Ο Γρηγόριος Μεζεβίρης διηγείται:
«Επιστρέφοντας στην Ελλάδα από το Παρίσι [βλέπε: «Από τον Α’ Παγκόσμιο Πόλεμο στην Μικρασιατική καταστροφή 1919-21»], βρήκα χειρότερη κατάσταση από εκείνη που φανταζόμουνα, διότι φαίνεται είναι μοιραίο αυτοί που κατακρίνουν τα σφάλματα των άλλων να επαναλαμβάνουν ακριβώς τα ίδια όταν έρχονται στα πράγματα. Επιβαλλόμενο μέτρο δικαιοσύνης ήταν να ανακληθούν στην ενεργό υπηρεσία όσοι αποτάχθηκαν για πολιτικούς λόγους, να ακυρωθούν τα διοικητικά μέτρα διαθεσιμότητας, κλπ. και να αποκατασταθεί η ιεραρχία και ο καθένας να επανέλθει στην επετηρίδα στην αρχαιότητά του πριν από τον διχασμό. Αυτό επιβάλλονταν να γίνει ακριβώς για να αποδειχθεί ότι η νέα κατάσταση ήταν εθνικό καθεστώς και όχι καθεστώς μιας παράταξης, για να λησμονηθούν τα πολιτικά φρονήματα και να αποτελέσει στο εξής μέτρο κρίσης η επαγγελματική ικανότητα. Η παραίτηση από τις τάξεις πολλών από τους αρχαιότερους που συμμετείχαν και εκείνων που πρωτοστάτησαν στο κίνημα [βλέπε: «Αρχή προβλημάτων – Εθνικός Διχασμός 1915-17» ], διευκόλυνε την αποκατάσταση της ομαλότητας. Όσο για τους υπόλοιπους της βενιζελικής παράταξης το πιο πιθανό ήταν ότι θα υπηρετούσαν ευσυνείδητα, όπως είχαμε πράξει και οι περισσότεροι από τους βασιλόφρονες επί των ημερών της προηγούμενης κατάστασης.
Η προηγούμενη Κυβέρνηση είχε συμπεριλάβει στο γενικό μέτρο των εκκαθαρίσεων, εκτός από αυτούς που κρίθηκαν ανεπιθύμητοι για καθαρά πολιτικούς λόγους, και αρκετούς που υστερούσαν επαγγελματικά και ανήκαν στην βασιλική παράταξη. Θα μπορούσε λοιπόν να αποκατασταθεί η ισότητα προς όφελος του Ναυτικού αν το μέτρο επεκτείνονταν και εις τους επαγγελματικά ανίκανους της βενιζελικής παράταξης. Αντί όμως να γίνει αυτό, ο καθένας που απομακρύνθηκε την προηγούμενη τριετία για οποιονδήποτε λόγο, απόκτησε το φωτοστέφανο εκείνου που διώχθηκε για τα πολιτικά του φρονήματα και επανήλθε με αξιώσεις που ουδέποτε θα είχε προβάλει αν δεν είχε μεσολαβήσει ο εθνικός διχασμός. Οι αξιώσεις αυτές γίνονταν αποδεκτές, πολλές φορές σε βάρος άλλων αξιωματικών που είχαν την ατυχία να μην υποστούν αρκετούς διωγμούς για να αποκτήσουν το τίτλο του εθνομάρτυρα. Εκείνοι που είχαν προαχθεί από την προηγούμενη Κυβέρνηση στον βαθμό του Ναυάρχου είχαν παραιτηθεί, εκτός από έναν που δεν είχε συμμετάσχει στο κίνημα και ο οποίος τέθηκε σε διαθεσιμότητα. Προκειμένου όμως περί Γενικών αξιωματικών θα ήταν λογικότερο να αποστρατευθεί και αυτός, αν δεν κρίνονταν επιθυμητός, αντί να προαχθούν όλοι οι αρχαιότεροί του και να αποκτήσει έτσι το Ελληνικό Ναυτικό μια δωδεκάδα υποναυάρχων.
Το 1917 είχε προαχθεί κατ’ απόλυτη εκλογή επί ανδραγαθία στον βαθμό του Πλωτάρχη ένας ιδεολόγος αξιωματικός, ο αεροπόρος Αριστείδης Μωραϊτίνης, συμμαθητής μου στη Σχολή Δοκίμων. Αν και ο αξιωματικός είχε βρει τον θάνατο σε μια πτήση, η τόσο επάξια προαγωγή του χρησίμευσε σαν αφορμή για να προαχθούμε όλοι οι αρχαιότεροί του στον ίδιο βαθμό και αναδρομικά από την ίδια μ’ αυτόν ημερομηνία. Έτσι θεωρήθηκε ότι κατέχω τον βαθμό αυτό δυο και περισσότερα έτη από την πραγματική μου προαγωγή.
Γενικότερα, μπορεί να λεχθεί ότι οι αξιωματικοί είχαν κατανεμηθεί σε τρεις κατηγορίες. Εκείνους που επανήλθαν από απόταξη και που προορίζονταν για τις πιο σημαντικές θέσεις, τους βενιζελικούς που μετατάχθηκαν στην κατηγορία των υποτελών και τους βασιλόφρονες που είχαν υπηρετήσει κάτω από την προηγούμενη Κυβέρνηση που κατατάχθηκαν σε ενδιάμεση κατηγορία. Με αντιμετάθεση προσώπων, ήταν πιστή αντιγραφή όσων έγιναν την προηγούμενη τριετία.
Όταν μετά την επιστροφή μου παρουσιάστηκα στο Υπουργείο Ναυτικών, ο Διευθυντής Διοίκησης με ρώτησε σε ποια θέση επιθυμούσα να υπηρετήσω. Απάντησα ότι το Ναυτικό με είχε στείλει να εκπαιδευτώ στον ασύρματο, αλλά ήμουν έτοιμος να υπηρετήσω οπουδήποτε οι υπηρεσίες μου θα κρίνονταν χρήσιμες. Πήρα την απάντηση ότι στην Διεύθυνση Ραδιοτηλεγραφικής Υπηρεσίας του Ναυτικού (Δ.Ρ.Υ.Ν.) υπηρετούσαν ήδη αρκετοί αξιωματικοί και η δική μου παρουσία δεν ήταν απαραίτητη εκεί. Είναι βέβαια αξιοσημείωτο ότι κανένας από τους μάχιμους αξιωματικούς που υπηρετούσαν εκεί είχε κάποια σχέση με τον ασύρματο! Στη συνέχεια ο Διευθυντής μου πρότεινε να αναλάβω την κυβέρνηση ενός επίτακτου εμπορικού πλοίου που είχε μετατραπεί σε ναρκοθέτιδα, για το οποίο ελάχιστες πιθανότητες χρησιμοποιήσεώς του υπήρχαν. Αν και δεν είχα σχετική ειδικότητα δέχτηκα αμέσως την πρόταση. Βγαίνοντας από το Γραφείο του Διευθυντή Διοίκησης συνάντησα να περιμένει έναν έφεδρο αξιωματικό που είχε ασχοληθεί επί χρόνια με τις νάρκες, που μου γνώρισε ότι επιθυμούσε να ανακληθεί στην ενεργό υπηρεσία και να τοποθετηθεί σ’ αυτήν την θέση. Με παρεκάλεσε να μην επιμένω να δοθεί σε μένα. Τον διαβεβαίωσα ότι δεν είχα επιδιώξει την τοποθέτηση αυτή, ότι απλά είχα δηλώσει ότι θα αναλάμβανα όποια υπηρεσία μου ανέθεταν. Φαίνεται ότι οι ενέργειες του αξιωματικού αυτού ήταν αποτελεσματικές, διότι ξαφνικά η Διοίκηση πείστηκε ότι η παρουσία μου στην ραδιοτηλεγραφική υπηρεσία δεν ήταν περιττή και την επομένη με ενημέρωσαν ότι μετά από νεώτερες αποφάσεις οφείλω να παρουσιαστώ στην Δ.Ρ.Υ.Ν.
Όταν ανέλαβα υπηρεσία στην Δ.Ρ.Υ.Ν. οι εγκαταστάσεις της στον Βοτανικό είχαν σχεδόν ολοκληρωθεί. Είχε όμως γίνει το λάθος να εγκατασταθεί ως κύριος σταθμός ασυρμάτου ένας τελείως απαρχαιωμένος, που είχε παραγγελθεί προπολεμικά Ο σταθμός αυτός προορίζονταν για συνεννόηση μέχρι την Αγγλία που ποτέ όμως δεν πραγματοποιήθηκε. Έτσι ο σταθμός αυτός χρησιμοποιήθηκε ελάχιστα και οι δαπάνες που έγιναν γι αυτόν αποδείχτηκαν άσκοπες. Αν η Δ.Ρ.Υ.Ν. είχε παρακολουθήσει τις τεχνικές προόδους που είχαν γίνει κατά τη διάρκεια του Α’ Παγκοσμίου Πολέμου και είχε λάβει υπόψη τις προτάσεις των ενδιαφερομένων εταιρειών, θα είχε βρεθεί λύση αντί για τον άχρηστο αυτό σταθμό να εγκατασταθεί ένα σύγχρονο σύστημα.
Τον παραιτηθέντα βενιζελικό Διευθυντή που είχε ειδικευτεί στον ασύρματο στην Αγγλία, αντικατέστησε Πλοίαρχος που δεν είχε την απαιτούμενη ειδικότητα. Μετά από λίγο ο νέος Διευθυντής αποσπάστηκε στη Διεύθυνση Ασυρμάτου του Υπουργείου Συγκοινωνιών στην οποία και παρέμεινε μέχρι την κατάργηση της θέσης κατά την επανάσταση του 1922. Ως Υποδιευθυντής υπηρετούσε Πλωτάρχης αρχαιότερός μου που επίσης δεν είχε ειδικότητα και ασχολούνταν αποκλειστικά με τα διοικητικά ζητήματα. Μου ανατέθηκαν αρχικά η διεύθυνση του τεχνικού τμήματος, η οργάνωση ραδιοτηλεγραφικής σχολής και η διδασκαλία σε αυτήν. Μετά όμως την μετάθεση του Διευθυντού, ο Υποδιευθυντής ανέλαβε τα καθήκοντά του κι έτσι στα δικά μου προστέθηκαν κι αυτά του υποδιευθυντή. Παρά την μικρή διαφορά αρχαιότητας, οι σχέσεις μου με τον νέο Διευθυντή ήταν συναδελφικές, υπήρχε αμοιβαία αβρότητα μεταξύ μας κι έτσι δεν υπήρξαν προβλήματα στην εκτέλεση της υπηρεσίας. Μοιραία όμως αναρωτήθηκα και μαζί με μένα και πολλοί άλλοι συνάδελφοι είχαν την ίδια απορία, αφού κρίθηκε ότι η μεγάλη αυτή υπηρεσία μπορούσε να διευθύνεται από Πλωτάρχη γιατί να μην ανατεθεί η διεύθυνσή της στον μόνο ειδικό; Για να απαντηθεί το ερώτημα αρκεί να ανατρέξει κανείς στη κατάταξη των αξιωματικών σε κατηγορίες που αναφέρεται πιο πάνω…
Συνηθισμένος στις μικρότητες της πολιτικής, αποφάσισα να αδιαφορήσω γι αυτές και να αφοσιωθώ ολόψυχα στο πολύπλοκο έργο που είχα μπροστά μου. Έπρεπε να οργανωθούν η κεντρική υπηρεσία, το επιστημονικό εργαστήριο και οι αποθήκες. Να γίνουν οι δοκιμές του νέου σταθμού του Βοτανικού και να συμπληρωθεί το προβλεπόμενο δίκτυο ξηράς της Μεγάλης Ελλάδος από 20 περίπου σταθμούς από την Ανατολική Θράκη μέχρι τη Σμύρνη. Να αντικατασταθούν βαθμιαία όλοι οι υπάρχοντες σταθμοί σπινθήρα, πλοίων και στεριάς, με νέου συστήματος με λυχνίες. Να εκπαιδευτεί συστηματικά το προσωπικό στο νέο υλικό και να συνταχθούν τα σχετικά βιβλία. Επί πλέον, την εποχή εκείνη τα ζητήματα ασυρμάτου των εμπορικών πλοίων υπάγονταν στην Δ.Ρ.Υ.Ν. καθώς και εκείνα που αφορούσαν τους ασυρμάτους των αεροπλάνων.
Για την πραγματοποίηση του εκτεταμένου αυτού προγράμματος δεν είχα κανένα βοηθό που να γνωρίζει το νέο υλικό, διότι ο πολιτικός μηχανικός που είχε εκπαιδευτεί μαζί μου στη Γαλλία [βλέπε: «Από τον Α’ Παγκόσμιο Πόλεμο στην Μικρασιατική καταστροφή 1919-21» ], συνέχιζε τις σπουδές του στη Γερμανία. Με εντατική όμως εργασία και καλή θέληση πολλά γίνονται και νομίζω ότι ανταποκρίθηκα ικανοποιητικά σε όλες αυτές τις απαιτήσεις. Κατόρθωσα μάλιστα με νυχτερινή εργασία να γράψω και ένα βιβλίο, «Στοιχεία ασυρμάτου τηλεγράφου» [βλέπε: “Συγγράμματα” ], που για πολλά χρόνια αποτελούσε το εγχειρίδιο ασυρμάτου του Βασιλικού Ναυτικού.
Τον Νοέμβριο του 1921, πήγα στην Σμύρνη για να παραλάβω τον σταθμό ασυρμάτου που εγκαταστάθηκε εκεί, τέθηκε αμέσως σε λειτουργία και πρόσφερε μεγάλες υπηρεσίες κατά την διάρκεια των επιχειρήσεων. Κατά την παραμονή στη Σμύρνη φιλοξενήθηκα στο θωρηκτό «ΛΗΜΝΟΣ» από τον Υποναύαρχο Γ. Καλαμίδα, Αρχηγό των ναυτικών μας δυνάμεων στην Σμύρνη και Μοίραρχο το 1916 της παροπλισμένης θωρηκτής Μοίρας [βλέπε: «Αρχή προβλημάτων – Εθνικός διχασμός 1915- 1917» ] . Με πολλή συγκίνηση ξαναβρήκα το παλιό μου πλοίο και τον τέως Αρχηγό μου κάτω από τόσο διαφορετικές συνθήκες! Αντί για τα κατσουφιασμένα πρόσωπα εκείνων που υπηρετούσαν προ πενταετίας στην θωρηκτή Μοίρα, στα πρόσωπα όλων έβλεπα χαρά και πλήρη αισιοδοξία και κανένας δεν έμοιαζε να διαισθάνεται την καταστροφή που ερχόταν. Μέσα σ’ αυτή την ατμόσφαιρα αισθάνθηκα για λίγο βαθιά λύπη διότι τα νέα μου καθήκοντα με αποστερούσαν από τις αλησμόνητες ώρες που ζούσαν εκείνοι που υπηρετούσαν στα πλοία. Είχα όμως αναλάβει άλλες υποχρεώσεις που με ανάγκαζαν να εγκαταλείψω την ωραία εκείνη ζωή και να επιστρέψω στις τεχνικές μου ασχολίες.
Στο μεταξύ είχε τοποθετηθεί νέος Διευθυντής, Πλοίαρχος που είχε αποστρατευθεί από τη βενιζελική Κυβέρνηση και είχε ανακληθεί στην ενέργεια και που επίσης δεν είχε ποτέ ασχοληθεί με τον ασύρματο. Όπως είχε λεχθεί τότε, η τοποθέτησή του οφείλονταν σε παράκλησή του να τοποθετηθεί σε υπηρεσία που διέθετε οίκημα για να εγκατασταθεί με την οικογένειά του, διότι μόλις είχε επιστρέψει από το εξωτερικό και δεν στέγη για την οικογένειά του. Άλλωστε, αυτό το οίκημα – το μόνο που διέθετε το Ναυτικό στην Αθήνα- αποτέλεσε πολλές φορές το μήλο της έριδος υποψήφιων Διευθυντών.
Λόγω του βαθμού του, η αλλαγή αυτή του Διευθυντού διευκόλυνε τυπικά την υπηρεσιακή μου θέση. Ήταν άλλωστε ένας πολύ ευγενικός κύριος. Το μόνο δυσάρεστο ήταν ότι, αφού διάβασε ένα βιβλίο που εκλαΐκευε τον ασύρματο, θεώρησε ότι κατείχε τελείως το θέμα και αναμειγνύονταν ενεργά σε τεχνικές λεπτομέρειες και ζητούσε αναλυτικές εξηγήσεις για τις οποίες δεν είχα και χρόνο να διαθέσω. Ιδιαίτερα μάλιστα που, με την προοπτική λειτουργίας στο άμεσο μέλλον Σχολής για το ανώτερο προσωπικό, είχα αρχίσει να γράφω και άλλο βιβλίο-την «Θεωρία Ασυρμάτου Τηλεγράφου»– που τυπώθηκε αργότερα.
Τον Ιούνιο του 1922 πήγα και πάλι στην Σμύρνη για να επιθεωρήσω τον ραδιοτηλεγραφικό σταθμό. Γύρισα πίσω με την εντύπωση –από διάφορες συζητήσεις- ότι πλησίαζε το μοιραίο τέρμα της Μικρασιατικής εκστρατείας. Εισηγήθηκα τότε στον Διευθυντή μου την έκδοση προκαταρκτικών διαταγών ώστε, αν συνέβαινε το μοιραίο, να μην πέσει ο Σταθμός ανέπαφος στα χέρια του εχθρού. Ήταν βέβαια μια παρανυχίδα μπροστά στην αναμενόμενη καταστροφή, αλλά ‘έκαστος εφ’ ο ετάχθη’. Στην αρχή συνάντησα μερικές αντιρρήσεις διότι ο Διευθυντής ήταν πολύ αισιόδοξος και δεν επιθυμούσε να σπείρει τον πανικό. Τελικά όμως πείστηκε και εκδόθηκε απόρρητη διαταγή που προέβλεπε 3 στάδια ενέργειας το καθένα από τα οποία θα έμπαινε σε εφαρμογή μετά από ειδική τηλεγραφική εντολή. Οι εντολές αυτές δόθηκαν έγκαιρα με βάση την πρόοδο της εχθρικής επίθεσης και όταν οι Τούρκοι έμπαιναν στην Σμύρνη τα κτίρια του Σταθμού καίγονταν και οι κεραίες του είχαν ανατιναχθεί. Όλα τα μηχανήματα περισώθηκαν και εγκαταστάθηκαν αργότερα στον Σταθμό του Ρίου. Αυτό το πολεμικό υλικό ήταν μεταξύ των ελαχίστων που περισώθηκαν κατά την Μικρασιατική καταστροφή. Μέσα στην τόσο μεγάλη εθνική συμφορά, η μικρή αυτή συμβολή ήταν η μόνη που μπορούσαμε να προσφέρουμε εμείς που υπηρετούσαμε στον Βοτανικό.
Η Επανάσταση του 1922
Από τότε που εκδηλώθηκε η επίθεση των Τούρκων στην Μικρά Ασία τον Αύγουστο του 1922, υπήρχαν πληροφορίες ότι μια ενδεχόμενη στρατιωτική καταστροφή θα ακολουθούσαν στασιαστικές ενέργειες για την ανατροπή του καθεστώτος. Όχι άδικα, θεωρήθηκε ότι οι Σταθμοί ασυρμάτου της Αθήνας -που ήταν ασφαλέστεροι ως μέσα διαβίβασης των κυβερνητικών διαταγών από τα τηλεγραφικά καλώδια που μπορούσαν να κοπούν- θα αποτελούσαν έναν από τους αντικειμενικούς στόχους των στασιαστών. Διατάχθηκε λοιπόν η λήψη εξαιρετικών μέτρων ασφαλείας για προστασία από κάθε απόπειρα κατάληψης των Σταθμών από έξω και εξασφάλισης της λειτουργίας τους από ενέργειες από μέσα από τυχόν συνεργούς των στασιαστών. Γι αυτόν τον σκοπό απαιτούνταν ιδιαίτερη πείρα που δεν είχα τότε, αλλά που απόκτησα έκτοτε κατά την ατελείωτη περίοδο κινημάτων που ακολούθησε και μάλιστα σε τέτοιο βαθμό ώστε οι κατ’ επάγγελμα κινηματίες να θεωρούν τον ασύρματο του Βοτανικού από τους πιο δύσκολους στόχους. Για πολλές ημέρες αναγκάστηκα λοιπόν να διακόψω κάθε εργασία και να ασχοληθώ αποκλειστικά με την άμυνα της περιοχής. Μάλιστα αρκετές νύχτες παρέμεινα στον περίβολο χώρο του Σταθμού εποπτεύοντας παρατεταγμένους άνδρες πίσω από συρματοπλέγματα που είχαμε τοποθετήσει.
Την νύχτα της 11ης Σεπτεμβρίου 1922 βρισκόμουν κοντά στον δέκτη του Σταθμού όταν ο τηλεγραφητής υπηρεσίας με ειδοποίησε να παρακολουθήσω τη λήψη τηλεγραφήματος με σημαντικό περιεχόμενο προερχόμενο από το θωρηκτό «ΛΗΜΝΟΣ». Αμέσως αντιλήφθηκα ότι επρόκειτο για επαναστατική προκήρυξη και περίμενα με ανυπομονησία να δω ποιος την υπέγραφε. Τελικά διάβασα τα ονόματα δυο συνταγματαρχών που δεν γνώριζα και ενός αντιπλοιάρχου. Η συμμετοχή του τελευταίου με κατέπληξε διότι επρόκειτο για πειθαρχικό και νομιμόφρονα αξιωματικό. Όπως μάθαμε αργότερα, πολλοί από τους νεώτερους αξιωματικούς που δεν είχαν συμμετάσχει στο κίνημα της Θεσσαλονίκης είχαν τώρα ταχθεί στο πλευρό της Επανάστασης. Την εξήγηση του φαινομένου δίνουν το μέγεθος της εθνικής συμφοράς που έζησαν από κοντά αυτοί που επαναστάτησαν σε συνδυασμό με τις μεθόδους διοίκησης που εφαρμόστηκαν την περίοδο που ακολούθησε τις εκλογές.
Παρά το πατριωτικό περιεχόμενο του επαναστατικού τηλεγραφήματος και άσχετα προς τα πρόσωπα που το υπέγραφαν, η επαναστατική αυτή ενέργεια –όπως και κάθε μεταγενέστερη- με βρήκε από την αρχή αντίθετο. Διατηρούσα πάντα απόλυτο σεβασμό προς το πρόσωπο του Βασιλιά, χωρίς βέβαια να είμαι ενθουσιασμένος με αυτούς που κυβέρνησαν την Χώρα την τελευταία περίοδο. Θεωρούσα όμως ότι την επαύριον μιας καταστροφής τέτοιας έκτασης μόνο η εθνική ενότητα μπορούσε να σώσει την Ελλάδα. Είχα λοιπόν την γνώμη ότι αυτό δεν θα επιτυγχάνονταν ούτε με την παραίτηση του Βασιλιά, προς τον οποίο μεγάλο τμήμα του πληθυσμού εξακολουθούσε να τρέφει πραγματική λατρεία, ούτε με την λήψη βίαιων μέτρων που θα κατέληγαν και πάλι στην επικράτηση της μιας από τις παρατάξεις και στην διαιώνιση έτσι του εθνικού διχασμού.
Παρέμεινα λοιπόν πιστός στη θέση μου και με την απόφαση όπως μέχρι την τελευταία στιγμή εκτελέσω τις διαταγές της υφιστάμενης νόμιμης Κυβέρνησης. Μόλις τα αιτήματα της Επανάστασης έγιναν αποδεκτά, ο Διευθυντής της Δ.Ρ.Υ.Ν. αποσύρθηκε στην Αθήνα και με άφησε προσωρινό αντικαταστάτη του. Διατήρησα τα υφιστάμενα μέτρα επαγρύπνησης και απαγόρευσα την είσοδο σε όποιον δεν ανήκε στην υπηρεσία του Ασύρματου. Όταν πληροφορήθηκα ότι μερικοί απότακτοι βενιζελικοί αξιωματικοί τηλεγραφητές έρχονταν με δική τους πρωτοβουλία να αναλάβουν υπηρεσία, τους ειδοποίησα να μην επιμείνουν γιατί θα έκανα χρήση βίας και πράγματι αυτοί συμμορφώθηκαν. Είχα αποφασίσει να μην παραδώσω την υπηρεσία, παρά σε πρόσωπο που θα έφερνε έγγραφη διαταγή της νέας Κυβέρνησης. Έτσι και έγινε και διατηρήθηκε απόλυτα η τάξη κατά τις ημέρες της μεταβατικής κατάστασης.
Έχοντας πλήρως εκπληρώσει τις υποχρεώσεις μου, ως στρατιώτης, έναντι του καθεστώτος που καταλύθηκε πήρα συγχρόνως την απόφαση, αν μου ζητηθεί, να εξακολουθήσω να παρέχω τις υπηρεσίες μου στη Πατρίδα και κάτω από το νέο καθεστώς αδιαφορώντας για τα πρόσωπα που το αποτελούσαν. Στην εκτέλεση αυτής της απόφασής μου με διευκόλυνε πολύ και ο νέος μου διευθυντής, ο παλιός μου Κυβερνήτης στα α/τ «ΛΟΓΧΗ» και α/τ «ΚΕΡΑΥΝΟΣ», που μου γνωστοποίησε μόλις ανέλαβε ότι θα με διατηρούσε στα καθήκοντά μου. Από την προηγούμενη προϋπηρεσία μας [βλέπε: «Συμμετοχή της Ελλάδος στον Α’ Παγκόσμιο Πόλεμο κάτω από εντατικούς διωγμούς 1917- 1919» ] ήμουν βέβαιος προκαταβολικά ότι και στο προσωπικό δεν θα υπήρχαν επιπτώσεις από την μεταβολή και ο ίδιος θα μπορούσα να συνεχίσω ανεμπόδιστα την εργασία μου.
Στα πολλαπλά καθήκοντά μου στην Δ.Ρ.Υ.Ν. προστέθηκαν και άλλα δυο, η καθηγεσία του Ηλεκτρισμού στις Σχολές Ναυτικών Δοκίμων και Ευελπίδων, όπου για πρώτη φορά διδάσκονταν το μάθημα αυτό. Για την Σχολή Δοκίμων αναγκάστηκα και πάλι να γράψω βιβλίο προσαρμοσμένο στο επίπεδο γνώσεων που επιβάλλεται να έχουν οι αξιωματικοί του Ναυτικού. Με δυσκολία όμως μπόρεσα να διατηρήσω το επίπεδο αυτό γιατί ο Διοικητής της Σχολής επέμενε ότι έπρεπε να υποβιβαστεί για να προσαρμόζεται στη στάθμη ορισμένων μαθητών που ούτε έπρεπε να έχουν μπει στη Σχολή, ούτε βέβαια να ονομαστούν αξιωματικοί. Την καθηγεσία στη Σχολή Ευελπίδων αναγκάστηκα να αποδεχτώ, μετά από επίμονη παράκληση του Διοικητού της, διότι δεν μπορούσε τότε να βρεθεί ειδικός στον Στρατό της ξηράς. Επειδή πολλοί μαθητές, που είχαν υπηρετήσει στο στράτευμα, είχαν εισαχθεί με ειδικό νόμο, το επίπεδο των γνώσεών τους ήταν πολύ χαμηλό για να παρακολουθήσουν μάθημα που απαιτούσε σοβαρή κατάρτιση στα μαθηματικά. Αν και ως εκπαιδευτικό κείμενο χρησιμοποίησα την Ηλεκτρολογία μου που προορίζονταν για τους υπαξιωματικούς του Βασιλικού Ναυτικού, στις εξετάσεις το ένα τέταρτο περίπου των μαθητών δεν πήρε τη βάση. Στο τέλος του έτους προφασίστηκα φόρτο εργασίας και υπέβαλα στη Διοίκηση της Σχολής την παράκληση να απαλλαγώ από την καθηγεσία, πραγματικά όμως γιατί δεν ήμουν ικανοποιημένος από το αποτέλεσμα της διδασκαλίας. Η Διοίκηση της Σχολής με λύπη αποδέχτηκε την παραίτησή μου και είχε την καλοσύνη να μου εκφράσει εγγράφως τις ευχαριστίες της για τις παρασχεθείσες «εξαιρετικές υπηρεσίες».
Η κύριά μου απασχόληση την περίοδο μετά την Μικρασιατική καταστροφή υπήρξε η εξασφάλιση της άπταιστης λειτουργίας των ασυρμάτων του Στόλου και του δικτύου ξηράς και αυτή επετεύχθη. Αν οι άλλες ενέργειες της Επανάστασης μπορούν να κατακριθούν, ο αμερόληπτος κριτής δεν μπορεί να αρνηθεί τις μεγάλες υπηρεσίες που προσέφερε στο στρατιωτικό πεδίο την επαύριον της καταστροφής. Παράλληλα προς την ανασυγκρότηση του στρατού στον Έβρο, έγινε και ταχεία αναδιοργάνωση των ναυτικών δυνάμεων που με τα επαναστατικά γεγονότα βρέθηκαν σε αποσύνθεση.
Δυστυχώς όμως η Επανάσταση δεν περιορίστηκε στο στρατιωτικό της έργο αλλά προχώρησε και σε ενέργειες που αντί να φέρουν την επιθυμητή ψυχική ενότητα διεύρυναν το χάσμα που υπήρχε. Με τα αιματηρά της μέτρα έφερε σε πολύ δύσκολη θέση εκείνους από τους στρατιωτικούς που, χωρίς να έχουν προσχωρήσει, πρόθυμα δέχτηκαν να την συνδράμουν στο έργο της ανασυγκρότησης των πολεμικών δυνάμεων. Όσο μεγάλα και αν ήταν τα λάθη που διαπράχθηκαν, για κανένα λόγο δεν αμφιβάλαμε για τον πατριωτισμό αυτών που κυβέρνησαν την Χώρα και του άτυχου Αρχιστράτηγου, στον οποίο την τελευταία στιγμή ανατέθηκε η αρχηγία , και που οδηγήθηκαν στο εκτελεστικό απόσπασμα ως ένοχοι εσχάτης προδοσίας. Χρειάστηκε να εξασκήσουμε μεγάλη πίεση στον εαυτό μας για να συνεχίσουμε να παρέχουμε τις υπηρεσίες μας μετά από αυτό το τραγικό γεγονός.
Αν και εργαζόμουνα κάτω από τέτοιες ψυχικές συνθήκες, η εργασία μου εκτιμήθηκε σε τέτοιο βαθμό ώστε η Επανάσταση να μου απονείμει και μια τιμητική διάκριση: Από την εποχή του κινήματος της Θεσσαλονίκης [βλέπε: «Αρχή προβλημάτων – Εθνικός διχασμός 1915- 1917» ] είχε ιδρυθεί το μετάλλιο της στρατιωτικής αξίας που προορίζονταν για εκείνους που επιδεικνύουν εξαιρετική επαγγελματική ικανότητα. Αυτό όμως ξέφυγε από την αρχή από τον προορισμό του και απονεμήθηκε αρχικά σε όλους ανεξαιρέτως που έλαβαν μέρος στο κίνημα και στη συνέχεια σε όλους τους ομοϊδεάτες τους. Η διάδοχη κατάσταση αγνόησε αυτό το μετάλλιο, προφανώς λόγω της πολιτικής χροιάς που δόθηκε στην απονομή του, και προχώρησε σε άφθονη απονομή αριστείων ανδρείας. Η ίδια πάλι παράταξη σε επόμενα χρόνια έκρινε σκόπιμο να δώσει το μετάλλιο της στρατιωτικής αξίας σε όλους όσους δεν το είχαν αποκτήσει, κι έτσι το μετάλλιο αυτό κατάντησε απλό εξάρτημα της στολής, ενδεικτικό της αρχαιότητας στην υπηρεσία. Γι αυτόν τον λόγο δεν θα μνημόνευα καν την απονομή του σε μένα τον Ιούλιο του 1923, αν δεν τύχαινε να είμαι ο μόνος από όσους δεν ανήκαν στην Επανάσταση που τιμήθηκε μ’ αυτήν την διάκριση κατόπιν έκθεσης του Διευθυντού μου που πρότεινε την απονομή «δια εξαιρετικάς ικανότητας, δια στρατιωτικά προσόντα σπάνια, δι’ αφοσίωσιν εις το καθήκον και ζήλον και εργατικότητα δυναμένην να χρησιμεύση ως παράδειγμα».
Οι εσωτερικές ενέργειες της Επανάστασης και προ πάντως η εκτέλεση των Έξι είχαν αυξήσει την αντίδραση εναντίον της, ακόμη και μεταξύ πολλών από εκείνους που αρχικά είδαν με συμπάθεια τις αρχές που είχε διακηρύξει. Έτσι άρχισε βαθμιαία να προετοιμάζεται, ιδιαίτερα στον Στρατό ξηράς, στρατιωτικό κίνημα για την ανατροπή της κατάστασης. Η στιγμή φάνηκε πρόσφορη μετά την υπογραφή της Συνθήκης της Λωζάνης, όταν έλειψε ο άμεσος εξωτερικός κίνδυνος.
Η Αντεπανάσταση του 1923
Η εκδήλωση του αντεπαναστατικού κινήματος έγινε στις 22 Οκτωβρίου του 1923 και προς στιγμή φάνηκε ότι ήταν μεγάλης έκτασης και θα επικρατήσει. Όμως με τα δραστικά μέτρα που πήρε η Επανάσταση το κίνημα κατεστάλη μέσα σε 5 ημέρες. Κατά την περίοδο που προηγήθηκε της αντεπανάστασης, λόγω των συνηθισμένων φημολογιών, πολλοί την θεωρούσαν ως επικείμενη. Προσωπικά, δεν είχα καμιά ακριβή γνώση των σχεδίων των αντεπαναστατών και της ημέρας που θα εκδηλώνονταν η κίνησή τους. Κανείς όμως δεν είχε επιχειρήσει και να με αναμίξει στα σχέδια αυτά. Άλλωστε παρά τις φιλικές σχέσεις μου με πολλούς από τους αντεπαναστάτες, κάθε παρόμοια απόπειρα θα ήταν μάταιη. Με την πείρα που είχα αποκτήσει, είχα καταλήξει στο συμπέρασμα ότι πολλές από τις πράξεις των πολιτικών παρατάξεων που εναλλάσσονταν δεν θα με έβρισκαν ποτέ σύμφωνο και πίστευα ότι η βίαιη ανατροπή των καθεστώτων συχνά δημιουργούσε χειρότερη κατάσταση από αυτή που αντικαθιστούσε. Έμεινα σταθερά πιστός στις αντιλήψεις αυτές μέχρι το τέλος της σταδιοδρομίας μου. Μάλιστα με την πάροδο του χρόνου μου ενισχύθηκαν ακόμα περισσότερο.
Έτσι, η αντεπανάσταση με βρήκε πιστό στη θέση μου και έτοιμο να υπεραμυνθώ την τάξη πραγμάτων στην υπηρεσία μου. Πήραμε μέτρα ανάλογα με εκείνα που λήφθηκαν κατά την κήρυξη της Επανάστασης του 1922 για την εξασφάλιση της λειτουργίας των Σταθμών και κανένας δεν επιχείρησε να διαταράξει.
Την καταστολή του αντεπαναστατικού κινήματος ακολούθησαν, όπως ήταν επόμενο, αυστηρά μέτρα που ευτυχώς όμως δεν έφθασαν μέχρι τις εκτελέσεις. Όμως το στράτευμα στερήθηκε από μεγάλο αριθμό στελεχών, μεταξύ των οποίων ήταν και πολλοί ιδιαίτερα ικανοί. Αν και το Ναυτικό δεν φάνηκε να συμμετέχει στο κίνημα, περιέργως ο αντίκτυπος των μέτρων που πάρθηκαν έφθασε μέχρις εμένα. Ένα βράδυ ειδοποιήθηκα από τον Διευθυντή μου ότι ήταν απόλυτη ανάγκη να παραμείνω ένδον μέχρι την κάθοδό του στην υπηρεσία. Την επομένη το πρωί με πληροφορούσε ότι είχε διαταχθεί η σύλληψή μου την οποία με προσωπικές του ενέργειες μέχρι αργά τη νύχτα είχε πετύχει προσωρινά να αποφύγει. Με κατηγορούσαν για συμμετοχή στο αντεπαναστατικό κίνημα! Ένας αρχικελευστής, προϊστάμενος του μικρού Σταθμού ασυρμάτου της Φάσσης Άνδρου είχε υποβάλλει αναφορά στον Αρχηγό της Επανάστασης με την οποία με κατηγορούσε ότι ήμουν μυημένος στο κίνημα διότι σκόπιμα είχα αφήσει τον Σταθμό του χωρίς βενζίνη, για να στερηθεί κατά το κίνημα η Κυβέρνηση από ένα σημαντικό μέσο διαβίβασης των διαταγών της. Στην πραγματικότητα υπήρχε σειρά αναφορών και υπομνημάτων της Δ.Ρ.Υ.Ν. προς το Υπουργείο των Ναυτικών από ένα μήνα και περισσότερο με τις οποίες ζητούνταν η αποστολή βενζίνης για να μην διακοπή η λειτουργία του Σταθμού. Η βενζίνη όμως δεν είχε αποσταλεί και ο Σταθμός είχε αναφέρει την διακοπή της λειτουργίας του. Ανατέθηκε σε Πλοίαρχο που είχε στενούς δεσμούς με την Επανάσταση να διεξάγει ανακρίσεις, ο οποίος μόλις έλαβε γνώση των σχετικών εγγράφων αγανάκτησε, αρνήθηκε να συνεχίσει τις ανακρίσεις κι έτσι έληξε η κωμική αυτή υπόθεση. Ο Διευθυντής της Δ.Ρ.Υ.Ν. υπέβαλλε στη συνέχεια μήνυση κατά του αρχικελευστή που είχε ως μόνο αποτέλεσμα την επιβολή πειθαρχικής ποινής διότι αντικανονικά αναφέρθηκε κατ’ ευθείαν στον Αρχηγό της Επανάστασης. Τίποτε όμως δεν ειπώθηκε για εκείνους που βασίστηκαν σε αντικανονική αναφορά ενός υπαξιωματικού και διέταξαν την σύλληψη ενός ανώτερου αξιωματικού!
Αυτά είναι τα επακόλουθα των κινημάτων που δίνουν λαβή σε κατώτερα όργανα για κάθε είδος κακοήθειες στο όνομα και για δήθεν προστασία του καθεστώτος!
Κατά την περίοδο αυτή έγινε και η πρώτη παραγγελία στα εργοστάσια Μαρκόνι στην Αγγλία του νέου τύπου ασυρμάτων με λυχνίες που προορίζονταν για τα 4 αντιτορπιλικά τύπου ‘ΛΕΩΝ’ που μετασκευάζονταν στην Αγγλία και για μερικούς σταθμούς ξηράς. Η μετασκευή των 4 αυτών αντιτορπιλικών υπήρξε η πρώτη σοβαρή μεταπολεμική ενέργεια για ανανέωση του υλικού του στόλου που είχε περιέλθει σε κακή κατάσταση. Με την κήρυξη του Α’ Παγκοσμίου Πολέμου το Ναυτικό είχε στερηθεί από όλες τις μονάδες που βρίσκονταν υπό κατασκευή και η μόνη μεταπολεμική ενίσχυσή του υπήρξαν 6 τέως Αυστριακά τορπιλοβόλα και το αντιτορπιλικό «ΣΜΥΡΝΗ» (τέως Αυστριακό α/τ «ULAN») που παραχωρήθηκε σε αντικατάσταση του α/τ «ΔΟΞΑ» που είχε κατασχεθεί από τους Γάλλους κατά τα Νοεμβριανά του 1916 και με γαλλική σημαία και πλήρωμα είχε βυθιστεί αύτανδρο στις 17 Ιουνίου του 1917 από Γερμανικό υποβρύχιο έξω από την Μήλο. Τα θωρηκτά τύπου ‘ΛΗΜΝΟΣ’ ήταν πια αναχρονιστικά, το α/τ «ΝΑΥΚΡΑΤΟΥΣΑ» είχε βυθιστεί μετά από ναυτικό ατύχημα, τα 2 τύπου ‘ΚΕΡΑΥΝΟΣ’ και τα 2 υποβρύχια είχαν καταδικαστεί. Τα υπόλοιπα ελαφρά σκάφη που είχαν εργασθεί εντατικά κατά τους πολέμους θα αχρηστεύονταν χωρίς ριζική επισκευή.»