποκατάστημα Χανίων αλλά Ηρακλείου!

Βγήκα στη ξηρά και προσπάθησα να βρω Αρχή αρμόδια να μεριμνήσει για την περαιτέρω τύχη των κιβωτίων. Δεν έπρεπε η μέρα να τα βρει στο υπόστεγο που μπορούσε να δεχθεί αεροπορική επίθεση. Καμιά όμως Αρχή, ούτε και ο Γενικός Διοικητής της Νήσου είχε γνώση της υποθέσεως, ούτε δέχονταν να αναλάβει ευθύνη. Τελικά πείστηκε ο Διοικητής της Χωροφυλακής να αναλάβει τη φρούρηση των κιβωτίων και ειδοποιήθηκε το Υποκατάστημα Ηρακλείου να στείλει αρμόδιο για την παραλαβή τους και οι Βρετανικές Στρατιωτικές Αρχές της Σούδας, με τη μεσολάβησή μου, να διαθέσουν μεταφορικά μέσα. Έσπευσα τότε να διατάξω τον άμεσο απόπλου των αντιτορπιλικών, η παρουσία των οποίων μπορούσε να προκαλέσει ενέργειες της εχθρικής αεροπορίας.

Με ανακούφιση πληροφορήθηκα την επομένη ότι ο χρυσός είχε αποθηκευθεί με ασφάλεια στο Ηράκλειο…»