Ο Γρηγόριος Μεζεβίρης διηγείται:
«Επιστρέφοντας στην Ελλάδα τον Νοέμβριο του 1928, βρήκα κατάσταση σχετικής ηρεμίας που από χρόνια δεν θυμόμουνα. Από τότε που η μια από τις μεγάλες πολιτικές παρατάξεις είχε καταδικαστεί σε αφάνεια [σ.σ. η βασιλική] και ο ηγέτης της άλλης [σ.σ. Ελευθέριος Βενιζέλος] από πολλά χρόνια απείχε από την ενεργή ανάμιξη στη διακυβέρνηση της χώρας, η Ελλάδα είχε μόνο γνωρίσει ταραχές, επαναστάσεις και κινήματα. Ακόμα και οι ελπίδες που είχαν στηριχθεί στην οικουμενική Κυβέρνηση είχαν κι αυτές διαψευστεί. Ο λαός βρέθηκε μπρος το απροχώρητο και ανακάλεσε στην αρχή με μεγάλη πλειοψηφία τον πολιτικό άνδρα που τόσο πανηγυρικά είχε αποδοκιμάσει στις εκλογές του 1920.
Στο Ναυτικό ειδικότερα, στην αποκατάσταση της ομαλότητας είχαν συντελέσει πολύ και τα μέτρα που είχαν ληφθεί για την κατά το δυνατόν επούλωση της παλιάς ανοικτής πληγής των αποτάκτων. Όσοι αξιωματικοί δεν είχαν αποστρατευτεί με αίτησή τους, βενιζελικοί στην πλειοψηφία, βρίσκονταν σε ενεργό υπηρεσία και από τους βασιλόφρονες μερικοί είχαν ανακληθεί στην ενεργό υπηρεσία, ενώ στους υπόλοιπους που βρίσκονταν σε αποστρατεία δόθηκαν πολλά ευεργετήματα.
Κάτω από αυτές τα συνθήκες θα μπορούσα ίσως να αναθεωρήσω τις παλιές μου αποφάσεις για απομάκρυνση από τις τάξεις του Ναυτικού [βλέπε: «Εγκατάσταση Δημοκρατίας Σειρά κινημάτων 1924- 1925»]. Άλλωστε επιστρέφοντας στην Αθήνα μου έγινε άριστη υποδοχή και τόσο ο Υπουργός των Ναυτικών όσο και ο Γενικός Διευθυντής του Υπουργείου με συγχάρηκαν θερμά για τις υπηρεσίες μου στο εξωτερικό και μου επέτρεψαν να επιλέξω τη θέση στην οποία επιθυμούσα να υπηρετήσω.
Εκτός Ναυτικού με αίτησή μου
Η ιδέα όμως να μην συνεχίσω τη σταδιοδρομία στο Ναυτικό μου είχε γίνει έμμονη μετά από τις πίκρες μιας ολόκληρης δωδεκαετίας. Δεν είχα βέβαια υποστεί φυλακίσεις, αποτάξεις και μακροχρόνιους εκτοπισμούς, όπως άλλοι συνάδελφοι. Αυτοί όμως, τουλάχιστον, έφεραν τον χαρακτηρισμό του «παθόντος για πολιτικούς λόγους» και απολάμβαναν ισχυρής πολιτικής προστασίας όταν κυβερνούσε η παράταξή τους. Δεν ίσχυε όμως το ίδιο και για όσους δεν είχαν υποστεί αρκετές διώξεις, για να απολαμβάνουν ανάλογα προνόμια.
Παρά τις αντιρρήσεις λοιπόν της Διοίκησης, λόγω της επιμονής μου εγκρίθηκε τελικά η αίτηση που είχα υποβάλλει για να τεθώ σε διαθεσιμότητα. Επειδή την εποχή εκείνη οι αξιωματικοί σε διαθεσιμότητα δικαιούνταν να εξασκούν οποιοδήποτε επάγγελμα που δεν ήταν ασυμβίβαστο με την αξιοπρέπεια του αξιωματικού, επιδόθηκα στην αναζήτηση άλλης εργασίας. Οι περισσότερο κατάλληλες για μένα ήταν οι καθαρά τεχνικές της ειδικότητας που είχα αποκτήσει [βλέπε: «Από τον Α’ Παγκόσμιο Πόλεμο στην Μικρασιατική καταστροφή 1919- 1921» ], όμως την εποχή εκείνη η Ελλάδα βρίσκονταν σε μεγάλη καθυστέρηση όσον αφορά τις τηλεπικοινωνίες και δεν προσφέρονταν τίποτε σχετικό. Αποδέχτηκα λοιπόν δοκιμαστικά την θέση εντεταλμένου συμβούλου μιας εταιρείας με αντικείμενο εμπορικές υποθέσεις τεχνικής φύσεως.
Πριν περάσει πολύς καιρός άρχισα να αντιλαμβάνομαι ότι για τα νέα μου καθήκοντα δεν αρκούσαν οι τεχνικές μου γνώσεις, αλλά απαιτούνταν και ιδιότητες ασυμβίβαστες με τον στρατιωτικό χαρακτήρα. Έτσι, μετά από τρίμηνη δοκιμή υπέβαλα την παραίτησή μου και μετά από μερικές ακόμα άκαρπες δοκιμές κατέληξα στο συμπέρασμα ότι από τελείως διαφορετική στόφα είναι εκείνοι που προορίζονται να προοδεύσουν στις ιδιωτικές επιχειρήσεις. Ας έχουν αυτό υπόψη τους οι συνάδελφοι του μέλλοντος.
Άρχισα τότε να αντιμετωπίζω και πάλι ως μόνο δυνατό καταφύγιο τη ναυτική σταδιοδρομία, εφόσον δεν επιθυμούσα από ηλικία μικρότερη των σαράντα ετών να ζω την άχαρη ζωή του άνεργου συνταξιούχου. Μια πρόσκληση του Γενικού Διευθυντού του Υπουργείου των Ναυτικών επίσπευσε τις σχετικές μου αποφάσεις. Ο Γενικός Διευθυντής μου γνωστοποίησε ότι μετά την ψήφιση νόμου «περί εθελουσίας εξόδου» θα έπρεπε ή να επωφεληθώ από αυτόν και να αποχωρήσω οριστικά από το Ναυτικό, είτε να δεχτώ την ανάκλησή μου στην ενεργή υπηρεσία. Αποφάσισα το δεύτερο και παρά τις νέες δοκιμασίες που πέρασα, δεν το μετάνιωσα.
Επιστροφή στην ενεργό υπηρεσία- Διευθυντής Α’ Διεύθυνσης Γ.Ε.Ν.
Όταν ανακλήθηκα στην ενεργό υπηρεσία τοποθετήθηκα αρχικά στο Γενικό Επιτελείο Ναυτικού ως Διευθυντής της Α’ Διευθύνσεως, όπου υπήρχε σημαντική εκκρεμής εργασία για να συνταχθούν τα εκτελεστικά Διατάγματα νόμου που είχε μόλις ψηφιστεί και αποτελούσε ένα είδος καταστατικού χάρτη του Πολεμικού Ναυτικού. Με την ευκαιρία αυτή μελέτησα την εισηγητική έκθεση του νόμου «περί εθελουσίας εξόδου», που τότε επρόκειτο να μπει σε εφαρμογή. Σύμφωνα με την έκθεση αυτή, οι ανώτεροι αξιωματικοί πλεόναζαν και γι αυτό, χάριν οικονομιών, προβλέπονταν περιορισμός των οργανικών θέσεων. Προκειμένου οι αξιωματικοί αυτοί να υποβάλλουν οικειοθελώς αίτηση αποστρατείας, προσφέρονταν σημαντικά οικονομικά κίνητρα και η προαγωγή κατά έναν βαθμό. Αρκετοί έσπευσαν να επωφεληθούν αυτής της ευκαιρίας, όχι όμως και όσοι χρειάζονταν για να περιορισθεί ο αριθμός των υπηρετούντων σε αυτόν που προέβλεπε ο νόμος. Σε τέτοια περίπτωση προβλέπονταν ότι συμπληρωματικά θα αποχωρούσαν σε αυτεπάγγελτο αποστρατεία οι πλεονάζοντες κατ’ απόλυτη κρίση της υπηρεσίας.
Επειδή η εφαρμογή της τελευταίας αυτής διάταξης θα ισοδυναμούσε με νέα εκκαθάριση, θέλησα να βεβαιωθώ αν πράγματι οι αριθμοί του νόμου ανταποκρίνονταν στις ανάγκες. Από αυτή την μελέτη προέκυπτε ότι αυτό δεν συνέβαινε και σύντομα θα υπήρχε ανάγκη για νέα αύξηση των αριθμών που θα συντελούσε μεν στην προώθηση εκείνων που παρέμεναν, αλλά θα αποτελούσε κατάφωρη αδικία για εκείνους που θα αποστρατεύονταν αυτεπάγγελτα ως πλεονάζοντες. Αυτά σημείωσα σε αναλυτική έκθεση που διαβίβασα και στον Υπουργό, προς μεγάλη δυσφορία εκείνων που ενδιαφέρονταν για την κατά γράμμα εφαρμογή του νόμου. Δεν γνωρίζω κατά πόσο η έκθεσή μου συνετέλεσε, πάντως η εφαρμογή του νόμου περιορίστηκε σε εκείνους που οικειοθελώς αποστρατεύτηκαν και ο νόμος τροποποιήθηκε έτσι ώστε οι υπόλοιποι να παραμείνουν ως υπεράριθμοι. Όπως είχα προβλέψει άλλωστε, πριν περάσει πολύς χρόνος οι αριθμοί αυξήθηκαν και αργότερα μάλιστα μετά από νέα αύξηση υπερέβησαν και τους αρχικούς.
Την τοποθέτησή μου στο Γ.Ε.Ν. θεωρούσα ως προσωρινή διότι, εφόσον είχα πάρει την απόφαση να συνεχίσω την ναυτική μου σταδιοδρομία, επιβάλλονταν το ταχύτερο να υπηρετήσω στα πλοία, από τα οποία είχα απομακρυνθεί από πολύ καιρό. Γι αυτό το λόγο, όταν τον Οκτώβριο γίνονταν οι γενικές μεταβολές, ζήτησα με αναφορά μου την τοποθέτησή μου ως κυβερνήτης σ’ ένα από τα εν ενεργεία πλοία του Στόλου. Δυστυχώς όμως δεν βρήκα προθυμία να ικανοποιηθεί η επιθυμία μου αυτή. Οι θέσεις κυβερνητών ήταν λίγες και περιζήτητες και εκείνοι που περίμεναν σειρά για να τις καταλάβουν προέβαλαν το βάσιμο ίσως επιχείρημα ότι δεν ήταν σωστό έχοντας μόλις επανέλθει την ενεργό υπηρεσία να καταλάβω τη σειρά προτεραιότητάς τους. Εξ άλλου, παρά την πολιτική ομαλότητα που επικρατούσε, για τις διοικήσεις στη θάλασσα υπήρχε ακόμα η τάση να προτιμούνται οι προσκείμενοι στην πολιτική παράταξη που κυβερνούσε. Αναγκάστηκα λοιπόν να περιμένω καταλληλότερη στιγμή που ήρθε μόνο μετά από μια διετία.
Κατά την περίοδο αυτή τέθηκαν και οι βάσεις ενός ναυτικού προγράμματος κατασκευών που έλαβε την οριστική του μορφή με νόμο του 1931. Η σύνθεση του Ναυτικού αποτέλεσε το αντικείμενο μακρών συζητήσεων διότι μεγάλη μερίδα αξιωματικών είχε κηρυχθεί υπέρ των βαρέων σκαφών, ενώ ο Πρόεδρος της Κυβερνήσεως υποστήριζε σύνθεση με ελαφρά μόνο σκάφη. Αυτή η τελευταία άποψη επικράτησε τελικά γιατί την υποστήριξαν και οι επόμενες κυβερνήσεις.
Η έναρξη εφαρμογής του νέου προγράμματος έγινε με την παραγγελία στην Ιταλία 4 αντιτορπιλικών τύπου ‘ΥΔΡΑ’ [βλέπε: «Το χρονικό της βύθισης του ΥΔΡΑ 22 Απριλίου 1941» ]. Η επιλογή του τύπου αυτού αποτέλεσε για καιρό το αντικείμενο συζητήσεων μεταξύ των ναυτικών κύκλων. Η τοποθέτηση της παραγγελίας σε Ιταλικά ναυπηγεία, ανεξάρτητα τυχόν γενικότερων λόγων εξωτερικής πολιτικής της τότε Κυβέρνησης, δικαιολογήθηκε από την σχετικά χαμηλή τιμή τους και την σημαντική τους υπεροχή σε ταχύτητα. Στη πράξη αποδείχτηκε όμως ότι τα πλοία αυτά υστερούσαν σε ναυτικές ιδιότητες και η χαμηλή τους τιμή ήταν σε βάρος της στερεότητας κατασκευής. Όσον αφορά τις ταχύτητες των 40 και 41 μιλίων, δεν τις γνωρίσαμε ποτέ ίσως και διότι τα πρώτα χρόνια από την παραλαβή των πλοίων, τότε που ιδιαίτερα αναμένεται η απόδοση τέτοιων ταχυτήτων, δεν υπήρχε επαρκώς εξειδικευμένο προσωπικό μηχανής.
Το ναυτικό πρόγραμμα του 1931 δεν εφαρμόστηκε στη συνέχεια σύμφωνα με όσα είχαν προβλεφθεί. Οι παραγγελίες αντιτορπιλικών δεν ακολούθησαν τον προβλεπόμενο ρυθμό και μόλις στα τέλη του 1937 παραγγέλθηκαν και άλλα 2. Εξ άλλου, τίποτε δεν έγινε για να ενισχυθεί η ναυτική αεροπορία που αποτελούσε το άλλο σκέλος του προγράμματος ελαφρών κατασκευών και βασική προϋπόθεση για την αποδοχή του.
Έτσι, μετά την αχρήστευση των 2 θωρηκτών τύπου ‘ΛΗΜΝΟΣ’ και την εκποίηση μερικών παλιών μονάδων, το Ελληνικό Ναυτικό του οποίου το μέλλον διαγράφονταν τόσο σημαντικό τις παραμονές του Α’ Παγκοσμίου Πολέμου [βλέπε: «Περίοδος εργασίας και ηρεμίας Ευτυχισμένες ημέρες 1913- 1915» ] είχε εξελιχθεί μετά από 25 χρόνια σε μια ασθενική ναυτική δύναμη.
Εκ νέου Διευθυντής στην Διεύθυνση Ραδιοτηλεγραφικής Υπηρεσίας του Ναυτικού
Προς το τέλος του 1929, είχε επαναφερθεί ο θεσμός του μόνιμου Διευθυντού της Διεύθυνσης Ραδιοτηλεγραφικής Υπηρεσίας του Ναυτικού (Δ.Ρ.Υ.Ν.) και ο τότε Διευθυντής της είχε ζητήσει την μονιμοποίησή του, αν και δεν είχε τη σχετική ειδικότητα. Επειδή μερικά μέλη του Ανωτάτου Ναυτικού Συμβουλίου θεωρούσαν ότι εκείνοι που μονιμοποιούνταν σε τεχνικές υπηρεσίες έπρεπε να έχουν σχετική εξειδίκευση, ερωτήθηκα αν επιθυμούσα και πάλι να καταλάβω τη θέση του μόνιμου Διευθυντού. Απόκρουσα την πρόταση διότι είχα πάρει πια την απόφαση να επανέλθω στο ενεργό Ναυτικό και αφετέρου μετά τον περιορισμό των αρμοδιοτήτων της Δ.Ρ.Υ.Ν., [βλέπε: «Εγκατάσταση Δημοκρατίας Σειρά κινημάτων 1924- 1925» ] η υπηρεσία αυτή δεν παρείχε αρκετό πεδίο δράσης. Συγχρόνως όμως δήλωσα ότι δεν θα είχαν αντίρρηση μέχρι την τοποθέτησή μου σε πλοίο να υπηρετήσω στην Δ.Ρ.Υ.Ν. αντί σε άλλη υπηρεσία ξηράς, εφόσον αυτό εξυπηρετούσε τις ανάγκες του Ναυτικού.
Έτσι, από τον Ιανουάριο του 1930 βρέθηκα και πάλι στο γνώριμο περιβάλλον των εγκαταστάσεων ασυρμάτου του Βοτανικού.
Η παλιά μου θέση δεν παρουσίαζε πια για μένα το ίδιο ενδιαφέρον, είχε όμως τουλάχιστον απαλλαγεί από πολλές επεμβάσεις που την είχαν άλλοτε καταστήσει αφόρητη. Οι υφιστάμενοι που επωφελούνταν από τις ανώμαλες καταστάσεις για να διατυπώνουν συνεχείς αξιώσεις γνώριζαν ότι δεν θα εύρισκαν πια πρόσφορο έδαφος. Εκείνοι που ενδιαφέρονταν να αποσπάσουν σε άλλα Υπουργεία διάφορες αρμοδιότητες της Δ.Ρ.Υ.Ν. είχαν πετύχει τους σκοπούς τους και είχαν παύσει να την πολεμούν. Τέλος, βρήκα υποδιευθυντή τον Πλωτάρχη Κ. Πεζόπουλο που είχε εκπαιδευτεί στην ίδια με μένα Σχολή και έτσι για πρώτη φορά διέθετα πραγματικό βοηθό.
Η ανανέωση του υλικού ασυρμάτου είχε συνεχιστεί κατά την απουσία μου και τα περισσότερα πλοία και πολλοί σταθμοί ξηράς διέθεταν νέου τύπου σταθμούς και περιμέναμε να παραλάβουμε και άλλους. Όμως, αν και είχε περάσει πενταετία από την πρώτη εγκατάσταση των νέων σταθμών, δεν είχε εκδοθεί κανένα βοήθημα για τους χειριστές και συνέβαιναν συχνές βλάβες που οφείλονταν στον εμπειρικό χειρισμό του υλικού. Για να καλύψω το σημαντικό αυτό κενό αποφάσισα να γράψω και νέα βιβλία που αφορούσαν αποκλειστικά τους νέους αυτούς σταθμούς. Έτσι στους επόμενους 8 μήνες είχα ολοκληρώσει τη σύνταξη δυο τόμων του «Ασύρματος τηλεγραφία συνεχών κυμάτων» [βλέπε: Συγγράμματα ], από τους οποίους ο πρώτος περιλάμβανε τις απαραίτητες θεωρητικές γνώσεις και ο δεύτερος περιγραφή του νέου υλικού. Μέχρι τα μέσα του 1931 και οι δυο τόμοι είχαν εκτυπωθεί και τεθεί στη διάθεση του προσωπικού.
Προς στιγμή κινδύνευσα και πάλι να μην συνεχίσω τη ναυτική μου σταδιοδρομία αλλά να βρεθώ επικεφαλής μιας μεγάλης τεχνικής υπηρεσίας. Ευτυχώς για μένα αυτό δεν συνέβη χάρις στις συνηθισμένες σε μας αντιδράσεις. Η ίδρυση ιδιαίτερου Υπουργείου Αεροπορίας δημιούργησε και την ανάγκη ύπαρξης σ’ αυτό ραδιοτηλεγραφικής υπηρεσίας. Υπήρχαν ήδη τέσσερις κρατικές υπηρεσίες ασυρμάτου, ναυτική, στρατιωτική, Υπουργείου Συγκοινωνιών και Εμπορικής Ναυτιλίας και θα απαιτούνταν η δημιουργία και πέμπτης, που προϋπόθετε κατάρτιση ίδιου προσωπικού, ίδρυση σταθμών ξηράς, συνεργείων ,σχολών, κλπ. Ο Υπουργός της Αεροπορίας δίσταζε να χρησιμοποιήσει για τούτο τον σκοπό πόρους που προορίζονταν για την ανάπτυξη του νέου Όπλου και ελλείψει ειδικού στο Υπουργείο του με κάλεσε επανειλημμένα σε συνεργασία για να βρεθεί τρόπος αντιμετώπισης του προβλήματος. Του εξήγησα ότι η Δ.Ρ.Υ.Ν. είχε αρχικά ιδρυθεί με σκοπό γενικότερης εξυπηρέτησης των κρατικών αναγκών και γι αυτό οι εγκαταστάσεις της ήταν πολύ μεγαλύτερες από τις απαιτούμενες στο στενό πλαίσιο του Ναυτικού. Επομένως, μετά και τις αποσπάσεις σε άλλα Υπουργεία των σχετικά με αυτά αρμοδιοτήτων της θα μπορούσε εύκολα να εξυπηρετήσει και την Αεροπορία. Ο Υπουργός αντιλήφθηκε πλήρως το θέμα και μαζί με τον Υπουργό των Ναυτικών ανέλαβε πρωτοβουλία να προκαλέσει σύσκεψη υπό τον Πρόεδρο της Κυβερνήσεως, στην οποία θα αντιπροσωπεύονταν όλα τα ενδιαφερόμενα Υπουργεία, για γενικότερη εξέταση του θέματος.
Η σύσκεψη έλαβε πράγματι χώρα με την παρουσία των ενδιαφερομένων Υπουργών και των αρμόδιων υπαλλήλων και όλοι αναγνώρισαν τα μειονεκτήματα της υφιστάμενης πολυαρχίας. Ουσιαστικά μόνο η Ναυτική Υπηρεσία και εν μέρει η Στρατιωτική διέθεταν εξειδικευμένο προσωπικό. Στην Εμπορική Ναυτιλία γίνονταν απόσπαση από το Ναυτικό και η Αεροπορία έπρεπε να δημιουργήσει το δικό της. Παρά την ύπαρξη Γνωμοδοτικού Συμβουλίου ασυρμάτου στο οποίο αντιπροσωπεύονταν όλες οι ενδιαφερόμενες υπηρεσίες, η καθεμία προέβαινε σε ίδρυση σταθμών ξηράς χωρίς να λαμβάνει υπόψη τους υπάρχοντες ή εκείνους που σχεδίαζαν οι άλλοι.
Ανάπτυξα τότε σε γενικές γραμμές σχέδιο σύμφωνα με το οποίο η Δ.Ρ.Υ.Ν. θα μετατρέπονταν σε Κρατική Ραδιοτηλεγραφική Υπηρεσία και θα εξυπηρετούσε όλες τις μόνιμες εγκαταστάσεις ασυρμάτου ξηράς και θα ήταν υπεύθυνη για τον εφοδιασμό και τις επισκευές των ασυρμάτων όλων των υπηρεσιών. Επίσης θα εκπαίδευε στις Σχολές της το προσωπικό της και το ανώτερο μόνο των υπόλοιπων υπηρεσιών. Τα τρία πολεμικά Υπουργεία θα αναλάμβαναν την εξυπηρέτηση των σταθμών των πολεμικών πλοίων, των φορητών στρατιωτικών και των αεροσκαφών αντίστοιχα με ίδιο προσωπικό του οποίου και θα εκπαίδευαν τα κατώτερα μόνο στελέχη. Η νέα Κρατική Υπηρεσία θα υπάγονταν σε ένα από τα Υπουργεία κατ’ επιλογή της Κυβερνήσεως και θα υπηρετούσαν σε αυτή με απόσπαση υπάλληλοι από όλες τις ενδιαφερόμενες υπηρεσίες. Μετά την αλματική εξέλιξη των τηλεπικοινωνιών από την εποχή εκείνη, η πρόταση αυτή θα φαίνονταν σήμερα πολύ περίεργη και τελείως ανεδαφική. Δεν πρέπει όμως να ξεχνάμε ότι την εποχή εκείνη, με την εξαίρεση του Ναυτικού, στις υπόλοιπες κρατικές υπηρεσίες ο ασύρματος βρίσκονταν στα σπάργανα.
Μετά από διαλογική συζήτηση οι παριστάμενοι συμφώνησαν κατ’ αρχήν με την πρόταση, εκτός από κάποιες λεπτομερειακές αντιρρήσεις του εκπροσώπου του Στρατού, και ο Πρωθυπουργός μου ανέθεσε να διατυπώσω τις προτάσεις μου σε νομοσχέδιο και με πληροφόρησε ότι είχε την πρόθεση να με θέσει επικεφαλής της νέας υπηρεσίας.
Μετά από την εντολή που είχα λάβει θα έπρεπε να είμαι σίγουρος για την γρήγορη πραγματοποίηση της πρότασής μου. Διατηρούσα όμως πολλές αμφιβολίες για την τύχη της διότι υπήρχε ένα ανησυχητικό στοιχείο. Ενώ ο Γενικός Διευθυντής των Τ.Τ.Τ. που παρίστατο στην σύσκεψη και είχε βαρύνουσα γνώμη στον Πρόεδρο της Κυβερνήσεως ήταν φανατικός πολέμιος όσων είχα προτείνει, αυτός συστηματικά απέφυγε να εκφράσει οποιαδήποτε γνώμη κατά την διάρκεια της συσκέψεως, τηρώντας σιγή σφήγκας. Επειδή είχε και ελεύθερη είσοδο στους πρωθυπουργικούς προθαλάμους φοβόμουνα ότι περίμενε να εκφράσει τις αντιρρήσεις του ιδιαιτέρως. Πάντως, διέκοψα κάθε άλλη εργασία και μέσα σε λίγες ημέρες είχα ολοκληρώσει τη σύνταξη νομοσχεδίου που αντιμετώπιζε λεπτομερώς όλες τις πλευρές του ζητήματος. Το νομοσχέδιο παρέδωσα στον Υπουργό των Ναυτικών που ανάλαβε να το υποβάλλει στον πρωθυπουργό για τα περαιτέρω. Περνούσαν όμως οι ημέρες και οι βδομάδες χωρίς να έχουμε καμιά πληροφορία για την τύχη του νομοσχεδίου και ο ίδιος ο Υπουργός δεν μπορούσε να με κατατοπίσει σχετικά… Προφανώς η σφήγκα είχε μιλήσει!
Όταν πέρασε πολύς καιρός και είχα πια αναλάβει την κυβέρνηση πολεμικού πλοίου, ένας νέος Υπουργός των Ναυτικών – άγνωστο με εισήγηση ποιου- θέλησε να θέσει και πάλι το ζήτημα και απευθύνθηκε σε μένα. Έθεσα πρόθυμα στη διάθεσή του την προεργασία που είχε γίνει και του δήλωσα όμως ρητά ότι για κανένα λόγο δεν επιθυμούσα να αναμιχθώ περισσότερο στα θέματα της ραδιοτηλεγραφικής υπηρεσίας. Συγχρόνως θεώρησα υποχρέωσή μου να του γνωρίσω ότι κατά τη γνώμη μου ματαιοπονεί. Δεν άκουσα ποτέ πια να γίνεται λόγος για το ζήτημα αυτό.
Ο Υπουργός της Αεροπορίας όταν πείσθηκε ότι δεν υπήρχαν ελπίδες να εφαρμοστεί η πρόταση αυτούσια, προσπάθησε να τη θέση σε εφαρμογή τουλάχιστον για την Αεροπορία. Παρά την καλή του πρόθεση όμως τίποτε δεν πραγματοποιήθηκε, λόγω της συστηματικής αντίδρασης των υφισταμένων του.
Στην Ναυτική Σχολή Πολέμου
Με την προοπτική των κατά Οκτώβριο γενικών τοποθετήσεων επανήλθα και πάλι με επιμονή στην παράκλησή μου να υπηρετήσω στη θάλασσα. Ούτε όμως και το έτος αυτό το πέτυχα διότι είχε ληφθεί απόφαση οι κυβερνήτες που είχαν τοποθετηθεί προ έτους να υπηρετήσουν επί μια διετία. Τότε ζήτησα να εγκριθεί τουλάχιστον η φοίτησή μου στο Σχολείο Γενικής Εκπαίδευσης ανωτέρων αξιωματικών της Ναυτικής Σχολής Πολέμου κατά την περίοδο που ξεκινούσε, εφόσον μάλιστα σωστά είχε τεθεί η αρχή ότι η φοίτηση σε αυτό προηγείται της ανάληψης των καθηκόντων κυβερνήτη στο Στόλο. Συνάντησα όμως μεγάλες δυσκολίες για να γίνει δεκτό και αυτό το αίτημά μου με την αιτιολογία ότι δεν βρίσκονταν αντικαταστάτης μου για την Δ.Ρ.Υ.Ν. Για να αντικρούσω και αυτό το επιχείρημα προσφέρθηκα συγχρόνως να εκτελώ και τα καθήκοντά μου στην Δ.Ρ.Υ.Ν. Έτσι η αίτησήμου εγκρίθηκε και από τα μέσα του Οκτωβρίου του 1930 βρέθηκα πάλι στα μαθητικά θρανία.
Η Ναυτική Σχολή Πολέμου είχε ιδρυθεί πριν από λίγα μόλις χρόνια και είχε ως Διευθυντή Σπουδών αξιωματικό της Βρετανικής Αποστολής με βοηθούς Έλληνες ανώτερους αξιωματικούς που είχαν προηγουμένως παρακολουθήσει τα μαθήματα της Σχολής. Ο Αρχηγός της Βρετανικής Αποστολής έφερε τον τίτλο του Πρύτανη της Σχολής και είχε την ανώτερη εποπτεία της εκπαίδευσης. Αρχικά η Σχολή λειτούργησε ως Σχολείο Επιτελών και όσοι φοίτησαν σ’ αυτήν λάμβαναν το πτυχίο του Επιτελούς. Στη συνέχεια, κάθε έτος λειτουργούσε Σχολείο πεντάμηνης διάρκειας από το οποίο έπρεπε υποχρεωτικά να περάσουν όλοι οι ανώτεροι αξιωματικοί και αργότερα όλοι όσοι προάγονταν
στον βαθμό του Πλωτάρχη.
Πολλές συζητήσεις γίνονταν σχετικά μ’ αυτή τη Σχολή, πολλοί κατάκριναν γενικά τον τρόπο λειτουργίας της και το πρόγραμμα εκπαίδευσης που ακολουθούσε, μερικοί μάλιστα εκφράζανε τις αμφιβολίες τους και για τη σκοπιμότητα ύπαρξης της.
Όταν λοιπόν μπήκα στη Σχολή ως σπουδαστής προσπάθησα να σχηματίσω και προσωπική, ανεπηρέαστη, γνώμη και κατέληξα σε ορισμένα συμπεράσματα που μου χρησίμευσαν πολύ ότáí μετά από μερικά χρόνια τοποθετήθηκα Διοικητής της Σχολής.
Η εντύπωσή μου ήταν ότι Σχολείο γενικής εκπαίδευσης ανωτέρων αξιωματικών που αποσκοπούσε στην παροχή των απαραίτητων στοιχείων επιτελικής μόρφωσης και γενικών γνώσεων σχετικά με την τακτική χρησιμοποιήσεως των όπλων ήταν αναμφισβήτητα πολύ χρήσιμο. Σωστά λοιπόν είχε προβλεφτεί ότι η επιτυχής φοίτηση σε αυτό θα αποτελούσε υποχρεωτικό προσόν προαγωγής στον ανώτερο βαθμό. Κανένα βέβαια Σχολείο δεν μπορεί να συγκριθεί με το μέγα Σχολείο της πείρας που αποκτάται με τις ασκήσεις στον Στόλο. Αλλά και κανείς ανώτερος αξιωματικός δεν μπορεί να θεωρηθεί ότι βρίσκεται στο ύψος της αποστολής του, αν δεν κατέχει τις βασικές θεωρητικές γνώσεις του επαγγέλματός του. Εξ’ άλλου, κανείς δεν πρέπει να καλείται να διοικήσει ναυτική δύναμη, ή απλά να κυβερνήσει μάχιμο πλοίο, αν τα διανοητικά του προσόντα βρίσκονται σε επίπεδο κατώτερο από εκείνο που επιβάλλεται γι αυτά τα αξιώματα. Το σύστημα εκπαίδευσης στη Ναυτική Σχολή Πολέμου, με την παροχή στους σπουδαστές θεμάτων για επίλυση και την διεξαγωγή πολεμικών παιγνιδιών, παρέχει μια άριστη ευκαιρία ελέγχου των σχετικών γνώσεων και προσόντων. Οι Βρετανικές Αποστολές που μετέφεραν τα ισχύοντα στην αντίστοιχη Σχολή της πατρίδας τους και τα προσάρμοσαν στις δικές μας συνθήκες, προσέφεραν μια μεγάλη υπηρεσία στο Ναυτικό μας.
Γιατί όμως δημιουργήθηκε η κατακραυγή αυτή κατά της Σχολής, ιδιαίτερα τα πρώτα χρόνια από την ίδρυσή της; Ιδιαίτερα αφότου τοποθετήθηκα Διοικητής της Σχολής σχημάτισα την γνώμη ότι ο θόρυβος δημιουργήθηκε από μερικούς από τους πρώτους φοιτητές που αποφοίτησαν από την Σχολή με όχι ευμενή αξιολόγηση. Ίσως οι αξιωματικοί αυτοί είχαν δίκιο σε ένα και μόνο σημείο. Αν και η αξιολόγηση ήταν έργο Βρετανών αξιωματικών, υπήρχε υπόνοια ότι τους επηρέαζαν οι εισηγήσεις των Ελλήνων του επιτελείου της Σχολής που ήταν πολύ νεώτεροι σε αρχαιότητα από πολλούς από τους τότε σπουδαστές. Αυτό ήταν αντίθετο με τις δικές μας αντιλήψεις περί ιεραρχίας, ήταν όμως αναπόφευκτο κατά τα πρώτα έτη λειτουργίας της Σχολής. Πάντως από όσες τουλάχιστον αξιολογήσεις έλαβα γνώση – μερικές των πρώτων φοιτητών δεν βρέθηκαν στα αρχεία της Σχολής- μπορώ να βεβαιώσω, γνωρίζοντας πρόσωπα και πράγματα, ότι είχαν συνταχθεί με μεγάλη ευσυνειδησία και καταπληκτική παρατηρητικότητα και έδιναν μια φωτογραφική απεικόνιση όχι μόνο των πνευματικών προσόντων αλλά ακόμη και του χαρακτήρα και της ιδιοσυγκρασίας των σπουδαστών. Αυτά βέβαια άσχετα από το αν οι κρίσεις αυτές δεν λαμβάνονταν πάντα υπόψη για την εξέλιξη στα ανώτερα αξιώματα.
Μερικοί από τους συσπουδαστές μου έφεραν βαρέως διότι μετά από σύντομη σταδιοδρομία βρεθήκαμε και πάλι στα μαθητικά θρανία και με δυσκολία έκρυβαν την δυσαρέσκεια τους όταν στις λύσεις των θεμάτων τους το επιτελείο της σχολής έγραφε παρατηρήσεις. Αν και δεν συμφωνούσα πάντα προς τις ακολουθούμενες κατευθύνσεις, επειδή «γηράσκομε αεί διδασκόμενοι» παραμέρισα κάθε άλλο αίσθημα και επικεντρώθηκα στον επιδιωκόμενο σκοπό. Μάλιστα, επειδή δεν είχα υπηρετήσει μετά τον πόλεμο στον Στόλο και δεν είχα παρακολουθήσει τις νέες μεθόδους τακτικής, οφείλω να πω ότι η φοίτηση αυτή υπήρξε για μένα εξαιρετικά χρήσιμη.
Κατά τη διάρκεια της φοίτησης γευματίζαμε στη Σχολή και η ώρα των συσσιτίων αποτελούσε μια πολύ ευχάριστη ανάπαυλα. Συναδελφικά, μακριά από πολιτικές συζητήσεις και ξεχνώντας ευθιξίες και αντεγκλήσεις επιτελείου και σπουδαστών, περνούσαμε στιγμές που δεν είχαμε γνωρίσει από την αμέριμνο εποχή των νεανικών μας χρόνων.
Τελείωσα τις σπουδές μου αυτές τον Απρίλιο του 1931 και ήμουνα μεταξύ αυτών που επιλέγηκαν να ακολουθήσουν μελλοντικά συμπληρωματικές σπουδές Επιτελούς.
Κυβερνήτης του αντιτορπιλικού «ΛΕΩΝ»
Τον Μάιο του 1931 τοποθετήθηκα επιτέλους κυβερνήτης αντιτορπιλικού. Αποχαιρετώντας την υπηρεσία στην οποία είχα αφιερώσει τόσα χρόνια της ζωής μου ήμουν ευτυχής διότι θα παρελάμβανε ως μόνιμος Διευθυντής ένας αξιωματικός με πολύ καλή επιστημονική κατάρτιση και ζήλο, ο μέχρι τότε υποδιευθυντής Κ. Πεζόπουλος.
Το α/τ “ΛΕΩΝ” βρίσκονταν σε γενική επισκευή και μόνο από την προσεχή περίοδο γυμνασίων θα έπαιρνε μέρος στις ασκήσεις του Στόλου. Αυτή καθυστέρηση ήταν μεν δυσάρεστη αλλά μου έδινε τον χρόνο για να ασχοληθώ με ηρεμία με ορισμένες πλευρές του ναυτικού επαγγέλματος που είχα εγκαταλείψει από χρόνια. Έχοντας ακολουθήσει από καιρό τεχνική σταδιοδρομία, αναπόλησα μια περίοδο των απομνημονευμάτων του Ναυάρχου von Tirpitz που κάθε νέος αξιωματικός θα έπρεπε να μελετάει με προσοχή:
«Πρέπει ο ανώτερος αξιωματικός του Ναυτικού να έχει αφιερώσει ένα τμήμα της ζωής του στα πορίσματα της πρακτικής ζωής. Τα ανώτερα μαθηματικά, τόσο πολύτιμα σαν γυμναστική του πνεύματος, είναι σε κάποιο μέτρο επικίνδυνα για τον αξιωματικό του Ναυτικού. Επειδή είναι ανεξάντλητα απορροφούν υπέρ το δέον και λόγω της ακρίβειάς τους παρασύρουν ώστε να μην δίνεται η πρέπουσα σημασία στα αστάθμητα με αποτέλεσμα να λησμονείται ότι η Ανωτέρα Διοίκηση δεν είναι επιστήμη λογικής, αλλά επιστήμη ενστίκτου που απαιτεί κυρίως προσωπικότητα. Γι αυτό δεν πρέπει να δίνεται εκπαίδευση ειδικού σε εκείνους που προορίζονται για τις ανώτερες θέσεις. Καλό είναι να έχουν εργαστεί σε μια ειδικότητα, να γνωρίζουν την σημασία της και να αντιλαμβάνονται πόση διανοητική εργασία και πόσους κόπους περικλείει, αλλά η οδός τους πρέπει να είναι διαφορετική από των τεχνικών.»
Τι μεγάλες αλήθειες και πόσοι λαμπροί αξιωματικοί, ιδιαίτερα από τους παλαιότερους, κυριολεκτικά κατέστρεψαν την σταδιοδρομία τους γιατί τις αγνόησαν! Θα έπρεπε όμως και η τελευταία παράγραφος του πιο πάνω αποσπάσματος να προσεχθεί από πολλούς που περιφρονούν την επιστήμη και θεωρούν υποδεέστερους τους τεχνικούς.
Προσωπικά, κάτω από την πίεση των περιστάσεων και με την έμφυτη κλίση μου προς τις εφαρμοσμένες επιστήμες είχα παρασυρθεί προς την οδό του τεχνικού, πέρα από τα όρια που τόσο καθαρά θέτει ο Γερμανός Ναύαρχος. Επιστρέφοντας στον σωστό δρόμο, γνώριζα ότι θα συναντούσα δυσκολίες αλλά ήμουν σίγουρος ότι με επιμονή και υπομονή θα τις υπερνικούσα. Ήδη, η μαθητεία μου στην Ναυτική Σχολή Πολέμου με είχε βοηθήσει πολύ να αποβάλλω την νοοτροπία του υπερβολικά τεχνικού και οι ευμενείς κρίσεις της Βρετανικής Αποστολής για την εργασία μου κατά την διάρκειά της με είχαν πείσει ότι δεν είχα υποστεί την μόνιμη επαγγελματική παραμόρφωση του τεχνικού.
Πολλοί από τους τότε κυβερνήτες, ακολουθώντας το παράδειγμα και αρκετών παλαιοτέρων, θεωρούσαν ότι τα καθήκοντά τους περιορίζονταν κυρίως στα εν πλω και εν όρμω περιορίζονταν σε μια αφ’ υψηλού επιτήρηση, μεταβιβάζοντας την δικαιοδοσία τους στους υφιστάμενούς τους. Αν και είχα την τύχη να βρω πολύ καλό επιτελείο, πολύ εργατικό ύπαρχο που φέρονταν με στοργή προς το πλήρωμα αλλά και που συγχρόνως επιβάλλονταν σ’ αυτό και ικανούς αξιωματικούς επιστασιών, οι αντιλήψεις μου για τα καθήκοντα του κυβερνήτη ήταν διαφορετικές. Τα όρια της δικαιοδοσίας κάθε αξιωματικού καθορίζονται σαφώς από τους κανονισμούς που έχουν συνταχθεί με βάση τα πορίσματα μακροχρόνιας πείρας του δικού μας και ξένων Ναυτικών και πρέπει να είναι σεβαστά. Επειδή δε η άσκηση πραγματικής εποπτείας προϋποθέτει ότι ο εποπτεύων κατέχει καλά το θέμα, ασχολήθηκα αρχικά με την εκμάθηση του υλικού του πλοίου, την μελέτη των σχετικών εγχειριδίων και των βιβλίων εσωτερικής υπηρεσίας. Παράλληλα μελέτησα και τις διαταγές και οδηγίες που είχε εκδώσει ο Στόλος τα τελευταία χρόνια. Από την μελέτη αυτή διαπίστωσα ότι αν και ο κάθε αρχηγός επιθυμεί να εμφανίζεται ότι καινοτομεί, κατά βάθος υπήρχε συνέχεια εργασίας και από έτος σε έτος παρατηρούνταν πρόοδος στην εκπαίδευση του Στόλου. Αυτό ήταν ιδιαίτερα ικανοποιητικό, αν ληφθούν υπόψη οι συχνές μεταβολές προσώπων και οι αναστατώσεις που προκαλούσαν οι πολιτικές ανωμαλίες.
Γύρω στα μέσα του καλοκαιριού του 1931 φοβήθηκα προς στιγμή ότι η τόσο ποθητή περίοδος ηρεμίας θα διακόπτονταν και πάλι. Ο Γενικός Διευθυντής του Ναυστάθμου με πληροφόρησε ότι αναμένονταν έκρηξη κινήματος υπό την ηγεσία πάλι του Στρατηγού Πάγκαλου και σε συνεργασία με πολιτικούς που αντιπολιτεύονταν την Κυβέρνηση και με διέταξε να πάρω μέτρα ασφάλειας. Η είδηση που αποδείχτηκε τελικά ανακριβής με εξέπληξε πολύ διότι η ατμόσφαιρα που επικρατούσε τότε δεν ήταν πρόσφορη για τέτοιες ενέργειες. Ανάλογες ειδήσεις εξ ίσου αβάσιμες επαναλήφθηκαν μετά από μερικούς μήνες και είχαν σαν αποτέλεσμα τη ριζική μετατροπή του προγράμματος ασκήσεων του Στόλου. Έχω την εντύπωση ότι οι ασύστατες αυτές πληροφορίες προέρχονταν από ορισμένα πρόσωπα που με την μέθοδο αυτή προσπαθούσαν να εμφανίσουν τον εαυτό τους απαραίτητο για την ασφάλεια του καθεστώτος. Τέτοιους τύπους που συστηματικά εκμεταλλεύονταν το ευπαθές σημείο των κυβερνώντων γνωρίσαμε σε όλα τα καθεστώτα και υπήρξαν μια από τις κύριες αφορμές για τα πολλά χρόνια κακοδαιμονίας.
Στο τέλος του 1931 οι επισκευές του α/τ «ΛΕΩΝ» περατώθηκαν και ήταν έτοιμο να πάρει μέρος στη νέα περίοδο ασκήσεων, ενώ κατά την ίδια εποχή αντικαταστάθηκε και ο από διετίας Αρχηγός του Στόλου. Πολύ ευχαρίστως θα υπηρετούσα και υπό τον προηγούμενο Αρχηγό Πλοίαρχο Ι. Δεμέστιχα που αν και φανατικά προσηλωμένος στη βενιζελική παράταξη φέρονταν προς τους πολιτικά αντίθετους με δικαιοσύνη και εξαιρετική ευγένεια και τους παραμέριζε μόνο όταν κατά τη γνώμη του υπήρχαν λόγοι ασφάλειας του καθεστώτος. Η ονομασία όμως του νέου Αρχηγού με χαροποίησε ιδιαίτερα διότι επρόκειτο για τον παλιό μου Κυβερνήτη στον πόλεμο και τον κατοπινό προϊστάμενό μου στην Δ.Ρ.Υ.Ν. Πλοίαρχο Λ. Θεοχάρη με τον οποίο με συνέδεαν δεσμοί μακράς συνυπηρεσίας. Ήμουν βέβαιος ότι στην εκτέλεση της υπηρεσίας δεν θα έμπλεκε την πολιτική και χάρις στην εξαιρετική του αντίληψη και τις διοικητικές του ικανότητες θα διευκόλυνε πολύ το έργο των υφισταμένων του. Οι προβλέψεις μου αυτές επαληθεύτηκαν σε μεγάλο μέρος και θα είχαν πλήρως επαληθευτεί αν δεν είχε την ατυχία η αρχηγία του να συμπέσει με το τέλος της περιόδου πολιτικής ομαλότητας.
Διοικητής των αντιτορπιλικών
Με την ανάληψη των καθηκόντων του νέου Αρχηγού του Στόλου είχα και την ευχάριστη έκπληξη να μου ανατίθενται προσωρινά και τα καθήκοντα Διοικητού των αντιτορπιλικών. Τα προσωρινά αυτά καθήκοντα παρατάθηκαν για ένα έτος.
Τον Στολίσκο αντιτορπιλικών που μετείχε στις ασκήσεις αποτελούσαν 2 αντιτορπιλικά τύπου ‘ΛΕΩΝ’ και 4 τύπου ‘ΘΥΕΛΛΑ’. Ο Αρχηγός του Στόλου επέβαινε αρχικά στο ελαφρύ καταδρομικό «ΕΛΛΗ» και από το καλοκαίρι στο θωρηκτό «ΑΒΕΡΩΦ».
Μετά από σύντομη προπαίδευση των πληρωμάτων εν όρμω κατά τον Ιανουάριο του 1932, εκτελέσαμε επί 3 βδομάδες ασκήσεις εν πλω που δεν βασίζονταν σε βαθμιαίο προοδευτικό πρόγραμμα, αλλά μεταξύ των συνηθισμένων ελιγμών τακτικής παρεμβάλλονταν και οι πιο δύσκολες μέθοδοι ημερινών τορπιλικών επιθέσεων. Με τέτοιες συνθήκες δεν αναμένονταν βέβαια επιτυχίες από την πρώτη δοκιμή, μετά όμως από μερικές επαναλήψεις τα αποτελέσματα ήταν ικανοποιητικά. Αυτός ο τρόπος σχεδιασμού του προγράμματος των ασκήσεων οφείλονταν στην ιδιοσυγκρασία του Αρχηγού του Στόλου. Προσωπικά θα πρόκρινα περισσότερο συστηματικές μεθόδους εκπαίδευσης, οφείλω όμως να ομολογήσω ότι με την μέθοδο που εφαρμόστηκε τότε φθάσαμε πολύ πιο γρήγορα σε σημείο προόδου που σε μεταγενέστερες εποχές όταν εφαρμόζονταν το προοδευτικό σύστημα θα απαιτείτο πολύ μεγαλύτερο χρονικό διάστημα.
Ακολούθησε ο κατάπλους του Στόλου στο Βόλο όπου επρόκειτο να παραμείνουμε μέχρι το Πάσχα, εκτελώντας ασκήσεις στον Παγασητικό. Μετά από σύντομη όμως παραμονή νέες διαδόσεις για επικείμενο κίνημα προκάλεσαν επείγουσα διαταγή του Υπουργείου να εγκαταλείψουμε αμέσως το λιμάνι του Βόλου και να καταπλεύσουμε στην Σύρο. Φαίνεται ότι στο Κέντρο φοβόντουσαν ότι τα πρυμνοδετημένα πλοία στο λιμάνι του Βόλου διέτρεχαν τον κίνδυνο αιφνιδιαστικής κατάληψης από την στεριά και γι αυτό προτίμησαν την παραμονή τους σε ορμητήριο που από παντού περιβάλλονταν από θάλασσα! Διατάχθηκα να οδηγήσω τα αντιτορπιλικά στο νέο ορμητήριο, ενώ ο Αρχηγός επιβαίνων σε ένα από τα πλοία κατευθύνθηκε στην Αθήνα όπου κλήθηκε να πάρει οδηγίες.
Δεν έμελλε όμως και στο νέο ορμητήριο να παραμείνουμε χωρίς ενοχλήσεις. Τις βραδινές ώρες της τελευταίας Κυριακής της Αποκριάς με κάλεσαν επειγόντως στην αρχηγίδα όπου ο Αρχηγός με ενημέρωσε ότι σύμφωνα με πληροφορίες του Υπουργείου στασιαστές επιβαίνοντες σε πλοία θα έρχονταν στην Σύρο να καταλάβουν τα πλοία! Διατάχθηκα να μεθορμίσω το α/τ «ΛΕΩΝ» στην είσοδο του λιμανιού όπου παραμένοντας αγκυροβολημένος θα αναλαμβάναμε τη φρούρηση του ορμητηρίου. Ενώ λοιπόν οι υπόλοιποι αξιωματικοί διασκέδαζαν σε εσπερίδα στη πόλη, οι επιβαίνοντες στο α/τ «ΛΕΩΝ» περάσαμε τη νύχτα στο κατάστρωμα με δριμύ ψύχος, με τα πυροβόλα έτοιμα και ερευνώντας με τους προβολείς προς ανακάλυψη ανύπαρκτων επιδρομέων! Πρέπει εδώ να υπογραμμίσω, διότι έχει σημασία για τα γεγονότα που επακολούθησαν μετά από μερικούς μήνες,ότι γι αυτό το έργο επελέγη το πλοίο μου αν και ήμουν ο ολιγότερο προσκείμενος προς την κυβερνούσα πολιτική παράταξη.
Τα γυμνάσια συνεχίστηκαν και το καλοκαίρι κάτω από ευνοϊκές συνθήκες εμπλουτισμένα από ενδιαφέροντα μικρά θέματα και με εμφανή αποτελέσματα προόδου. Πραγματικά πυρά και εκσφενδονίσεις τορπιλών εκτελέστηκαν πολύ περισσότερες παρά στην περίοδο που προηγήθηκε του ελληνοϊταλικού πολέμου, όταν ήμουν και πάλι Διοικητής των αντιτορπιλικών. Προς το τέλος της περιόδου εκτελέστηκε και μικρή στρατηγική άσκηση όπου τα πλοία κατανεμήθηκαν σε δυο αντίπαλες δυνάμεις με ορμητήρια τη Μήλο και την Πάρο. Η άσκηση αυτή που διήρκεσε μερικές ημέρες προκάλεσε το μεγάλο ενδιαφέρον ιδιαίτερα των νέων αξιωματικών, αν και λόγω του μικρού αριθμού των πλοίων που συμμετείχαν με δυσκολία παραμέναμε εντός των ορίων σοβαρότητας.
Η επιθεώρηση του Βρετανικού Στόλου της Μεσογείου στην Κέρκυρα
Τον Αύγουστο του 1932 το α/τ «ΛΕΩΝ» αποσπάστηκε για λίγες ημέρες από τον Στόλο για να εκπροσωπήσει στην Κέρκυρα το Ελληνικό Ναυτικό στην επιθεώρηση του Βρετανικού Στόλου της Μεσογείου από τον Πρίγκιπα της Ουαλίας και Δούκα του Ουίνδσορ. Το θέαμα του μεγαλοπρεπούς την εποχή εκείνη Στόλου που αποτελείτο από πάνω από 40 σκάφη, θωρηκτά, αεροπλανοφόρα, εύδρομα και 2 στολίσκους αντιτορπιλικών ήταν πραγματικά επιβλητικό. Ιδιαίτερα θαυμάσαμε κατά τον κατάπλου του την με μαθηματική ακρίβεια ανάληψη των θέσεων των πλοίων, σύμφωνα με το σχέδιο αγκυροβολίας.
1932, η Ναυαρχίδα το Βρετανικού Στόλου της Μεσογείου “QUEEN ELISABETH” στην Κέρκυρα
Κατά την ημέρα της επιθεώρησης δόθηκε στη Ναυαρχίδα επίσημο δείπνο στο οποίο παρακάθισαν μόνο Γενικοί Αξιωματικοί. Την ίδια ώρα προσκλήθηκα να δειπνήσω στην αρχηγίδα των ευδρόμων στην οποία επέβαινε Υποναύαρχος που είχε διατελέσει άλλοτε υπαρχηγός της Βρετανικής Αποστολής στην Ελλάδα και που δεν συμμετείχε στο επίσημο γεύμα γι αυτόν το λόγο. Στη συνέχεια οδηγήθηκα από αυτόν στην ναυαρχίδα “QUEEN ELISABETH” όπου δόθηκε προς τιμήν του Πρίγκιπα ερασιτεχνική παράσταση από αξιωματικούς και δοκίμους. Ήταν μια μουσική επιθεώρηση πιστή αναπαράσταση των εθίμων και καλλιτεχνικών προτιμήσεων της πατρίδας τους.
1932, ο Αντιπλοίαρχος Γρ. Μεζεβίρης υποδέχεται τον Πρίγκιπα της Ουαλίας στο α/τ “ΛΕΩΝ”
Κατά τη διάρκεια της παραμονής μας στην Κέρκυρα συνέβησαν δυο συγκινητικά επεισόδια, χαρακτηριστικά των ιδιοτήτων της φυλής μας. Όταν λίγο μετά τον κατάπλου της Ναυαρχίδας επέβην σ’ αυτήν για εκτέλεση τυπικής επίσκεψης, είχα υπόψη ότι αυτή θα μου ανταποδίδονταν το πολύ από τον αρχιεπιστολέα του Στόλου. Κατάπληκτος λοιπόν άκουσα τον υπασπιστή του Ναυάρχου λόρδο Mountbatten να με πληροφορεί κατά τη στιγμή της αναχώρησής μου ότι μετά από 1 ώρα ο Πρίγκιπας συνοδευόμενος από τον Ναύαρχο θα επιθεωρούσαν το α/τ «ΛΕΩΝ». Με την ευκαιρία αυτού του ταξιδιού είχαμε βέβαια ιδιαίτερα επιμεληθεί την εμφάνιση του πλοίου και του πληρώματος. Οι αξιωματικοί του Ναυτικού γνωρίζουν όμως τις συνηθισμένες λεπτομερειακές προετοιμασίες της τελευταίας στιγμής, όταν πρόκειται και για απλή επιθεώρηση κυβερνήτη. Υποθέτω ότι ο λόρδος Mountbatten μάντεψε στο πρόσωπό μου τη στεναχώρια μου διότι έσπευσε να με ρωτήσει αν επιθυμούσα να χρησιμοποιήσω μια ταχεία Αγγλική βενζινάκατο για να επιστρέψω στο πλοίο μου. Την προσφορά αυτή δέχτηκα αμέσως βέβαια. Η είδηση έπεσε σαν βόμβα στο α/τ «ΛΕΩΝ». Οι άνδρες έτρεξαν με δική τους πρωτοβουλία στα διαμερίσματά τους για να τακτοποιήσουν τις λεπτομέρειες και ενώ ο ίδιος διέτρεχα το πλοίο για να εξακριβώσω αν όλα ήταν εντάξει, ο ύπαρχος ωρυόμενος παρότρυνε τους σημαιοφόρους που ως συνήθως ήταν ατημέλητοι να επιμεληθούν την περιβολή τους. Όταν οι ξένοι επίσημοι επέβησαν στο πλοίο όλα ήταν άψογα και απέσπασα τα θερμά τους συγχαρητήρια για την όλη εμφάνιση του υλικού και του προσωπικού.
1932, Η βενζινάκατος του Πρίγκιπα της Ουαλίας πλευρίζει το α/τ “ΛΕΩΝ”
1932, Ο Πρίγκιπας της Ουαλίας επιβιβάζεται στο α/τ “ΛΕΩΝ’
Κατά την ίδια όμως επίσκεψη στην ναυαρχίδα προέκυψε και άλλο θέμα πολύ πιο δύσκολο να λυθεί. Μου γνωστοποιήθηκε ότι το βράδυ θα γίνονταν φωτοστολισμός των Αγγλικών πλοίων και με παρεκάλεσαν να συμμορφωθεί και το α/τ «ΛΕΩΝ». Προβλέποντας την περίπτωση αυτή πριν τον απόπλου είχα ζητήσει από τον Ναύσταθμο μια συσκευή φωτοστολισμού, αλλά οι αποθήκες στερούνταν τα αναγκαία υλικά, ακόμα και λαμπτήρες! Αναγκάστηκα λοιπόν να απαντήσω ότι συνήθως τα αντιτορπιλικά μας δεν εφοδιάζονται με συσκευές φωτοστολισμού, αλλά ότι θα προσπαθούσα να βρω μια λύση. Πράγματι, μόλις αποχώρησαν από το α/τ «ΛΕΩΝ» οι επίσημοι επισκέπτες, είπα στον ύπαρχο ότι μέχρι το βράδυ έπρεπε οπωσδήποτε να έχει ετοιμασθεί φωτοστολισμός. Αμέσως αποβιβάστηκε ο ηλεκτρολόγος υπαξιωματικός και με την επέμβαση της αστυνομίας άνοιξε τα κλειστά λόγω Κυριακής καταστήματα και μάζεψε όσους λαμπτήρες και βάσεις βρήκε. Στο μεταξύ οι ναύτες ηλεκτρολόγοι του πλοίου ασχολούνταν με την συναρμολόγηση παλιών καλωδίων που βρίσκονταν στο πλοίο. Έξι ώρες μετά την διαταγή, ο φωτοστολισμός ήταν έτοιμος και άναψε συγχρόνως με τα Βρετανικά πλοία. Ο Βρετανός Στόλαρχος πληροφορήθηκε το γεγονός από τον Υποναύαρχο των ευδρόμων, στον οποίο είχα ανακοινώσει τις σχετικές μας ενέργειες, και αφού με ευχαρίστησε για την ευγενική σκέψη μας πρόσθεσε ότι «οι δικοί μας δεν θα μπορούσαν να τα καταφέρουν».
1932, ο Αντιπλοίαρχος Γρ. Μεζεβίρης (στο κέντρο) και το Επιτελείο του επί του α/τ “ΛΕΩΝ”
Προς το τέλος της εκπαιδευτικής περιόδου προβλέπονταν για πρώτη φορά στο Ναυτικό μας επιθεώρηση της μαχητικότητας των πλοίων από τον Αρχηγό του Στόλου, όπως ισχύει στο Βρετανικό Ναυτικό. Προκειμένου να ετοιμαστούν τα πλοία για την επιθεώρηση επιτράπηκε ο διασκορπισμός τους για μια βδομάδα σε ορμητήρια μέσα σε ορισμένη περιοχή, κατά βούληση των κυβερνητών. Σε αντίθεση με τους περισσότερους κυβερνήτες που, συνδυάζοντας το τερπνό μετά του ωφελίμου, προτίμησαν όρμους που συχνάζουν οι παραθεριστές, επέλεξα τον μάλλον ερημικό όρμο της νήσου Ίου που φημισμένο για το κλίμα και τη φύση του. Οι αξιωματικοί μου που δεν τον γνώριζαν φάνηκαν να δυσανασχετούν για την επιλογή του ορμητηρίου. Μόλις όμως βρέθηκαν εκεί ενθουσιάστηκαν από την ωραία φύση και εργάστηκαν με ιδιαίτερο ζήλο. Τα λαμπρά αποτελέσματα που πετύχαμε κατά την επιθεώρηση, οπότε γίνεται αναπαράσταση της δράσης του πλοίου όπως στην πραγματικότητα με τη σύγχρονη χρησιμοποίηση όλων των μέσων οπλισμού, ήταν η καλλίτερη ανταμοιβή για τους κόπους μας.
Δυστυχώς, φαίνεται ότι η περίοδος σχετικής ηρεμίας είχε παραταθεί πέραν του δυνατού για τη χώρα μας ορίου και δεν ήταν πεπρωμένο η εκπαιδευτική περίοδος να συνεχιστεί απερίσπαστα μέχρι τέλους.»