[σ.σ. Τον Απρίλιο του 1941, μετά την εισβολή των Γερμανών στην Ελλάδα, τα ελληνικά πολεμικά πλοία δέχτηκαν ανελέητη επίθεση από την LUFTWAFFE με αποτέλεσμα  25 πλοία κάθε κατηγορίας να βυθιστούν στο διάστημα 4-25 Απριλίου 1941. Σταδιακά τα πλοία που απέμειναν έπλευσαν αρχικά προς τη Σούδα της Κρήτης και έπειτα στην Αλεξάνδρεια. Στο τέλος Απριλίου 1941 συγκεντρώθηκαν στην Αλεξάνδρεια 17 ελληνικά πλοία (1 θωρηκτό, 6 αντιτορπιλικά, 3 τορπιλοβόλα, 5 υποβρύχια και 1 βοηθητικό), ενώθηκαν με τον Αγγλικό στόλο της Μεσογείου και αποτέλεσαν το μόνο ελεύθερο ελληνικό έδαφος.]

Οι πρώτες σκέψεις του Γρηγορίου Μεζεβίρη, όταν στις αρχές Μαΐου 1941 βγήκε από το νοσοκομείο  «ΕΥΑΓΓΕΛΙΣΜΟΣ» όπου νοσηλευόταν μετά τη βύθιση της «ΥΔΡΑΣ», ήταν πώς θα οργανώσει τη διαφυγή του στη Μέση Ανατολή.

Οι περισσότεροι, άλλωστε, από τους αξιωματικούς που παρέμεναν στην κατεχόμενη Ελλάδα επιθυμούσαν να διαφύγουν εκτός των συνόρων της. Η διαφυγή όμως παρουσίαζε εξαιρετικές δυσκολίες, ιδιαίτερα την περίοδο αυτή που δεν υπήρχαν οργανώσεις που διευκόλυναν τις αποδράσεις αυτές.

Δεν ήταν καθόλου εύκολο να βρεθούν πλοιάρια για να αναλάβουν τα επικίνδυνα αυτά ταξίδια και τα υπέρογκα ποσά που ζητούσαν δεν μπορούσαν εύκολα να συγκεντρωθούν. Η προσφορότερη οδός διαφυγής προς την Αίγυπτο μέσω της Τουρκίας ήταν σε πολλές περιπτώσεις κλειστή, γιατί η χώρα αυτή δεν επιθυμούσε να κατηγορηθεί για παραβίαση της ουδετερότητάς της.

Παρά τις μεγάλες δυσκολίες μερικές σποραδικές διαφυγές πραγματοποιήθηκαν. Όσοι όμως από τους πρώτους που διέφυγαν έφθασαν τελικά στον προορισμό τους , το πέτυχαν με μύριες ταλαιπωρίες είτε κατά τη διάρκεια του πλου είτε κατά την αποβίβασή τους στην Τουρκία. Από τα τέλη του 1941 οι διαφυγές συστηματοποιήθηκαν και έγιναν ευχερέστερες.  Οι κατακτητές αντιλήφθηκαν την δραστηριότητα αυτή και από την άνοιξη του 1942 έλαβαν δρακόντεια μέτρα για να την παρεμποδίσουν. Όσοι συλλαμβάνονταν κατά τη διαφυγή τους, καταδικάζονταν σε βαρύτατες ποινές, ακόμα και σε θάνατο.

Ιδιαίτερα τραγική ήταν η τύχη 40 περίπου ανδρών που επέβαιναν σε δυο πλοιάρια που συνελήφθηκαν μόλις είχαν αποπλεύσει. Μερικοί από τους συλληφθέντες εκτελέστηκαν σαν όμηροι, όταν διαπράχθηκε στην Αθήνα κάποια δολιοφθορά σε βάρος του εχθρού. Επειδή μεταξύ των εκτελεσθέντων ήταν και τα πληρώματα των πλοιαρίων, ακόμα πιο δύσκολα βρίσκονταν πληρώματα να αναλαμβάνουν τέτοιες αποστολές.

Ο Γρηγόριος Μεζεβίρης κατά το πρώτο έτος της Κατοχής είδε την υγεία του να καταρρέει σε σημείο που πολλοί θεωρούσαν ότι δεν θα κατάφερνε να γνωρίσει την ημέρα της απελευθέρωσης. Από το φθινόπωρο του 1942, όταν αισθάνθηκε ότι επανέρχονται οι δυνάμεις του, θεώρησε ότι είχε έλθει η ώρα να επανέλθει στην πολεμική του υπηρεσία. Ανέθεσε στον αρχιεπιστολέα του της «ΥΔΡΑΣ» έφεδρο αξιωματικό Κ. Νεόφυτο να βρει οργάνωση που να ασχολείται με διαφυγές.

Ο Γρηγόριος Μεζεβίρης διηγείται:

«Χρειάστηκε πολύς χρόνος για να οργανωθεί η διαφυγή. Κάποια σχέδια που είχαν καταστρωθεί αποδείχτηκαν ανεφάρμοστα.  Καταφέραμε να έρθουμε σε επαφή με παλιό συνάδελφο που διέθετε πλοιάριο της αγγλικής μυστικής υπηρεσίας, που χρησιμοποιούταν για την διαφυγή Άγγλων που είχαν παραμείνει στην Ελλάδα. Πριν όμως μπορέσει να μας διευκολύνει καταδόθηκε και αναγκάστηκε να διαφύγει ο ίδιος από την Ελλάδα.

Τελικά, βρέθηκε ο αντικαταστάτης του έφεδρος Πλοίαρχος Β.Ν. Ε. Βαλασάκης ο οποίος, με μεγάλη προθυμία και με την ιδιοφυΐα που τον διέκρινε για τέτοιες περιπέτειες, οργάνωσε τα πάντα μέχρι την τελευταία λεπτομέρεια. Αεικίνητος, δραστηριοποιούμενος μέσα στην Αθήνα κάτω από τα μάτια των οργάνων ασφαλείας των αρχών κατοχής, είχε καταφέρει επανειλημμένα να ξεφύγει από τα νύχια τους.

Όποτε ζήτησα να τον συναντήσω, μου όριζε κάθε φορά διαφορετικό σπίτι για τόπο συνάντησης. Η τελευταία μας συνάντηση έγινε σε δωμάτιο δίπλα στο οποίο έμεναν Γερμανοί αξιωματικοί. Ήταν η καλύτερη εξασφάλιση για να μη θεωρηθεί η συνάντησή μας ύποπτη!

Άμεσοι συνεργάτες του Πλοιάρχου Βαλασάκη ήταν ένας δραστήριος αξιωματικός του Λιμενικού και ο κυβερνήτης του πλοιαρίου, απότακτος υπαξιωματικός του 1935, που διακινδύνευαν και αυτοί το παν.

Η αναχώρησή μας από την Αθήνα ορίστηκε για την 16η Φεβρουαρίου 1943. Την προηγούμενη πήγαμε σε ένα αστυνομικό τμήμα για να εφοδιαστούμε με πλαστά δελτία ταυτότητας με βάση τις καταθέσεις του αξιωματικού του Λιμενικού και ενός άλλου μάρτυρα.

Με οργή που δύσκολα συγκρατούσα, άκουσα τον αστυνόμο να εφιστά με ύφος αυστηρό την προσοχή των μαρτύρων στην ακρίβεια της καταθέσεώς τους. Τη στιγμή όμως που έβγαινα από το τμήμα με πλησίασε ο αστυνόμος και μου ψιθύρισε «γεια σας, καλό ταξίδι και ο Θεός μαζί σας»

Στο ταξίδι της διαφυγής θα με συνόδευαν ο αρχιεπιστολέας μου  Κ. Νεόφυτος και ο Υποπλοίαρχος Γ. Παναγιωτόπουλος  που είχε υπηρετήσει πολλά χρόνια κάτω από τις διαταγές μου και που αναζητούσε και αυτός μέσο διαφυγής.

Το πρωί της ημέρας που είχε οριστεί η αναχώρησή μας, σύμφωνα με τις οδηγίες που μου είχαν δοθεί, έβγαινα από το σπίτι μου αγνώριστος,  αξύριστος από μέρες, με βρώμικα ρούχα και με ένα σακίδιο στον ώμο σαν μόνη αποσκευή. Υποτίθεται ότι ήμασταν μικροέμποροι μαυραγορίτες που πηγαίναμε να προμηθευτούμε ξυλάνθρακες.

Με τους δυο συντρόφους μου και με τον οδηγό που μας είχαν διαθέσει συναντηθήκαμε στο σημείο αναχώρησης του φορτηγού αυτοκινήτου που εκτελούσε χρέη μέσου συγκοινωνίας με τα χωριά της Αττικής.

Όταν μετά από δυο περίπου ώρες  καθυστέρηση ξεκίνησε το αυτοκίνητο, αντιληφθήκαμε ότι τα χαρακτηριστικά πολλών από τους επιβάτες του φορτηγού δεν ήταν ανάλογα με το ντύσιμό τους. Μας γεννήθηκε η υπόνοια ότι ο σκοπός του ταξιδιού των επιβατών αυτών ήταν ανάλογος με τον δικό μας. Όπως εξακριβώθηκε αργότερα ήταν, πράγματι, συνάδελφοι του Στρατού που ανήκαν σε άλλη αποστολή και από σύμπτωση συνταξίδευαν μαζί μας.

Στο δρόμο, μας σταμάτησαν για έλεγχο στο Ιταλικό φυλάκιο στο Μπογιάτι. Ευτυχώς ο έλεγχος περιορίστηκε στις αποσκευές και δεν έγινε σωματική έρευνα  Όπως διαπιστώσαμε αργότερα οι στρατιωτικοί συνάδελφοι ήταν οπλισμένοι με τα περίστροφά τους.

Από το τέρμα της διαδρομής του αυτοκινήτου κατευθυνθήκαμε με τα πόδια σε σημείο της παραλίας κοντά στον Κάλαμο, όπου παραμείναμε μέσα σε μια εκκλησία μέχρι να νυχτώσει. Κατόπιν επιβιβαστήκαμε σε ένα βενζινόπλοιο με συνεπιβάτες τους στρατιωτικούς συναδέλφους. Τα μεσάνυκτα αποβιβαστήκαμε σε απόκρημνη ακτή της Εύβοιας, όπου χωρίσαμε από τους στρατιωτικούς που ακολούθησαν άλλη πορεία.

Σκαρφαλώσαμε στα βράχια και φθάσαμε σε ένα μονοπάτι που θα ακολουθούσαμε μέχρι τις κορυφογραμμές των βουνών για να φθάσουμε στην ανατολική πλευρά του νησιού. Με πόση ανακούφιση είδα να περιμένουν εκεί οδηγός με δυο μουλάρια ένα για μένα και ένα για να τις αποσκευές! Ασφαλώς δεν ήμουνα σε φυσική κατάσταση  για την απαιτούμενη τετράωρη συνεχή πορεία, ευτυχώς όμως ο οργανωτής της διαφυγής είχε προβλέψει τα πάντα με μαθηματική ακρίβεια. Οι δυο σύντροφοί μου διήνυσαν την απόσταση αυτή πεζή  αποδεικνύοντας τις ορειβατικές ικανότητές τους.

Φθάσαμε, τελικά, σε ένα μικρό αγροτικό συνοικισμό σε απόσταση μια ώρας περίπου από τον μικρό όρμο που θα παίρναμε το βενζινόπλοιο για την Τουρκία. Στον συνοικισμό επρόκειτο να αναμείνουμε την άφιξη του βενζινόπλοιου από τον Πειραιά. Ειδοποιηθήκαμε ότι, λόγω βλάβης της μηχανής, θα κατέπλεε μόνο την επόμενη νύχτα

Αυτό ήταν και το πιο αγωνιώδες σημείο όλης της περιπέτειας. Αρκετοί, πριν από εμάς, είχαν μάταια αναμείνει για μέρες το πλωτό μέσο που είχαν αδρά πληρώσει, χωρίς τελικά να εμφανιστεί.

Κατά την αναμονή μας φιλοξενηθήκαμε στο σπίτι συγγενούς του οδηγού μας όπου οι καλοί χωρικοί, που είχαν ειδοποιηθεί για την άφιξή μας, μας είχαν ετοιμάσει λουκούλειο γεύμα, που δεν είχαμε γευθεί από όταν άρχισε η κατοχή.

Έφθασε η νύχτα χωρίς να πάρουμε την είδηση που περιμέναμε για την άφιξη του πλοιαρίου μας. Αποφασίσαμε, όμως, να κατευθυνθούμε προς την ακτή για να μην καταχραστούμε τη φιλοξενία που παρουσίαζε κινδύνους για τους φιλοξενούντες.

Στην ακτή βρήκαμε ένα μεγάλο βενζινόπλοιο που προορίζονταν για τους στρατιωτικούς συνταξιδιώτες μας από την Αθήνα και ένα πλοιάριο που περίμενε μια ομάδα αεροπόρων. Το δικό μας σκάφος δεν φαινόταν πουθενά.

Μετά από μακρά μάταια αναμονή και αφού απελπιστήκαμε ότι δεν θα αναχωρούσαμε εκείνη τη νύχτα, πέσαμε να κοιμηθούμε στο πάτωμα μιας καλύβας ψαράδων. Γύρω στη μια το πρωί, ένας από τους ψαράδες που αγρυπνούσε έτρεξε να μας αναγγείλει ότι το βενζινόπλοιό μας είχε καταπλεύσει.

Σε λίγο αποχαιρετούσαμε τις ελληνικές ακτές με κατεύθυνση προς την Τουρκία, πάνω σε ένα πλοιάριο 1½ τόνων.

Το πρωί μας βρήκε στο ύψος του Στενού του Καφηρέα, ο καιρός έμοιαζε καλός και το Γερμανικό πλοιάριο που συνήθως περιπολούσε στη περιοχή αυτή δεν φαίνονταν στον ορίζοντα.  Από τις πρώτες απογευματινές ώρες ο άνεμος άρχισε να δυναμώνει και ήταν αδύνατο να μείνει κανείς στο κατάστρωμα. Αναγκαστήκαμε να στριμωχτούμε στη μικρή καμπίνα του σκάφους.

Σύμφωνα με τις οδηγίες που είχαμε πάρει από την Αθήνα, έπρεπε να περάσουμε σε απόσταση τουλάχιστον δέκα μιλίων νότια της Χίου για να αποφύγουμε συνάντηση με το Γερμανικό πλοιάριο που περιπολούσε μεταξύ Χίου και των Τουρκικών ακτών. Μια τέτοια συνάντηση ήταν εξαιρετικά ανεπιθύμητη γιατί, εκτός του ότι τα ναυτολογικά μας έγγραφα δεν ήταν εντάξει, μεταφέραμε και αγγλικό ταχυδρομείο!

Ο καιρός, όμως, είχε δυναμώσει σε τέτοιο βαθμό ώστε κάθε αργοπορία πιθανόν να έκανε αδύνατη τη συνέχιση του ταξιδιού. Κατόπιν αυτού, ο κυβερνήτης του πλοιαρίου αποφάσισε να συντομεύσει τον πλου και να παραπλεύσει την Χίο ισχυριζόμενος ότι «με τέτοιον καιρό τα γερμανικά περιπολικά δεν βγαίνουν»

Πράγματι, δεν φάνηκαν κατά τον πλου μας γερμανικά περιπολικά και κατά τα  μεσάνυχτα καταπλεύσαμε στον όρμο Αγρελιά , κοντά στη Τουρκική πόλη Τσεσμέ. Ήταν καιρός γιατί στο τελευταίο μέρος της διαδρομής το κύτος του σκάφους, όπου βρισκόμαστε, είχε κατά το ήμισυ γεμίσει με νερά.

Πλευρίσαμε σε μια ξύλινη προβλήτα και μετά από συνθηματικό σφύριγμα του κυβερνήτη εμφανίστηκε ένας Ελληνοκύπριος που μας οδήγησε στο μόνο σωζόμενο οικίσκο ενός ερειπωμένου συνοικισμού.

Εκεί μας περίμενε ό,τι θα μπορούσαν να επιθυμήσουν άνθρωποι σαν και εμάς βρισκόμενοι σε κατάσταση ναυαγού: Δωμάτιο με καλή θέρμανση, ζεστά εσώρουχα, στρώματα για να κοιμηθούμε και άφθονο και εκλεκτό φαγητό.

Στο δωμάτιο αυτό παραμείναμε και την επόμενη ημέρα, όπως μας είχε ζητηθεί, για να μην μας αντιληφθούν οι τελωνοφύλακες που υποτίθετο ότι αγνοούσαν την παρουσία μας. Εν τούτοις, μας επισκέφθηκε Τούρκος ανώτερος αξιωματικός στον οποίο παρουσιαστήκαμε με την πραγματική μας ιδιότητα. Αυτός έδειξε ενθουσιώδη φιλελληνικά αισθήματα και μας ευχήθηκε να επιστρέψουμε γρήγορα στην ελεύθερη Πατρίδα μας.

Μας επισκέφθηκε επίσης ο Άγγλος υποπρόξενος της Σμύρνης, συνοδευόμενος από δυο Έλληνες που υπηρετούσαν στην αγγλική υπηρεσία στο Τσεσμέ οι οποίοι μας έδωσαν οδηγίες για τις προσεχείς κινήσεις μας.

Επιβιβαστήκαμε σε αυτοκίνητο που μας μετέφερε στην είσοδο της πόλης του Τσεσμέ. Βαδίσαμε μέχρι το κτίριο της αστυνομίας και παρουσιαστήκαμε σαν πρόσφυγες από την Χίο. Στο γραφείο του αστυνόμου μας περίμενε ο ένας από τους δυο Έλληνες που μας είχαν προηγουμένως επισκεφθεί με τον Άγγλο υποπρόξενο.  Προσποιήθηκε ότι μας έβλεπε για πρώτη φορά επί τουρκικού εδάφους, δήλωσε όμως ότι μας γνώριζε από την Αθήνα και επιβεβαίωσε τη πλαστή ταυτότητά μας.

Ήμουν ο δικηγόρος Μόσχος που δεινοπάθησα στη κατοχή και κατέφυγα στην Τουρκία για να βρω δουλειά. Οι δυο σύντροφοί μου ήταν, ο ένας έμπορος και ο άλλος βιομήχανος που διέφυγαν για τους ίδιους λόγους. Οι τούρκοι αστυνομικοί με ενδιαφέρον ζητούσαν πληροφορίες για τις δουλειές μας στην Ελλάδα και για τους λόγους που μας ανάγκασαν να φύγουμε.

Τέλος, έληξε και η κωμωδία αυτή και μεταφερθήκαμε με αυτοκίνητο και με τη συνοδεία Τούρκου αστυνομικού στη Σμύρνη. Εκεί φιλοξενηθήκαμε σε κτίριο του Αγγλικού Προξενείου και από το βράδυ της 19ης Φεβρουαρίου απολαμβάναμε την προστασία της Βρετανικής Αυτοκρατορίας.

Αυθημερόν είχαν ειδοποιηθεί για την άφιξή μας τα αρμόδια πρόσωπα στην Αθήνα και οι Ελληνικές αρχές στο Κάιρο και στο Λονδίνο.

Στο κτίριο του Αγγλικού Προξενείου παραμείναμε μέχρι την 24η Φεβρουαρίου αναμένοντας την έκδοση διαβατηρίων. Μας είχαν παρακαλέσει να μη κυκλοφορούμε στην πόλη για να μην αποκαλυφθεί η ταυτότητά μας από πράκτορες του εχθρού.

Το πρωί της 24ης Φεβρουαρίου πήραμε το τρένο για το Χαλέπιο όπου φθάσαμε τη νύχτα της 27ης. Με το ίδιο τρένο ταξίδευε μεγάλη ομάδα συναδέλφων από διάφορα Όπλα που είχαν τον ίδιο προορισμό με μας.

Στο Χαλέπιο μας περίμενε Άγγλος λοχαγός, Ελληνικής καταγωγής, που μας οδήγησε για διανυκτέρευση σε ξενοδοχείο της πόλης. Οι οδηγίες των Αγγλικών Αρχών Σμύρνης αλλά και οι ενέργειες του Αντιπροέδρου της Κυβερνήσεως Παν. Κανελλόπουλου από το Κάιρο μας εξασφάλισαν άνετη συνέχιση του ταξιδιού.

Το πρωί της επομένης ήρθε στο ξενοδοχείο μας Άγγλος ταγματάρχης που έθεσε στη διάθεσή μας το αυτοκίνητό του για να μας μεταφέρει στη Βηρυτό όπου βρισκόταν και η βάση των υποβρυχίων μας. Πολλοί από τους αξιωματικούς που υπηρετούσαν εκεί, μόλις πληροφορήθηκαν την άφιξή μας, έτρεξαν να μας συναντήσουν με συγκινητικές εκδηλώσεις. Η χαρά μου ήταν μεγάλη γιατί βρισκόμουν πάλι μεταξύ συναδέλφων που είχαν αναπτύξει λαμπρή πολεμική δράση. Με ιδιαίτερη ευχαρίστηση με πληροφόρησαν ότι μόλις έγινε γνωστή η άφιξή μου στη Σμύρνη με εισήγηση του Υπουργού Εθνικής Άμυνας ανασυστάθηκε το Ανωτέρου Ναυτικό Συμβούλιο με πενταμελή σύνθεση και συμμετοχή του Υπουργού Εθνικής Άμυνας Παν. Κανελλόπουλου, του Υφυπουργού Ναυτικών Υποναυάρχου Καββαδία, του Αρχηγού του Στόλου Υποναυάρχου Σακελαρίου του Αντιναυάρχου Βούλγαρη και εμένα.

Εκείνες τις ημέρες βρισκόταν στη Βηρυτό και ο Υπουργός Εθνικής Άμυνας που είχε έλθει για να επιδιώξει την αποκατάσταση της τάξης στις στρατιωτικές μονάδες στις οποίες είχε εκδηλωθεί στάση. Ο Υπουργός ζήτησε να με δει και αισιόδοξος για την εξέλιξη της καταστάσεως με παρακάλεσε να τον περιμένω στο Κάιρο, όπου θα με συναντούσε μετά από τρεις ημέρες.

Την επομένη αναχωρούσαμε με αγγλικό αυτοκίνητο για τη Χάιφα και από εκεί με τρένο για το Κάιρο, όπου φθάσαμε στις 3 Μαρτίου. Από την αναχώρησή μας από την Αθήνα, χάρις στις πολλαπλές ευκολίες που μας παρασχέθηκαν, είχαν περάσει μόνο 15 ημέρες χρόνος ελάχιστος για τέτοια ταξίδια,.

Το ίδιο βράδυ ο Ραδιοφωνικός Σταθμός Καΐρου μετέδιδε συνθηματική ειδοποίηση για να πληροφορηθούν οι δικοί μας ότι φθάσαμε καλά…».

Ο Πλοίαρχος Μεζεβίρης στην Αίγυπτο